Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη
(Οδυσσέας Ελύτης, Οι κλεψύδρες του αγνώστου ζ΄)
Σώμα μου
«Το κορμί … μια βέβαιη στάθμη ανεξάντλητης κρυφής ισορροπίας, που σε κάθε προβληματική περίπτωση ανακαλεί τον άνθρωπο από την αλητεία ή τη διάσπαση των αισθήσεών του στο βαθύτερο συμμετρικό εαυτό του… Αυτό άρα που είναι και ο πρώτος σιωπηλός ‘‘αγυιεύς και αριθμητής’’, όπου συνθέτοντας τις ίδιες του κινήσεις με το γύρα του ‘‘κενό αριθμού και μέτρου’’ κόσμο, αποκαλύπτει αγάλι αγάλι τους πιο απόκρυφους δεσμούς του με το σύμπαν …». Αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα γράφει ο μεγάλος μας Άγγελος Σικελιανός στον Πρόλογο που συνέθεσε για το έργο του Πολ Βαλερί Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, σε μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη, Άγρα 1988.
Ο ολύμπιος Σικελιανός, ως ιδεατός απόγονος των αρχαίων Ελλήνων, δεν θα ήταν δυνατόν να μην στρέψει τη σκέψη του στο σώμα, Ναό της ψυχής και του πνεύματος και να μη το δει ως αοπόσπασμα του σύμπαντος. Γι’ αυτό προέταξα τα πάρα πάνω ευφυή σχόλιά του, τα οποία προλογίζουν το κείμενο του Πολ Βαλερί από τον οποίο παραθέτω επίσης το ακόλουθο απόσπασμα, που δίνει και αυτό μια διάσταση στο θέμα. Στο απόσπασμα, ο πρωταγωνιστής Σωκράτης συνομιλώντας με τον Φαίδρο, γνωστά ονόματα και οι δύο από την κλασική μας φιλολογία, λέει τα εξής χαρακτηριστικά για το σώμα: «Κορμί μου, Δως μου το χάρισμα να βρίσκω στη συμμαχία μαζί σου, την αίσθηση των αληθινών πραγμάτων… Είσαι το μέτρο του κόσμου που η ψυχή μοναχά το εξωτερικό του μου παρασταίνει… πληρώνεις εσύ για τις πράξεις μου , κ’ εξιλεώνεις τα σφάλματά μου» (ό. π. σελ. 49).
Το «σώμα» που όλοι μας θεωρούμε δεδομένο και όλοι μας το επανανακαλύπτουμε μόνον όταν αρρωστήσει. Τότε είναι που η ψυχή και το πνεύμα ενεργοποιούνται και άλλοι γίνονται φιλόσοφοι, άλλοι ποιητές, άλλοι τρυγητές και κυνηγοί του ό,τι δεν πρόλαβαν να κάνουν.
Όλη αυτή η εισαγωγή, και οίκοθεν εννοείται, είχε σκοπό να μας εισαγάγει στο Πιάνο βυθού μια ποιητική συλλογή του Γιάννη βαρβέρη, όπου το σώμα πρωταγωνιστεί, μέσω της αδυναμίας του να πράξει, να δράσει, να επιβιώσει στην επερχόμενη λαίλαπα. Πρόκειται για μια συλλογή, όπως συμβαίνει και σε άλλες βέβαια, αναφορών και αυτοαναφορών.
Το σώμα είναι το μόνο μέσο για να επιζήσω. Χωρίς αυτό δεν υπάρχω, όσο για την ψυχή και αυτή από το σώμα εξαρτάται. Αν υπάρχει μετά το σώμα κανείς δεν ξέρει και ότι κι αν πιστεύει, η αλήθεια είναι μίαˑ καμιά ψυχή δεν ζει χωρίς το σώμα, δεν τρώει, δεν πίνει, δεν τραγουδάει, δεν ερωτεύεται. Και, ενώ έτσι είναι, αυτό το σώμα άλλοι το έχουν μόνο για τις απολαύσεις, άλλοι για να το ταλαιπωρούν και άλλοι το ξεχνούν τελείως.
Αν είναι απόσπασμα του σύμπαντος, ο ρεαλιστής άνθρωπος καθόλου δεν θα παρηγορηθεί στην ιδέα ότι όταν αυτό τον προδώσει, θα ενωθεί με το υπόλοιπο σύμπαν. Με το Μηδέν και το Άπειρο θα συμφιλιωθεί, όπως έλεγε και ο Καρυωτάκης. Γιατί στη συμφιλίωση αυτή, ο έτερος των συμφιλιωμένων δεν έλαβε υπόψιν της τη συναίνεσή του.
Απέξω λείο, καθαρό, καλοντυμένο, ευπρεπές, άρτιο. Κι από μέσα σαν το φρούτο. Με την αρχινισμένη σήψη αόρατη · το σκουλήκι σε δράση, περιφέρεται στα όργανα. Ό,τι προέρχεται απ’ έξω, θεραπεύεται, διορθώνεται, σχεδόν πάντα και σχεδόν αμέσωςˑ σπασίματα, γδαρσίματα, κακομορφίες. Ό,τι χαλάσει από μέσα, άλλοτε διορθώνεται ή απλώς μαντάρεται, κι άλλοτε όχι, κι αν διορθωθεί, μανταριστεί κάτι άλλο θα αφήσει στη θέση του να ενοχλεί. Καμιά φορά το δύστυχο σώμα δεν προλαβαίνει να γνωρίσει την έννοια της υγείας. Γεννιέται με το σκουλήκι του έτοιμο. Οπότε αφού αυτό, το σώμα, είναι ο ρυθμιστής σώματος και ψυχής, αυτό το σώμα απορροφά όλη τη σκέψη. Ποιος είπε πως η ύλη είναι ευτελής και το πνεύμα έχει την αξία; Αν μη το σώμα, ποιο πνεύμα και πού θα εύρισκε τόπο να σταθεί για να αποδείξει την αξία της ρήσης;
«Δεν έχουμε τίποτε άλλο παρά τον εαυτό μας», λέει ο Γιώργος Σεφέρης (Μέρες Δ΄, σελ. 287), συνυπολογίζοντας στην έννοια άνθρωπος και το κορμί και το πνεύμα σε μία ενότητα (Μέρες Β΄ 26 Μάη, 1932). Επομένως; Δεν μπορώ να αγωνιώ για τα αλλότρια όταν τα ίδια έχουν ανάγκη και μάλιστα επείγουσα; Είναι πολυτέλεια και άσκοπη σπατάλη η ενασχόληση με τα πέραν και τα ξένα.
«Σώμα μου φτιαγμένο από πηλό», άδει περιπαθώς λαϊκός τραγουδιστής και τονίζω το «λαϊκός» επειδή του Γιάννη Βαρβέρη του άρεσε το λαϊκό, κι ας ήταν καθαρόαιμος «αστός», γιατί το λαϊκό έχει άμεσο το μήνυμα κι εκείνος είχε μέσα του το σκουλήκι που τον έτρωγε εκ γενετής. Μπορεί να είχε το ύφος το προσωπικό του, την πόζα την ποιητική του, τη στάση του διανοούμενου -είχε την παιδεία άλλωστε για να την υποστηρίξει και τον περίγυρο για να την επιβάλει και ο περίγυρος να την αποδεχτεί- όμως όλα είναι «υπόκριση» ή υποκριτική που, ως άνθρωπος του θεάτρου, ζώντας πλάι σε άνθρώπους του θεάτρου, έμαθε τον ρόλο που ήξερε, καλά, να παίζει και ήθελε και οι άλλοι με αυτόν τον ρόλο να τον θυμούνταιˑ σαν να έβγαζε τη γλώσσα στο σκουλήκι του.
«Αγαπητέ Μίλωνα/ και Σπύρο Λούη/ … διεθνείς παιδαράδες/…αν εμένα τα πόδια μου/ είναι σαν κρεμ –καραμελέ/ και προφίλ η κοιλιά μου σαν μύτη γρυπή/ ένα μονάχα με πατηγορεί/ ενώ για σας βαθύτατα με θλίβει/ που με τέτοιο κορμί/ θα σας πάρει καιρό / των σκωλήκων το πάρτυ/ ενώ εγώ/ θα λιώσω συντομότατα» («Μελαγχολία Νωχελικού»)ˑ Καβάφης εδώ και «Μελαγχολία Ιάσονος Κλεάνδρου», σαν «πληγή από φριχτό μαχαίρι» η φθορά.
Το σώμα μου, που μ’ αυτό απολαμβάνω τα πάντα και εξ αιτίας του χάνω τα πάντα, με εξουσιάζει. Όσο το έχω θα το παλεύω… Άμυνα η άνεση, άμυνα και η κατάχρηση, άμυνα και η πόζα και η καταφυγή στο στίχο. Με όλα αντιστέκομαι στη φορά και στη φθορά των πραγμάτων.
Ο Γιώργος Βέης σχολιάζει σχετικά: «Ο Γ. Βαρβέρης έθιξε κυρίως, με σπάνια ενάργεια ύφους, το ζήτημα της άμυνας και της αντίστασης του εγώ μπροστά στο φάσμα του επικείμενου εκάστοτε αφανισμού του. Η λιτή αλλά οξύτατη έκφανση λειτουργεί ως καρφί που υποστηρίζει με σθένος το αίτημα της αυτολύτρωσης» (Οδός Πανός, τ. 159, Μάιος-Αύγουστος 2013).
Ο Γιώργος Σεφέρης, πάλι θα τον επικαλεστώ, γράφει στο ποίημα «Φυγή»:
«Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη/ … γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε /με τόσο πάθος./ Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσμε /μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες/κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα/ εκείνου του ανθρώπου/ κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη / μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε / μέσα στη φυγή».
Η αγάπη μας για τη ζωή και η ανάγκη μας να κρατηθούμε μέσα στη φυγή. Αυτό είναι το θέμα που με άλλη ποιητική συμπεριφορά τριγυρίζει στους στίχους του Γιάννη βαρβέρη, στα ποιήματα κομψοτεχνήματα, μινιατούρες.
Ποιήματα μινιατούρες
Κοιτάζοντας τη συλλογή Πιάνο βυθού
διαπιστώνουμε αμέσως πόσο εξαρτημένος είναι ο άνθρωπος από το άγκιστρο του σώματος. Πόσο πρέπει να μετράει, να ελέγχει, να προσέχει, να παλεύει για να διατηρήσει ακόμα λίγο αυτό το αδύναμο σαρκίο στη ζωή, να το προστατέψει από τον κίνδυνο που το απειλεί. Γι’ αυτό καταγράφει με ηρεμία, φαινομενικώς ψυχρά, τα μιλιγκράμ του ύπνου, την αγωνία μην ξεπεράσει ο πυρετός το τριάντα έξι κι έξι. Ικετεύει το σκοινί να αντέξει, το ασανσέρ να ανεβεί. Οι στίχοι «Απόψε, αγάπη μου…άσφαλτε κι ορατότητα δεν έχω προτεραιότητα/ έλεος μέχρι απέναντι και τώρα εσύ σχοινάκι μου / θ’ αντέξεις ως τον τέταρτο; Θ’ ανοίξεις ασανσέρ;» είναι αγωνία κατακόρυφη, εξαρτημένη από τίς καλλιτεχνικές «γραμμούλες» του θερμόμετρου που, όπως τα πλήκτρα του πιάνου ανεβάζουν τον ήχο, την ένταση, το πάθος του μουσικού, εκείνες, οι «γραμμούλες», δείχνουν πόσο ανέβηκε ο πυρετός.
Έτσι κι αλλιώς, το σώμα είναι φθαρτό, αυξανει μεταφέροντας το πικρό του τέλος. Όμως κανείς δεν θέλει να το θυμάται αυτό. Κι όσο είναι νέος πιστεύει στην αφθαρσία του. Αν όμως η «αφθαρσία» του είχε ήδη γεννηθεί φθαρμένη; «Τι δόκανο το μέλλον» («Μιλιγκράμ ύπνου»). Πάντα αυτή η σκέψη θα είναι μέρος μιας καθημερινής έγνοιας, με ενδιαφέρον εστιασμένο και στην πιο μικρή λεπτπομέρεια.
Όταν ο ποιητής μελετά τις μικρές διαδρομές, τις γέφυρες και τα περάσματα από τη στεριά στο νησί - όποια στεριά, όποιο νησί, όποιο πέρασμα –την πορεία προς την Αχερουσία μελετά: «Ρίο Αντίριο και Ωρωπός –Ερέτρια/ ... ενώστε τα λοιπόν ενώστε τα όλα ./ Μην τους αφήσετε / ούτ’ ένα υπαινιγμό/ Αχερουσίας», («Οδικές γέφυρες»).
Το μυαλό του δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη σκέψη του εφήμερου –μέρα τη μέρα ζει, ποιος ξέρει αύριο τι ξημερώνει- δεν μπορεί να ασχοληθεί με τις Μεγάλες Ουσίες, γιατί γι’ αυτόν μία είναι η ουσία και είναι Μέγιστηˑ να ζήσει ακόμα μια μέρα, να μην ανεβεί ο πυρετός να μην η «αγάπη» του, η ψυχή, εγκαταλείψει το σώμα. Έτσι, την ανάγκη να γράψει την αισθάνεται δυνατή, «Κάπου στο υπογάστριο», έλεγε ο Σεφέρης (Μέρες Δ΄, 286), κι όσο περνάει ο καιρός τόσο ο χρόνος τον πάει πίσω ή ίσια μπροστά στα οικογενειακά πορτρέτα που τον καλούν να πάρει τη θέση του πλάι τους.
«Πέντε οι ζωντανοί και δυο στα κάδρα/ τα κάδρα τρία κι οι ζωντανοί μονάχα τέσσερεις/ ώσπου στην τωρινή φωτογραφία / εσύ κι εγώ/ κάτω από ένα στερέωμα μεταστάντων» («Κοντινό Πλάνο»).
Χαρακτηριστικό εκ του αντιθέτου το ποίημα «Έλα γι’ απόψε», τίτλος παλιού τραγουδιού. Ο ποιητής στήνει σκηνικό και το περιγράφει: καναπές, καρέκλες, εξώφυλλα δίσκων, το κομψό, άσπρο λινό κοστούμι του πατέρα στον καλόγηρο, η μεταξωτή γραβάτα, το κολάρο, το μαντίλι στο τσεπάκι. Κι έπειτα ολοκληρώνει το ποίημα με έξι στίχους-τίτλους παλιών τραγουδιών της ίδιας εποχής, όπου επικρατεί ο αέρας και η μπόρα, είναι βράδυ, μου λείπεις, θα καθόσουνα πλάι μου, κοντά στο τζάκι, ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά. Είναι σκηνοθεσία και συνειδητά εδώ ο Βαρβέρης καβαφίζει. Ανακαλεί στο προσκήνιο τον πεθαμένο πατέρα, όπως ο Καβάφης τον Καισαρίωνα ή, πάλι, τον Ιάσονα Κλεάνδρου. Πάντως, η τελευταία επίκληση: «Ακούς, μ’ ακούς/ Πατέρα;/ Έλα γι’ απόψε/ μόνο γι’ απόψε/ λίγη ώρα». Δεν ξέρω αν εδώ ακούω καλά, αλλά εμένα μου θυμίζει εκείνο το «Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς» (Οδυσσέας Ελύτης, Το Μονόγραμμα IV) που τυχαία ή σκόπιμα στην ίδια ατμόσφαιρα κινείται.
Αυτή η διαρκώς επαπειλούμενη ζωή τον αναγκάζει να είναι διαρκώς απασχολημένος με τα μικρά, τα λίγα και τα επίκαιρα, τα εξ αντικειμένου ασήμαντα, αλλά στην ειδική περίσταση σημαντικότατα. Σ’ αυτά έχει κρεμάσει την ελπίδα. Στα όνειρα, στα γραμμάρια και στις γραμμές του θερμομέτρου. Ζωή μετρημένη με το δευτερόλεπτο ή «το κουταλάκι του καφέ (όπως θα έλεγε ο Έλιοτ ή ο Σεφέρης). Εκ γενετής, λοιπόν, δεν έχει την πολυτέλεια να επισκοπεί τα πέραν ή να ανησυχεί για το απώτερο μέλλον. Το μέλλον ούτως ή άλλως είναι προδιαγεγραμμένο. Το άμεσο παρόν, η μέρα και η νύχτα που έρχεται με ό,τι σαν αίσθηση συνεπάγεται.
Ο ποιητής βλέπει παντού το ίδιο θέμα. Γι’ αυτό το θέμα του μιλάει ερωτικά η Φορντ Κορτίνα 1964… Γέρασε και αυτή:
«Κύριε… Είμαι γυναίκα, ξέρω: / τόσες φροντίδες για γυναίκα φθείρουν με το χρόνο/ κι αυτός που δεν είν’ από μέταλλο σκουριάζει./ Άρα, το λέω, σε θ’ άντεχα ποτέ το χωρισμό μαςˑ/… Υποσχεθείτε μου λοιπόν: Σαν έρθει η ώρα/ κάνε κουράγιο αγαπημένε, βαλ’ τα δυνατά σου/ κι έλα ξάπλωσε στο μπροστινό μου κάθισμαˑ/ μια γερασμένη σταρ ξέρει από φλόγα/ για πρώτη μας φορά και τελευταία/ θ’ αγκαλιαστούμε ολόκληροι/ στην έκρηξή μου / κι έτσι καπνοί αξεχώριστοι στον καθαρότερον αέρα/ όπως παλιά και πάλι θα συναντηθούμε/ εσύ κι εγώ/ ο πατέρας κι η μητέρα» («Cortina 1964»).
Με άλλα λόγια, πιστεύει στη ζωή μετά τη ζωή ο ποιητής; Σαρκάζοντας, πονώντας στο πάθος συμμετέχοντας οι «Κορμάρες στην Πατησίων» θα δώσουν μια κάποια απάντηση. Κλεισμένος κατά λάθος όλη τη νύχτα στο Μουσείο είδε τα αγάλματα με «Τα μάρμαρά τους μαλακά , σοφά τα μέλη/ …να κυλιούνται στο έδαφος. «Κόρες με το ένα στήθος τους, / θεές δίχως γλουτούς πόδια ή αιδοίο/ έφηβοι ακέφαλοι ακρωτηριασμένοι/ … πλησίασα… διακριτικά μ’ εμπόδισαν ν’ αγγίξω./ Ώσπου ένας έφηβος … / “ακέραιος συ” ψιθύρισε και/ “ημείς δε πάντες τετρωμένοι” ./ Φως και κλειδιά κι όλοι στις θέσεις τους ./ Μια δυο εξηγήσεις κι’ απ’ την έξοδο / πάλι στ’ αρτιμελή μου αγάλματα/ της Πατησίων».
Το απόσπασμα χαρακτηριστικό, αλλιώς συγγενικό με το ποίημα «Το άγαλμα και ο Τεχνίτης» από ταΑντικλείδια του Παυλόπουλου. Συγκινητικό, ωστόσο. Απελπισμένο και σαρκαστικό, σαν και πάλι ένα ιδού κι εγώ, όπως όλοι φθαρτός.
Και πάμε στο ποίημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή και με αυτό κλείνειˑ
Πιάνο βυθού
«Αυτές οι νότες /που σας στέλνω / με την άνωση/ δεν έχουν πια κανένα / μα κανένα ενδιαφέρον./ Απ’ τον καιρό του ναυαγίου / που αργά μας σώριασε τους δυο/ ως κάτω στο βυθό/ σαν βάρος έκπληκτο/ το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανείου κι εγώ/ έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος/ μια υπόκωφη επίπλωση βυθού/ ένα λουλούδι ξωτικό/ ή ένα τεράστιο όστρακο/ φωλιά ιπποκάμπων/ διάδρομος ψαριών που όλο απορούν / μπρος στην ασπόμαυρη αυτή μνήμη/ του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.
Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας/ διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια/ τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες/ σαν ντο και σολ και μι/ μη φανταστείτε μουσικήˑ/ είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται / πιέζει κι ανεβαίνει.
Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε./Το πιάνο μου κι εγώ/ είμαστ’ εδώ πολύ καλά/ εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες/ αλλά μες στη ασφάλεια πλήρους ναυαγίου/ και ιδίως / μακριά επιτέλους / από κάθε προοπτική πνιγμού».
Όπως φαίνεται από την πρώτη ματιά, το ποίημα είναι μετρημένο λέξη λέξη, συλλαβή συλλαβή, φώνημα φώνημα, ήχο ήχο.
Ο ποιητής στέλνει μήνυμα από το βυθό, όπου έχει σωριαστεί μαζί με το πιάνο του. Μια θαλασσινή Νέκυια σκηνοθετεί. Ο Άδης του είναι θαλασσινός. Και ό,τι σαν μήνυμα στον πάνω κόσμο θα ήθελε ο ίδιος να στείλει, αυτό το «ήθελε» οι νότες του εκπνέουν, του βουλιαγμένου πιάνου, άχρηστου, που σαν βουλιαγμένο πλοίο, άχρηστο επίσης, είναι φωλιά ιππόκαμπων και ψαριών, «διακόσμηση πυθμένος».
Το μήνυμα, προς τον αναγνώστη προσωπικάˑ να μην εκλάβει τις φυσαλίδες που ανεβαίνουν στην επιφάνεια για νότες «ντο και σολ και μι/ μη φανταστείτε μουσική». Είναι απλώς σκουριά που ανεβαίνει, εν αγνοία της, μελωδικά, κομψά, χαμηλόφωνα. «Τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν στον αέρα», λέει ο Ελύτης στο «Ελεγείο του Grüningen». Εδώ καθόλου δεν ισχύει το ίδιο. Όμως υπάρχει αποδέκτης αυτής της μουσικής; Για τον Βαρβέρη καμιά πίστη, αυταπάτη, ιλουζιόν. Απλώς εκπνοή ύλης φθαρμένης, μόνο. Αυτοί οι στίχοι θυμίζουν και αλλιώς πάλι Ελύτηˑ τον επίλογο από τον «Ύπνο των Γενναίων»:
«Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κά-/ νουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που/ ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων».
Η «άχνα», «καπνός», «νοσταλγία» με δύο εκδοχές μπορούν να εκληφθούνˑ η πρώτη: οι Γενναίοι νοσταλγούν και ο αναστεναγμός τους βγαίνει από τα βάθη της γης, αντίληψη που πηγάζει από την αρχαία ελληνική παράδοση. Δεύτερη εκδοχή, απομυθοποιητική, «η νοσταλγία ξεθυμαίνει» και χάνεται, πράγμα που ταιριάζει στη «σκουριά» του Βαρβέρη. Θα ήθελα, μια και είμαστε ήδη στον Ελύτη, να παραβάλω τους ιππόκαμπους και τα ψάρια που κυκλοφορούν στο «Πιάνο βυθού» με τα συμβαίνοντα στο «Σώμα του Καλοκαιριού» από τη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος:
«Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του/Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του/Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης/Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα…. Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!». Υπάρχει ή δεν υπάρχει, είναι θέμα εκφοράς του ίδιου πράγματος, της ίδια αίσθησης, αλλιώς λοξά ιδωμένης. Οι ποιητές είναι σαφείς μέσα στη δική του ποιητική μυθολογία ο καθένας. Πιάνο και πιανίστας βρίσκονται εκτός κινδύνου πια. Δεν κινδυνεύουν πλέον από πνιγμό.
«Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει»
(Ελύτης, «Mozart Romance»)
Σημείωση: Για το πλήθος των αναφορών του Γιάννη Βαρβέρη στους άλλους ποιητές, παλαιότερους και της γενιάς του, θα άξιζε μια συστηματική μελέτη, που εδώ μόνο υπαινιγμούς ή μικρά δείγματα δώσαμε.