Είναι πολλές οι κρυφές αλήθειες του καθρέφτη. Πρώτη και πιο πολύτιμη: η ποιητική γραφή είναι συνάμα πρωταρχική και δεύτερη γραφή, μεταγραφή του σύμπαντος ή της συμπαντικής ψυχής που κρύβει βαθιά μέσα του ο ποιητής. Και το ζει κάθε φορά που ο λόγος του αποτυπώνει στο χαρτί τον μακρόκοσμο, αρχίζοντας από τον μικρόκοσμο. Ο Γιάννης Βαρβέρης, κατ’ εξοχήν ποιητής της κατοπτρικής θέασης, έχει το ποιητικό θάρρος να αποκαλύψει την ψυχή του με μια λέξη, φιλοσοφικά αλλά και συναισθηματικά φορτισμένη, όπως «ξένος» ή «αμαρτία», και να προκαλέσει το είδωλό του να ανακαλύψει τη δική του. Και αυτό σε ποίηση που μαγεύει τον αναγνώστη, τον παρασύρει σε παρόμοια ενέργεια, τον κατακτά.
Γνώριζα καλά το πολυσχιδές έργο του αλλά τον ίδιο πολύ λίγο. Ανταλλάξαμε κάποιες φορές βιβλία. Του έστελνα θεατρικές μεταφράσεις μου, ως ελάχιστο φόρο τιμής στο σπουδαίο μεταφραστικό έργο του∙ ανταπέδιδε πάντα τις αποστολές μου με ποίηση. Τον συνάντησα μόνο μια φορά. Τον είδα, καθώς κατέβαινα τα σκαλιά στο «Underground Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη και έσπευσα αμέσως να του μιλήσω. Χαμογελάσαμε, χωρίς τελετουργικές υποκρισίες. Ανταλλάξαμε λίγα αυθόρμητα λόγια χαράς για τη γνωριμία εκ του σύνεγγυς.
Ένα βράδυ δέχθηκα ένα απρόσμενο τηλεφώνημά του. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι καθώς ξεφύλλιζε μεταφράσεις μου θεατρικών έργων σκέφτηκε ότι δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μου πει πόσο πολύ του άρεσαν. Του θύμισα ότι το έγραψε με λίγες όμορφες λέξεις στην Καθημερινή, σε κριτική του για την παράσταση του Νησιού των Σκλάβων, σε σκηνοθεσία Νίκου Σακαλίδη. Δεν το έκρινα απαραίτητο να προσθέσω ότι είχε γράψει λάθος το όνομά μου. Θεώρησα ότι Ζωή και Σοφία οφείλουν να είναι συνώνυμα σε τέτοιες περιπτώσεις. Έμεινα με την απορία γιατί αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να μου τηλεφωνήσει.
Όχι όμως για πολύ. Δύο μέρες αργότερα πληροφορήθηκα τον ξαφνικό χαμό του. Και τότε όλη του η ποίηση άρχισε να σημαίνει διαφορετικά για μένα. Να σημαίνει αυτή τη φορά σαν καμπάνα αλλά, όπως στον John Donne ή τον Ernest Hemingway, πένθιμα.
Πέρασαν λίγες μέρες και σκέφτηκα να πάρω ξανά στα χέρια μου τη συλλογή Στα ξένα, αφιερωμένη «Στον ξένο» – που μου είχε στείλει στη δεύτερη έκδοσή της. Τι είναι ξενιτιά, τι είναι ξένος; αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά μπροστά στο βιβλίο του. Ποια είναι ξένη χώρα, για ποιον; Μήπως κυρίως για τον γηγενή, όταν ο τόπος του κατακλύζεται από πρόσωπα με παράξενα γι’ αυτόν ήθη; Ποιος είναι ξένος ή μάλλον ποιος δεν είναι; Πρώτοι ξένοι, πάντα επήλυδες και πρόσφυγες όπου και αν πήγαιναν –μετά την απομάκρυνσή τους από την παραμυθένια πατρίδα τους, κήπο επιπλέον–, ο Αδάμ και η Εύα. Οι πρωτόπλαστοι θα παραμείνουν σύμβολα της ξενότητας αιωνίως, τουλάχιστον για τον Δυτικό πολιτισμό. Ξένος και ο Χριστός όταν, μετά τη σταύρωσή Του, Τον αναζητεί ο Πόντιος Πιλάτος, σε τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής. Αρκεί να δει μια θέση ο ποιητής και αντιλαμβάνεται ότι δεν βρίσκεται εκεί για να υποδεχθεί τον ίδιο. Γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη να πληροφορήσει τον Δημιουργό στο εξαιρετικά λιτό ποίημα (με τίτλο «Θέση»), που υποδηλώνει ένα ασύλληπτο δέος μπροστά στο ποιητικό υποκείμενο:
Είναι κατειλημμένη, Θεέ
από τον ξένο.
(Β, Στα ξένα, 48)[1]
Εδώ πρόκειται, σκέφτομαι, όχι μονάχα για τον Χριστό, αλλά και για τον ξένο που είναι ο καθένας μας, κυρίως ο ποιητής, ως δημιουργικό εγώ, όταν είναι μόνος και, άθελά του, αντικρίζει τον εαυτό του. Τότε, βλέπει το κοινωνικό εγώ του να υφαρπάζει ένα σημαντικό κομμάτι του αληθινού εαυτού του. Ωστόσο, αν δεν συναντήσεις τον ξένο και αν δεν νιώσεις ξένος, δεν θα δεις ποτέ το πρόσωπό σου στον καθρέφτη σαν τον άλλο που είσαι, δεν θα εισχωρήσεις ποτέ στην εικόνα σου να ανακαλύψεις πόσο πολλά ετερόκλιτα θραύσματα την απαρτίζουν. Κοντολογίς, δεν θα οδηγηθείς ποτέ σε μια ικανοποιητική δόση αυτογνωσίας.
Αυτή η εγγενής ιδιότητα του ξένου κάνει τον ποιητή να βλέπει από απόσταση τον άνθρωπο και τους μύθους του, να ανατρέπει τα ιερά και τα καθιερωμένα. Ποιους και γιατί τιμωρεί ο Δημιουργός, σύμφωνα με την Αγία Γραφή; Ο Κάιν θυσίασε σπαρτά, ο Άβελ ποίμνια, «μα προτιμήθηκε η θυσία ποιμνίων του Άβελ» (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 95). Το παθητικό ρήμα εισάγει στο ποίημα μια αόρατη εξουσία. Ο ποιητής απαντά πλαγίως στην ερώτηση «Λοιπόν ποιος Πρώτος ζήτησε αίμα;», πριν ακόμα τη θέσει. Απαντά ξανά όταν γράφει με κεφαλαίο Π τη λέξη «Πρώτος». Αγνοείται σκοπίμως η αγνή πρόθεση του Άβελ, καθώς θέτει σε αμφισβήτηση την παντοδυναμία του Πρώτου. Οι σχέσεις δημιουργίας και φόνου ανοίγουν διάπλατα μπροστά μας τη συμπαντική πόρτα να διαβάσουμε τον Γιάννη Βαρβέρη μέσα από την Παρεξήγηση του Albert Camus.
Και ο Ιησούς, ποιητής, και ας μην έγραψε ποτέ ο ίδιος, κι ας άφησε τους Ευαγγελιστές Του να καταγράψουν τον δικό Του ποιητικό-παραβολικό λόγο, γνήσιος επαναστάτης ακόμη και ανάμεσα στις λέξεις «ειρήνη υμίν», μας αποκαλύπτει το «μυστικό του Δείπνου»:
«Ενάρετοι κι αμαρτωλοί λοιπόν, παιδιά μου
όλοι μια μέρα θα συγχωρεθούν
εκτός απ’ τους δειλούς εκείνους
που δεν τολμήσανε να με προδώσουν».
(Β, Ο άνθρωπος μόνος, 120-21)
Για ποιο πράγμα να συγχωρεθεί ο αναμάρτητος; Η απάντηση βρίσκεται στις λέξεις «που δεν τολμήσανε». Ο Ιησούς, ενσάρκωση του θείου λόγου, δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του συνηγόρου του αμαρτωλού. Εντούτοις, καλεί το σύνολο της ανθρωπότητας σε αυτό που, προφανώς υποκριτικά, αποκαλούμε αμαρτία∙ αφαιρεί από το πρόσωπό μας τη μάσκα του αναμάρτητου και από το νου μας την ψευδαίσθηση της καλής πρόθεσης.
Ο ποιητής δεν ανήκει στους δειλούς. Γράφει γιατί επαναστατεί, ανατρέπει, προδίδει. Το ρήμα «προδίδω» προέρχεται από το αρχαίο «προδίδωμι» που σημαίνει δίνω εκ των προτέρων, προπληρώνω. Άρα, όταν προδίδουμε, με την ετυμολογική έννοια τουλάχιστον, δηλαδή με σημασία που κυριαρχούσε σε ένα μακρινό παρελθόν, πληρώνουμε για πράγματα που δεν χρωστάμε, που προφανώς δεν τολμήσαμε να κάνουμε. Και ίσως που ξέρουμε ότι δεν θα τολμήσουμε ποτέ. Αυτό κι αν είναι αμαρτία, προδοσία, αλλά και επιβεβαίωση της γνησιότητάς μας, ένα πρωτοφανές παράδοξο: να μην τολμάς να προδώσεις, ενώ το επιθυμείς διακαώς, για να μείνεις πιστός στην ποιητική αλήθεια, σε μια απογύμνωση ή και ανέκφραση του λόγου. Ας προσθέσουμε ότι ο Ιησούς μιλά στο τρίτο πρόσωπο. Οι προβλέψεις Του δεν αφορούν στους μαθητές Του. Όλοι δική Του επιλογή, ποιητές και εκείνοι, δεν ανήκουν στους δειλούς. Ο Βαρβέρης προβάλλει ένα Χριστό επαναστάτη, χωρίς να παραπέμπει στον Καζαντζάκη. Μας θυμίζει ότι κουβαλάμε τις αμαρτίες του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, ενώ ο Θεάνθρωπος θυσιάζεται για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποια αμαρτία; Η θεϊκή και συνάμα ανθρώπινη αλληλεγγύη Του προς τον αμαρτωλό Τον φέρνει πιο κοντά στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και αδυναμίας, σκεπτικό που αναιρεί την ανάγκη για σωτηρία, αμφισβητεί την ίδια την αποστολή Του.
Το ποιητικό υποκείμενο βλέπει τη βάπτιση ως το αντίθετο από τη συνήθη σημασία που της αποδίδουν πιστοί και εκκλησία. Δεν μας απαλλάσσει από τις αμαρτίες, το αντίθετο μάλιστα. Μας προσδίδει εικονικές, παραμυθικές σχεδόν, αμαρτίες (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 132). Το ίδιο και η σωτηρία∙ δεν είναι λύτρωση από την αποτυχία που υπονοεί η λέξη «αμαρτία» αλλά εφησυχασμός:
Κίνδυνος μέγας
κι απ’ τον οποίο με τη φυγή μας
πρέπει να σωθούμε.
(Β, Ο άνθρωπος μόνος, 133)
Η πολυσημία της αμαρτίας γίνεται προφανής στα βιβλικά ποιήματα. Στις τέσσερεις αφηγήσεις με τίτλο «Ασωτία και υποδοχή της» (Β, Ο άνθρωπος μόνος, 106-10), ο υπάκουος γιος, ο ενάρετος, δεν είναι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της παραβολής. Υπάρχει αορίστως σαν αδελφός, που ίσως και να μη γεννήθηκε ακόμη. «Κι ο αδελφός σου πέθανε / προτού να γεννηθεί» (107), πληροφορεί τον Άσωτο ο Πατέρας, με τα ρήματα «πέθανε» και «γεννηθεί» να έχουν έντονη αλληγορική σημασία. Δεν πρόκειται για κοσμικό αλλά για καθαρά ποιητικό-μυθοπλαστικό χρόνο. Ο Αδελφός θα γεννηθεί όταν επιστρέψει ο Άσωτος, όταν η μετάνοια για την ασωτία γίνει αποδεκτή από τον Πατέρα, από την εξουσία. Τότε θα πάρει τη θέση του στην παραβολή. Και σε λίγο ο πατέρας μοιάζει να υπαναχωρεί. Δεν έχει μια ολόδική του, καθαρή εικόνα των συμβάντων: «Έχω για μόνη μου παρηγοριά τον αδελφό σου» (109). Ο άσωτος πρέπει να διατηρήσει την ιδιότητα του ασώτου, διαφορετικά ο αδελφός θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο άλλος γιος δεν έχει δική του αυτόνομη ταυτότητα∙ είναι αδελφός. Και υπάρχει αποκλειστικά γιατί ο αδελφός του τόλμησε να παραβεί τους κανόνες. Ή μήπως όχι; «Μια θα ’ν’ η ευχή μου: / όρθιος μακριά μας πια να ζήσεις» (109). Για να συμπεράνει σε λίγο με ένα στίχο που επεξηγεί την έννοια ενός ασυνήθους αμαρτήματος, αυτού που αυτοαναιρείται, που γεννιέται και υπάρχει μόνο μέσα στην ποίηση, κυρίως στη συγκεκριμένη ποίηση του Βαρβέρη: «Μόνη ασωτία οι λέξεις και τα αισθήματα» (110).
Η ανομία έχει τέτοια σημασία μέσα στον ποιητικό λόγο που προσδιορίζει τον παραβάτη και πολύ περισσότερο τον υπάκουο, αυτόν που δεν τόλμησε. Σε άλλο ποίημα, άλλη βιβλική παραβολή, το πρόβατο συμβολίζει αποκλειστικά την υπακοή, ενώ τα μη απολωλότα πρόβατα, όπως ο καλός γιος, οφείλουν την οντότητά τους στο απολωλός: