Στη Λέξη πρωτοσυνάντησα τον ποιητή και κριτικό θεάτρου Γιάννη Βαρβέρη. Η ποίηση και η κριτική τον οδήγησαν στο δοκίμιο που καλλιέργησε, νομίζω, υποδειγματικά και μάλιστα τιμήθηκε το 1996 με το «κρατικό βραβείο Κριτικής – Δοκιμίου». Συμφωνούσε κατά τούτο με τον Θανάση Νιάρχο, ο οποίος πιστεύει πως χρέος των ποιητών είναι να καταθέτουν τις απόψεις τους για την τέχνη τους και να τις δημοσιεύουν ώστε να υποστηρίζουν πρακτικά τη θεωρία τους για την ποίηση. Τα δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές που έχει επιλέξει, μαζί με τα κείμενα της κριτικής του αποτελούν τον δικό του κόσμο ή καλύτερα τη δική του θάλασσα της Ποιητικής. Άλλωστε δεν είναι τυχαίος ο τίτλος Σωσίβια λέμβος που εκδόθηκε το 1999 από τον Καστανιώτη και περιλαμβάνει 45 δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές. Αν και στο προλογικό του σημείωμα ο Γιάννης Βαρβέρης, στα πλαίσια αυτοκριτικής του για τον τίτλο, προτιμά το «λέμβος» χωρίς τον επιθετικό του προσδιορισμό που «συνιστά ουτοπία, αν όχι έπαρση», εντούτοις όντως μεταφορικά το σωσίβια λέμβος θα μπορούσε να πάρει πολλές ερμηνείες, εξαιτίας της σύνδεσης της ποίησης με τη θάλασσα. Όπως και να ’χει πάντως ο τίτλος παραπέμπει στην απεραντοσύνη της Τέχνης του λόγου.
Ποιος άλλος λόγος υπάρχει, αν όχι η απέραντη έκταση της ποίησης, που υποβάλλει στους ποιητές την ανάγκη να ορίσουν με ποικίλους τρόπους την έννοιά της; Θα βρούμε πολλούς και ποικίλους ορισμούς είτε στα ίδια τα ποιήματα είτε στα θεωρητικά τους κείμενα. Μαζί με τους ορισμούς ακολουθούν η αναγκαιότητα της ποίησης, η χρησιμότητά της, το πώς την αποδέχονται ή την κατανοούν οι άνθρωποι, πώς αντιδρούν στον ποιητικό λόγο, ποια σχέση έχει η ποίηση με την κοινωνία στην οποία ζουν οι ποιητές, πόσο και ποιο είναι το ποιητικό κάλλος και άλλα παρόμοια. Σ’ αυτά τα ερωτήματα –και άλλα πολύ περισσότερα– απαντά ο Γιάννης Βαρβέρης με τα δοκίμιά του, σημειώνοντας τη μεγάλη ποιητική ανθοφορία που παρατηρήθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα και τα δυο νόμπελ λογοτεχνίας Σεφέρη και Ελύτη, με τα οποία καταξιώθηκε η ελληνική ποίηση στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο νομπελίστες ποιητές έχουν αφήσει μαζί με το ποιητικό και πλούσιο δοκιμιακό έργο. Τόσο οι Δοκιμές του Σεφέρη, όσο και τα Ανοιχτά χαρτιά του Ελύτη, δεν είναι μόνον αποκαλυπτικά δοκίμια για την ποίηση, αλλά και οδηγοί μύησης του αναγνώστη στην Τέχνη. Τον ίδιο ρόλο πιστεύω ότι επιτελούν και τα δοκίμια του ποιητή και θεατρικού κριτικού Γιάννη Βαρβέρη.
Η ποίηση στην Ελλάδα, υπογράμμιζε ο Βαρβέρης, «διεκδικεί εύσημα αισθητικής πρωτοπορίας», παρόλο που ο «αληθινός ποιητής» είναι «προκλητικά παραθεωρημένος». Ο ποιητής Βαρβέρης θεωρούσε πως ο δρόμος της ποίησης είναι μοναχικός και πως προσομοιάζει με το επίμονο λουλούδι που ανθίζει και μυρίζει πιο πεισματικά όσο παραμένει απότιστο, όσο δηλαδή δεν συνδέεται με χρηματικά έπαθλα ή άλλες υλικές επιβραβεύσεις. Για το λόγο αυτό προβληματιζόταν μήπως τα λογοτεχνικά βραβεία ή ο εναγκαλισμός του ποιητή από τα ΜΜΕ μειώνει την ανατρεπτική του δύναμη «... λογοτεχνικό βραβείο, δημόσια ανάγνωση ποίησης, κρατική αγορά βιβλίων, επιδότηση ανθολογίας, ραδιοφωνική ή τηλεοπτική απαγγελία ... η μεγαλόψυχη τούτη υποδοχή ... εκθηλύνει και ξεδοντιάζει την εμπρηστική φύση της». Παρά ταύτα δεν αποστρεφόταν τη δημόσια επιβράβευση του έργου του. Είχε τιμηθεί αρκετές φορές, αλλά θεωρούσε πως ο ποιητής οφείλει να τηρεί στάση επαγρύπνησης έναντι κάθε εξουσίας, καθώς πίστευε στη δημιουργικά ανατρεπτική δύναμη της Ποίησης.
Με σεμνότητα ο Γιάννης Βαρβέρης υποστήριζε ότι για την Ποίηση δικαιωματικά μπορούν να εκφράζονται ποιητές που έχουν διανύσει μια μεγάλη πορεία, στη ζωή και στην Τέχνη, ενώ για τους νέους αυτό θα ήταν θράσος και αλαζονεία. Ωστόσο στηριζόμενος στη φράση του ιερού Χρυσοστόμου «Και το αμαρτάνειν εν συστολή αρετή εστιν» αποτόλμησε να διατυπώσει τις δικές του απόψεις «εν συστολή». Προκειμένου να καταλήξει στον δικό του ορισμό, αναφέρεται επιλεκτικά σε άλλους «αφαιρετικούς» ποιητικούς ορισμούς: του Σολωμού («ξεχείλισμα ψυχής»), του Εμπειρίκου («ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου»),του Αναγνωστάκη («ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» ), του Βαλερύ («διαρκής δισταγμός ανάμεσα στο νόημα και στον ήχο»), ή του σύγχρονού του Σταύρου Βαβούρη (μεταμόρφωση της ίδιας μας της υπόστασης στο χρώμα, στον ρυθμό και στην ιδέα μιας μουσικής»). Δεν επιλέγει τυχαία τους παραπάνω συνοπτικούς ορισμούς, Μέσω αυτών προσπαθεί να οριοθετήσει κατά κάποιον τρόπο τη δική του οπτική σχετικά με την ποίηση. Αποφεύγοντας να προσθέσει έναν επιπλέον ορισμό στους πολλούς άλλους, προτίμησε απλά να σχολιάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ίδιος την Ποίηση ως «μια μυθοπλαστική μουσική παρηγοριά απέναντι σε ό,τι δεν ζήσαμε ή σε ό,τι ζήσαμε και χάθηκε, ή σε ό,τι άφευκτα μας απειλεί σε ατομικό, κοινωνικό ή υπαρξιακό επίπεδο».
Η συγκεκριμένη οπτική έναντι της ποίησης τονίζει τη μουσική που εκπέμπουν οι λέξεις των ποιημάτων, τη δομή του ποιήματος, τον στόχο του και το περιεχόμενό του. Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκφρασθούν τα παραπάνω, ο Γιάννης Βαρβέρης μπόρεσε να τα περιλάβει σε ένα δικό του ορισμό της ποίησης συμπληρωματικό των άλλων αλλά και αναλυτικό ως προς τις προεκτάσεις του, ώστε να εκφράσει το δικό του ποιητικό σύμπαν. Όσον αφορά τη σχέση ποίησης και πραγματικότητας, εκείνο δηλαδή το «ό,τι ζήσαμε και χάθηκε» που μοιάζει με το «ό,τι δεν ζήσαμε», είναι σαφής για τη διαδικασία της ποιητικής μετάπλασης. Την πραγματικότητα ο ποιητικός άνθρωπος, που μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, τη ζει, την απολαμβάνει, ευχαριστιέται ή υποφέρει από αυτήν, αλλά μέχρις εκεί. Δεν αρκεί αυτό για να χαρακτηρισθεί ποιητής. Δεν έχει ούτε την ανάγκη, ούτε τη δυνατότητα να προχωρήσει με αξιώσεις σε άλλου είδους ή γένους έκφραση, ακόμα κι αν την εκφράζει «ποιητικά». Τυχαίες εικόνες, συναισθηματικές εξάρσεις ή συγκινήσεις, κατά τον Βαρβέρη, δεν συνιστούν ποιητική πράξη. Αυτή είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ πιο βαθύ, ώστε να αποτελέσει τελικά «παρηγοριά» για τον ποιητή και τον αναγνώστη-αποδέκτη της ποιητικής δημιουργίας.
Οι συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές της πραγματικότητας, όσο εξαιρετικές κι αν είναι, όσο και αν εκφράζονται με λόγο «ηδυσμένο» κατά την Ποιητική του Αριστοτέλη, όσο κι αν δημιουργούν ένα ποιητικό σχήμα, παραμένουν ιδιωτική υπόθεση του δημιουργού τους. Για τον Βαρβέρη είναι «θνησιγενείς» λόγοι, «περιστασιακοί», ακόμα και αν διακρίνονται από γνησιότητα. Υπό την έννοια αυτή ο καθένας θα μπορούσε να γίνει ποιητής, αλλά παραμένει στην ατελή μορφή που ποιητικού λόγου. Η πορεία και το τέλος της ποιητικής έκφρασης είναι διαφορετικά. Η Ποίηση ακολουθεί μια διαφορετική διαδικασία. Σημειώνει ο Βαρβέρης ενδεικτικά για τον ποιητή τα εξής: «Πρώτον εκκρίνει πολύ συχνότερα παρόμοια ψυχικά επιφωνήματα, δεύτερον έχει, τουλάχιστον σ’ έναν ικανό βαθμό, συνείδηση αυτής της ταυτότητας και της ευαισθησίας του ψυχικού του σεισμογράφου και τρίτον, τη συστηματοποιεί και την κωδικοποιεί μέσα στην αισθητική λειτουργία, προσπαθώντας να της προσδώσει διακεκριμένα υφολογικά χαρακτηριστικά. Διαθέτει δηλαδή αυτό που θα λέγαμε καλλιτεχνική συνείδηση» (Σωσίβια λέμβος).
Πολλοί ποιητές αισθάνονται την ανάγκη να περιγράψουν ή και να αναλύσουν τη διαδικασία της δημιουργίας. Ο Γιάννης Βαρβέρης περνά από τα «ψυχικά επιφωνήματα» –συνειρμικά παραπέμπουν στον ορισμό του Βαλερύ ότι η «ποίηση είναι ανάπτυξη επιφωνήματος»–, που προκαλούν εσωτερική έκρηξη-σεισμό, γι’ αυτό και η χρήση του «ψυχικού σεισμογράφου», και προχωρά στην αισθητική καταγραφή με ξεχωριστά καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Εφόσον όμως έτσι έχουν τα πράγματα τίθεται το ερώτημα πού βρίσκεται η γνησιότητα: στον ποιητή ή στον τυχαίο «ποιητικό άνθρωπο»; Η απάντηση που δίνει ο ποιητής είναι απλή: η ποίηση αποκαλύπτει έναν άλλο κόσμο υπέροχο και δίνει άλλες διαστάσεις στα πράγματα, έτσι ώστε να προκαλεί αγαλλίαση, απόλαυση, ανάταση, ενθουσιασμό, προβληματισμούς ίσως και σκέψεις που χωρίς αυτήν δεν θα έκανε ο απλός άνθρωπος-αποδέκτης του ποιητικού αντικειμένου. Μένει ωστόσο αυτά να επαληθευθούν στο ίδιο το πεδίο ή αλλιώς στο ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Βαρβέρη, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στόχο αυτού του κειμένου.
Σε ανύποπτο χρόνο όμως οι απόψεις του επηρέασαν έναν άλλο σύγχρονό του ποιητή, τον Γιώργο Βέη, φίλο του και εμβριθή μελετητή της ποίησης του, ο οποίος τις έχει ποιητικά διατυπώσει στο παρακάτω ποίημά του με τον τίτλο «Ενθύμιον»: «Το ποίημα, καλέ μου, πρέπει να λέει μια ιστορία, / να έχει αρχή, μέση και φινάλε,/ έναν έστω υποτυπώδη μύθο,/ κάτι τέλος πάντων/ που ν’ αφήνει τη γεύση μιας αφήγησης»,/ μου έλεγε συχνά τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Βαρβέρης./ Κι είχε δίκιο, όπως πάντα άλλωστε./ Μήπως το κάθε ποίημα που σέβεται τον εαυτό του/ δεν είναι μια περιπέτεια στο διηνεκές;/ Μια παρατεταμένη σκιαμαχία με το ανείπωτο,/ ένα οδόφραγμα στη μιζέρια;» Και σ’ αυτό το ποίημα του Γ. Βέη (Βλέπω, Ύψιλον 2013), πέραν της διαδικασίας, εκφράζεται ένα επιπλέον σχόλιο, ένας στόχος της ποίησης, μια «παρατεταμένη σκιαμαχία με το ανείπωτο», συνειδητοποίηση του ανέφικτου της τελειότητας στην οποία κατατείνει η Τέχνη του ποιητικού λόγου.
Το μέγα ερώτημα που απασχολεί τους ποιητές είναι κατά πόσο η ποίηση ως αισθητική δημιουργία μπορεί να μεταβιβάζεται στους αποδέκτες, αναγνώστες ή ακροατές, και μάλιστα να προκαλεί συγκίνηση. Πολλοί αναγνώστες αποφεύγουν να μελετούν ποίηση ή εκφράζονται απαξιωτικά για τη χρήση της γλώσσας από τους ποιητές επιμένοντας στην θέση ότι είναι δυσνόητη. Ο Βαρβέρης δεν αποφεύγει να σχολιάσει την άποψη αυτή και να την εξηγήσει, καθώς διαπίστωνε σε διάφορες ποιητικές δημιουργίες μια «λεξιλαγνεία» καλυπτόμενη στην κατάχρηση του υπερρεαλισμού ή των φιλοσοφικών θεωρήσεων. Εφόσον όμως η κοινωνία οδηγείται σε άλλη πορεία από εκείνη που οδηγεί στην Ποίηση, η παραπάνω στάση είναι εξηγήσιμη. Για να προκληθεί συγκίνηση στο ακροατήριο είναι ανάγκη να έχει προηγηθεί η γνώση της ιδιαίτερης γλώσσας της ποίησης και μια στοιχειώδης προπόνηση. Πολύ σωστά ο Βαρβέρης τόνιζε ότι στην εποχή μας η μη κατανόηση της ποίησης αποτελεί πρόφαση εκείνων που είναι υποταγμένοι στην καταναλωτική, κομματική ή ποδοσφαιρική νοοτροπία. Το γλωσσικό αισθητήριο μειώνεται και επομένως η προσέγγιση της ποίησης συναντά εμπόδια ανυπέρβλητα.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η Ποίηση με τον πολύ πυκνό τρόπο που μπορεί να μεταπλάθει την πραγματικότητα, έχει τη δυνατότητα να συγκινήσει και να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μια καλύτερη στάση ζωής, εσωτερικής ισορροπίας και εν τέλει στην κατάκτηση αισθητικής απόλαυσης, που είναι στοιχείο έστω και μερικών ευτυχισμένων στιγμών της ζωής. Κατά τούτο, σύμφωνα με τον Γιάννη Βαρβέρη, η Ποίηση οφείλει να έχει ηγετική θέση στην κοινωνία. Γνώριζε πολύ καλά, όπως άλλωστε και κάθε ποιητής, τον αντισυμβατικό της χαρακτήρα, την φανερή ή υπόγεια αντίθεσή της στην κάθε μορφή εξουσίας και στο γεγονός ότι οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίους μπορεί να περάσει στο ευρύ κοινό ελέγχονται από παράγοντες που λίγη σχέση έχουν με την τέχνη του λόγου. Την ίδια εναντίωση της ποίησης έναντι κάθε μορφής εξουσίας ύμνησε και ο Μιχάλης Κατσαρός στο εμβληματικό του ποίημα «Η διαθήκη μου». Αναγνώριζε όμως ο Βαρβέρης και την καλύτερη αντιμετώπιση και τις δυνατότητες επικοινωνίας που έχει ο πεζός λόγος, επειδή είναι πιο κατανοητός και συνεπώς περισσότερο αποδεκτός από τα λογής ακροατήρια. Είναι σαφές εξάλλου ότι η μελωδία που απορρέει από τη μουσική των στίχων και των λέξεων ενός ποιήματος απαιτούν ευαίσθητους αποδέκτες. Δεν αρκεί το νόημα, η δομή, οι λέξεις, αλλά το σύνολο μέτρου, ρυθμού, αρμονίας, που συγκροτούν την καλαισθησία εκείνη, η οποία προκαλεί και εγκλωβίζει το συναίσθημα.
Την επίδραση που ασκεί η ποίηση στην κοινωνία και στις δύσκολες στιγμές της εξέφρασε ο Ελύτης με τους στίχους: «όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,/όπου και να θολώνει ο νους σας,/μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό/και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. /Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα/ θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου…». Ο ποιητής αναφέρει τους δυο μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, όχι μόνο για τα νοήματα των έργων τους αλλά και για τη μουσική του λεξιλογίου τους. Μέσα από τον δοκιμιακό του λόγο ο Γιάννης Βαρβέρης ενισχύει τη θέση αυτή τονίζοντας την αισθητική δύναμη του ποιητικού λόγου σε εποχές αντιποιητικές. Μολονότι στα δοκίμιά του δεν ασχολήθηκε με τους μείζονες και βραβευμένους ποιητές, τους οποίους γνώριζε πολύ καλά και είχε εντρυφήσει στο έργο τους, εντούτοις οι αναφορές του στη δυναμική της Ποίησης και στα μουσικά χαρακτηριστικά νεότερων ποιητών συγκροτούν τη δική του θεωρία για την Ποίηση και αποτελούν για τον αναγνώστη κατάλληλο οδηγό για την κατανόηση της υψηλής αυτής Τέχνης του λόγου.