Ευθύς εξαρχής, με τον προβληματισμό του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, στο πρώτο κιόλας ποίημα («Τίτλος»), για τον τίτλο της προτελευταίας του ποιητικής συλλογής, «Βαθέος γήρατος», αποκαλύπτεται και το περιεχόμενό της:
«Βαθέος γήρατος»
Πάντοτε ο τίτλος
είναι πρόβλημα.
Όμως εδώ το δίλημμα
βαρύνει εσένα.
Κατά την έκδοση
θα ‘χεις εσύ αποφασίσει
ανάμεσα στα δυο:
«Βαθέος γήρατος»
ή
«Ύπνου βαθέος».
Να όμως που το δίλημμα το σάρωσε η ζωή, παρά την επιμονή του τελευταίου ποιήματος («Τίτλοι τέλους): Ό,τι και να ‘χει συμβεί/ όχι, όχι «Ύπνου βαθέος». Σε κάθε περίπτωση/ έστω και σαν παράταση πλασματική:/ «Βαθέος γήρατος».
Τίτλος λοιπόν της συλλογής το πρώτο σκέλος του διλήμματος, «Βαθέος γήρατος», σαν μια κατάφαση της ζωής, έστω και στο στάδιο του γήρατος. Η μητέρα όμως του ποιητή, για την οποία έγραψε τη συλλογή, «αποφάσισε» το δεύτερο σκέλος: εκοιμήθη λίγο μετά την ολοκλήρωσή της. Αλλά τι τραγική ειρωνεία και για τον ίδιο τον ποιητή που έφυγε ξαφνικά στις 26 Μαίου του 2011, στα 56 του χρόνια, χωρίς δυστυχώς να δει τη συλλογή Βαθέος γήρατος στις προθήκες των βιβλιοπωλείων! Η επιβαρυμένη υγεία του τόσο του επέτρεψε να ζήσει.
Το πρώτο λοιπόν κιόλας ποίημα αυτής της συλλογής του αποκαλύπτει ολόκληρο το σκηνικό του δραματικού διαλόγου του με την υπέργηρη αγαπημένη του μητέρα, στην οποία απευθύνει αυτό τον ύστατο ποιητικό χαιρετισμό μη γνωρίζοντας βέβαια αν η δημοσίευση της συλλογής θα την βρει εν ζωή. Στα 74 μικρά ποιήματά της συναθροίζονται και συναιρούνται βασικά χαρακτηριστικά της βαρβερικής ποίησης: η έντονη παρουσία του θανάτου (απουσιάζει ο έρωτας· υπάρχει μόνο ως ανάμνηση ή ως πιθανότητα), η ανηλεής φθορά που επιφέρει ο χρόνος, οι διαβαθμίσεις του γήρατος (χρονικού και ψυχολογικού), η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, το αστικό τοπίο, η λιτή έκφραση, η επιφανειακή ψυχραιμία του ποιητικού υποκειμένου, το απόκρημνο βάθος του στοχασμού κ.ά. Χαρακτηριστικά που φτάνουν σ’ αυτά τα ποιήματα στην αποκορύφωσή τους.
Πλέεις πια
μες στα παλιά φαρδιά σου ρούχα
ενώ ο Χρόνος
σου σφίγγει
τη ζώνη («Πλέεις»)
λέει στη μητέρα του. Μάλλον όμως και στον ίδιο τον εαυτό του που τον αισθάνεται γερασμένο, όπως ήδη γράφει στην προγενέστερη συλλογή του: Ο άνθρωπος μόνος και θέτει μάλιστα ως μότο σ’ αυτή τη συλλογή
Είμαστε γέροι κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Με τόσο λιτή κι απέριττη έκφραση συναιρεί ποιητικά την επελθούσα φθορά της μητέρας του, αλλά και τη δική του. Και δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, όχι μόνο γιατί έτσι αφτιασίδωτη και γυμνή είναι στην ποίησή του η έκφραση του Βαρβέρη, αλλά και γιατί σ’ αυτή τη συλλογή, περισσότερο απ’ όλες τις άλλες, βρίσκεται μπροστά στο άλγος που του δημιουργεί ο επικείμενος θάνατος της μητέρας του. Δεν έχουν θέση εδώ ναρκισσισμοί και ωραιοπάθειες. Όλα πρέπει να είναι απλά κι αληθινά. Ο θάνατος συντρίβει τις εμφάσεις. Επειδή ακόμη αυτά τα ποιήματα αποτελούν ένα σπαρακτικό διάλογο μαζί της, ίσως και με το βαθύτερο είναι του, και δεν θα ταίριαζε άλλη γλώσσα σε ύφος και μορφή. Είναι λόγος τελείως καθημερινός, όπως μιλάει ένα παιδί στη μάνα του ή στον εαυτό του, ιδίως όταν βιώνει βαθειά οδύνη. Είναι η γλώσσα που του έμαθε η μητέρα του, στην οποία οι λέξεις τού βγαίνουν εύκολα και εύστοχα. Στο ποίημα της συλλογής «Επιφώνημα» γράφει: Μου χάρισες μια ζωή/και γλώσσα μία. Κι ενώ ο ποιητής , σύμφωνα με το ποίημα, σπούδασε σε βάθος ξένες γλώσσες, με καμιά από αυτές δεν θα μπορούσε να εκφράσει τη μεγάλη του αγάπη για τη μητέρα του, όπως μ’ ένα ελληνικό επιφώνημα, την ώρα του θανάτου της.
Η αγάπη του για τη μητέρα του είναι διάχυτη σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Αν και οι εποχές που έζησαν, ήταν ασφαλώς τελείως διαφορετικές, όπως αναγνωρίζει ο ποιητής, ο διάλογος και η έκφραση αυτής της αγάπης τους δεν παρεμποδίζεται. Από το ποίημα «Τηλέφωνα» αντιγράφω χωρίς να ακολουθώ τη στιχοποιία, επίτηδες, για να φανεί η πεζολογική λιτότητα του λόγου κι η καθημερινότητά του: «Μεγάλωσα μαζί σου με τα βαριά μαύρα τηλέφωνα, σαν νέγρες καλλονές το ακουστικό, σαν τα μαλλιά τους και το καδράν με δέκα ερωτογόνες ζώνες για τις διαθέσεις των δακτύλων. Περάσανε τα χρόνια, ήρθαν τα πράγματα του ασύρματου ή του κινητού, τα δίχως θέρμη πληκτρολόγια και σ’ άφησα στο σπίτι σου να ζεις και να τηλεφωνείς απ’ την παλιά σου συσκευή στον νέο δικό μου κόσμο. Μιλάμε όπως και πριν· όμως αυτό που μας ενώνει, αυτό και μας χωρίζει». Αντιγράφω με τον ίδιο τρόπο κι από το ποίημα: «Con…con…computer»: «Πέρασες από τη δραχμή σχεδόν αυτόματα στο νέο για όλους μας ευρώ. Θέλησες να μάθεις τώρα τι εστί κομπιούτερ, κινητό, ενώ σε πιέζω να μου πεις πώς ακριβώς ο Βενιζέλος κι ύστερα ο Μεταξάς, ο Εμφύλιος κι ο Παπάγος». Λιτή έκφραση, πρωτότυπες ποιητικές συλλήψεις!
Αλλά και η αγάπη της μητέρας του γι’ αυτόν εκφράζεται σε αρκετά ποιήματα, όπως για παράδειγμα στο: «Idée fixe»:
Δεν είναι απώλεια , όπως λεν, προσφάτου μνήμης.
Διόλου δεν ξέχασε πως ζήτησα καφέ
όμως μου φέρνει πάλι
ένα ποτήρι γάλα
Δεν του δίνει καφέ που βλάπτει την ούτως ή άλλως επιβαρυμένη υγεία του, αλλά αθώο γάλα. Στα δύο αντικριστά ποιήματα «Βαθέος γήρατος Ι» και «Βαθέος γήρατος ΙΙ» μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη διαρκή και έντονη ανταπόκριση της αγάπης μητέρας και γιου. Μα ολόκληρη η συλλογή είναι στην ουσία ένας «Προθρήνος» για τη μητέρα του που βρίσκεται στα πρόθυρα του άγνωστου μέλλοντος. Αν και τη βλέπει να κινείται σαν σκιά, καθώς είναι πλέον υπέργηρη, με όλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου, ωστόσο, καθώς τη βλέπει ικανή ακόμη να ποτίζει λουλούδια, προβάλλει το δικαίωμα που έχουν οι άνθρωποι, ακόμη και οι πολύ γερασμένοι, για ζωή και αναφωνεί:
Δικαιούται να γερνά
και να γερνά
και να γερνά
εφόσον ακόμη
ποτίζει λουλούδια. («Ανθηρό διαβατήριο»)
Κι όμως η ρεαλιστική βιοθεωρία του δεν του επιτρέπει να έχει αυταπάτες. Παρά την επιθυμία του, τις όποιες ψευδαισθήσεις, που δημιουργεί η απομείνασα ικανότητα της μητέρας του να ανταποκρίνεται στις καθημερινές πρακτικές ανάγκες, γνωρίζει καλά και διαισθάνεται το πεπρωμένο.
– Ψήφισα ανετότατα, μου λες.
Δεν υποπτεύεσαι
τι είδους προτεραιότητα
σου έχουν παραχωρήσει («Passez, madame passée»)
Και με τρόπο μιθριδατικό προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό του από το δηλητήριο του θανάτου της πετώντας της μικροπράγματα «μικρής αξίας» που κάποτε θα τη θυμίζουν. Στο ποίημα «Διαιτησία» μπροστά στην επιμονή της μητέρας του στον οικογενειακό τάφο « να σκαλιστεί μονάχα (η χρονολογία) του θανάτου της ο ποιητής απορεί με χιούμορ : Και πώς θ’ αποφασίσω/ σ’ αυτή τη σύρραξη κοκεταρίας/ ανάμεσα σ’ έναν νεκρό/ και σ’ ένα μάρμαρο;
Στο ποίημα «A sa porte» η μητέρα του «έχει στο κομοδίνο της/ σε απόσταση χεριού/ όλα της τ’ απαραίτητα:/ φάρμακα/ πορτατίφ/ ραδιοφωνάκι». Κι ο ποιητής συμπληρώνει με τραγικότητα: «Όταν κοιμάται/ μου θυμίζουν κτερίσματα».
Κάθε ποίημα κι ένα επεισόδιο, μια ανάμνηση, μια επισήμανση για τον επερχόμενο θάνατο, μια μινιατούρα με πολύ χιούμορ και ειρωνεία καμωμένη, για να την αντιπαρατάξει στο αχανές του θανάτου.
Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη: Αθήνα- Λουτράκι-και πάλι Αθήνα. Στην Αθήνα γεννήθηκε κι εκεί μεγάλωσε, ενώ το Λουτράκι είναι ο τόπος παραθερισμού τα καλοκαίρια. Με τα ιαματικά του λουτρά, το νερό Λουτρακίου, την ωραία θάλασσα προσφέρεται για χαλάρωση, για στοχαστικές αναπαλαιώσεις αισθημάτων, ανέμελη και υγιεινή ζωή. Παρόλα αυτά ο ποιητής έχει τη δική του οπτική γωνία λέγοντας ότι: «βεβαίως και δεν πάμε/ στο ίδιο μέρος». Για το ιαματικό νερό Λουτρακίου πως «μόνο εμένα βοήθησε/ να μην ξεχάσω». Η περιοχή «είναι σεισμογενής για να ξυπνάμε/ από το παρόν». Εκφράζει τις «Δυσαρέσκειές» του για το παλιό ξενοδοχείο, στο οποίο έρχεται από παιδί, εδώ και σαράντα χρόνια και έχει πια παλιώσει: «Οι βρύσες τώρα στάζουν λίγο/μόνωση δεν υπάρχει ούτε μοκέτες/κι όσο για την τηλεόραση/δυο τρία κανάλια πιάνει μοναχά. Τέλειωσε, λες, για μας/ ετούτο το ξενοδοχείο» Όλα αυτά βέβαια έχουν τις κυριολεκτικές αλλά συγχρόνως και τις συμβολικές τους διαστάσεις. Σαρκάζοντας τον εαυτό του και τη μητέρα του αναρωτιέται στο τέλος του μόλις παραπάνω ποιήματος:
Μας ενοχλεί το γήρας του
ή μήπως ενοχλείται απ’ το δικό μας;
Κι όταν ακόμη στο Λουτράκι ακούγοντας και χορεύοντας κάποια στιγμή «Tino Rossi, μουσική» που η μητέρα του άκουγε και χόρευε με τον πατέρα του, που πριν από τριάντα χρόνια έχει πεθάνει και είναι ωσεί παρών ωστόσο, πάλι δεν χαλαρώνει. Οι ανησυχίες, οι τύψεις θα έλεγα για τις αναμνήσεις της μητέρας του, δεν τον αφήνουν. Οι αναμνήσεις της μητέρας του έχουν για τον ποιητή υψηλό κόστος:
Ξάφνου σηκώνεσαι
και με τα μικρά βήματά σου
αρχίζεις σχεδόν να χορεύεις.
Σε πλησιάζει ο καβαλιέρος σου
σε σφίγγω
και στρέφω αλλού το πρόσωπό μου
– όσο μπορώ να επιτείνω τη σύγχυση.
Ακόμη και μια βόλτα με πλοιάριο μέχρι το απέναντι νησάκι (Αλκυονίδες) εύκολα γίνεται αλληγορία του θανάτου, αφού η θάλασσα εκλαμβάνεται ποιητικά ως Αχερουσία λίμνη.
Όχι, επιμένω
να μη ριψοκινδυνεύσεις
την αλληγορία («Ταξιδάκι»)
Γενικότερα, όπως ξέρουμε, ο Βαρβέρης είναι παιδί της πόλης, όχι της φύσης. Φύση σημαίνει ζωή, συναισθηματικό λυρισμό, ενώ ο ίδιος διακατέχεται από υπαρξιακό φόβο για τον θάνατο. Μελετά τη φθορά των πραγμάτων που καταλήγει εκεί, στον θάνατο, ούτε καν σαν τον Καβάφη που τέλος πάντων μέσα σ’ αυτή την ταγκίλα της φθοράς αρπάζεται από την ευωδιά της ηδονής. Έτσι, καθώς αρχές Σεπτέμβρη πιάνει μια μπόρα στο Λουτράκι κι αρχίζει να «μυρίζει χώμα οργασμικό/στη διψασμένη γη» ανησυχεί και λέει στη μητέρα του: «πάμε να φύγουμε/δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ» («Μπόρα»). Το οργασμικό χώμα, η χαρά δηλαδή της ζωής, η ηδονή δεν ταιριάζουν στο γήρας.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω πως σ’ αυτή τη συλλογή ο επικείμενος θάνατος γίνεται μόνιμη παρουσία και δημιουργεί μεγάλες αναταράξεις στην ψυχή του ποιητή, παρά την ψυχραιμία ή τουλάχιστον την επιφανειακή ηρεμία της γραφής. Η ένταση είναι προφανής σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του ποιητικού σώματος, όπως στο ακόλουθο:
ΚΛΙΝΙΚΗ
Μου είπε επί λέξει:
– Άμα πεθάνω
πώς θα ζήσω
χωρίς εσένα;