Στην τελευταία του συνέντευξη που παραχώρησε στον Δαυίδ Ναχμία, τον Οκτώβριο του 2008, ο Γ. Βαρβέρης ρωτήθηκε πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, τι είναι αυτό που φιλοδοξεί να αφήσει στους επερχόμενους. Η απάντηση τού ποιητή ήταν άμεση και αποστομωτική: «Δυο τρία ποιήματα σε μια ανθολογία είναι αρκετά. Τα υπόλοιπα είναι υπερβολή». Και πράγματι, χωρίς να παραβλέπουμε το πλήθος των εξαιρετικών ποιημάτων τού Βαρβέρη, το CORTINA 1964 • Ωδή σε auto-κτόνο δεσποινίδα και το CORTINA 1964 • Απάντηση δεσποινίδας στο αίσθημά μου, ποιήματα από τη συλλογή Πιάνο βυθού (1991), θα “εκπροσωπούσαν” επάξια τον ποιητή σε αυτή την υποθετική ανθολογία. Εξηγούμαι: Θεωρώ πως τα συγκεκριμένα ποιήματα, που μπορούμε να τα δούμε και ως ένα, “στρωματογραφούν” σχεδόν όλα τα θεματολογικά και υφολογικά στοιχεία του ποιητικού του σύμπαντοςˑ τη φθορά, τον πόνο, την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο αλλά και τους γεννήτορες, την αγάπη, τη νοσταλγία, τη μνήμη. Τη θεατρικότητα, το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία αλλά και την απλότητα, την εκρηκτικότητα και την πρωτότυπη διαχείριση του αφηγηματικού υλικού.
Ο Γ. Βαρβέρης είναι ένας ποιητής σίγουρος για την τέχνη του. Δεν υποκύπτει σε μια εύκολη και άνευρη εγκεφαλικότητα, δεν πάσχει από τον φετιχισμό του πειραματισμού και της καινοθηρίας. Είναι απλός, επικοινωνιακός ποιητής, ακόμα και για τους μη εξοικειωμένους αναγνώστες. Σχεδόν απτικός.
Καθώς το οικογενειακό Ford Cortina 1964 πνέει τα λοίσθια, ο ποιητής εξομολογείται σε πληθυντικό αριθμό (σαν εστέτ μιας άλλης εποχής) το βαθύ αίσθημά του στη δεσποινίδα Cortina, η οποία προσωποποιημένη έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά και τρόπους γυναίκας που ανταποκρίνεται στο περιπαθές αίσθημα του νεαρού. Ο ήχος της Cortina είναι πολλαπλασιαστικά συγκινητικός, όχι μόνο γιατί ανακαλεί μνήμες από μια χαμένη πια παιδικότητα, από έναν χώρο και χρόνο ασφαλή και αδιάσπαστο αλλά και γιατί σε λίγο θα σιγήσει για πάντα. Ο θάνατος είναι κοντά και ο ποιητής που δεν δίστασε να κυκλοφορήσει τη γηρασμένη και ντεμοντέ «αγαπημένη» του στην πόλη, υφιστάμενος τις κοροϊδίες των απατραπτόντων πολυτελών αμαξιών-νυμφιδίων, της επιφυλλάσσει μια αναχώρηση αξιοπρεπή. Θα την βουλιάξει στη θάλασσα, θα την επιστρέψει στο υγρό στοιχείο της ευτυχισμένης εμβρυακής ηλικίας που, πράγμα οξύμωρο, ταυτίζεται με την αχερουσία και τον θάνατο. Και εκεί, [στη] «βουλιαγμένη», θα πηγαίνει να την βλέπει πάντα.
Η Cortina 64, το γένος Κόνσουλ, ανταποδίδει το βαθύ αίσθημα ομολογώντας πως κρατήθηκε στη ζωή μόνο για χάρη του ποιητή, μόνο γιατί, όπως λέει σε μια αποστροφή σπάνιας ποιητικότητας και συγκίνησης, "ήτανε η αγάπη σας το πισσάρισμα ν’ αντέξω". Βλέποντας το εύθραυστο και φθαρτό σώμα του “αγαπημένου”, εκφράζει τον φόβο της για τον επικείμενο θάνατό τουˑ του εξομολογείται πως δε θα αντέξει αυτόν τον χωρισμό και του προτείνει όταν καταλάβει το επερχόμενο τέλος, να ξαπλώσει πάνω της και σε μια έκρηξη αγάπης, αυτή, αυτός και όλος ο παρελθών χρόνος να αναληφθούν στην τελευταία τους διαδρομή.
Η ερωτική σχέση του ποιητή με το παλιό οικογενειακό αυτοκίνητο και η αμοιβαία αφοσίωση του παράδοξου ζευγαριού δεν εξαντλούνται στις συνηθισμένες συμβολιστικές ερμηνείες ψυχαναλυτικής προσέγγισης (δύναμη, σεξουαλικότητα, αυτογνωσία, ελευθερία κ.τ.λ.)ˑ ούτε άπτονται μιας μοιραίας έλξης με το εξωπραγματικά “δαιμονικό” που έχει εφιαλτική κατάληξη (ας θυμηθούμε την ταινία του Τζων Κάρπεντερ Christine, βασισμένης σε βιβλίο του Στήβεν Κινγκ, όπου το “κακό” ενεδρεύει μέσα σε μια κόκκινη Πλύμουθ του 1957, κατασκευασμένης στο Ντιτρόιτ). Ο Βαρβέρης μέσω της τρυφερής αγάπης του για την παλιά Cortina εκφράζει όλη του την αγάπη για το παρελθόν, ένα παρελθόν που δεν μπορεί να “παγώσει” στο χρόνο, εξο;y και η θεμελιακή νοσταλγία του και θλίψη. Όμως αυτό που διακυβεύεται στη μεταξύ τους σχέση είναι η αναπότρεπτη φθορά και ο θάνατος, στοιχεία που καθρεφτίζονται στα γυαλισμένα μέταλλα τής Cortina με ευκρίνεια.
Ο θάνατος είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στις συλλογές του Βαρβέρη χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις αλλά αποδραματοποιημένο μέσω χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Και όποτε η συναισθηματική ένταση υψούται, ο ποιητής φροντίζει με αντιποιητικές πεζολογικές εκφράσεις "Πιστόνια τέρμα και το λάδι καθισμένο. Για τρίτο ρεκτιφιέ ρε γιάννη δε μας παίρνει" τη γειώσει. Τελικά η υπερ-ρεαλιστική ιστορία των ποιημάτων του δομείται σε ρεαλιστικά στοιχεία. Για τον Βαρβέρη ο θάνατος δεν είναι ποιητική πόζα ή ναρκισσιστική προβολή. Είναι βαθύς φόβος που προσεγγίζεται με έναν τρόπο παιγνιώδη, σαν μια ζαριά που θα τον εξορκίσει. Ξέρει πολύ καλά, όμως, πως δεν μπορεί να τον υπερβείˑ ούτε με τον έρωτα, ούτε με την ποίηση. Άλλωστε δεν πιστεύει στο θαύμα, καθώς όπως λέει «θεολογεί αλλά δεν θρησκεύεται».
Πιστεύει, όμως, στο ταξίδι με την Cortina 1964, το γένος Κόνσουλˑ προετοιμάζεται χρόνια για αυτό. Με έναν τρόπο που ξέρουν οι ποιητές σαν και αυτόν, θα επιβιβάσει στη γερασμένη σταρ της καρδιάς του όλες του της αγάπες: Τον «αυτονόητο» Καβάφη, τον Παπατσώνη, τους ελάσσονες αλλά και τους «ουτιδανούς» αγαπημένους του ποιητές του μεσοπολέμου, τον Νίκο Φωκά, τον Βύρωνα Λεοντάρη, τους καρατερίστες ηθοποιούς, τον Λεό Φερέ και την Καίτη Ντάλη. Τους λατρευτούς του τεθνεώτες αλλά και κάποιους ζώντες. Στο παλιό ραδιόφωνο θα ακούγεται το Νe me quitte pas του Ζακ Μπρελ καθώς κουρασμένος θα γεύεται μια γουλιά ουίσκι. Ίσως πάλι να τραβάει το τελευταίο χαρτί στο blackjack…και καθώς θα έχει χάσει και σε αυτή την παρτίδα, θα απολαύσει πλέον απερίσπαστος και ίσως ευτυχής αυτήν την τέλεια και τελική διαδρομή.