(Ένας άντρας στέκει ακίνητος με κλειστά μάτια. Μουρμουρίζει κάτι σαν προσευχή*)
«Πάρε τη μάνα σου – να δώσει λεφτά…! Δεν θα φύγεις ζωντανός από εδώ!»
Είχε έρθει η σειρά μου. Μήνες στο κέντρο κράτησης, το ’χα δει να το κάνουν και σε άλλους πριν.
«Πάρε, πούστη, τη μάνα σου…! Αλλιώς θα σε κάνουμε πουτανάκι να σε γαμάνε να μας τα φέρνεις!»
«Δεν έχω μάνα…» φώναζα.
«Εδώ είναι Συρία καριόλη, δεν περνάνε θεατρινισμοί! Θα σε στείλουμε στη Λιβύη – προτιμάς σκλαβοπάζαρο;»
«Δεν έχω μάνα…»
«Κόψτου τα δάκτυλα του πούστη! Κόψτου τα!»
Είδα το μαχαίρι να αστράφτει.
«Πέθανε. Δε ζει η μάνα μου. Σκοτώθηκε!» είπα.
Λιποθύμησα.
Σκοτάδι. Σαν μαύρο νερό.
(Μουρμουρίζει με κλειστά μάτια)
Η μάνα μου, στο νερό. Παιδί και φοβόμουν. Στην αγκαλιά της σε μια βάρκα. Νύχτα και άνθρωποι να κλαίνε. Κάπου πηγαίναμε. Φεύγαμε. Έκλαιγα εγώ τρομαγμένος από τις φωνές και το μαύρο νερό γύρω μας. Κι εκείνη μου έλεγε ένα παραμύθι για να μη κλαίω.