Η «Ορέστεια» ως καθολικό δράμα

Η «Ορέστεια» ως καθολικό δράμα

«[Δια­βά­ζο­ντας το 1847 την Ορέ­στεια] έβλε­πα το δρά­μα με τα μά­τια του νου μου, σαν να παι­ζό­ταν εκεί­νη την ώρα μπρο­στά μου, και ο αντί­κτυ­πος που εί­χε επά­νω μου αυ­τή η εμπει­ρία ήταν κά­τι το απε­ρί­γρα­πτο. Τί­πο­τε δεν μπο­ρού­σε να συ­γκρι­θεί με την ψυ­χι­κή ανά­τα­ση που μου δη­μιουρ­γού­σε η τρι­λο­γία αυ­τή· και ίσα­με την τε­λευ­ταία λέ­ξη των Ευ­με­νί­δων βρι­σκό­μουν σε μιαν ατμό­σφαι­ρα τό­σο απο­μα­κρυ­σμέ­νη από το πα­ρόν, ώστε πο­τέ μου δεν κα­τά­φε­ρα, έκτο­τε, να συμ­φι­λιω­θώ εντε­λώς με τη λο­γο­τε­χνία του και­ρού μας. Οι αντι­λή­ψεις μου για τη συ­νο­λι­κή ση­μα­σία του δρά­μα­τος και του θε­ά­τρου δια­μορ­φώ­θη­καν, χω­ρίς κα­μιάν αμ­φι­βο­λία, από εκεί­νες τις εντυ­πώ­σεις.»

Αυ­τά γρά­φει στην αυ­το­βιο­γρα­φία του ο Ρί­χαρντ Βά­γκνερ, ο με­γά­λος Γερ­μα­νός συν­θέ­της, θε­με­λιω­τής του σύγ­χρο­νου μου­σι­κού δρά­μα­τος και δη­μιουρ­γός, με­τα­ξύ άλ­λων, της οπε­ρα­τι­κής τε­τρα­λο­γί­ας Το Δα­χτυ­λί­δι των Νι­μπε­λούν­γκεν. Η τε­τρα­λο­γία του Βά­γκνερ συ­να­γω­νί­ζε­ται την ίδια την Ορέ­στεια ως προς το μέ­γε­θος και την επι­βλη­τι­κό­τη­τα, αλ­λά κυ­ρί­ως ως προς τη φι­λο­δο­ξία να απο­τε­λέ­σει καλ­λι­τε­χνι­κό έρ­γο με κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα (Gesamtkunstwerk) — δη­λα­δή ένα έρ­γο που θα κα­τόρ­θω­νε να επα­νε­νώ­σει σε ενιαίο όλο τις από πολ­λού χρό­νου επι­με­ρι­σμέ­νες καλ­λι­τε­χνι­κές μορ­φές (το άσμα, την όρ­χη­ση, τη μου­σι­κή, τη ρη­το­ρι­κή, τη ζω­γρα­φι­κή κτλ.), αλ­λά και να συ­γκε­ρά­σει την αι­σθη­τι­κή δη­μιουρ­γία με τις κο­ρυ­φαί­ες εκ­φάν­σεις του αν­θρώ­πι­νου βί­ου, πο­λι­τι­κές, θρη­σκευ­τι­κές και κοι­νω­νι­κές.

Η Ορέ­στεια, η μο­να­δι­κή σω­ζό­με­νη τρι­λο­γία του αρ­χαί­ου δρά­μα­τος και το τε­λευ­ταίο σω­ζό­με­νο έρ­γο του Αι­σχύ­λου, εν­σαρ­κώ­νει πράγ­μα­τι, με τρό­πο αρ­χε­τυ­πι­κό, το ιδε­ώ­δες του κα­θο­λι­κού καλ­λι­τε­χνι­κού έρ­γου. Δεν εί­ναι μό­νο η προ­φα­νής αι­σθη­τι­κή της αρ­τί­ω­ση· δεν εί­ναι μό­νο οι υπο­δό­ριες θε­μα­τι­κές και ει­κο­νι­στι­κές αντι­στοι­χί­ες που δια­συν­δέ­ουν και συ­νέ­χουν τα επι­μέ­ρους δρά­μα­τά της· εί­ναι και η ευαι­σθη­σία με την οποία η τρι­λο­γία (και ιδί­ως το τε­λευ­ταίο δρά­μα της, οι Ευ­με­νί­δες) απο­τυ­πώ­νει τους πο­λι­τι­κούς και ιστο­ρι­κούς κρα­δα­σμούς της επο­χής της, ανα­με­τα­δί­δο­ντάς τους ως καλ­λι­τε­χνι­κές μορ­φές στην πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα. Μο­λο­νό­τι πα­ρα­στά­θη­κε το 458 π.Χ., δη­λα­δή όταν η τρα­γω­δία ως λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος βρι­σκό­ταν ακό­μη στην παι­δι­κή ηλι­κία της, η Ορέ­στεια εί­ναι ένα έρ­γο εκ­πλη­κτι­κής δρα­μα­τουρ­γι­κής ωρι­μό­τη­τας. Ο συγ­γρα­φέ­ας της έχει πλή­ρη έλεγ­χο των εκ­φρα­στι­κών μέ­σων του και αξιο­ποιεί, με τη σι­γου­ριά του φτα­σμέ­νου τε­χνί­τη, τις σκη­νι­κές και άλ­λες δυ­να­τό­τη­τες του νε­ο­πα­γούς θε­α­τρι­κού εί­δους. Ίσως πε­ρισ­σό­τε­ρο από οποιο­δή­πο­τε άλ­λο έρ­γο του Αι­σχύ­λου, η Ορέ­στεια δι­καιώ­νει τη φή­μη που εί­χε ο δη­μιουρ­γός της ήδη στην αρ­χαιό­τη­τα ως θε­με­λιω­τής και κο­ρυ­φαί­ος εκ­πρό­σω­πος της τρα­γω­δί­ας.

Η Ορέ­στεια δεν εί­ναι τεκ­μή­ριο μό­νο της ωρι­μό­τη­τας του συγ­γρα­φέα της. Εί­ναι επί­σης ένα έρ­γο μο­να­δι­κής τόλ­μης, το οποίο διευ­ρύ­νει τα σύ­νο­ρα της θε­α­τρι­κής τέ­χνης. Αντί να πα­ρα­μεί­νει απλή μί­μη­σις, δη­λα­δή ανα­πα­ρά­στα­ση δρώ­ντων προ­σώ­πων και σκη­νι­κό απεί­κα­σμα βιω­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, με­του­σιώ­νε­ται σε μέ­σο για την ανα­δη­μιουρ­γία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Με όχη­μα τον μύ­θο των Ατρει­δών, η Ορέ­στεια, ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ, επι­χει­ρεί μια δρα­στι­κή επα­να­γρα­φή της ιστο­ρί­ας, κα­τά την οποία επι­σκέ­πτε­ται κο­ρυ­φαία ορό­ση­μα του αν­θρώ­πι­νου πα­ρελ­θό­ντος και τα επα­νε­ντάσ­σει ανα­συ­ντε­θει­μέ­να στο ιστο­ρι­κό πα­ρόν. Κο­ρυ­φαία θέ­ση στα ορό­ση­μα αυ­τά έχει η με­τά­βα­ση από το σύ­μπαν της μη­τριαρ­χί­ας, της μο­ναρ­χί­ας, της αυ­το­δι­κί­ας και των χθό­νιων δαι­μό­νων στον κό­σμο της πα­τριαρ­χί­ας, της δη­μο­κρα­τί­ας, της έν­νο­μης τά­ξης και των Ολύ­μπιων θε­ών. Με τον τρό­πο αυ­τό, η Ορέ­στεια επα­να­συ­γκρο­τεί και επα­να­προ­διο­ρί­ζει τη σχέ­ση του Αθη­ναί­ου πο­λί­τη όχι μό­νο με το πο­λι­τεια­κό μόρ­φω­μα στο οποίο ζει, αλ­λά και με το ίδιο το μυ­θι­κό και ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του.

Η «Ορέστεια» ως καθολικό δράμα

ΑΓΑ­ΜΕ­ΜΝΩΝ: Η ΓΕ­ΝΕ­Α­ΛΟ­ΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑ­ΚΟΥ

Το πρώ­το έρ­γο της τρι­λο­γί­ας, ο Αγα­μέ­μνων, ξε­κι­νά με μια φρά­ση που συ­μπυ­κνώ­νει το ση­μα­σιο­λο­γι­κό φορ­τίο ολό­κλη­ρης της Ορέ­στειας: θεος μν ατ τνδ’ παλ­λαγν πό­νων, «τους θε­ούς πα­ρα­κα­λώ να με γλι­τώ­σουν απ’ αυ­τά τα βά­σα­να». Τη φρά­ση εκ­φω­νεί ένας ελάσ­σων χα­ρα­κτή­ρας, ένας ανώ­νυ­μος φρου­ρός, που δε θα εμ­φα­νι­στεί ξα­νά· το νό­η­μά της όμως αντη­χεί από τη μιαν άκρη της τρι­λο­γί­ας έως την άλ­λη. Τα δει­νά που κα­τα­τρέ­χουν τον Οί­κο των Ατρει­δών πα­ρου­σιά­ζο­νται ως ένα εί­δος κλη­ρο­νο­μι­κής νό­σου, που η γε­νε­α­λο­γία της, η κρί­σι­μη κο­ρύ­φω­σή της και η θε­ρα­πεία της απο­τε­λούν κε­ντρι­κό θέ­μα της Ορέ­στειας.
Τα δει­νά των Ατρει­δών εντάσ­σο­νται σε ένα πλέγ­μα στρε­βλών εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κών σχέ­σε­ων, οι οποί­ες ανά­γο­νται ήδη στις απαρ­χές του δυ­να­στι­κού αυ­τού γέ­νους. Ο γε­νάρ­χης του, ο Τά­ντα­λος, κά­λε­σε τους θε­ούς, εν αγνοία τους, σε αν­θρω­πο­φα­γι­κό δεί­πνο, όπου το κύ­ριο πιά­το ήταν οι σάρ­κες του ίδιου του παι­διού του, του Πέ­λο­πα. Το θέ­μα του άνο­μου δεί­πνου επα­να­λαμ­βά­νε­ται και στην επό­με­νη γε­νιά, με τα πε­ρι­βό­η­τα Θυ­έ­στεια Δεί­πνα: όταν ο Θυ­έ­στης δια­πράτ­τει μοι­χεία με τη σύ­ζυ­γο του αδελ­φού του, του Ατρέα, εκεί­νος, για να τον εκ­δι­κη­θεί, τον κα­λεί σε δεί­πνο, όπου του προ­σφέ­ρει τις σάρ­κες των ίδιων των παι­διών του.
Ο κύ­κλος των εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κών εγκλη­μά­των δεν στα­μα­τά εδώ. Τα δύο κε­ντρι­κά πρό­σω­πα του Αγα­μέ­μνο­να εί­ναι ο γιος του Ατρέα, ο Αγα­μέ­μνων, και ο γιος του Θυ­έ­στη, ο Αί­γι­σθος — φο­ρείς, και οι δύο, της κλη­ρο­νο­μι­κής νό­σου, η οποία θα εκ­δη­λω­θεί και πά­λι ως εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κή μοι­χεία (του Αι­γί­σθου με την Κλυ­ται­μή­στρα) και ως εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κός φό­νος (του Αγα­μέ­μνο­να από την Κλυ­ται­μή­στρα). Η μνή­μη των Θυ­ε­στεί­ων Δεί­πνων ανα­κα­λεί­ται επα­νει­λημ­μέ­να στον Αγα­μέ­μνο­να ως το κα­τα­στα­τι­κό, τρό­πον τι­νά, έγκλη­μα του γέ­νους των Ατρει­δών. Τα σφαγ­μέ­να παι­διά του Θυ­έ­στη βλέ­πει σε όρα­μα η Κασ­σάν­δρα κα­τά τη διάρ­κεια του μα­ντι­κού πα­ρα­λη­ρή­μα­τός της. Τον «αρ­χαίο, δρι­μύ λά­στο­ρα» (εκ­δι­κη­τι­κό δαί­μο­να) του Ατρέα ισχυ­ρί­ζε­ται ότι εν­σαρ­κώ­νει η Κλυ­ται­μή­στρα έπει­τα από τη δο­λο­φο­νία του Αγα­μέ­μνο­να (στ. 1500-1504). Τα Θυ­έ­στεια Δεί­πνα και την κα­τά­ρα του Θυ­έ­στη επι­κα­λεί­ται, τέ­λος, ο γιος του, ο Αί­γι­σθος, ως αι­τία των δει­νών που κα­τα­τρέ­χουν τη γε­νιά των Ατρει­δών, για να αυ­το­συ­στη­θεί ο ίδιος ως όρ­γα­νο της Θεί­ας Δί­κης.
Το θέ­μα του άνο­μου και απρό­σφο­ρου δεί­πνου ο Αι­σχύ­λος κα­τορ­θώ­νει να το συν­δέ­σει ακό­μη και με τη θυ­σία της Ιφι­γέ­νειας, ένα μυ­θι­κό συμ­βάν που φαι­νο­με­νι­κά δεν έχει κα­μία σχέ­ση με τα αν­θρω­πο­φα­γι­κά δεί­πνα του πα­ρελ­θό­ντος των Ατρει­δών. Στην Πά­ρο­δο του έρ­γου, ο Χο­ρός πε­ρι­γρά­φει τον οιω­νό που φά­νη­κε στην Αυ­λί­δα, κα­τά την έναρ­ξη της τρω­ι­κής εκ­στρα­τεί­ας. Βλέ­πο­ντας δύο αε­τούς να ορ­μούν από τον ου­ρα­νό και να κα­τα­σπα­ρά­ζουν μιαν ετοι­μό­γεν­νη λα­γί­να, ο μά­ντης Τει­ρε­σί­ας προει­δο­ποιεί ότι το «δεί­πνο των αε­τών» (στ. 138) εί­ναι μι­ση­τό στην Άρ­τε­μη, την προ­στά­τι­δα της άγριας πα­νί­δας. Η θεά (φο­βά­ται ο μά­ντης) ίσως να απαι­τή­σει, σε αντάλ­λαγ­μα, «μιαν άλ­λη θυ­σία, χω­ρίς μου­σι­κές και δεί­πνα» (στ. 150): πρό­κει­ται φυ­σι­κά για τη θυ­σία της Ιφι­γέ­νειας, την οποία απο­φα­σί­ζει να τε­λέ­σει ο Αγα­μέ­μνων, για να εξευ­με­νί­σει την Άρ­τε­μη. Εν κα­τα­κλεί­δι, το μο­τί­βο του άνο­μου δεί­πνου συ­μπυ­κνώ­νει και ανα­δει­κνύ­ει ένα κο­ρυ­φαί­ας ση­μα­σί­ας θέ­μα της Ορέ­στειας: την ακα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη της κλη­ρο­νο­μι­κής κα­τά­ρας και της κλη­ρο­νο­μι­κής ενο­χής, η οποία συ­ντα­ράσ­σει τον Οί­κο των Ατρει­δών από τη μία γε­νιά στην άλ­λη.
Το μο­τί­βο του κλη­ρο­νο­μι­κά διαιω­νι­ζό­με­νου κα­κού δια­τρέ­χει ολό­κλη­ρο τον Αγα­μέ­μνο­να· το συ­να­ντού­με ακό­μη και σε πε­ρι­πτώ­σεις που φαι­νο­με­νι­κά δεν συν­δέ­ο­νται με την πα­τρο­γο­νι­κή κα­τά­ρα των Ατρει­δών. Όταν η Κλυ­ται­μή­στρα πε­ρι­γρά­φει το σύ­στη­μα των φρυ­κτω­ριών, χά­ρη στο οποίο πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε την εί­δη­ση της άλω­σης της Τροί­ας, αφη­γεί­ται πώς το μή­νυ­μα με­τα­δό­θη­κε —με τη δια­δο­χι­κή αφή με­γά­λων πυρ­σών στρα­τη­γι­κά το­πο­θε­τη­μέ­νων σε γει­το­νι­κές βου­νο­κορ­φές— από το τρω­ι­κό όρος Ίδα έως το Αρα­χναίο όρος του Άρ­γους. «Κι έπει­τα», συ­νε­χί­ζει η Κλυ­ται­μή­στρα, «έπε­σε πά­νω σ’ αυ­τές των Ατρει­δών τις στέ­γες το φως ετού­το, που έχει για προ­πάπ­πο του τη φω­τιά της Ίδας» (310-11). Φά­ος τό­δ’ οκ παπ­πον δαί­ου πυ­ρός: η φω­τιά που κα­τέ­στρε­ψε την Τροία γεν­νά απο­γό­νους που φτά­νουν ίσα­με το Άρ­γος και πέ­φτουν, σαν κε­ραυ­νός, πά­νω στο ανά­κτο­ρο των Ατρει­δών.
Οι Ατρεί­δες εί­ναι, λοι­πόν, εγκλω­βι­σμέ­νοι σε ένα φαύ­λο κύ­κλο επα­να­λαμ­βα­νό­με­νων εγκλη­μά­των, τα οποία ανα­πα­ρά­γο­νται με αδή­ρι­τη κα­νο­νι­κό­τη­τα από τη μία γε­νιά στην άλ­λη. Όπως η φω­τιά της Τροί­ας φτά­νει να αγ­γί­ξει, εντέ­λει, το ανά­κτο­ρο του Άρ­γους, έτσι και «το μέ­γα δί­χτυ της πα­νώ­λε­θρης συμ­φο­ράς» (στ. 360-1), που τυ­λί­γει την εκ­πορ­θη­μέ­νη Τροία, με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται στο φο­νι­κό «δί­χτυ του Άδη» (στ. 1115) και στα «βρό­χια δί­χως άκρη» που πα­γι­δεύ­ουν τον Αγα­μέ­μνο­να την ώρα του μοι­ραί­ου λου­τρού (στ. 1382) — δη­λα­δή στον χι­τώ­να με τον οποίο τυ­λί­γει τον σύ­ζυ­γό της η Κλυ­ται­μή­στρα πριν να τον δο­λο­φο­νή­σει. Μά­λι­στα, το φο­νι­κό δί­χτυ κα­τα­λή­γει να ταυ­τι­στεί με την ίδια την Κλυ­ται­μή­στρα (στ. 1116), η οποία νω­ρί­τε­ρα εί­χε πα­ρο­μοιά­σει, με ανα­τρι­χια­στι­κή ει­ρω­νεία, τα θρυ­λού­με­να τραύ­μα­τα του άντρα της στην Τροία με τις τρύ­πες ενός δι­χτυού (στ. 866-8). Με την έμ­μο­νη επα­να­λη­πτι­κό­τη­τά της, η ει­κό­να του δι­χτυού ανα­δει­κνύ­ε­ται σε έμ­βλη­μα της νο­ση­ρής εν­δο­τρο­πί­ας των Ατρει­δών — της κλη­ρο­νο­μι­κής ρο­πής που τους στρέ­φει ενά­ντια στα μέ­λη του οί­κου τους και, κα­τ’ επέ­κτα­ση, ενά­ντια στον ίδιο τον εαυ­τό τους.

Η «Ορέστεια» ως καθολικό δράμα

ΤΟ ΧΘΟ­ΝΙΟ ΣΥ­ΜΠΑΝ ΤΩΝ ΧΟΗ­ΦΟ­ΡΩΝ

Ο φαύ­λος κύ­κλος του αί­μα­τος στον οποίο εγκλω­βί­ζο­νται οι Ατρεί­δες εί­ναι μο­τί­βο που δια­τρέ­χει και το δεύ­τε­ρο δρά­μα της τρι­λο­γί­ας, τις Χοη­φό­ρους. Σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο ρί­χνει βα­ριά τη σκιά του ο κό­σμος των νε­κρών, των φα­ντα­σμά­των που ζη­τούν εκ­δί­κη­ση. Αν στον Αγα­μέ­μνο­να δέ­σπο­ζαν τα κο­σμι­κά στοι­χεία της φω­τιάς (η πυρ­πό­λη­ση της Τροί­ας, η φρυ­κτω­ρία της Κλυ­ται­μή­στρας), του αέ­ρα (οι ενά­ντιοι άνε­μοι της Αυ­λί­δας, ο οιω­νός των γυ­πα­ε­τών) και του νε­ρού (η τρι­κυ­μία που συ­ντρί­βει τον ελ­λη­νι­κό στό­λο, τα θα­λασ­σι­νά κο­χύ­λια από τα οποία πα­ρα­σκευά­ζε­ται η πορ­φυ­ρή βα­φή), στις Χοη­φό­ρους κυ­ριαρ­χεί το χθό­νιο στοι­χείο: η γη και οι νε­κροί που βρί­σκο­νται κρυμ­μέ­νοι στα σπλά­χνα της.
Τον χθό­νιο Ερ­μή επι­κα­λεί­ται ο Ορέ­στης στον πρώ­το κιό­λας στί­χο των Χοη­φό­ρων. Νε­κρι­κές χο­ές στον τά­φο του Αγα­μέ­μνο­να ανα­λαμ­βά­νει να προ­σφέ­ρει ο Χο­ρός του έρ­γου (εξ ου και ο τί­τλος). Το πνεύ­μα του νε­κρού πα­τέ­ρα τους κα­λούν ως αρω­γό και συ­μπα­ρα­στά­τη ο Ορέ­στης, η Ηλέ­κτρα και ο Χο­ρός στην κε­ντρι­κή σκη­νή του με­γά­λου κομ­μού. Ένα φί­δι, πλά­σμα που ανή­κει στον Κά­τω Κό­σμο, βλέ­πει στον ύπνο της ότι γέν­νη­σε και θή­λα­σε η Κλυ­ται­μή­στρα, ενώ με έχι­δνα πα­ρο­μοιά­ζει τη μη­τέ­ρα του, δύο φο­ρές, ο Ορέ­στης. Τέ­λος, με τη Γορ­γό­να, το χθό­νιο τέ­ρας που εί­χε φί­δια για μαλ­λιά, συ­γκρί­νει την Κλυ­ται­μή­στρα ο Χο­ρός — μια πα­ρο­μοί­ω­ση που θα λά­βει κυ­ριο­λε­κτι­κή υπό­στα­ση λί­γο αρ­γό­τε­ρα, όταν ο Ορέ­στης θα δει μπρο­στά του τα φά­σμα­τα των Ερι­νύ­ων, με φί­δια πλεγ­μέ­να να σα­λεύ­ουν στο κε­φά­λι τους.
Αν στον Αγα­μέ­μνο­να κυ­ριαρ­χεί η βί­αιη διά­λυ­ση των οι­κο­γε­νεια­κών σχέ­σε­ων, οι Χοη­φό­ροι ξε­κι­νούν με την επι­φυ­λα­κτι­κή ελ­πί­δα ότι ο εξου­θε­νω­μέ­νος Οί­κος των Ατρει­δών μπο­ρεί ίσως να ανα­γεν­νη­θεί. Η ανα­γνώ­ρι­ση ανά­με­σα στον Ορέ­στη, που φυ­γα­δεύ­τη­κε από το Άρ­γος σε παι­δι­κή ηλι­κία, και στην αδελ­φή του Ηλέ­κτρα πραγ­μα­το­ποιεί­ται χά­ρη σε σύμ­βο­λα, σε απο­δει­κτι­κά ση­μά­δια, τα οποία πα­ρα­πέ­μπουν στην αδιάρ­ρη­κτη ενό­τη­τα των οι­κο­γε­νεια­κών δε­σμών: ο βό­στρυ­χος που αφή­νει ο Ορέ­στης στον τά­φο του Αγα­μέ­μνο­να μοιά­ζει με τους πλο­κά­μους των μαλ­λιών της Ηλέ­κτρας· η πα­τη­μα­σιά του πά­νω στο χώ­μα ται­ριά­ζει με το πέλ­μα της Ηλέ­κτρας· και το ύφα­σμα των ρού­χων του Ορέ­στη το εί­χε υφά­νει κά­πο­τε η ίδια η Ηλέ­κτρα.
Ωστό­σο, η ανα­σύ­στα­ση του Οί­κου των Ατρει­δών προ­ϋ­πο­θέ­τει ένα ακό­μη εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κό έγκλη­μα: τον φό­νο της Κλυ­ται­μή­στρας από τον ίδιο τον γιο της. Την κρί­σι­μη στιγ­μή, η Κλυ­ται­μή­στρα γυ­μνώ­νει μπρο­στά στον γιο της το στή­θος της, ελ­πί­ζο­ντας πως με αυ­τή τη μη­τρι­κή χει­ρο­νο­μία θα του κι­νή­σει ίσως τον οί­κτο και τον σε­βα­σμό: «πά­νω σ’ αυ­τό το στή­θος απο­κοι­μή­θη­κες τό­σες και τό­σες φο­ρές, κα­θώς βύ­ζαι­νες με τα ού­λα σου το γά­λα που σ’ έθρε­φε» (στ. 897-98). Ωστό­σο, θυ­μό­μα­στε πως στον εφιάλ­τη της Κλυ­ται­μή­στρας το φί­δι που η ίδια έφε­ρε στον κό­σμο βύ­ζα­ξε από το στή­θος της όχι μό­νο γά­λα, αλ­λά και θρόμ­βους αί­μα­τος. Εκ­πλη­ρώ­νο­ντας το προ­φη­τι­κό όνει­ρο, ο Ορέ­στης, έπει­τα από σύ­ντο­μο δι­σταγ­μό, βυ­θί­ζει το ξί­φος στο στή­θος της μη­τέ­ρας του. Η προσ­δο­κία για επού­λω­ση των πλη­γών δια­ψεύ­δε­ται, κα­θώς το φρε­σκο­χυ­μέ­νο αί­μα της μά­νας ζη­τά­ει εκ­δί­κη­ση. Όπως λέ­ει επα­νει­λημ­μέ­να ο Χο­ρός του έρ­γου, το αί­μα που χύ­θη­κε στο χώ­μα δεν χά­νε­ται, αλ­λά μέ­νει για πά­ντα εκεί, και όλα τα πλού­τη του κό­σμου δεν μπο­ρούν να το εξα­γο­ρά­σουν.
Στον Αγα­μέ­μνο­να, η δρά­ση εκτυ­λίσ­σε­ται σε ένα σύ­μπαν μη­τριαρ­χι­κό. Ο Αγα­μέ­μνων επι­στρέ­φει από έναν πό­λε­μο που έγι­νε για χά­ρη μιας γυ­ναί­κας, για να πέ­σει στα φο­νι­κά δί­χτυα μιας άλ­λης γυ­ναί­κας, που «η καρ­διά της κρύ­βει αντρι­κές βου­λές» (στ. 11 γυ­ναικς νδό­βου­λον . . . κέ­αρ) — μιας γυ­ναί­κας που ελέγ­χει από­λυ­τα τον οί­κο και έχει υπο­βι­βά­σει τον ερα­στή της στον ρό­λο ενός άναν­δρου ψευ­το­πα­λι­κα­ρά. Η δρά­ση των Χοη­φό­ρων κι­νεί­ται προς την αντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση: πε­ρι­θω­ριο­ποιεί στα­δια­κά τη γυ­ναί­κα και οδη­γεί στο επί­κε­ντρο της δρά­σης τον άντρα. Κυ­ρί­αρ­χη μορ­φή του δρά­μα­τος εί­ναι ο Ορέ­στης, ο άν­δρας εκ­δι­κη­τής· η αδελ­φή του, η Ηλέ­κτρα, εμ­φα­νί­ζε­ται μό­νο στο πρώ­το μέ­ρος του έρ­γου, συμ­με­τέ­χει στη σκη­νή της ανα­γνώ­ρι­σης και κα­τό­πιν απο­σύ­ρε­ται ορι­στι­κά από τη σκη­νι­κή δρά­ση. Λί­γο πριν από τη μη­τρο­κτο­νία, ο Ορέ­στης λι­πο­ψυ­χεί μπρο­στά στη θέα του μη­τρι­κού στή­θους και δι­στά­ζει να δια­πρά­ξει τον φό­νο· ξα­να­βρί­σκει όμως την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τά του, όταν ο άλ­λος άν­δρας που εί­ναι πα­ρών στη σκη­νή, ο Πυ­λά­δης, τη μο­να­δι­κή φο­ρά που ανοί­γει το στό­μα του σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο, του υπεν­θυ­μί­ζει τις χρη­σμω­δι­κές επι­τα­γές ενός άρ­ρε­νος θε­ού, του Απόλ­λω­να.
Η προϊ­ού­σα συρ­ρί­κνω­ση της θη­λυ­κής επι­κρά­τειας υπεμ­φαί­νε­ται ακό­μη και στη σκη­νι­κή χω­ρο­τα­ξία του δρά­μα­τος. Στον Αγα­μέ­μνο­να, η Κλυ­ται­μνή­στρα εί­χε από­λυ­το έλεγ­χο του ανα­κτό­ρου, εντός του οποί­ου διέ­πρα­ξε τον φό­νο του Αγα­μέ­μνο­να· αντί­θε­τα, στις Χοη­φό­ρους η βα­σί­λισ­σα πα­γι­δεύ­ε­ται έξω από το ανά­κτο­ρο, δη­λα­δή έξω από την επι­κρά­τειά της, μό­νη και ανυ­πε­ρά­σπι­στη· στο ανά­κτο­ρο θα ξα­να­μπεί όχι με δι­κή της πρω­το­βου­λία, αλ­λά ανα­γκα­σμέ­νη από τον Ορέ­στη, για να βρει εκεί τον θά­να­το.
Ωστό­σο, ο αιώ­νας της μη­τριαρ­χί­ας δεν έχει εκ­πνεύ­σει ακό­μη. Στο τέ­λος των Χοη­φό­ρων, ο Ορέ­στης έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με τις θη­λυ­κές Ερι­νύ­ες, που εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νες να υπε­ρα­σπι­στούν το μη­τρι­κό δί­καιο. Ού­τε και έχει εξα­ντλη­θεί ακό­μη η δύ­να­μη του κα­κού που δια­σεί­ει τον Οί­κο των Ατρει­δών: στους τε­λευ­ταί­ους στί­χους των Χοη­φό­ρων, ο Χο­ρός υπεν­θυ­μί­ζει πως τρεις θύ­ελ­λες έχουν ήδη χτυ­πή­σει τα βα­σί­λεια μέ­λα­θρα — η αν­θρω­πο­φα­γία των Θυ­ε­στεί­ων Δεί­πνων, ο φό­νος του Αγα­μέ­μνο­να και το μη­τρο­κτό­νο έγκλη­μα του Ορέ­στη. «Πού λοι­πόν θα τε­λειώ­σει η ορ­μή της συμ­φο­ράς», ανα­ρω­τιέ­ται ο Χο­ρός, «πού θα βυ­θι­στεί επι­τέ­λους στον ύπνο;» (στ. 1075-76).
Η αντι­πα­ρά­θε­ση του Ορέ­στη και των Ερι­νύ­ων, της πα­τριαρ­χι­κής και της μη­τριαρ­χι­κής τά­ξης, κα­θώς και η έν­δι­κη απαλ­λα­γή από τα κλη­ρο­νο­μι­κά δει­νά των Ατρει­δών θα απο­τε­λέ­σουν το θέ­μα του τε­λευ­ταί­ου έρ­γου της τρι­λο­γί­ας, των Ευ­με­νί­δων.

Η «Ορέστεια» ως καθολικό δράμα

ΟΙ ΕΥ­ΜΕ­ΝΙ­ΔΕΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗ­ΝΑΪ­ΚΗ ΠΟ­ΛΙΣ

Στην αρ­χή των Ευ­με­νί­δων, ένας ανυ­πο­ψί­α­στος θε­α­τής θα μπο­ρού­σε ίσως να σχη­μα­τί­σει την εντύ­πω­ση ότι στο έρ­γο αυ­τό θα συ­νε­χι­στεί η διά­χυ­ση του κα­κού, που τη γε­νε­α­λο­γία και την αδή­ρι­τη εξά­πλω­σή του πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με στα δύο πρώ­τα έρ­γα της Ορέ­στειας. Ο Χο­ρός των Ερι­νύ­ων υπεν­θυ­μί­ζει (στ. 261-3) το μό­το που ακού­στη­κε τό­σες φο­ρές στα δύο πρώ­τα δρά­μα­τα της τρι­λο­γί­ας: «το χυ­μέ­νο αί­μα δεν γυ­ρί­ζει πί­σω». Και νω­ρί­τε­ρα, στον πρό­λο­γο του έρ­γου, η Πυ­θία πε­ρι­γρά­φει με φρί­κη τα αι­μα­το­βαμ­μέ­να χέ­ρια και το ξί­φος του Ορέ­στη, που έχει προ­σπέ­σει ικέ­της στον δελ­φι­κό Ομ­φα­λό. Ίσως λοι­πόν ο κύ­κλος του αί­μα­τος δεν έχει κλεί­σει ακό­μη.
Τέ­τοιου εί­δους υπο­ψί­ες, αν υπάρ­χουν, σύ­ντο­μα δια­ψεύ­δο­νται. Αν στον Αγα­μέ­μνο­να η ει­κό­να του δι­χτυού ανα­δει­κνύ­ε­ται σε έμ­βλη­μα του φαύ­λου κύ­κλου αλ­λη­λο­κτο­νιών, στον οποίο εμπλέ­κο­νται οι Ατρεί­δες, η ει­κό­να αυ­τή ακυ­ρώ­νε­ται εμ­φα­ντι­κά στις Ευ­με­νί­δες: δύο φο­ρές ακού­με ότι ο Ορέ­στης κα­τά­φε­ρε να ξε­φύ­γει από τα «κυ­νη­γε­τι­κά δί­χτυα» των Ερι­νύ­ων (στ. 111-13, 147) και να απο­δρά­σει στην Αθή­να. Όσο για τη φαι­νο­με­νι­κά αέ­ναη αλ­λη­λου­χία του αί­μα­τος, που στιγ­μά­τι­σε τα δύο πρώ­τα έρ­γα της τρι­λο­γί­ας, φαί­νε­ται ότι κο­ντεύ­ει πια να φτά­σει στο τέ­λος της: ο Ορέ­στης δια­βε­βαιώ­νει, τρεις φο­ρές, την Αθη­νά και τις Ερι­νύ­ες ότι εί­ναι πλέ­ον απαλ­λαγ­μέ­νος από το μί­α­σμα του μη­τρι­κού φό­νου (στ. 235-43, 280-85, 443-53).
Ωστό­σο, ού­τε οι δια­βε­βαιώ­σεις του Ορέ­στη ού­τε η ικε­σία του στον ναό της Αθη­νάς αρ­κούν για να εξα­σφα­λί­σουν την αθώ­ω­σή του. Η Αθη­νά —σε ένα επει­σό­διο που πι­θα­νώς επι­νο­ή­θη­κε από τον Αι­σχύ­λο και δεν απο­τε­λού­σε μέ­ρος της μυ­θι­κής πα­ρά­δο­σης— απο­φα­σί­ζει ότι ο Ορέ­στης θα δι­κα­στεί από σώ­μα θνη­τών ενόρ­κων, στο οποίο όμως θα συμ­με­τέ­χει και η ίδια η θεά. Η δί­κη διε­ξά­γε­ται στον Άρειο Πά­γο, τον βρά­χο αντί­κρυ στην Ακρό­πο­λη: σύμ­φω­να με την υπό­δει­ξη της ίδιας της Αθη­νάς, εκεί θα συ­νε­δριά­ζει εφε­ξής και εσα­εί το δι­κα­στή­ριο που θα έχει ως αρ­μο­διό­τη­τα την εκ­δί­κα­ση υπο­θέ­σε­ων φό­νου (στ. 682). Στο τέ­λος της δί­κης, η ετυ­μη­γο­ρία των θνη­τών ενόρ­κων εί­ναι, με μία μό­νο ψή­φο δια­φο­ρά, κα­τα­δι­κα­στι­κή· όταν όμως η Αθη­νά ρί­χνει την αθω­ω­τι­κή ψή­φο της, προ­κύ­πτει ισο­ψη­φία, πράγ­μα που ση­μαί­νει ότι ο Ορέ­στης απαλ­λάσ­σε­ται από την κα­τη­γο­ρία. Η ψή­φος της Αθη­νάς θε­με­λιώ­νει στην αυ­θε­ντία του μύ­θου μια βα­σι­κή αρ­χή δι­καί­ου, η οποία ισχύ­ει μέ­χρι σή­με­ρα: in dubio pro reo, «σε πε­ρί­πτω­ση αμ­φι­βο­λί­ας, η από­φα­ση εί­ναι υπέρ του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου». Πριν να ανα­χω­ρή­σει για το πα­τρο­γο­νι­κό Άρ­γος, ο Ορέ­στης αφή­νει μια ση­μα­ντι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη στην πό­λη που τον αθώ­ω­σε: την υπό­σχε­ση, που επα­να­λαμ­βά­νε­ται τρεις φο­ρές, ότι οι Αρ­γεί­οι θα εί­ναι πα­ντο­τι­νοί και ακλό­νη­τοι σύμ­μα­χοι της Αθή­νας (στ. 289-91, 667-73, 762-77).
Αν στα δύο προη­γού­με­να δρά­μα­τα της Ορέ­στειας κυ­ριαρ­χού­σε το σύ­μπαν της μη­τριαρ­χί­ας, στις Ευ­με­νί­δες η αθώ­ω­ση του Ορέ­στη εξα­σφα­λί­ζε­ται με ένα επι­χεί­ρη­μα εξό­χως πα­τριαρ­χι­κό. Ο Απόλ­λων, που ανα­λαμ­βά­νει την υπε­ρά­σπι­ση του μη­τρο­κτό­νου, ισχυ­ρί­ζε­ται ότι «αυ­τή που ονο­μά­ζου­με μη­τέ­ρα» δεν εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γο­νέ­ας, αλ­λά μάλ­λον ένα εί­δος αν­θρώ­πι­νης θερ­μο­κοι­τί­δας: μο­να­δι­κή απο­στο­λή της εί­ναι να δια­τη­ρή­σει στη μή­τρα της σώο το έμ­βρυο, το οποίο κα­τά τα άλ­λα εί­ναι τέ­κνο μό­νο του πα­τέ­ρα (στ. 658-61). Δεν μπο­ρεί λοι­πόν να κα­τα­δι­κα­στεί ο Ορέ­στης (ή οποιοσ­δή­πο­τε άλ­λος) για μη­τρο­κτο­νία, αφού η «μη­τέ­ρα» δεν εί­ναι πα­ρά μια φα­ντα­σί­ω­ση άνευ αντι­κει­μέ­νου. Το απρο­κά­λυ­πτα πα­τριαρ­χι­κό επι­χεί­ρη­μα του Απόλ­λω­να προ­λειαί­νει το έδα­φος για τη νέα τά­ξη πραγ­μά­των που θα ισχύ­ει εφε­ξής στην αθη­ναϊ­κή πό­λη-κρά­τος, μια τά­ξη αμι­γώς πα­τριαρ­χι­κή. Έχει, εξάλ­λου, ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία το γε­γο­νός ότι τη θέ­ση αυ­τή του Απόλ­λω­να φαί­νε­ται να τη συμ­με­ρί­ζε­ται και η ίδια η Αθη­νά, η θεά που γεν­νή­θη­κε απευ­θεί­ας από τον πα­τέ­ρα, χω­ρίς τη με­σο­λά­βη­ση μη­τέ­ρας, και γι’ αυ­τό συ­ντάσ­σε­ται «ολό­ψυ­χα με το αρ­σε­νι­κό στο κα­θε­τί, πα­ρε­κτός στον γά­μο» (στ. 735-40). Ακό­μη και οι ίδιες οι Ερι­νύ­ες, που αρ­χι­κά αντι­δρούν γε­μά­τες ορ­γή στην αθω­ω­τι­κή από­φα­ση του δι­κα­στη­ρί­ου και απει­λούν την πό­λη της Αθη­νάς με υπερ­φυ­σι­κές τι­μω­ρί­ες, πεί­θο­νται εντέ­λει από τη θεά να εγκα­τοι­κή­σουν, εκου­σί­ως και επ’ άπει­ρον, στο κέ­ντρο αυ­τής της πα­τριαρ­χι­κής πο­λι­τεί­ας, στην αθη­ναϊ­κή Ακρό­πο­λη. Με­τα­μορ­φω­μέ­νες πλέ­ον σε Σε­μνς Θε­άς, «Σε­βα­στές Θε­ές», οι Ερι­νύ­ες θα δια­φυ­λάσ­σουν τη συλ­λο­γι­κή ευ­τα­ξία και ευ­η­με­ρία της πό­λης.
Στην έξο­δο του δρά­μα­τος, Αθη­ναί­οι πο­λί­τες συ­νο­δεύ­ουν, υπό το φως πυρ­σών, τις Σε­μνές Θε­ές στη νέα τους κα­τοι­κία. Το δυ­σοί­ω­νο φως των φρυ­κτω­ριών, με το οποίο ξε­κί­νη­σε η τρι­λο­γία, με­του­σιώ­νε­ται τώ­ρα στο χαρ­μό­συ­νο φως μιας πα­νη­γυ­ρι­κής, παλ­λαϊ­κής πο­μπής. Οι πο­λί­τες που προ­πέ­μπουν τις Σε­μνές Θε­ές εί­ναι οι ίδιοι πο­λί­τες που, ως δι­κα­στές ανε­πί­λη­πτοι, θα φρο­ντί­σουν να απο­νέ­με­ται η δι­καιο­σύ­νη συλ­λο­γι­κά από εκ­προ­σώ­πους της πό­λε­ως, ώστε η αλ­λη­λο­κτό­νος αυ­το­δι­κία, που ση­μά­δε­ψε τη μοί­ρα των Ατρει­δών, να εκτο­πι­στεί αμε­τά­κλη­τα στο σύ­μπαν του μυ­θι­κού πα­ρελ­θό­ντος.

Η «Ορέστεια» ως καθολικό δράμα

ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ: Ο ΑΙ­ΣΧΥ­ΛΟΣ ΚΑΙ Η ΔΗ­ΜΟ­ΚΡΑ­ΤΙΑ

Οι Ευ­με­νί­δες εί­ναι έρ­γο που, πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λο σω­ζό­με­νο δρά­μα του Αι­σχύ­λου (με την εξαί­ρε­ση, βε­βαί­ως, των Περ­σών), συ­νο­μι­λεί συ­στη­μα­τι­κά με σύγ­χρο­νά του ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα. Λί­γα μό­λις χρό­νια πριν από την πα­ρά­στα­ση του έρ­γου, ο ρι­ζο­σπά­στης πο­λι­τι­κός Εφιάλ­της (απλή συ­νω­νυ­μία με τον προ­δό­τη των Θερ­μο­πυ­λών) εί­χε την πο­λι­τι­κή τόλ­μη να αφαι­ρέ­σει από το δι­κα­στή­ριο του Αρεί­ου Πά­γου —πα­ρα­δο­σια­κό προ­πύρ­γιο αρι­στο­κρα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων— τις ευ­ρεί­ες νο­μι­κές και πο­λι­τι­κές αρ­μο­διό­τη­τες τις οποί­ες διέ­θε­τε έως τό­τε, επι­τρέ­πο­ντάς του μό­νο την εξου­σία να εκ­δι­κά­ζει ορι­σμέ­νες υπο­θέ­σεις φό­νου. Την ίδια πε­ρί­ο­δο, η πα­ρά­τα­ξη των δη­μο­κρα­τών, της οποί­ας επι­φα­νές μέ­λος ήταν ο Εφιάλ­της, απο­φά­σι­σε να κα­ταρ­γή­σει τη συμ­μα­χία με­τα­ξύ Αθη­νών και Σπάρ­της, η οποία εί­χε συ­να­φθεί από την αρι­στο­κρα­τι­κή πα­ρά­τα­ξη, και να συ­μπή­ξει νέα συμ­μα­χία με το Άρ­γος, το οποίο εί­χε τό­τε εχθρι­κές σχέ­σεις με τη Σπάρ­τη.
Η απή­χη­ση των δύο αυ­τών ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των εί­ναι ευ­διά­κρι­τη στις Ευ­με­νί­δες. Το έρ­γο επεν­δύ­ει με την αρ­χαιό­τη­τα και την εγκυ­ρό­τη­τα του μύ­θου την πρό­σφα­τη με­ταρ­ρύθ­μι­ση του Αρεί­ου Πά­γου από τον Εφιάλ­τη. Η Αθη­νά ορί­ζει ότι αρ­μο­διό­τη­τα του αρε­ο­πα­γι­τι­κού δι­κα­στη­ρί­ου, το οποίο η ίδια ιδρύ­ει, θα εί­ναι να εκ­δι­κά­ζει δί­κας αμα­τος χυ­το (στ. 682): θα δια­θέ­τει, δη­λα­δή, τη μό­νη ου­σια­στι­κή αρ­μο­διό­τη­τα που άφη­σε στους Αρε­ο­πα­γί­τες ο Εφιάλ­της. Εξάλ­λου, η επί­σης πρό­σφα­τη συμ­μα­χία της Αθή­νας με το Άρ­γος απο­κτά μυ­θο­λο­γι­κή θε­με­λί­ω­ση και νο­μι­μο­ποί­η­ση, κα­θώς ο Ορέ­στης υπό­σχε­ται επα­νει­λημ­μέ­να, από το πα­ρελ­θόν του μύ­θου, στους Αθη­ναί­ους του 458 π.Χ. πως οι Αρ­γεί­οι θα εί­ναι αιώ­νιοι σύμ­μα­χοί τους.
Η επο­χή της Ορέ­στειας εί­ναι μια επο­χή ρα­γδαί­ων και βα­θύ­τα­των με­τα­σχη­μα­τι­σμών, αλ­λά και βί­αιων ανα­τα­ρα­χών. Οι δη­μο­κρα­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις του Εφιάλ­τη οδή­γη­σαν στη δο­λο­φο­νία του, πι­θα­νώς ενορ­χη­στρω­μέ­νη από αντι­δρα­στι­κούς αρι­στο­κρά­τες· και ασφα­λώς η συμ­μα­χία με το Άρ­γος ήταν εξαι­ρε­τι­κά ανε­πι­θύ­μη­τη στην αρι­στο­κρα­τι­κή πα­ρά­τα­ξη. Σε αυ­τή την εύ­θραυ­στη πο­λι­τι­κή ατμό­σφαι­ρα, υπήρ­χε στην Αθή­να διά­χυ­τος ο φό­βος της εμ­φύ­λιας σύρ­ρα­ξης — και ακρι­βώς αυ­τό το εν­δε­χό­με­νο εξορ­κί­ζουν, στις Ευ­με­νί­δες, τό­σο η Αθη­νά (858-66), όσο και οι εξευ­με­νι­σμέ­νες πλέ­ον Ερι­νύ­ες (976-87).
Αν πράγ­μα­τι ο Αι­σχύ­λος επι­νό­η­σε το επει­σό­διο της δί­κης του Ορέ­στη στον Άρειο Πά­γο, η επί­νοιά του αυ­τή πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί θρί­αμ­βος δρα­μα­τουρ­γι­κής οι­κο­νο­μί­ας, κα­θώς επι­τυγ­χά­νει ταυ­τό­χρο­να πολ­λα­πλούς σκο­πούς. Πρώ­τα απ’ όλα, πα­ρου­σιά­ζει την Αθή­να ως τον τό­πο στον οποίο τερ­μα­τί­ζε­ται, με έν­δι­κα μέ­σα, η φαι­νο­με­νι­κά ατε­λεύ­τη­τη αλ­λη­λου­χία φό­νων που μά­στι­ζε για ολό­κλη­ρες γε­νιές τον βα­σι­λι­κό οί­κο του Άρ­γους. Έπει­τα, νο­μι­μο­ποιεί ανα­δρο­μι­κά, επεν­δύ­ο­ντάς τες με την αυ­θε­ντία του μύ­θου, δύο πρό­σφα­τες επι­λο­γές της δη­μο­κρα­τι­κής πα­ρά­τα­ξης με έντο­να αντια­ρι­στο­κρα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα: τη με­ταρ­ρύθ­μι­ση του Αρεί­ου Πά­γου και τη συμ­μα­χία ανά­με­σα στην Αθή­να και στο Άρ­γος. Ο γέ­ρος Αι­σχύ­λος, που τρεις δε­κα­ε­τί­ες νω­ρί­τε­ρα εί­χε παί­ξει τη ζωή του κο­ρώ­να-γράμ­μα­τα στον Μα­ρα­θώ­να, δεν δι­στά­ζει, δύο μό­λις χρό­νια πριν από τον θά­να­τό του, να υπε­ρα­σπι­στεί, όχι χω­ρίς κιν­δύ­νους, μια ρι­ζο­σπα­στι­κή εκ­δο­χή του δη­μο­κρα­τι­κού πο­λι­τεύ­μα­τος, την οποία πολ­λοί στην επο­χή του —και όχι μό­νο τό­τε— θε­ω­ρού­σαν ακραία και ανε­πι­θύ­μη­τη.

[ Το σημείωμα αυτό γράφτηκε ειδικά για το πρόγραμμα της παράστασης Ορέστεια του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη («Αγαμέμνων»), Λίλλυς Μελεμέ («Χοηφόροι») και Γεωργίας Μαυραγάνη («Ευμενίδες»). Δημοσιεύεται εδώ με την ευγενική άδεια του Εθνικού Θεάτρου. ]





ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Βάιου Λια­πή ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: