«[Διαβάζοντας το 1847 την Ορέστεια] έβλεπα το δράμα με τα μάτια του νου μου, σαν να παιζόταν εκείνη την ώρα μπροστά μου, και ο αντίκτυπος που είχε επάνω μου αυτή η εμπειρία ήταν κάτι το απερίγραπτο. Τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με την ψυχική ανάταση που μου δημιουργούσε η τριλογία αυτή· και ίσαμε την τελευταία λέξη των Ευμενίδων βρισκόμουν σε μιαν ατμόσφαιρα τόσο απομακρυσμένη από το παρόν, ώστε ποτέ μου δεν κατάφερα, έκτοτε, να συμφιλιωθώ εντελώς με τη λογοτεχνία του καιρού μας. Οι αντιλήψεις μου για τη συνολική σημασία του δράματος και του θεάτρου διαμορφώθηκαν, χωρίς καμιάν αμφιβολία, από εκείνες τις εντυπώσεις.»
Αυτά γράφει στην αυτοβιογραφία του ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης, θεμελιωτής του σύγχρονου μουσικού δράματος και δημιουργός, μεταξύ άλλων, της οπερατικής τετραλογίας Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν. Η τετραλογία του Βάγκνερ συναγωνίζεται την ίδια την Ορέστεια ως προς το μέγεθος και την επιβλητικότητα, αλλά κυρίως ως προς τη φιλοδοξία να αποτελέσει καλλιτεχνικό έργο με καθολικό χαρακτήρα (Gesamtkunstwerk) — δηλαδή ένα έργο που θα κατόρθωνε να επανενώσει σε ενιαίο όλο τις από πολλού χρόνου επιμερισμένες καλλιτεχνικές μορφές (το άσμα, την όρχηση, τη μουσική, τη ρητορική, τη ζωγραφική κτλ.), αλλά και να συγκεράσει την αισθητική δημιουργία με τις κορυφαίες εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές.
Η Ορέστεια, η μοναδική σωζόμενη τριλογία του αρχαίου δράματος και το τελευταίο σωζόμενο έργο του Αισχύλου, ενσαρκώνει πράγματι, με τρόπο αρχετυπικό, το ιδεώδες του καθολικού καλλιτεχνικού έργου. Δεν είναι μόνο η προφανής αισθητική της αρτίωση· δεν είναι μόνο οι υποδόριες θεματικές και εικονιστικές αντιστοιχίες που διασυνδέουν και συνέχουν τα επιμέρους δράματά της· είναι και η ευαισθησία με την οποία η τριλογία (και ιδίως το τελευταίο δράμα της, οι Ευμενίδες) αποτυπώνει τους πολιτικούς και ιστορικούς κραδασμούς της εποχής της, αναμεταδίδοντάς τους ως καλλιτεχνικές μορφές στην πολιτική κοινότητα. Μολονότι παραστάθηκε το 458 π.Χ., δηλαδή όταν η τραγωδία ως λογοτεχνικό είδος βρισκόταν ακόμη στην παιδική ηλικία της, η Ορέστεια είναι ένα έργο εκπληκτικής δραματουργικής ωριμότητας. Ο συγγραφέας της έχει πλήρη έλεγχο των εκφραστικών μέσων του και αξιοποιεί, με τη σιγουριά του φτασμένου τεχνίτη, τις σκηνικές και άλλες δυνατότητες του νεοπαγούς θεατρικού είδους. Ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του Αισχύλου, η Ορέστεια δικαιώνει τη φήμη που είχε ο δημιουργός της ήδη στην αρχαιότητα ως θεμελιωτής και κορυφαίος εκπρόσωπος της τραγωδίας.
Η Ορέστεια δεν είναι τεκμήριο μόνο της ωριμότητας του συγγραφέα της. Είναι επίσης ένα έργο μοναδικής τόλμης, το οποίο διευρύνει τα σύνορα της θεατρικής τέχνης. Αντί να παραμείνει απλή μίμησις, δηλαδή αναπαράσταση δρώντων προσώπων και σκηνικό απείκασμα βιωμένης πραγματικότητας, μετουσιώνεται σε μέσο για την αναδημιουργία της πραγματικότητας. Με όχημα τον μύθο των Ατρειδών, η Ορέστεια, ούτε λίγο ούτε πολύ, επιχειρεί μια δραστική επαναγραφή της ιστορίας, κατά την οποία επισκέπτεται κορυφαία ορόσημα του ανθρώπινου παρελθόντος και τα επανεντάσσει ανασυντεθειμένα στο ιστορικό παρόν. Κορυφαία θέση στα ορόσημα αυτά έχει η μετάβαση από το σύμπαν της μητριαρχίας, της μοναρχίας, της αυτοδικίας και των χθόνιων δαιμόνων στον κόσμο της πατριαρχίας, της δημοκρατίας, της έννομης τάξης και των Ολύμπιων θεών. Με τον τρόπο αυτό, η Ορέστεια επανασυγκροτεί και επαναπροδιορίζει τη σχέση του Αθηναίου πολίτη όχι μόνο με το πολιτειακό μόρφωμα στο οποίο ζει, αλλά και με το ίδιο το μυθικό και ιστορικό παρελθόν του.