Μικρή κλίμακα: Λευτέρης Γιαννακουδάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου

H στή­λη αυ­τή θα προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε θα δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση:
«Κα­λύ­τε­ρα να χω­ρί­σου­με, συμ­φω­νείς;»

Μικρή κλίμακα: Λευτέρης Γιαννακουδάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου

Φα­κές

Οι πα­τού­σες πά­νω στο βρώ­μι­κο πά­τω­μα, οι γυ­μνοί από τρί­χες αστρά­γα­λοι κι η γά­μπα μια υπό­σχε­ση στή­ρι­ξης, το σώ­μα τα­λα­ντεύ­ε­ται αρ­γά, το δά­χτυ­λο σχη­μα­τί­ζει το πρώ­το γράμ­μα από το όνο­μά της στο σκο­νι­σμέ­νο τρα­πέ­ζι. Δεν προ­χω­ρά­ει πα­ρα­κά­τω, μέ­νει σ’ αυ­τό το γράμ­μα, η αρ­χή μιας κά­ποιας ευ­τυ­χί­ας, το στο­μά­χι του σφίγ­γε­ται σα να έφα­γε κά­τι που απε­χθα­νό­ταν αλ­λά εί­ναι άδειο, θυ­μά­ται τα αμέ­τρη­τα τσι­γά­ρα που έχει κα­πνί­σει αυ­τές τις ημέ­ρες πε­ρι­μέ­νο­ντας μια προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη ετυ­μη­γο­ρία, το βλέμ­μα του τρέ­χει στο χώ­ρο χω­ρίς να ξέ­ρει τί ανα­ζη­τά, εντο­πί­ζει τον κα­πνό στο τρα­πε­ζά­κι δί­πλα από την πο­λυ­θρό­να, προ­χω­ρά­ει προς τα εκεί, το πα­ρά­θυ­ρο εί­ναι ανοι­χτό αλ­λά το φως δεν μπαί­νει μέ­σα κι όμως αν κά­ποιος τον ρω­τού­σε θα ορ­κι­ζό­ταν ότι έξω έχει ήλιο, αρ­χί­ζει να στρί­βει τσι­γά­ρο, έτσι κι αλ­λιώς το στο­μά­χι του πο­νά­ει, ας πο­νέ­σει λί­γο πα­ρα­πά­νω κι ας μην αντέ­χε­ται ο πό­νος. Θυ­μά­ται τη χθε­σι­νή σκη­νή, το βλέμ­μα της να απο­φεύ­γει το δι­κό του, να τρέ­χει ανε­ξέ­λεγ­κτο πά­νω στο μαύ­ρο σκο­νι­σμέ­νο τρα­πε­ζά­κι, τα δά­χτυ­λά της να πλέ­κο­νται σε γρο­θιά, το στό­μα της να ανοί­γει «κα­λύ­τε­ρα να χω­ρί­σου­με, συμ­φω­νείς;» τον εαυ­τό του να βυ­θί­ζε­ται σε μία δί­νη χω­ρίς τε­λειω­μό, στο πρό­σω­πό του σχη­μα­τί­ζε­ται ένα χα­μό­γε­λο κι έπει­τα αφή­νει τον αέ­ρα που τό­ση ώρα κρα­τού­σε να βγει, «όχι» ψι­θυ­ρί­ζει κι έπει­τα κραυ­γά­ζει, «όχι» και του φαί­νε­ται αυ­τή η επα­νά­λη­ψη σαν μια σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας «όχι», αλ­λά το στό­μα του δεν έχει ανοί­ξει, σβή­νει το τσι­γά­ρο, τρέ­χει στο ψυ­γείο έχο­ντας πλέ­ον πά­ρει την από­φα­σή του. Θα μα­γεί­ρευε φα­κές, έτσι κι αλ­λιώς πά­ντα τις σι­χαι­νό­ταν.

Λευ­τέ­ρης Γιαν­να­κου­δά­κης

Μικρή κλίμακα: Λευτέρης Γιαννακουδάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου

Κα­λύ­τε­ρα να χω­ρί­σου­με, συμ­φω­νείς;

Αυ­τό θα σκε­φτό­ταν και αυ­τό θα έλε­γε – αν εί­χε μι­λιά. Όμως η Μπέ­μπα ήταν γά­τα και ο Χο­ντρο­κέ­φα­λος την κυ­νη­γού­σε. Τώ­ρα την εί­χε κα­βα­λή­σει για τα κα­λά. Ακού­στη­καν ως πέ­ρα οι τσι­ρί­δες της. Του έδω­σε μια στο κε­φά­λι. Το πρωί στην αυ­λή χρειά­στη­κε να σφουγ­γα­ρί­σουν τα αί­μα­τα. «Μπο­ρεί και να του έβγα­λε το μά­τι», εί­πε η μα­μά.

Σο­φία Νι­κο­λα­ΐ­δου

Μικρή κλίμακα: Λευτέρης Γιαννακουδάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου

Σια­μαί­οι

—Κα­λύ­τε­ρα να χω­ρί­σου­με, συμ­φω­νείς; ρώ­τη­σε ο Γιώρ­γος Α τον σια­μαίο αδελ­φό του Γιώρ­γο Β.

  Ζω­γρά­φοι και οι δύο, ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νοι να απο­δί­δουν ο ένας την ανα­το­λή κι ο άλ­λος τη δύ­ση, κα­θώς οι κολ­λη­μέ­νες πλά­τες τους απέ­κλειαν μιαν ολο­κλη­ρω­μέ­νη θέα.

—Έχου­με όμως μία καρ­διά, εί­πε κά­θι­δρος ο Γιώρ­γος Β. Ένας απ' τους δυο μας πρέ­πει να θυ­σια­στεί.
—Τό­τε να το ρί­ξου­με κο­ρώ­να-γράμ­μα­τα, εί­πε ο Γιώρ­γος Α, που πά­ντα κέρ­δι­ζε σε τέ­τοια παι­χνί­δια.

Και πράγ­μα­τι! Ανε­πη­ρέ­α­στος πλέ­ον από το λυ­κό­φως του αδελ­φού του, ο Γιώρ­γος Α κα­τέ­κτη­σε το κοι­νό ζω­γρα­φί­ζο­ντας τις εκτυ­φλω­τι­κό­τε­ρες ανα­το­λές του.
Τί­πο­τα δεν προϊ­δέ­α­ζε τον θε­α­τή για την επι­κεί­με­νη δύ­ση, λες κι ο ίδιος ο θά­να­τος εί­χε κα­ταρ­γη­θεί.
Να όμως που μια μέ­ρα ένας κρι­τι­κός ήρ­θε να δια­σα­λεύ­σει την ευ­τυ­χία του Γιώρ­γου Α:

«Αλ­λοί­μο­νον!» επε­σή­μα­νε. «Ο μοι­ραί­ος ού­τος δια­χω­ρι­σμός ου­δέ­πο­τε ώφει­λεν να συ­ντε­λε­σθεί κα­θώς το ενα­πο­μεί­ναν σια­μαί­ον δεν δια­νο­εί­ται πλέ­ον την εγκα­τά­λει­ψιν της ευ­θεί­ας οδού υπέρ της κυ­κλι­κής. Απου­σιά­ζει ως εκ τού­του απ’ την τέ­χνην του η μα­κρά πο­ρεία της ημέ­ρας εντός της νυ­κτός, ομοιά­ζει δε η τέ­χνη αύ­τη μάλ­λον με σύν­θη­μα γε­γραμ­μέ­νον επί τοί­χου ή με παι­χνί­δι­σμα φω­τός επ’ αυ­τού.»

Πα­ρ' όλο που ο Γιώρ­γος Α προ­βλη­μα­τί­στη­κε αρ­κε­τά, ήταν πια αρ­γά για να κά­νει πί­σω. Οι άπει­ροι οπα­δοί του, τυ­φλω­μέ­νοι από το θάμ­βος μιας χρυ­σής αυ­γής, ήδη επι­δί­δο­νται σε κα­τα­κτή­σεις, εκ­κα­θα­ρί­σεις, στει­ρώ­σεις και απο­στει­ρώ­σεις, στρέ­φο­ντας με φα­να­τι­σμό τα νώ­τα στη δύ­ση.

Ελε­ω­νό­ρα Στα­θο­πού­λου

Μικρή κλίμακα: Λευτέρης Γιαννακουδάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου

Σή­με­ρα

«Πάω να πά­ρω ένα πο­τό», εί­πε εκεί­νος και ση­κώ­θη­κε. Άπλω­σα το χέ­ρι μου σαν να κρα­τού­σα το μα­γι­κό ρα­βδί που θα μπο­ρού­σε να μας γυ­ρί­σει ένα χρό­νο πί­σω ή να μας εξα­φα­νί­σει. «Κα­λύ­τε­ρα να χω­ρί­σου­με, συμ­φω­νείς;» εί­πα κι αμέ­σως το με­τά­νιω­σα. Με κοί­τα­ξε με το στό­μα του. Εί­χε δό­ντια ξε­ρο­ψη­μέ­νου λα­γού.

Έρ­ση Σω­τη­ρο­πού­λου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: