Η επανάσταση

Η επανάσταση

– Δεν το φο­ράω εγώ αυ­τό το πράγ­μα, εί­πα! ΔΕΝ ΤΟ ΦΟ­ΡΑΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΑΩ ΠΟΥ­ΘΕ­ΝΑ!!!
«Αυ­τό το πράγ­μα» ήταν η πο­διά του Νη­πια­γω­γεί­ου –όπου έπρε­πε να πάω την επό­με­νη μέ­ρα– και ήταν ο βα­σι­κός λό­γος που εί­χα πει­σμώ­σει δεν ήθε­λα να πάω που­θε­νά. Δεν εί­χα πει­σμώ­σει απλώς, της κα­κο­μοί­ρας γι­νό­ταν σπί­τι μας για μέ­ρες. Δεν εί­ναι πως εί­χα κα­νέ­να πρό­βλη­μα με το «σχο­λείο». Δη­λα­δή για να εί­μαι ακρι­βής, δεν μου εί­χε πε­ρά­σει καν από το μυα­λό ότι θα μπο­ρού­σα να έχω πρό­βλη­μα. Το σχο­λείο ήταν κά­τι δε­δο­μέ­νο, όπως το Κόμ­μα ή η γη. Σχο­λείο, ντο­κτο­ρά, Κόκ­κι­νος Στρα­τός, αυ­τό ήταν το πλά­νο, αν και το τε­λευ­ταίο μου το εί­χε χα­λά­σει λί­γο ο επα­να­πα­τρι­σμός στην Ελ­λά­δα. Οπό­τε, για αρ­χή σχο­λείο και με­τά βλέ­που­με. Μου κα­κο­φά­νη­κε βέ­βαια λί­γο που έπρε­πε να πάω πρώ­τα «νη­πια­γω­γείο», κα­θώς κα­τά τη γνώ­μη μου εγώ δεν ήμουν νή­πιο, αλ­λά το κα­τά­πια. Την πο­διά όμως δεν την κα­τά­πι­να με τί­πο­τα. Και τα στή­λω­σα. Βρε κα­λή μου, βρε χρυ­σή μου, έτσι λέ­ει ο νό­μος, με κα­λό­πια­ναν. Τί­πο­τα εγώ.

ΔΕ ΘΕ­ΛΩ­ΩΩ! τσί­ρι­ζα.
– Μα τί σου φταί­ει η πο­διά τώ­ρα ρε παι­δί μου; Εσύ δε λες θες να γί­νεις στρα­τη­γός; Στο­λή δε θα φο­ράς στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό;
–Στο­λή πρά­σι­νη με πα­ντε­λό­νι θα φο­ράω! Αυ­τό εί­ναι φου­στά­νι και ΕΙ­ΝΑΙ ΡΟΖ!

Διό­τι το βα­σι­κό πρό­βλη­μα ήταν αυ­τό: Ότι η πο­διά, εκτός όλων των άλ­λων, ήταν ροζ. Δη­λα­δή, άντε εντά­ξει, να βά­λω στο­λή αφού το λέ­ει ο νό­μος. Αλ­λά ροζ; Ροζ;

Να ση­μειώ­σω εδώ ότι δεν εί­χα κα­νέ­να φο­βε­ρό γού­στο στο ντύ­σι­μο, απλώς αυ­τό που εί­χα ήμουν απο­φα­σι­σμέ­νη να το πε­ρι­φρου­ρή­σω. Άλ­λω­στε οι στυ­λι­στι­κές επι­δό­σεις της οι­κο­γέ­νειας κυ­μαί­νο­νταν από συμ­βα­τι­κές έως επιει­κώς απα­ρά­δε­κτες. Από τη μία η μά­να μου, που ντυ­νό­ταν αξιο­πρε­πώς μεν, συ­ντη­ρη­τι­κώς δε, κι αυ­τό για­τί όταν πα­ντρεύ­τη­κε τον πα­τέ­ρα μου οι φί­λοι του, λέ­ει, τον ρω­τού­σαν χα­ζο­γε­λώ­ντας αν εί­ναι μα­θή­τριά του και το έφε­ρε βα­ρέ­ως κι έτσι άρ­χι­σε να ντύ­νε­ται σο­βα­ρά ώστε να δεί­χνει σαν την Αρ­βε­λέρ. Από την άλ­λη ο πα­τέ­ρας μου (που, –κα­τά τη μά­να μου–, δεν εί­χε ού­τε καν στοι­χειώ­δη αί­σθη­ση γού­στου), οποί­ος, η αλή­θεια εί­ναι πως ήταν ικα­νός να φο­ρέ­σει ρι­γέ που­κά­μι­σο, κα­ρό σα­κά­κι και να βά­λει κι ένα πλε­κτό με ρόμ­βους από πά­νω αν τυ­χόν εί­χε ψύ­χρα. Για τα χρώ­μα­τα δεν το συ­ζη­τά­με. Ως εκ τού­του, η φρά­ση «δεν πά­νε αυ­τά που φο­ράς» ακου­γό­ταν σε κα­θη­με­ρι­νή βά­ση στο σπί­τι, μα­ζί και το «Αμάν, ρε Λά­μπρο!». Κι επει­δή πο­τέ δεν έκα­νε κα­νείς τον κό­πο να του εξη­γή­σει για­τί δεν πά­νε, το μό­νο που εί­χε κα­τα­φέ­ρει να μά­θει ο έρ­μος εί­ναι ότι κα­φέ με μπλε δεν πά­ει, γύ­ρευε από πού κι ως πού, κι έτσι συ­χνά-πυ­κνά εμ­φα­νι­ζό­ταν κρα­τώ­ντας ένα ρού­χο και ρω­τού­σε «Αυ­τό θε­ω­ρεί­ται κα­φέ;» κι ήξε­ρες ότι το άλ­λο που θέ­λει να βά­λει εί­ναι γα­λά­ζιο. Σε αυ­τό το στυ­λι­στι­κό πλαί­σιο λοι­πόν, εγώ απο­φά­σι­σα γύ­ρω στα πέ­ντε μου ότι πρέ­πει να απο­κτή­σω άπο­ψη στο ντύ­σι­μο. Αυ­τό με­τα­φρα­ζό­ταν πρα­κτι­κά σε «μπλε με κα­φέ δεν πά­ει» και να κά­νω τους δι­κούς μου συν­δυα­σμούς με τα αγα­πη­μέ­να μου χρώ­μα­τα απαι­τώ­ντας να ντύ­νο­μαι μό­νη μου. Ως απο­τέ­λε­σμα άρ­χι­σε πλέ­ον να ακού­γε­ται εξί­σου συ­χνά και η τσι­ρί­δα «ΜΟ­ΝΗ ΜΟΥ-ΟΥ-ΟΥ!!!» όταν προ­σπα­θού­σαν να με ντύ­σουν. Και, αν δεν εί­χα κα­τα­στρέ­ψει κά­ποια στιγ­μή τις πε­ρισ­σό­τε­ρες παι­δι­κές μου φω­το­γρα­φί­ες, θα μπο­ρού­σε κα­νείς σή­με­ρα να με θαυ­μά­σει ας πού­με ντυ­μέ­νη ως πα­νό της εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κής αρι­στε­ράς, την πε­ρί­ο­δο που ο αγα­πη­μέ­νος μου συν­δυα­σμός ήταν το κόκ­κι­νο με το κί­τρι­νο.

Σε αυ­τό το στυ­λι­στι­κό πλαί­σιο εμ­φα­νί­στη­κε η πο­διά. Και αν για το γού­στο μου έφται­γε η οι­κο­γέ­νεια, για το ροζ ευ­θυ­νό­ταν μια φί­λη της μά­νας μου, αρ­χι­τε­κτό­νισ­σα, που όλοι την απο­κα­λού­σαν «κουλ­του­ριά­ρα». Την άκου­σα μια φο­ρά να λέ­ει πως το ροζ εί­ναι βλα­κώ­δες και «για χα­ζές», θε­ώ­ρη­σα πως, ως κουλ­του­ριά­ρα κά­τι θα ξέ­ρει, οπό­τε το έβα­λα κι εγώ στη μαύ­ρη λί­στα. Όχι απλά ως άσχη­μο χρώ­μα, ως κα­νο­νι­κή αη­δία διό­τι ήταν και χα­ζό. Κι έτσι σκο­τω­νό­μα­σταν επί μέ­ρες για­τί εν­νο­εί­ται πως εγώ χα­ζά χρώ­μα­τα ΔΕ ΦΟ­ΡΑΩ. Τα πράγ­μα­τα χει­ρο­τέ­ρε­ψαν δε, όταν κά­ποια στιγ­μή πή­ρα χα­μπά­ρι ότι τα αγο­ρά­κια θα φο­ρά­νε γα­λά­ζιες πο­διές.

– Να βά­λω κι εγώ γα­λά­ζια, τό­τε! απαί­τη­σα.
– Για­τί, ρε στριμ­μέ­νο, μή­πως σου αρέ­σει το γα­λά­ζιο; έβα­λε τις φω­νές η μά­να μου.
– Όχι, αλ­λά δεν εί­ναι τό­σο χά­λια όσο το ροζ! Εσύ δη­λα­δή για­τί δε φο­ράς ροζ; Και για­τί άλ­λο τα αγό­ρια κι άλ­λο τα κο­ρί­τσια;
– Έτσι το έχουν εδώ, για να τα ξε­χω­ρί­ζουν! πε­τά­χτη­κε ο πα­τέ­ρας μου, κι έγι­να μπα­ρού­τι.
– Με φέ­ρα­τε εδώ στους ηλί­θιους! κι έμπη­ξα τα κλάμ­μα­τα. Να πού­με στο Κόμ­μα να ξε­ση­κω­θού­με μέ­χρι να τα αλ­λά­ξουν!
– Δεν ασχο­λεί­ται το Κόμ­μα με πο­διές, μη λες βλα­κεί­ες...

Αν εί­χα τό­σο μυα­λό όσο νό­μι­ζα, θα τους έλε­γε πως κά­τι τέ­τοια κά­νει το Κόμ­μα και το ΠΑ­ΣΟΚ φαί­νε­ται πιο ρι­ζο­σπα­στι­κό και τε­λι­κά θα την πά­ρει την εξου­σία και να τους δω τί θα λέ­νε. Αλ­λά δεν εί­χα, κι έτσι κα­τέ­φυ­γα απελ­πι­σμέ­νη στα με­γά­λα μέ­σα: Πή­ρα τη­λέ­φω­νο τη για­γιά στη Ρου­μα­νία. Η οποία για­γιά μού εί­χε τό­ση αδυ­να­μία που και με τον ίδιο το Λέ­νιν να τσα­κω­νό­μουν ήμουν σί­γου­ρη πως θα έβρι­σκε τρό­πο να πά­ρει το μέ­ρος μου. Και, εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, σκέ­φτη­κα, ας τα έβγα­ζε πέ­ρα η μά­να μου μα­ζί της. Την άρ­χι­σα λοι­πόν στην κλά­ψα για τις πο­διές, για το ροζ, για το γα­λά­ζιο και για τους ηλί­θιους τους Δε­ξιούς εδώ που δεν ξέ­ρουν να ξε­χω­ρί­σουν αλ­λιώς τα αγο­ρά­κια από τα κο­ρι­τσά­κια. Αλ­λά η για­γιά –που εί­χε ανα­γκα­στεί να στα­μα­τή­σει το σχο­λείο στην Τρί­τη δη­μο­τι­κού για να πά­ει να δου­λέ­ψει στα χω­ρά­φια– βρή­κε τρό­πο να λύ­σει το θέ­μα με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες.

– Άκου κα­μά­ρι μ’, άμα δε θες να τ’ βά­λ’ς, μη τ’ βα­ζ’ς και μην πας στο σκο­λειό. Να πας σ’ ερ­γο­στά­σιο να δ’λέ­ψεις σαν κι εμέ­να. Άμα θες να πας στο σκο­λειό όμως, να τ’ βά­λ’ς και να λες ότ’ εί­ναι κόκ­κι­νο και ξέ­βα­ψε.
Κι έτσι την έβα­λα.
Μου­τρω­μέ­νη πή­γα πά­ντως, μου­τρω­μέ­νη ήμουν κι όταν ήρ­θε να με πά­ρει ο πα­τέ­ρας μου: «Τα μι­σά παι­δά­κια κλαί­γα­νε και θέ­λα­νε τη μα­μά τους! Και η δα­σκά­λα εί­ναι χα­ζή, συλ­λα­βί­ζει! Να με πά­τε σε κα­νο­νι­κό σχο­λείο». Εδώ με τού­μπα­ραν αμέ­σως: «Εσύ που ξέ­ρεις να δια­βά­ζεις, να βοη­θή­σεις τη δα­σκά­λα και τα άλ­λα παι­δά­κια να μά­θουν κι αυ­τά» κι έτσι άρ­χι­σα να πη­γαί­νω κά­θε μέ­ρα χω­ρίς γκρί­νια μιας και εί­χα δου­λειά...

Και πή­γαι­ναν όλα κα­λά, μέ­χρι που μια μέ­ρα ήρ­θε επί­σκε­ψη το σόι της μά­νας μου από το χω­ριό κι έμει­νε σπί­τι μας. Το σόι στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ήταν ο ανη­ψιός της μά­νας μου ο Κω­στά­κης, με τη γυ­ναί­κα του, που απ’ ότι υπο­λο­γί­ζω τώ­ρα θα ήταν τό­τε το πο­λύ 18 χρο­νών. Στο χω­ριό δεν εί­χαν πολ­λά-πολ­λά με τις σπου­δές, οι άντρες έβγα­ζαν το δη­μο­τι­κό κι οι γυ­ναί­κες πα­ντρεύ­ο­νταν κά­που στα 14 με 15. Οπό­τε το πρώ­το πράγ­μα που μου εί­πε η έξυ­πνη η ξα­δέρ­φη μου ήταν «ούι, πας σχου­λεί­ου; κλαις, α; κα­ν’ υπου­μου­νή να μι­γα­λώ­σ’ς να πα­ντρι­υ­τείς να τ’ αφή­κ’ς του δια­ου­λό­πρα­μα!». Το οποίο δεν το πο­λυ­κα­τά­λα­βα, αλ­λά το κα­τά­λα­βε ο πα­τέ­ρας μου κι έγι­νε θη­ρίο. «Της Πη­νε­λό­πης της αρέ­σει το σχο­λείο» της εί­πε αυ­στη­ρά. «Ούι 'στρα­πή! Πι­δί π’τ’α­ρέ­σ’ του σκου­λεί­ου!» εί­πε αυ­τή, και βάλ­θη­κε να απο­δεί­ξει πως δε γί­νο­νται αυ­τά τα πράγ­μα­τα. Το σκέ­φτη­κε κα­λά απ’ ό,τι φαί­νε­ται και το βρά­δυ ήρ­θε με σχέ­διο. Μα­κια­βε­λι­κό.

(Για λό­γους ευ­κο­λί­ας οι διά­λο­γοι στο εξής εί­ναι με­τα­γλω­τι­σμέ­νοι).

– Εσύ αύ­ριο θα πας σχο­λείο; μου λέ­ει
– Ναι.
– Κρί­μα. Εμείς θα πά­με βόλ­τα!
– Ε, να πά­τε, ανα­σή­κω­σα τους ώμους αδιά­φο­ρα.
– Και θα πά­ρου­με και τούρ­τα· σε­ρά­νο.
– Ε, θα φάω όταν γυ­ρί­σω.
– Μπα, δε θα μεί­νει. Έχου­με πα­ραγ­γεί­λει μια μι­κρή. Θα τη φά­με μό­νοι μας.
– Θα μου κρα­τή­σει η μα­μά μου, επέ­μει­να.
– Δε θα σου κρα­τή­σει, για­τί εί­πε να μη στο πού­με. Επει­δή εί­ναι μι­κρή και δε φτά­νει για όλους. Να, ρώ­τα τη να δεις. Αν της πεις να μην πας σχο­λείο, θα σου πει δε γί­νε­ται.
– Πως δε γί­νε­ται;
– Θα σε στεί­λουν σχο­λείο υπο­χρε­ω­τι­κά για να φά­με εμείς την τούρ­τα.

Το έχα­ψα, δεν το έχα­ψα, δεν θυ­μά­μαι. Πή­γα όμως κα­λού-κα­κού να ρω­τή­σω τη μά­να μου, η οποία μου εί­πε να μη λέω βλα­κεί­ες, καμ­μία τούρ­τα δε θα παίρ­να­νε αύ­ριο. Δεν εί­ναι πως δεν την πί­στε­ψα αλ­λά, για σι­γου­ριά, εί­πα να τσε­κά­ρω αν μπο­ρού­σα να μην πάω σχο­λείο για­τί μου εί­χε κά­τσει στο λαι­μό εκεί­νο το «υπο­χρε­ω­τι­κά».

– Να μεί­νω σπί­τι αύ­ριο;
– Τι βλα­κεί­ες λες, αφού έχεις σχο­λείο!
– Ε, και; Για μια μέ­ρα τί έγι­νε;
– Δεν το συ­ζη­τά­με, θα πας!
– Για­τί;
– Για­τί έτσι!

Ε, τώ­ρα, συγ­γνώ­μη, αλ­λά δεν λες σ’ ένα πε­ντά­χρο­νο που θέ­λει να γί­νει Στρα­τη­γός «για­τί έτσι». Της κα­κο­μοί­ρας έγι­νε. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χε­σμέ­νη την εί­χα την τούρ­τα, έγι­να μπα­ρού­τι που δεν πέ­ρα­σε το δι­κό μου. Κι έτσι, την επο­μέ­νη, για πρώ­τη φο­ρά από τό­τε που άρ­χι­σε το «σχο­λείο», με πή­γαν με το ζό­ρι και με κλά­μα­τα. Κι όπως κα­θό­μουν στο θρα­νίο μου και έκλαι­γα απ’ τα νεύ­ρα μου, έρ­χε­ται μια συμ­μα­θή­τρια και μου λέ­ει: «Μην κλαις κο­ρι­τσά­κι, θα συ­νη­θί­σεις! Κι εγώ έτσι έκλαι­γα στην αρ­χή αλ­λά με­τά συ­νή­θι­σα!». Κι εί­ναι ένα από τα παι­δά­κια που σκού­ζα­νε και φω­νά­ζα­νε τη μα­μά τους κι εγώ τα σνό­μπα­ρα. Ε, όχι!

«Δεν κλαίω επει­δή θέ­λω τη μα­μά μου!» της λέω. «Κλαίω για­τί εί­μα­στε φυ­λα­κι­σμέ­νοι». Έγι­νε ένα σού­σου­ρο, ποιος φυ­λα­κι­σμέ­νος, τί εν­νο­εί αυ­τή. «Να», τους λέω, «δε βλέ­πε­τε που έχει κά­γκε­λα;». Δε θυ­μά­μαι τί­πο­τα με­τά. Το επό­με­νο που θυ­μά­μαι, και το θυ­μά­ται και όλη η οι­κο­γέ­νεια ακό­μα, εί­ναι που έχει έρ­θει ο πα­τέ­ρας μου να με πά­ρει το με­ση­μέ­ρι –λί­γο νω­ρί­τε­ρα για­τί ήταν και ανή­συ­χος που ήμουν έτσι το πρωί– και βρή­κε τη δα­σκά­λα να τον πε­ρι­μέ­νει στο δρό­μο αλα­φια­σμέ­νη, ενώ από το σχο­λείο ακού­γο­νταν φω­νές και χλα­πα­τα­γή. «Αχ, κύ­ριε Πε­τσί­νη, κύ­ριε Πε­τσί­νη! Τί μας έκα­νε η κό­ρη σας! Τα έχει μα­ζέ­ψει όλα στα κά­γκε­λα της αυ­λό­πορ­τας και φω­νά­ζουν συν­θή­μα­τα όλη μέ­ρα, λευ­τε­ριά και τέ­τοια, και έχουν ση­κώ­σει τη γει­το­νιά στο πό­δι! Θα φω­νά­ξει κα­νέ­νας την αστυ­νο­μία και θα ’χου­με άλ­λα!». Και πράγ­μα­τι, εί­μα­στε καμ­μιά τρια­ντα­ριά πι­τσι­ρί­κια κρε­μα­σμέ­να στα κα­γκέ­λα της αυ­λό­πορ­τας και φω­νά­ζου­με ρυθ­μι­κά, εν εξάλ­λω κα­τα­στά­σει: «Εί­μα­στε φυ­λα­κή» και «Λευ­τε­ριά στα παι­διά» κι ό,τι άλ­λο επα­να­στα­τι­κό σύν­θη­μα εί­χα κα­τα­φέ­ρει να σκε­φτώ που να βγά­ζει ρυθ­μό. Δυο-τρία εί­χα­με σκαρ­φα­λώ­σει πά­νω στα κά­γκε­λα κρα­τώ­ντας χάρ­τι­να χω­νιά ως αυ­το­σχέ­διες ντου­ντού­κες και δί­να­με το τέ­μπο («Μία η ντου­ντού­κα – Τέσ­σε­ρις εμείς»), η δε ροζ πο­διά ήταν δε­μέ­νη σ’ ένα κλα­δί και την ανέ­μι­ζα πε­ρή­φα­να ως ση­μαία.

– Πη­νε­λο­πά­κι! με φώ­να­ξε ο πα­τέ­ρας μου.

Το πλα­τύ χα­μό­γε­λο που εί­χε δεν άφη­σε κα­μία αμ­φι­βο­λία στη δα­σκά­λα, ήμα­σταν οι­κο­γε­νεια­κώς αμε­τα­νό­η­τοι. Πή­ρα την τσά­ντα μου, την πο­διά-ση­μαία και πή­γα κο­ντά τους χο­ρο­πη­δώ­ντας, ανα­μαλ­λια­σμέ­νη, κα­ταϊ­δρω­μέ­νη και πα­νευ­τυ­χής.

– Παί­ξα­με Πο­λυ­τε­χνείο! δή­λω­σα όλο εν­θου­σια­σμό.

Κά­να­με όλη τη δια­δρο­μή προς το σπί­τι, εγώ χο­ρο­πη­δώ­ντας κι ο πα­τέ­ρας μου γε­λώ­ντας.

– Α, γύ­ρι­σες; μου λέ­ει το βλή­μα η ξα­δέρ­φη. Εμείς τη φά­γα­με την τούρ­τα!

Την κοί­τα­ξα αδιά­φο­ρα.

– Εμείς κά­να­με επα­νά­στα­ση! της αντι­γύ­ρι­σα.

Και πή­γα –χο­ρο­πη­δώ­ντας– να βά­λω τη ση­μαία στο πλυ­ντή­ριο.

Aπό την ταινία του Υβ Ρομπέρ «Ο πόλεμος των κουμπιών» (1962)
Aπό την ταινία του Υβ Ρομπέρ «Ο πόλεμος των κουμπιών» (1962)
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: