Οι Ελεγείες της Μπιερβίλ, του Κάρλες Ρίμπα, κατά την ομόφωνη σχεδόν άποψη της κριτικής, αποτελούν το σημαντικότερο ποιητικό έργο της καταλανικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα και ένα από τα σημαντικότερα της ευρωπαϊκής. Μεταφρασμένο στα καστιλιάνικα (ισπανικά), τα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά, στα μέσα του περασμένου αιώνα, ξεκίνησε να το μεταφράζει και στη γλώσσα μας η Ιουλία Ιατρίδη, μεταφράστρια πολλών κλασικών της ισπανικής λογοτεχνίας, παλαιοτέρων αλλά και σύγχρονων, φίλη και αλληλογράφος του Carles Riba (Κάρλες Ρίμπα). Την παλαιά αυτή μετάφραση της εμβληματικής δεύτερης ελεγείας δημοσίευσε ο Άγις Θέρος σε μια ανθολογία του. Πολύ σύντομα θα κυκλοφορεί και η πλήρης μετάφρασή τους στα ελληνικά από τους υπογράφοντες το κείμενο, από τις εκδόσεις Ροές.
Ο Κάρλες Ρίμπα δεν είναι εν γένει γνωστός στη χώρα μας, αν και θα έπρεπε, καθώς είναι ο πρώτος μεταφραστής ποιημάτων του καβαφικού κανόνα –66 ποιημάτων συγκεκριμένα– σε επίσημη γλώσσα της Ισπανίας, την καταλανική. Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο Κάρλες Ρίμπα, τι είναι οι Ελεγείες της Μπιερβίλ και ποια είναι η σχέση έργου και δημιουργού με την Ελλάδα.
Ο ποιητής
Ο Carles Riba (1893-1959) γεννήθηκε και πέθανε στη Βαρκελώνη. Κλασικός φιλόλογος κατά βάση, με σπουδές στη Γερμανία, εργάσθηκε στην έδρα των αρχαίων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, ως λεξικογράφος στο Γενικό Λεξικό της Καταλανικής, ως λογοτεχνικός κριτικός, και ως μεταφραστής. Παράλληλα, διακρίθηκε ως ποιητής ήδη από το πρώτο του έργο, με τον τίτλο Estances (Στροφές, 1919) και δεν έπαψε ποτέ να γράφει ποίηση. Υπήρξε ξαιρετικός μεταφραστής στα καταλανικά από νεκρές και ζωντανές γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία και νέα ελληνικά. Ως μεταφραστής «σύστησε» στους ομόγλωσσούς τους μεγάλες μορφές από τον δυτικό κανόνα: Κάφκα, Χαίλντεριν, Πόε, Ρίλκε κ.ά., πάντα συγγραφείς που θαύμαζε και αγαπούσε. Σε ό,τι αφορά τα αρχαία ελληνικά, είναι γνωστός από τις μεταφράσεις έργων του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Πλουτάρχου, του Ξενοφώντα και, κυρίως, από την εμβληματική μετάφρασή του της ομηρικής Οδύσσειας, σε μια ποιητικότατη αλλά και πολύ πιστή απόδοση, άθλο που θα επαναλάμβανε αργότερα μεταφράζοντας Καβάφη.
Σημαίνων και προβεβλημένος καταλανιστής —σε πολιτιστικά θέματα κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά— συντάχθηκε ανοιχτά με τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία και, μετά την ήττα της στον Ισπανικό Εμφύλιο, αναγκάσθηκε να αυτοεξοριστεί στην Γαλλία τα πρώτα και αμείλικτα χρόνια (1939-1943) του συγκεντρωτικού, μονολιθικού κράτους της φρανκικής δικτατορίας της «Μίας και Μεγάλης Ισπανίας», το οποίο δεν εννοούσε να αφήσει χώρο στο «άλλο», το καταλανικό εν προκειμένω.
Το 1927 ο Κάρλες Ρίμπα, με τη σύζυγό του Κλεμεντίνα Αρδερίου, επίσης ποιήτρια, είχε πραγματοποιήσει ένα όνειρο ζωής: δυο μήνες ταξίδι στην Ελλάδα. Χάρη στην αλληλογραφία του, γνωρίζουμε πως το ζεύγος επισκέφθηκε πολλά μέρη: Αθήνα, Ελευσίνα, Σούνιο, Δελφούς, Μυκήνες, Ναύπλιο, Σπάρτη, Πύργο, Ολυμπία, Σαντορίνη, Ιθάκη κλπ. Νέος ακόμη, και αθεράπευτα αρχαιόπληκτος, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον πολιτισμό της· ακόμη και το τοπίο το έβλεπε κάπως ως θεατρικό σκηνικό για τα όσα είχε διαβάσει και θαυμάσει στους Έλληνες κλασικούς. Τους κατοίκους της χώρας, στη μία και μοναδική φορά που τους μνημονεύει στην αλληλογραφία του, τους περιγράφει ως «ελληνάκους, εξαθλιωμένους, να τρέχουν από δω κι από κει, αδαείς, γελοία εθνικιστές».
Οι Ελεγείες της Μπιερβίλ
Έχει ο καιρός γυρίσματα. Εξόριστος στη Γαλλία, με διαψευσμένες ελπίδες και κλονισμένες βεβαιότητες, βρέθηκε κοντά στα όρια της απόγνωσης. Άνθρωπος αγνός και ίσως κάπως μονοκόμματος, είχε μέχρι τότε την τύχη να κινείται στο ανοιχτό και λαμπερό πνευματικό κλίμα των κύκλων της καταλανικής διανόησης, σε καθεστώς αστικών ελευθεριών. Τώρα ήταν μακριά από αυτόν τον «κόσμο του», ο οποίος επιβίωνε λαθρόβιος στο ημίφως, ασφυκτιώντας στην παρανομία, καθότι το καθεστώς είχε απαγορεύσει αρχικά ακόμη και τη δημόσια χρήση της καταλανικής. Κάποιοι ομοϊδεάτες και φίλοι τον είχαν διαψεύσει και είχαν γίνει μέχρι και υψηλά ιστάμενοι του φρανκικού καθεστώτος. Η Καθολική Εκκλησία είχε συνταχθεί ανοιχτά με το καθεστώς. Συντηρητικός καθολικός λόγω ανατροφής, αν και ποτέ ακραίος εξ ιδιοσυγκρασίας, ο ποιητής μάλλον δεν είχε βιώσει μέχρι τότε επαρκώς την εσωτερική αναζήτηση. Ένιωθε πως ακόμα και ο Θεός τον είχε λησμονήσει. Σανίδα σωτηρίας του στάθηκαν η μεγάλη του αγάπη: η κλασική παιδεία που λάτρευε και γνώριζε εις βάθος, συνυφαινόμενη με αναμνήσεις από εκείνο το ταξίδι του στην Ελλάδα. Λειτούργησαν από κοινού ως «φώτιση», βοηθώντας τον να βγει από τη «σκοτεινή νύχτα της ψυχής».
Η Αρχαία Ελλάδα στην Καταλωνία της νιότης του είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και ήταν… του συρμού! Η παλιγγενεσία του καταλανικού πολιτισμού τον δέκατο ένατο αιώνα, μέσα από το ρομαντικό κίνημα της «Renaixença» [Αναγέννηση] αρχικά, και το σχετικά μοντερνιστικό «Noucentisme» στο γύρισμα του αιώνα, αναζητούσε την καταλανική ταυτότητα και τον καταγωγικό μύθο της Καταλωνίας στη φωτεινή και επιτρεπτική Μεσόγειο, μακριά από το σκοτεινό, συντηρητικό βησιγοτθικό Τολέδο της Καστίλλης. Σε αυτό συνέβαλλε και η εντυπωσιακή ανακάλυψη/ανασκαφή, στις αρχές του εικοστού αιώνα, της ακμάζουσας ελληνικής αποικίας του Εμπορίου, που είχαν ιδρύσει Φωκαείς από τη Μασσαλία, τον 6ο π.Χ, αιώνα, στη σημερινή πόλη Εμπούριες, στις ακτές της Β. Καταλωνίας. Τα διαβάσματα, οι μεταφράσεις και η ενασχόληση μιας ζωής με την Αρχαία Ελλάδα έφερναν τον εξόριστο ποιητή, νοερά και ιδανικά, στην απαγορευμένη γι’ αυτόν πατρίδα. Στο βασανιστικό αυτό εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας, η αγαπητική του γνώση για τον αρχαιοελληνικό κόσμο σε όλες του τις εκδηλώσεις (ιστορία, φιλοσοφία, καλές τέχνες, λογοτεχνία) συνταιριάστηκε, αρμονικά όσο και γοητευτικά απροσδόκητα, με παλαιά βιώματα από το νεανικό ταξίδι του σε τόπους ελληνικούς, με την αγαπημένη του Κλεμεντίνα. Έτσι προέκυψαν οι Ελεγείες της Μπιερβίλ στα χρόνια της εξορίας, συνδυάζοντας το λυρισμό κάποιων ολοζώντανων εικόνων του ταξιδιού στην Ελλάδα, μεταμορφωμένων δημιουργικά από τη φαντασία που χαρίζει η απόσταση στο χώρο και το χρόνο, με το βαθύ στοχασμό και τα πυκνά νοήματα. Ως παράπλευρο αποτέλεσμα –πολύ εντυπωσιακό για όποιον διαβάσει προσεχτικά τις Ελεγείες– οι ιδέες του συγγραφέα άλλαξαν σταδιακά όσο και ριζικά: o άκαμπτος και ψυχρός καθολικισμός της επίσημης εκκλησίας άρχισε να μεταμορφώνεται σε έναν χριστιανισμό πιο εσωτερικό και πιο βαθύ – ακόμη και υπαρξιστικό. Με μια πίστη πιο απλή και «λαϊκή», πιο απτή, πιο συγκινητική, μέχρι και αφελή, πολύ πιο κοντά στα ανθρώπινα. Μπολιασμένο εμφανέστατα με πολλά στοιχεία ορφισμού. Ο έρωτας, σαρκικός και πνευματικός, άρχισε να λαμβάνει για τον ποιητή άλλες διαστάσεις. Και ο θάνατος επίσης. Ο λόγιος του σπουδαστηρίου και των κύκλων διανοουμένων έδινε σιγά-σιγά τη θέση του στο συνειδητοποιημένο και πιο ενεργό δημοκρατικό πολίτη, κατά τα αθηναϊκά ιδεώδη. Μέχρι, επιτέλους, να μπορέσει να γράψει ο συγγραφέας στον ακροτελεύτιο στίχο της ενδέκατης ελεγείας: «άνθρωπος εν μέσω των ανθρώπων εγώ, θεός ενάντια της θεούς ο Θεός μου!». Ο Ρίμπα είχε γίνει, εκ των πραγμάτων, πιο ταπεινός, αναζητώντας πλέον δύναμη εσωτερικά και σε μια προσωπική σχέση με το θείο. Βέβαια, όλα τα ακραιφνώς ελληνικά στοιχεία, ορφικά ή μη, τα οποία χαρακτηρίζουν αυτές της ελεγείες, εμπνευσμένες –ακόμη και από τεχνική άποψη– από της αρχαίες ελληνικές και λατινικές, μπολιάζονται με τη γερμανική ποίηση του Ρίλκε (Ελεγείες του Ντουίνο) και του Χαίλντερλιν – η άλλη μεγάλη αγάπη του ποιητή ήταν οι Γερμανοί ρομαντικοί! Έτσι, οι ελεγείες του Καταλανού ποιητή κερδίζουν μια τιμητική θέση στη λογοτεχνία της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.
Η Ελλάδα, αρχαία και νέα, είχε «σώσει» τον άνθρωπο και είχε αναδείξει τον ποιητή. Έναν φιλέλληνα του εικοστού αιώνα πλέον.
Ο συγγραφέας επέστρεψε το 1943 στη Βαρκελώνη πιο έτοιμος να αγωνιστεί για της ελευθερίες που είχε καταλύσει το τυραννικό καθεστώς. Τον περίμενε η –παράνομη– έκδοση των Ελεγειών από της φίλους, τις οποίες τους έστελνε από την εξορία. Γλυκός καρπός της αναγνώρισης της οδύνης και της αγάπης που αποπνέουν, του τολμηρού συνδυασμού περίτεχνης ομορφιάς και λεπταίσθητου στοχασμού που τις χαρακτηρίζουν, της παραμυθητικής διεξόδου που προσφέρουν. Μετά από κάποιες εκδόσεις του έργου στην Λ. Αμερική, οι Ελεγείες της Μπιερβίλ εκδόθηκαν νόμιμα στη Βαρκελώνη το 1951 και προκάλεσαν αμέσως μεγάλη αίσθηση. Ήταν ένα από τα πρωιμότερα μείζονα έργα της ισπανικής λογοτεχνίας με ανεξίτηλη τη σφραγίδα που χάραξε στις συνειδήσεις η ήττα της Δημοκρατίας από τον Φασισμό του Φράνκο.