Ζωή σε λόγου μας

Ζωή σε λόγου μας

Ο αδελ­φός του νε­κρού, κρα­τώ­ντας το μι­κρό του γιο από το χέ­ρι, πέ­ρα­σε με σκυμ­μέ­νο το κε­φά­λι μπρος από τη μαύ­ρη φρε­σκο­πλυ­μέ­νη νε­κρο­φό­ρα μάρ­κας μερ­σε­ντές και κα­τευ­θύν­θη­κε προς τον ναό. Την ώρα εκεί­νη δυο κα­ρα­κά­ξες που κά­θο­νταν σε ένα απο­γυ­μνω­μέ­νο από φύλ­λα δέ­ντρο, που πι­θα­νόν ήταν και αυ­τό απο­νε­κρω­μέ­νο, έκρω­ζαν κα­λω­σο­ρί­ζο­ντας το νε­κρό. Τα έθι­μα πρό­στα­ζαν η με­τα­φο­ρά της σω­ρού να συ­νο­δεύ­ε­ται από μου­σι­κά όρ­γα­να, μια τρο­μπέ­τα και ένα κρου­στό σαν υπερ­με­γέ­θες ντέ­φι από δέρ­μα κα­τσί­κας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της πε­ριο­χής. Οι σκο­ποί αρ­γοί και βα­ρείς, σύμ­φω­νοι με την πε­ρί­στα­ση. Οι μου­σι­κοί, μια κο­πέ­λα και ένας νε­α­ρός με μα­κριά άστα­τα μαλ­λιά και γέ­νια μέ­χρι το πά­τω­μα, ήταν πο­λύ κα­λοί και πολ­λά υπο­σχό­με­νοι κα­θώς φαι­νό­ταν. Οι άντρες και όχι οι γυ­ναί­κες τους, χαρ­τζι­λί­κω­ναν τα παι­διά πλου­σιο­πά­ρο­χα, μά­λι­στα αντα­γω­νί­ζο­νταν με­τα­ξύ τους ποιος θα φα­νεί ο πιο χου­βαρ­ντάς, έστω και αν η κη­δεία γι­νό­ταν προς το τέ­λος του μή­να και ήξε­ραν ότι δεν θα έχουν με­τά φρά­γκο για να πε­ρά­σουν τις υπό­λοι­πες μέ­ρες μέ­χρι να μπει το μη­νιά­τι­κο. Η τι­μή άξι­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο στην κοι­νω­νία αυ­τή από τις κα­τα­θέ­σεις στην τρά­πε­ζα.
Οι γριές του χω­ριού, με κραυ­γές και οδυρ­μούς να πα­ρεμ­βάλ­λο­νται, τρα­γου­δού­σαν νε­κρι­κά μοι­ρο­λό­για. Ήταν να ανα­ρω­τιέ­ται κα­νείς προς τι τό­ση υπο­κρι­σία για ένα νε­κρό που δεν ήταν της φα­μί­λιας τους, έστω κά­ποιος γνω­στός συγ­γε­νής ή φί­λος. Εί­χαν μά­θει από τις δι­κές τους για­γιά­δες την πα­ρά­δο­ση και την ακο­λου­θού­σαν πι­στά. Όταν το ψέ­μα εί­ναι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο, γί­νε­ται τε­λι­κά βί­ω­μα. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση ήταν ανυ­πό­φο­ρες. Το ομο­λο­γού­σαν πολ­λοί, αλ­λά κα­νείς δεν δια­νο­ού­νταν να στα­μα­τή­σει αυ­τήν τη χυ­δαιό­τη­τα. Ποιόν συ­νέ­φε­ρε τού­τη η πρα­κτι­κή ήταν απο­ρί­ας άξιο. Σά­μπως οι μα­νά­δες των πε­θα­μέ­νων, δεν εί­χαν αρ­κε­τό πό­νο και δά­κρυα να χύ­σουν για τους πρό­ω­ρα απο­λε­σθέ­ντες; Μό­νο για τί­πο­τα γέ­ρους, που ο γο­νείς τους εί­χαν πε­θά­νει προ πολ­λού, θα το δι­καιο­λο­γού­σε κα­νείς. Αλ­λά και πά­λι, ποιος ο λό­γος να οδύ­ρε­ται κα­νείς, ποια χα­μέ­νη ζωή να θρη­νή­σουν, όταν ο απο­θα­νών έφυ­γε στα ογδό­ντα ή στα ενε­νή­ντα;

Ζωή σε λόγου μας

Οι νε­κρώ­σι­μες ακο­λου­θί­ες γί­νο­νταν κα­τά πα­ρά­δο­ση στο εκ­κλη­σά­κι που απεί­χε με­ρι­κές δε­κά­δες μέ­τρα από το νε­κρο­τα­φείο, αφιε­ρω­μέ­νο που αλ­λού πα­ρά στην Ανά­στα­ση. Απο­τε­λού­σε προ­νό­μιο να σε ψέλ­νουν σε ένα τό­σο ιστο­ρι­κό ναό, κτι­σμέ­νο το δέ­κα­το τρί­το αιώ­να, βυ­ζα­ντι­νό δη­λα­δή. Σταυ­ροει­δής εγ­γε­γραμ­μέ­νος τε­τρα­κί­ο­νος με τρού­λο. Με τους τέσ­σε­ρις κί­ο­νες, υπο­λείμ­μα­τα αρ­χαί­ων να­ών της πε­ριο­χής που εί­χαν σκυ­λεύ­σει οι θε­ο­σε­βείς χρι­στια­νοί. Κά­θε κί­ο­νας έφε­ρε ιω­νι­κό κιο­νό­κρα­νο σμι­λευ­μέ­νο με με­γά­λη επι­δε­ξιό­τη­τα. Και πιο πά­νω, λο­ξό­τμη­το επί­θε­μα με χα­ραγ­μέ­νους, με­τα­γε­νέ­στε­ρα προ­φα­νώς, πα­λαιο­χρι­στια­νι­κούς σταυ­ρούς σε κά­θε πλευ­ρά. Το εσω­τε­ρι­κό στό­λι­ζαν θαυ­μά­σιες αγιο­γρα­φί­ες που απει­κό­νι­ζαν το χρι­στο­λο­γι­κό κύ­κλο. Τα ρα­δι­νά πρό­σω­πα με τα ρο­δα­λά μά­γου­λα, τις γή­ι­νες απο­χρώ­σεις στα εν­δύ­μα­τα και τα γε­μά­τα αρ­μο­νία σώ­μα­τα, δη­μιουρ­γού­σαν ένα πε­ρι­βάλ­λον ηρε­μί­ας που ελά­φρυ­νε κά­πως την πί­κρα της οι­κο­γέ­νειας του μα­κα­ρί­τη, σε αντί­θε­ση με τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα του τε­λε­σθέ­ντος μυ­στη­ρί­ου.

Ζωή σε λόγου μας

Ο μο­να­δι­κός πα­πάς της ενο­ρί­ας, που θα τε­λού­σε και τη νε­κρώ­σι­μη ακο­λου­θία, κό­ντευε τα εβδο­μή­ντα και εί­χαν δει πολ­λά τα μά­τια του. Ήταν έξυ­πνος άν­θρω­πος, σο­βα­ρός και σε­βα­στός στο πλή­ρω­μά του. Ένα ήταν σί­γου­ρο πά­ντως. Ότι θα εί­χε βα­ρε­θεί να θά­βει κό­σμο, να λέ­ει συ­νε­χώς τα ίδια και τα ίδια λό­για. Όσο και αν αγα­πού­σε τον Θεό και τους συγ­χω­ρια­νούς του, θα εί­χε ρου­τι­νιά­σει. Ακό­μα και στην κα­λύ­τε­ρη πα­ρά­στα­ση να πρω­τα­γω­νι­στεί ένας ηθο­ποιός, κά­ποια στιγ­μή θα βα­ρε­θεί το ίδιο σε­νά­ριο. Θες ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία, θες Σαίξ­πηρ. Παί­ζε παί­ζε επί πε­νή­ντα σε­ζόν το ίδιο έρ­γο, κα­τα­ντά μο­νό­το­νο. Στο τέ­λος θα σι­χα­θείς τον εαυ­τό σου, θα βρί­ζεις τον Αι­σχύ­λο και όλο του το σόι, τη μοί­ρα που σε έρι­ξε σε μια δου­λειά που παί­ζεις ξα­νά και ξα­νά την ήδη χι­λιο­παιγ­μέ­νη κα­σέ­τα.

Μέ­χρι να ξε­κι­νή­σει το μυ­στή­ριο, να ηρε­μή­σουν τα πνεύ­μα­τα και να κα­τα­λα­γιά­σουν οι φω­νές των γυ­ναι­κών, ο πα­πά Γιώρ­γης κα­θό­ταν στην γνώ­ρι­μη θέ­ση του μέ­σα στο ιε­ρό. Βα­σι­κά δεν υπήρ­χε και άλ­λη θέ­ση να βά­λει την κα­ρέ­κλα του. Ο χώ­ρος ήταν αρ­κε­τά μι­κρός, δεν χω­ρού­σε πα­ρά την Αγία Τρά­πε­ζα, μια δυο κα­ρέ­κλες, άντε και το νε­ω­κό­ρο που τον εξυ­πη­ρε­τού­σε, ανά­βο­ντας το κε­ρί και το θυ­μια­τή­ρι. Ήταν πο­λύ συ­γκι­νη­τι­κό να τον κοι­τάς από την Ωραία Πύ­λη, που κα­θό­ταν με την πλά­τη στον τοί­χο. Εξέ­πε­μπε μια εσω­τε­ρι­κή γα­λή­νη. Εί­χε μια από­κρυ­φη λάμ­ψη. Έτσι όπως ήταν και πα­ρα­ταγ­μέ­νες οι ει­κό­νες δί­πλα του πά­νω στην τρά­πε­ζα, σου έβγα­ζε κά­τι το μυ­στη­ρια­κό. Δεν ασχο­λιό­ταν με τα δια­δι­κα­στι­κά, πού θα μπει το φέ­ρε­τρο, στο κέ­ντρο του να­ού, λί­γο δε­ξιά, λί­γο αρι­στε­ρά, πού θα μπουν τα λου­λού­δια, πό­σες κα­ρέ­κλες θα βά­λουν για τους συγ­γε­νείς δί­πλα στον νε­κρό. Όχι… αυ­τά τα κα­νό­νι­ζαν οι πα­λιοί... ήξε­ραν αυ­τοί κα­λύ­τε­ρα. Οι ψαλ­τά­δες ήθε­λε μό­νο να έχουν μι­κρό­φω­νο και να εί­ναι στην ώρα τους. Άλ­λω­στε με αυ­τούς «θα συ­νο­μι­λού­σε» κα­τά τη διάρ­κεια της ακο­λου­θί­ας, όπως πρό­στα­ζε το τυ­πι­κό. Ένα λει­τουρ­γι­κό κομ­μά­τι αυ­τός, μια ψαλ­μω­δία αυ­τοί, μα­κα­ρι­σμοί εναλ­λάξ και ού­τω κα­θε­ξής μέ­χρι το δι’ ευ­χών. Τους ήθε­λε το λοι­πόν ευ­χα­ρι­στη­μέ­νους, χα­λα­ρούς, με όρε­ξη για «κου­βέ­ντα». Να ψέλ­νουν κα­θα­ρά κυ­ρί­ως, διό­τι έχα­νε λί­γο από το αρι­στε­ρό αυ­τί. Οι μι­κρο­φω­νι­σμοί και οι φω­νη­τι­κές αστο­χί­ες τον απο­συ­ντό­νι­ζαν και κυ­ρί­ως τον εκνεύ­ρι­ζαν αφά­ντα­στα. Όταν όλα ήταν όπως έπρε­πε, ξε­ρό­βη­χε, και ξε­κι­νού­σε με το «Ευ­λο­γη­μέ­νη η βα­σι­λεία...».

Ζωή σε λόγου μας

Για την κη­δεία κα­τέ­φθα­σαν και κά­ποιες φί­λες της χή­ρας, που κα­νέ­νας δεν τις εί­χε ξα­να­δεί στα μέ­ρη. Εκεί γύ­ρω στα πε­νή­ντα, κά­τι κω­λο­πε­τσω­μέ­νες με πο­λύ αέ­ρα. Κά­τι εί­χαν κα­τα­λά­βει λά­θος βέ­βαια. Η πε­ρι­βο­λή τους ήταν κα­τά γε­νι­κή ομο­λο­γία ασύμ­βα­τη με το γε­γο­νός το οποίο τι­μού­σαν με την πα­ρου­σία τους. Μαύ­ρα δι­κτυω­τά καλ­σόν, μαύ­ρα φο­ρέ­μα­τα με το μπού­στο να βγά­ζει μά­τι, γυα­λι­στε­ρές γό­βες με αρ­κε­τούς πό­ντους στο τα­κού­νι, που ανόρ­θω­ναν τα οπί­σθια τους. Το σώ­μα τους τα σή­κω­νε όλα αυ­τά βέ­βαια και με το πα­ρα­πά­νω. Οι γά­μπες τους κυ­ρί­ως ήταν κα­τα­πλη­κτι­κές. Οι άντρες ήταν αδύ­να­τον να πά­ρουν τα μά­τια από πά­νω τους. Ξαφ­νι­κά, οι πα­ντρε­μέ­νες του χω­ριού, όταν πή­ραν εί­δη­ση τι γί­νε­ται και μυ­ρί­στη­καν τη δου­λειά, άφη­σαν τα με­τα­ξύ τους πη­γα­δά­κια και γρα­πώ­θη­καν από τα μπρά­τσα των αν­δρών τους. Άρ­χι­σαν τις τρυ­φε­ρό­τη­τες, όλως πε­ριέρ­γως, τά­χα να στα­θούν στο πλευ­ρό τους. Η δύ­σκο­λη αυ­τή πε­ρί­στα­ση του θα­νά­του, δεν ξυ­πνού­σε μο­νά­χα τον φό­βο της προ­σω­πι­κής απώ­λειας, αλ­λά πρω­τί­στως την συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της μα­ταιό­τη­τας της ύπαρ­ξης και τα ερω­τή­μα­τα που αυ­τή ανα­σύ­ρει όπως για το τι κά­νουν στη ζωή τους ή αν θα πρέ­πει να την κά­νουν οι άντρες με μια από αυ­τές τις κυ­ρί­ες για αλ­λού. Για κα­λή τύ­χη όλων οι κυ­ρί­ες αυ­τές ήρ­θαν με κα­θυ­στέ­ρη­ση, δεν βρή­καν χώ­ρο μέ­σα στον ναό που ήταν ήδη ασφυ­κτι­κά γε­μά­τος, και κά­θι­σαν στο προ­αύ­λιο κά­τω από την υπε­ραιω­νό­βια συ­κιά. Φυ­σι­κά κα­νέ­νας άντρας δεν τόλ­μη­σε να πα­ρα­χω­ρή­σει τη θέ­ση του μέ­σα στην εκ­κλη­σία, όπως θα έκα­νε ένας τζέ­ντλε­μαν και έτσι απο­φευ­χθή­καν τα χει­ρό­τε­ρα και άλ­λες τρα­γω­δί­ες. Μία ήταν αρ­κε­τή για την ημέ­ρα εκεί­νη.

Στην αυ­λή κά­θο­νταν, εκτός από τις εν λό­γω φί­λες, κυ­ρί­ως οι γε­ρο­ντό­τε­ροι και όσοι νε­ό­τε­ροι εί­χαν μεί­νει στο χω­ριό, για να κα­πνί­σουν. Μα­νιώ­δεις κα­πνι­στές όλοι τους, σύ­νη­θες για επαρ­χία, δεν εί­χαν την υπο­μο­νή να κά­τσουν άκα­πνοι σε μια νε­κρώ­σι­μη ακο­λου­θία διάρ­κειας μι­σής ώρας, σκάρ­τα μι­σής ώρας. Ο πα­πάς έτρε­χε τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, ιδί­ως αν εί­χε κά­νει και λει­τουρ­γία το πρωί. Κά­θο­νταν έξω για­τί δεν εί­χαν μά­θει και πο­τέ να κλαί­νε. Το συ­ναί­σθη­μα το φυ­λά­γα­νε από μι­κροί στις τσέ­πες των πα­ντε­λο­νιών τους, στις σό­λες των πα­που­τσιών, σε όσο πιο σκο­τει­νά ση­μεία μπο­ρού­σαν δη­λα­δή. Όποιος έκλαι­γε, δεν ήταν άξιος άντρας στο χω­ριό. Για αυ­τό και το τσι­γά­ρο πή­γαι­νε σύν­νε­φο και οι κρυ­φές μα­τιές στα ξέ­να θη­λυ­κά, επί­σης.
Μέ­σα στην εκ­κλη­σία το κλί­μα ήταν βα­ρύ και πέν­θι­μο. Η μαύ­ρη χή­ρα στε­κό­ταν συ­νε­χώς όρ­θια στο πλευ­ρό του νε­κρού άντρα της. Σκού­πι­ζε τα καυ­τά δά­κρυά της με το με­τα­ξω­τό μα­ντή­λι που της εί­χε κά­πο­τε χα­ρί­σει. Την τσά­ντα της, την κρα­τού­σε στο χέ­ρι. Ήταν μάρ­κας και συ­νε­πώς ακρι­βή και δεν ήθε­λε να την χά­σει. Κά­θε τό­σο την άνοι­γε για να πά­ρει το μπου­κα­λά­κι αι­θέ­ρα, που εί­χε προ­μη­θευ­τεί για παν εν­δε­χό­με­νο, αλ­λά έρι­χνε και κλε­φτές μα­τιές στο κι­νη­τό της, που το εί­χε βέ­βαια στο αθό­ρυ­βο. Ο πα­πά Γιώρ­γης πά­ντα ζη­τού­σε, όπως κά­νουν στο θέ­α­τρο, να κλεί­νουν όλοι τα κι­νη­τά τους. Ένα κου­δού­νι­σμα στην κο­ρύ­φω­ση του δρά­μα­τος θα αφαι­ρού­σε από την στιγ­μή όλη την έντα­ση και την πνευ­μα­τι­κή της δύ­να­μη.

Οι φί­λες της χή­ρας έκα­ναν φι­λό­τι­μες προ­σπά­θειες να την πα­ρη­γο­ρή­σουν για την ατυ­χία που της επε­φύ­λα­ξε η μοί­ρα να χά­σει τον άντρας της και να μεί­νει μό­νη σε νε­α­ρή ηλι­κία. Την φι­λού­σαν στορ­γι­κά, της χάι­δευαν τα μαλ­λιά, της άπλω­ναν τα χέ­ρια να τη σφί­ξουν στην αγκα­λιά τους. Ανά­λο­γα τη θέ­ση και την πί­στη τής κα­θε­μιάς, τα λό­για συ­μπό­νιας ποι­κί­λα­νε. Οι με­γα­λύ­τε­ρες, με στα­θε­ρό τό­νο στη φω­νή, της έλε­γαν ότι ήταν θέ­λη­μα Θε­ού η δο­κι­μα­σία που περ­νού­σε και έπρε­πε να φα­νεί δυ­να­τή και να δεί­ξει την ακλό­νη­τη πί­στη της. Ο άντρας της ήταν άξιος και δου­λευ­τα­ράς, τι­μού­σε το σπί­τι του και θα πή­γαι­νε στον πα­ρά­δει­σο. Οι νε­ό­τε­ρες, ανί­κα­νες να συ­γκρα­τή­σουν τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή τους φόρ­τι­ση και με πε­ρισ­σή θε­α­τρι­κό­τη­τα, την πα­ρη­γο­ρού­σαν λέ­γο­ντας ότι ήταν σω­στός σύ­ζυ­γος και ότι η ίδια εί­χε κά­νει το χρέ­ος της σαν κα­λή σύ­ζυ­γος τό­σα χρό­νια δί­πλα του. Της θύ­μι­ζαν ότι ήταν ακό­μα νέα και την ικέ­τευαν να δεί­ξει κου­ρά­γιο τον πρώ­το διά­στη­μα μέ­χρι ο χρό­νος να κά­νει τη δου­λειά του και κα­τα­λα­γιά­σει ο πό­νος. Ύστε­ρα θα ήταν όλα κα­λύ­τε­ρα.

Οι άντρες, φί­λοι του εκλει­πό­ντος, στέ­κο­νταν αμί­λη­τοι ο ένας δί­πλα στον άλ­λο πα­λεύ­ο­ντας να κρύ­ψουν την βα­θειά συ­ντρι­βή τους για τον πρό­ω­ρο χα­μό του φί­λου τους. Μα­ζί εί­χαν πά­ει σχο­λείο, μα­ζί εί­χαν παί­ξει μπά­λα, μα­ζί εί­χαν μοι­ρα­στεί την επι­θυ­μία να μπουν όπου έβρι­σκαν, όταν οι εφη­βι­κές τους ορ­μές έτρε­χαν ασυ­γκρά­τη­τες, ακού­ρα­στες στα βου­νά και τα λα­γκά­δια σαν τα άγρια άλο­γα του τό­που τους.

Οι υπό­λοι­ποι, όσοι δεν ζού­σαν το δρά­μα από πρώ­το χέ­ρι, κά­θο­νταν με σε­βα­σμό, με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να μπρο­στά και σκυμ­μέ­νο ελα­φρώς το κε­φά­λι, κοι­τώ­ντας που και που το ρο­λόι τους ή ρί­χνο­ντας κλε­φτές μα­τιές στο εκ­κλη­σί­α­σμα ψά­χνο­ντας να δούν κά­τι ευ­χά­ρι­στο, που θα ελα­φρύ­νει την καρ­διά τους. Κα­τα­νο­ού­σαν πλή­ρως τη δύ­σκο­λη στιγ­μή αλ­λά δεν μπο­ρού­σαν να κά­νουν και πολ­λά. Του­λά­χι­στον η σκέ­ψη και η προ­σευ­χή τους ήταν δί­πλα στην οι­κο­γέ­νεια. Οι γυ­ναί­κες του χω­ριού κρα­τού­σαν η μία το χέ­ρι της άλ­λης, έρι­χναν λί­γα δά­κρυα ως έν­δει­ξη ότι συ­νέ­πα­σχαν και ένιω­θαν το ίδιο πο­νε­μέ­νες σαν να ήταν δι­κός τους άν­θρω­πος.
Με­τά το δι­’ευ­χών, όλοι με την σει­ρά τους, υπο­κλί­νο­νταν και ασπά­ζο­νταν στο νε­κρό, έδι­ναν το χέ­ρι στη χή­ρα, ψι­θυ­ρί­ζο­ντας κά­τι μι­σό­λο­γα, και απο­χω­ρού­σαν ησύ­χως, άλ­λοι γε­μά­τοι συ­γκί­νη­ση, άλ­λοι σκε­πτι­κοί και με­ρι­κοί χα­μο­γε­λώ­ντας ανα­κου­φι­σμέ­νοι που δεν ήταν αυ­τοί στην θέ­ση του και ελ­πί­ζο­ντας ότι ο κα­βα­λά­ρης με το μαύ­ρο άλο­γο θα αρ­γού­σε ακό­μα να βρε­θεί στο κα­τώ­φλι του σπι­τιού τους ζη­τώ­ντας επί­μο­να να μπει μέ­σα. Οι μοι­ρο­λο­γί­στρες πε­ρί­με­ναν πώς και πώς τον πα­πά να παί­ξει την τε­λευ­ταία πρά­ξη του δρά­μα­τος. Έπρε­πε και αυ­τές να ολο­κλη­ρώ­σουν το θε­ά­ρε­στο έρ­γο τους για­τί αλ­λιώς, όπως με πο­νη­ριά εκ­βί­α­ζαν για να μην χά­σουν το μερ­τι­κό τους, η ψυ­χή του πε­θα­μέ­νου δεν θα έβρι­σκε τό­πο να στα­θεί και ήταν κρί­μα για­τί το το­πίο ήταν ει­δυλ­λια­κό. Χι­λιά­δες λιό­δε­ντρα κά­λυ­πταν τε­ρά­στιες εκτά­σεις γύ­ρω από το χω­ριό. Τι πιο ωραίο να κεί­τε­σαι στα ρι­ζά μια γη­ραιάς ελιάς και να σε ραί­νουν οι καρ­ποί της.

Ζωή σε λόγου μας

Για να μην γδά­ρει το πα­νά­κρι­βο αμά­ξι στα κλα­διά, ο υπεύ­θυ­νος του γρα­φεί­ου κοι­νω­νι­κών εξυ­πη­ρε­τή­σε­ων αρ­νή­θη­κε να κά­νει τη χά­ρη να οδη­γη­θεί ο νε­κρός με άνε­ση και πο­λυ­τέ­λεια στην τε­λευ­ταία του κα­τοι­κία. Οι όροι της συμ­φω­νί­ας που εί­χαν κά­νει οι συγ­γε­νείς, δεν προ­έ­βλε­πε κά­τι τέ­τοιο για­τί, εκτός των άλ­λων, δεν εί­χαν κα­τα­βά­λει το αντί­στοι­χο πο­σό και την επι­σφά­λεια για τυ­χών φθο­ρές. Ο πα­πάς και το φέ­ρε­τρο πή­γαι­ναν μπρο­στά με τη χή­ρα και τις φί­λες με τις ωραί­ες γά­μπες να ακο­λου­θούν. Μέ­σα απο το δα­ντε­λω­τό φό­ρε­μα δια­γρά­φο­νταν εμ­φα­νώς τα επί­σης δα­ντε­λω­τά εσώ­ρου­χα και οι καλ­τσο­δέ­τες. Φυ­σι­κά δεν έμει­νε ασχο­λί­α­στο από τις κυ­ρί­ες τού χω­ριού που ακο­λου­θού­σαν την πο­μπή. Σύσ­σω­μοι οι χω­ρια­νοί λί­γο πιο πί­σω. Οι θε­ρια­κλή­δες στο τέ­λος της ου­ράς ρου­φά­γα­νε τα βα­ριά τσι­γά­ρα τους και συ­ζη­τού­σαν για τη φε­τι­νή σο­δειά που τη χτύ­πη­σε ο δά­κος. Πά­νω από τον τά­φο, ο πα­πά Γιώρ­γης διά­βα­σε κά­τι ευ­χές και έρι­ξε στα πό­δια τού νε­κρού λά­δι και κρα­σί για να έχει να πο­ρεύ­ε­ται. Οι μοι­ρο­λο­γί­στρες τρα­γού­δη­σαν κά­τι ξε­θυ­μα­σμέ­να μοι­ρο­λό­για στα γρή­γο­ρα. Ήταν ήδη δύο το με­ση­μέ­ρι και η πεί­να εί­χε κα­τα­βά­λει τους πά­ντες. Πα­ρά­χω­σαν το φέ­ρε­τρο με προ­σο­χή και έφυ­γαν για την κο­ντι­νή τα­βέρ­να όπου θα σερ­βί­ρα­νε ψα­ρό­σου­πα και άφθο­νο αλ­κο­όλ.

Ζωή σε λόγου μας
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: