Δύο ποιήματα

Δύο ποιήματα

Στον τάφο του δύτη

Ἀπολλόδορος Ξύλλας ἔραται
Ϝόλχας ἀπύγιζε Ἀπολλόδορον
Ὀνάτας Νιξο͂ς ἔραται

ύβριχος Παρμύνιος ἤραται

Τι να σκέφτεσαι
ευθυτενής έτσι όπως πέφτεις στον θάνατο;
Τον κότταβο
τις σπονδές στον Διόνυσο
το φαγοπότι 
τα γυμνασμένα κορμιά των Ποσειδωνίων στα ανάκλιντρα
τους οινοχόους
τη λύρα την ορφική;

Ν’ αναπολείς άραγε
τα βράδια που μαζευόσασταν με τους Ετρούσκους
και γλεντούσατε και γελούσατε
μέχρι το πρωί
–τότε που ο Απολλόδωρος έτρεχε την Ξύλλα
κι ο Βόλχας τον Απολλόδωρο–
και ύστερα όλοι μαζί γυμνοί πέφτατε να δροσιστείτε
στο Τυρρηνικό ή στις όχθες του Σίλαρου
ανάμεσα στα πεύκα και τον ήχο των γρύλων;

Ένα τέτοιο βράδυ ήταν που σε πλησίασε ο Ύβριχος
σου ψιθύρισε κάτι στ’ αριστερό αυτί
κι από τότε κάθε φορά ανέβαινες τον πιο ψηλό βράχο
άπλωνες τα χέρια
τέντωνες το σώμα
και μπροστά σε όλους
με το βλέμμα καρφωμένο στο νερό
βουτούσες
σαν να ’πεφτες κάθε φορά στον θάνατο.

Σήμερα
μες το μουσείο
αμίλητος
ολόγυμνος
ευθυτενής
με το σώμα μετέωρο
στο χθες και στο αύριο πέφτεις
μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα
στον θάνατο που ήρθε
που θα ’ρθει.

Σαλαμίνα

Δύο ποιήματα

Νερό και καπέλο έγραφε ο οδηγός
λιγοστή η σκιά
προσοχή στα φίδια.

Μπήκαμε κάπως ανορθόδοξα (απ’ την πίσω μεριά των λουτρών)
γύρω στις δώδεκα και κάτι
ο ήλιος να καίει τις πέτρες.
                                                                Αύγουστος.

Χαζέψαμε τ’ ακέφαλα αγάλματα
προχωρήσαμε στο γυμνάσιο
στα δημόσια αποχωρητήρια                         (που ύστερα μάθαμε τι ήταν)
κι έπειτα μέσα απ’ τη νότια στοά                 μπήκαμε στα λουτρά.
Είδαμε τις θέρμες,
τα ψηφιδωτά
μείναμε για λίγο στο ιδρωτήριο                 στη λιγοστή σκιά
πάνω δεξιά η Νύμφη                                         και ο Ύλας να αρνείται την αρπαγή·
αραιά και πού ξεπρόβαλλαν τουρίστες
μέσα απ’ τα ερείπια.

                                                                                        Κατά τη μιάμιση περάσαμε απέναντι
στο θέατρο ανεβήκαμε τις αναστυλωμένες κερκίδες
βρεθήκαμε στην Καμπανόπετρα
ο ήλιος χτυπούσε αλύπητα.                          Κάτω από μια ακακία
τα μάρμαρα γεμάτα φύλλα                          έκαιγαν.
Καθίσαμε άβολα.                                                  Στη σκέψη μας τα φίδια.
Περασμένες τρεις φτάσαμε στην αγορά
με τα πόδια μαυρισμένα απ’ τα καμένα ξερόχορτα
σκαρφαλώσαμε κάτι γιγάντια κιονόκρανα·
τα τζιτζίκια εκκωφαντικά
μέσα στα πεύκα                                                  κι οι μπουκάλες νερό σχεδόν άδειες.
                                                                                        Στην επιστροφή
ένα μαύρο φίδι έβγαζε τη γλώσσα         διψασμένο
δίπλα σε μια μισόκλειστη βρύση.
Κατά τις τέσσερις
ξαναμπήκαμε στο ιδρωτήριο.
Καθίσαμε στη σκιά που είχε απλωθεί πια
και δίπλα στη Νύμφη και τον Ύλα
διαβάσαμε με δυσκολία ένα ποίημα·          απέναντι κάτι Γερμανοί τουρίστες
κρυφοκοίταζαν περίεργα.

Φεύγοντας
πέσαμε στη θάλασσα
να δροσιστούμε.
                                                                                                Το νερό έκαιγε.

[Αύγουστος 2018]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Ελένης Κεφάλα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: