Μονόλογοι των δρόμων / ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις / υπόνομοι τίγκα στη βρώμα / χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι / μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις / στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι περιμένει η ξεχαρβαλωμένη κούκλα / ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα / πάντα τα ίδια λόγια / σίδερα μαζεύω / ταχυδρόμος δεν υπάρχει / ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω / τα βιβλία στο ράφι έρημα / ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα / αφόρτιστο το τηλέφωνο / ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι / η αλόη θέλει πότισμα / άφαντες οι παντόφλες / γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο / να προσέχεις / παγωμένη λίμνη η σκέψη / ξυλιάσαμε / κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε / αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη / μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού / μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο / εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό του χτυπημένου με στοργή καφέ / νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές / να πιω;
Τρία ποιήματα
Μονόλογοι
Νύχτα
Παράξενη θεότητα η νύχτα,
σκοτεινή
γέματη αρώματα από αλκοόλη,
όπιο, ανάσες,
λόγια και ψευδαισθήσεις.
Αμετανόητος ο Φάουστ
προκαλεί τη νεότητα,
ζηλεύει
χαιρέκακα γελάει
με τη φαντασία και τον έρωτα,
οι ρόλοι των θνητών κυρίαρχοι
σε σκοτεινά δωμάτια
και σε νωπά σεντόνια,
τον έρωτα και την αγάπη
παίζουν με τις συνειδήσεις.
Το γέλιο σαγήνη,
οι σκέψεις έμπυρες
επιλέγουν τη σιωπή
Μοναχικές ανάγκες
Σε μονοπάτια περπατούσες τη ζωή
Σε ξασπρισμένους αιώνες
Μοναχικά.
Σε κοιτούσε η μοίρα πίσω από σύννεφα
να κρατάς το αίμα σου στις χούφτες
αδιάφορη που λέκιαζες το λευκό σου φόρεμα,
κεντούσες με το νήμα της ζωής αστέρια
να κρέμονται σαν κρόσσια στ’ ανάκατα μαλλιά σου.
Απάτητα μονοπάτια τα ψελλίσματα σου
κανείς δεν κατάλαβε τι έψαχνες μέσα στους αναίτιους φόβους
ούτε σε πια υπομονή συνήθιζες να θάβεις αναμνήσεις
τα βήματα μετρούσες
σε πια έκπληξη θα σε βγάλουν αμίλητη
για να χαράξεις αμαρτίες στην άμμο.
Σε είδα την ώρα της μεγάλης μπόρας
να περπατάς μέσα στη βροχή.
Έλαμπαν τα μάτια σου μια πρόσκαιρη στοργή
κι έπειτα αντήχησαν γέλια και φωνές
Να η τρελή που μιλάει στο φεγγάρι
κι έβαφες τα χείλια σου
στο χρώμα μιας οξυδέρκειας
ήταν η στιγμή
που κοίταξες το θάνατο κατάματα.