Κάποιοι υποστήριζαν ότι η καινούργια στέγη με τα κεραμίδια, που είχε αποκτήσει η Λέσχη Πρόοδος, θα έκανε το κρύο πιο τσουχτερό κι άλλοι έλεγαν το αντίθετο, ότι δηλαδή η ζέστη θα ήταν αφόρητη. Κάποιοι άλλοι, σχολιάζανε για το τούβλο, που θα 'φερνε ή δεν θα 'φερνε δροσιά το καλοκαίρι. Πιο πολύ τα λέγανε αυτά, όχι γιατί τα πιστεύανε αλλά έτσι∙ κουβέντα να γίνεται. Πώς θα περάσουν οι ατέλειωτες μονότονες ώρες στους ακριτικούς τόπους. Κι ακόμα, όταν ο κύριος Αλκίνοος Μάζης δεν ήταν εκεί, συζητούσανε κατά πόσον ήταν μάγος αληθινός ή όχι. Δεν τον πείραζε που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι, γιατί ήξερε ότι η αναφορά γινόταν με την καλή έννοια, μια και δεν είχε κάνει ποτέ κάτι που να προκαλέσει φόβο ή ανασφάλεια σε κάποιον. Η άποψή του ήτανε πάντα σεβαστή και αποδεκτή από όλους γιατί τα λόγια του ήτανε μετρημένα.
Η στέγη είχε γίνει πρόσφατα, αλλά μόνο στην κύρια αίθουσα, που παρουσίαζε και το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι άλλοι χώροι θα ετοιμάζονταν αργότερα, όταν θα έβρισκαν τα απαραίτητα χρήματα. Στη μεγάλη αίθουσα είχαν διατηρηθεί οι σοβάδες των τοίχων και τα άσπρα τετράγωνα γυψομάρμαρα του πατώματος. Στον τοίχο με τα μεγάλα παράθυρα οι παλιές κορνιζωμένες διαφημίσεις της κόκα κόλα έμειναν στη θέση τους, όπως και πολλές φωτογραφίες από τη δράση της Λέσχης. Στον απέναντι τοίχο, επίσης διατηρήθηκε ο μεγάλος χάρτης του χωριού. Σχεδιασμένος με κάθε λεπτομέρεια σε ολόκληρο τον τοίχο, κατέγραφε την ιστορία του χωριού σε βάθος μερικών αιώνων. Στο κέντρο του, για παράδειγμα, μπορούσες να διακρίνεις ένα καμένο δέντρο και δίπλα σημειωμένο ένα όνομα: «Αστροπελέκι, 5 Φεβρουαρίου 1938». Ήταν, βέβαια, η απαθανάτιση της πτώσης ενός κεραυνού. Κάπου στην είσοδο του χωριού, ένα αναποδογυρισμένο τζιπ και δίπλα η επεξήγηση: «Ενέδρα σε Άγγλους στρατιώτες, 17 Ιουλίου 1957, Ζήτω η ΕΟΚΑ». Η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου και η ημερομηνία που κτίστηκε –1923– δεν θα μπορούσε να λείπει, ούτε και τα δυο ξωκλήσια. Το ίδιο και το σχολείο. Ο κάθε ξένος ή ντόπιος θα μπορούσε να μάθει την ιστορία του τόπου σε λίγα λεπτά. Ήταν κι αυτό ιδέα του κυρ Αλκίνοου.
Ο τοίχος στον οποίο βρισκόταν η κεντρική είσοδος, όπως και ο απέναντι τοίχος, με την ανακαίνιση είχαν αποκτήσει από ένα αέτωμα με κόκκινα τούβλα που δεν κρίθηκε σκόπιμο να σοβατιστούν, γιατί αργότερα θα γινόταν το ψευδοτάβανο και θα καλύπτονταν. Μια δοκός, στηριζόταν στα τελευταία τούβλα των δυο αετωμάτων και πάνω σ’ αυτή τη δοκό, στηριζόταν ένα ξύλινο πλέγμα που συγκρατούσε τα κεραμίδια.
«Πόσα τούβλα έχει το αέτωμα που είναι πίσω σου πάνω απ’ την πόρτα, κυρ Αλκίνοε», έπεσε ξαφνικά η ερώτηση και συνοδεύτηκε με γέλια, γιατί κάποιοι, καμιά φορά το παράκαναν με ανόητες ερωτήσεις. Ο πονηρός που έκανε την ερώτηση, υπονοούσε βέβαια, ότι μόνο ένας μάγος θα μπορούσε να απαντήσει. Γιατί, ποιός ήταν αυτός που θα μπορούσε ν’ απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση χωρίς μαγικές ικανότητες, ή τέλος πάντων χωρίς να είναι προικισμένος με κάποια χαρίσματα.
Ο γέρος όμως, δεν έδειξε να έχει εκπλαγεί. Είχαν ακούσει τ’ αυτιά του πολλά. Παρέμεινε σκυφτός, με το πηγούνι να στηρίζεται στα δυο του χέρια, που κρατούσαν το μπαστούνι ανάμεσα στα πόδια του, κοιτάζοντας τις μαρμάρινες πλάκες.
«Διακόσια εννέα» είπε ύστερα από λίγο, πριν ακόμα σταματήσουν τα γέλια και κάποια σχόλια, για τη δυνατότητα και τις πιθανότητες να δοθεί σωστή απάντηση. Με τη γρήγορη απόκριση, πάγωσαν όλοι. Τα γέλια σταμάτησαν απότομα και κοιτούσαν μια τον γέρο και μια τα τούβλα απορημένοι.
Δεν περίμεναν πως θ’ απαντούσε. Άρχισαν να μετρούν τα τούβλα. Έχαναν την αρίθμηση, ξεκινούσαν από την αρχή, κάποιοι άρχισαν να προσθέτουν, γράφοντας βιαστικά σημειώσεις στις εφημερίδες και τις σελίδες των περιοδικών που ήταν μπροστά τους και μετά από αρκετή ώρα ήταν όλοι σύμφωνοι πως ο γέρος είχε πλησιάσει τη σωστή απάντηση. Είχε πέσει έξω κατά ένα τούβλο μόνο. Η σωστή απάντηση ήταν διακόσια δέκα και δεν ήταν λίγο πράγμα να πέσεις έξω κατά ένα μόνο τούβλο.
«Διακόσια εννέα» είπε ξανά, και γυρίζοντας έριξε μια ματιά στα τούβλα, που σχημάτιζαν το αέτωμα, ένα κόκκινο τρίγωνο πάνω από την πόρτα.
«Θα σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση τώρα», συνέχισε ο γέρος. Δεν ήταν συνηθισμένο να κάνει ερωτήσεις και μάλλον ήθελε να επεξηγήσει. «Πόσα μάρμαρα έχει μια τέτοια σειρά» και χτύπησε το τετράγωνο μάρμαρο μπροστά του, με το μπαστούνι δυο φορές, αλλά έδωσε μόνος του την απάντηση. «Μη σκοτίζεστε, είναι είκοσι και μόλις τα έχω ξαναμετρήσει. Είκοσι, των είκοσι εκατοστών. Άρα τα τούβλα της πρώτης σειράς είναι είκοσι, διότι είναι τούβλα που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος, των είκοσι εκατοστών. Όλα μαζί, είκοσι σειρές. Και κάθε σειρά έχει ένα τούβλο λιγότερο. Δηλαδή δέκα ζευγάρια από εικοσιένα. Ένα και είκοσι, δύο και δεκαεννιά, τρία και δεκαοχτώ και πάει λέγοντας. Δέκα ζευγάρια των εικοσιένα, πράγμα που πάει να πει, πως όλα μαζί μας κάνουν διακόσια δέκα. Δεν χρειάζεται δα και καμιά φιλοσοφία να το βρει κανένας».
«Μα, πριν από λίγο είπες διακόσια εννέα», είπε κάποιος.
«Ναι, τόσα είπα γιατί τόσα είναι, αλλά είναι καλύτερα να μας το επιβεβαιώσει ο μάστορας εδώ, ο Παναγής, που τα έκτισε».
«Έχεις δίκιο, κύριε Άλκη μου» είπε αυτός, «τα τούβλα είναι διακόσια εννέα», και απευθυνόμενος στους άλλους πρόσθεσε:
«Αν προσέξετε καλά, … κάπου εκεί ... να, εκεί χαμηλά» κι έδειξε με το χέρι, «σε μια θέση δεν έχω βάλει τούβλο. Έτσι, για να μπορεί να τρυπώνει και κανένα σπουργίτι όταν έξω φυσά, βρέχει ή κάνει παγωνιά».
«Έχουν και τα σπουργίτια τα δικαιώματά τους», συμπλήρωσε ο Μάγος.