Αν με ρωτούσες παλιά, ποτέ δε θα ‘θελα να ζω σε ουρανοξύστη. Δε λέω, το ύψος μαγεύει και σε θέλγει αυτή η διαρκής αίσθηση άπτερης αιώρησης, η εγγύτητα των κοπαδιών πουλιών στα παραθύρια και το ανεπαίσθητο κούνημα του κτιρίου, λίγο περισσότερο αντιληπτό από το στριφογύρισμα της γης.
Και μετά τα ωραία των ψηλών κτιρίων αρχίζουν τα δύσκαμπτα. Βλάβες, συσκότιση, διακοπή ασανσέρ και ποδαρόδρομος στα σκαλιά, φόβος των γειτόνων και των αγνώστων και συνεχής παρακολούθηση των κλιμάκων ασφαλείας για εισβολές κακοποιών. Οι κλοπές δεν ήταν ασυνήθιστες τούτη την εποχή της κρίσης, αφού η οικοδομή δεν είχε πια ούτε θυρωρό ούτε φύλακες και το σύστημα ασφάλειας στηριζόταν σε κάρτες και κωδικούς, που συχνά πυκνά παραβιάζονταν. Ήμουνα βαρύς κι ασήκωτος σα χαρακτήρας και δεν επιχείρησα ποτέ σχέσεις με τους λίγους γείτονες που έβλεπα, πέρα από ένα μισοφέγγαρο μειδίαμα, ενώ φύλαγα ένα αποθαρρυντικό χαμόγελο για τους λιγότερο συμπαθητικούς. Δεν είχα σταθερή δουλειά και πολύ συχνά ξέμενα από λεφτά. Συμπίεσα όλα τα άλλα έξοδα και είχα σε προτεραιότητα το νοίκι. Δεν άντεχα άλλη έξωση. Το νοίκι ήταν χαμηλό, λόγω κατάντιας της οικοδομής, αν και το γραφείο διαχείρισης άρχιζε τις οχλήσεις μετά από μια μόνο μέρα καθυστέρηση.
Οι ηχομονώσεις ήταν άθλιες και άκουγες μέχρι και τα ερωτόλογα των από πάνω τη νύχτα, το ρομαντικότερο, μέχρι τις θορυβώδεις τουαλέτες στη συνέχεια το χειρότερο. Τι να κάνω; Ήμασταν μια κυψέλη αλληλοενόχλησης, λίγο περιθωριακοί, τυπικός κόσμος της χαμαλοδουλειάς. Κι αυτής όταν την είχαμε.
Κάποια μέρα άρχισα να ακούω παιδικά κλάματα, πάνω από το κεφάλι μου. Επόμενο, θα μου πεις, μετά από τόσο ερωτισμό. Από τα λίγα που ήξερα στην οικοδομή ήταν ότι πάνω μου έμενε ένα νιόπαντρο ζευγάρι μαύρων. Αυτό μου ΄λειπε τώρα να νταντέψω και μωρά. Έπασχα από τυραννικές αϋπνίες, δούλεψα χρόνια μπάρμαν, αλλά και πιο πριν ξενυχτούσα, ήταν συνήθεια της εποχής και το κουσούρι της αϋπνίας με επισκέφτηκε νωρίς. Το χειρότερο ήταν οι διαταραχές ύπνου, να ξυπνάς και να μην μπορείς να ξανακοιμηθείς. Ανάπτυξα διάφορες τεχνικές γι’ αυτό, έβαζα σε εικονικό cd player λίστες από αγαπημένα τραγούδια και τα αναμασούσα, μέχρι να ‘ρθει ο ύπνος κατά το πρωί. Τελικά ξεκουραζόμουνα λίγο τη μέρα, με ριπές ύπνου – αποκάματα, που με έριχναν κάτω ξερό.
Η ταχύτητα ζωής στη μεγαλούπολη κούρδιζε αλλόκοτα το εσωτερικό μας ρολόι και υποκαθιστούσε τον κανονικό ύπνο, με διαλείμματα μιας νευρικής αγρύπνιας. Οι πολλοί αντιμετώπιζαν το πρόβλημα με ποικιλόχρωμα υπνωτικά. Κανείς δεν το παραδεχόταν, μα αν άνοιγε συζήτηση όλοι ήξεραν τα πάντα περί χαπιών κι ανακάλυπταν όλο και πιο μοντέρνα, πιο χαλαρωτικά σε μια υπόθεση διαρκούς κοινωνικής τοξίνωσης. Είχα αποφασίσει, μισώντας τους ειδικούς, πως ποτέ δεν θα κατάφευγα σ’ αυτά σαν τη μόνη μου ελπίδα να ξαναβρώ κάποτε το δρόμο προς το χαμένο εαυτό μου, τα σώψυχά μου και τον φυσικό μου ύπνο. Έτσι όμως ο ύπνος μου έγινε τυχαίο ανεμολίθι, διαλύοντας την περιπόθητη ξεκούρασή μου. Ευτυχώς ήμουν νέος κι άντεχα ακόμα.
Μα ετούτος ο γείτονας μπόμπιρας, δεν μπορεί να ήταν κορίτσι με τέτοια φωνή, παίδευε ακόμα και τη μέρα μου. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα να διαμαρτυρηθώ. Πώς μπορείς να μαλώσεις με κάποιους που ούτε τους έχεις δει; Ποιος ξέρει τι άκουγαν αυτοί από μένα, πόσα ερωτικά μυστικά μου νύχτας τους ξαγρύπνησαν; Ζούσα στην εποχή που οι σχέσεις ήταν απλές και εύκολες και οι γυναίκες επιθετικές. Άλλωστε είχα βολευτεί στο μικρό μου διαμερισματάκι που ήταν φθηνό, κοντά σε δουλειές και δεν χρειαζόταν τη νύχτα ακριβό ταξί, μια άλλη ιστορία των μεγαλουπόλεων. Ούτε μπορούσα να βρω πώς πας στο από πάνω διαμέρισμα.
Οι σκάλες μας δεν ανταμώνονταν, λόγω της περίεργης αρχιτεκτονικής του κτιρίου. Ίσως ήταν σχεδιαστική επιδίωξη για να αποφεύγονται τριβές γειτονιάς. Και να έβρισκα το διαμέρισμα, τέλος πάντων, τι θα έλεγα; «Σταματήστε το μούλικο;». Ποιος ήξερε τι σόι ήταν οι γείτονες, αν ήταν του μπελά ή όχι; Καθένας θεωρούσε τον άλλο δυνάμει επικίνδυνο. Πολλά συνέβαιναν, ακόμα περισσότερα λεγόντουσαν. Παράξενοι μαζεμένοι ήμασταν όλοι και αν απλωνόμασταν θα φτιάχναμε μια φτωχοσυνοικία μεγαλούπολης, μια κλασική παραγκούπολη.
Έκανα παρέα τότε με γνωστούς από δουλειές του ποδαριού, που κολλήσαμε με τους περίεργους κανόνες των άσχετων συναπαντημάτων. Η παρέα είχε και το στόχο της κοινής επιβίωσης, ένα είδος αλληλοβοήθειας που ενίοτε προσφέρουν ανέλπιδα οι μεγαλουπόλεις. Κι όσο αυτό υπάρχει, ακόμα και οι χαμένοι σαν και μένα τα βολεύουν και τα καταφέρνουν. Έζησα καλά πολλές φορές με τέτοιο ουσιαστικά άγνωστό μου κόσμο. Μα όταν γύριζα σπίτι ξεθεωμένος βρισκόμουν στο έλεος του τύραννου και πάντα ξάγρυπνου πιτσιρίκου.
Πέρασαν έτσι κάπου δυο χρόνια χωρίς τίποτα ν΄ αλλάζει. Περίμενα μεγαλώνοντας το παιδί να τελειώσει το κλάμα. Πράγματι το κλάμα έκοψε σιγά-σιγά, μα έγινε τρεχαλητό, ασθενικό και σιγανό στην αρχή, μα βαρύ ποδοβολητό στη συνέχεια. Το παράδοξο ήταν ότι συνεχιζόταν νύχτα και μέρα. Δεν άντεξα. Όχι λίγες φορές άρχισα να κοπανώ το ταβάνι, μα άδικα, μιας και άρχιζε να κοπανάει κι αυτό. Ο ύπνος πήγε στράφι. Πρώτη φορά σκέφτηκα τα υπνωτικά, που έλυναν το κοινωνικό πρόβλημα επιφανειακά ή ακόμα και αλλαγή σπιτιού. Έδωσα όμως, στον εαυτό μου ένα τελευταίο περιθώριο χρόνου.
Δοκίμασα μια παράξενη τεχνική που ανακάλυψα, άγνωστο πού, και την έλεγα «ο ύπνος των ψαριών». Κοιμόμουν, λοιπόν, σαν τα μεγάλα θηλαστικά ψάρια που κοιμούνται κολυμπώντας, με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο ανοιχτό ή με τα δυο μάτια κλειστά για δευτερόλεπτα και ύστερα ανοιχτά. Έτσι μαζεύουν τα ψάρια αθροιστικά ύπνο τη μέρα ή τη νύχτα. Άκουσα πως τα ίδιο κάνουν και τα αποδημητικά πουλιά στα μακρινά τους ταξίδια. Κάτι ήταν κι αυτό, το εφάρμοσα, μα ήμουνα πάντα εξουθενωμένος.
Η εξέλιξη στο πρόβλημα ήρθε από το πουθενά. Στο μικρό μου μπαλκονάκι είχα ένα μικρό κηπάκι. Κάτι μεγάλο ουρανοκατέβατο προσγειώθηκε εκεί με ανεξήγητο γδούπο. Δεν εντόπισα την προέλευση του γδούπου, παρά μόνον όταν χτύπησε το κουδούνι μου. Στην πόρτα ένας απερίγραπτος άνθρωπος. Γιγάντιος νεαρός μαύρος, έσκυψε να μπει, κάτι παραπάνω από μένα στην ηλικία. Έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένος, σαν τους ανθρώπους που δεν συνάντησαν την έννοια ανθρωπιά στη ζωή τους. Θα ‘δειχνε πιο μεγάλος ακόμα, αν δεν ήταν εκείνο το βλέμμα με αποχρώσεις απόγνωσης αλλά και αλήθειας μέσα του, που δεν τις συναντάς στους ενήλικες, αφού τις σβήνουν με τον κυνισμό και την αδιαφορία για όλα.
«Ζητώ συγγνώμη. Είμαι ο από πάνω γείτονας. Ένα παιγνίδι του γιου μου έπεσε στο μπαλκόνι σας». Προσπάθησα να προσδιορίσω τι ακριβώς έγινε. Ένας μεγάλος καφετί αρκούδος, κάνα μέτρο ψηλός, λούτρινος και πεντακάθαρος μου χαμογελούσε από το ξεραμένο παρτέρι μου. Έμεινα εμβρόντητος, μη ξέροντας τι να πω και τι να μην πω. Ύστερα ενήργησα σαν καλός γείτονας. Συμμάζεψα τον ιπτάμενο αρκούδο, τον καθάρισα και του τον έδωσα.
Με ευχαρίστησε με ένα πελώριο χαμόγελο, δίνοντάς μου τη χερούκλα του.
«Με λένε Μάικλ. Ο γιος μου θα σας είναι ευγνώμων, κύριε».
«Εμένα με λένε Ζήσιμο. Ελπίζω το παιδί σας να χαρεί πολύ».
«Σας ευχαριστώ», είπε και έστριψε να φύγει. Έκανε μερικά βήματα προς το βάθος του σκοτεινού διαδρόμου, όταν τον σταμάτησα.
«Με συγχωρείτε, αν επιτρέπεται. Τι δουλειά κάνετε;». Γύρισε με φυσικότητα, παρά το μικρό σάστισμά του.
«Νυχτοφύλακας είμαι. Φυλάω νταλίκες κάτω στο λιμάνι, σε μια προβλήτα. Αλλιώς τις ψειρίζουν, ξέρετε».
«Γι’ αυτό οπλοφορείτε;». Ένα μακρύκανο κουμπούρι κρεμόταν άτσαλα από τη ζώνη του.
«Ω, πού να πάρει. Σας τρόμαξα. Ήμουν βάρδια, 12ωρο. Έλειπε κάποιος συνάδελφος. Έχω να κοιμηθώ από προχθές. Γυρνώντας άρχισα να αλλάζω ρούχα, επιτέλους, αλλά ο γιος μου ο Τόμας πίεζε να του φέρω τον αρκούδο».
«Πάντα δουλεύετε νύχτα;».
«Ναι, και το χειρότερο συχνά δεν ξέρω τι ώρα αρχίζω. Το μαθαίνω στο τέλος. Έτσι το σπίτι είναι στο πόδι όλη νύχτα περιμένοντας, με αποτέλεσμα ο γιος μου να κλαίει συνέχεια, αφού μας ακούει. Και το δικό μας σπίτι είναι μονόχωρο, σαν ετούτο. Τώρα σκέφτομαι τι ταλαιπωρία έχετε τραβήξει και σεις μαζί μας. Λυπάμαι πάρα πολύ και σας ζητώ συγγνώμη».
«Να μη λυπάστε. Δεν ενοχλήθηκα ποτέ. Έχω βαθύ ύπνο», σοβάτισα την κατάσταση με βολικά ψέματα, θεωρώντας αμελητέες τις λίγες ταβανιές.
«Ευτυχώς τώρα ο Τόμας μεγάλωσε. Κλαίει λιγότερο. Αλλά δεν με πείσατε πως δεν σας ταλαιπωρήσαμε. Είστε φιλικός και ευγενής. Ξέρω ότι ενοχλούμε και πολλές φορές τον κρατούσαμε αγκαλιά, όλη νύχτα πότε εγώ αν ήμουν εδώ, πότε η γυναίκα μου για να ξεχνιέται. Έτσι έκλαιγε λιγότερο».
«Σας είπα κοιμάμαι εύκολα και βαθειά. Ευτυχώς».
«Μη μου πείτε ότι παίρνατε χάπια».
«Όχι βέβαια», έκανα μειδιώντας.
«Να είστε καλά, είστε πολύ καλός άνθρωπος. Είμαστε τυχεροί που σας έχουμε γείτονα. Μα τι χρωστάτε να σας βασανίζει ο γιος μου;». Μου ξανάσφιξε το χέρι και κινήθηκε προς το βάθος του σκοτεινού διαδρόμου. Δεν έκλεισα την πόρτα για να υπάρχει λίγο φως και να βλέπει. Κοντοστάθηκε και γύρισε δειλά πίσω.
«Μπορώ να περάσω μέσα για λίγο;».
«Φυσικά».
«Είστε ένας εξαιρετικός άνθρωπος, κύριε Ζήσιμε. Θα ΄θελα να σας εξομολογηθώ κάτι». Το μέτωπό του πτυχώθηκε, σαν το γήινο ανάγλυφο μετά την απόσυρση των νερών.
«Καθίστε. Μιας και βρεθήκαμε ας πούμε ό,τι θέλουμε».
Κάθισε στον καναπέ, δένοντας τα χέρια στο γόνατο. «Αποκτήσαμε και δεύτερο παιδί».
«Να σας ζήσει», έκανα αυθόρμητα, σοκαρισμένος κάπως, με ανάλαφρα προμηνύματα νέων μπελάδων. «Μα δεν ακούγεται καθόλου». Σιγούσε προβληματισμένος.
«Αυτό το παιδί δεν είναι καλά». Η αγωνία κι ο πόνος του μού ήρθαν σα ριπή φλόγιστρου.
«Τι έχει;».
«Γεννήθηκε πρόωρο. Έχει βαρύ αναπνευστικό πρόβλημα. Δεν είναι βέβαιο αν θα ζήσει. Το είχανε σε θερμοκοιτίδα, μα δεν αντέχαμε να μην το ‘ χουμε μαζί. Το πήραμε σπίτι κι ας κοστίζει το μισό μισθό μου. Μας έδωσαν κάτι μπουκάλες, για ώρα κρίσης. H γυναίκα μου, η Λάρα, ξέρει από νοσηλευτικά. Έρχονται και γιατροί. Δεν το ακούτε το παιδί εσείς, ούτε καν εμείς. Δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρει».
Τώρα ο ιδρώτας έτρεχε σαν ποτάμι από το μέτωπό του στο πάτωμα. Προσπαθούσε να μην κλάψει. Σκουπιζόταν άγαρμπα με τα μανίκια του. Μ΄ έλουσε κρύος ιδρώτας και μένα. Εμένα τον ανικανοποίητο, που με συντάραζαν τα σκαμπανεβάσματα της κάθε εφήμερης σχέσης, τα πείσματα και τα παιγνιδάκια. Και άλλοι τρέκλιζαν στους βαρείς παιάνες της ζωής.
«Τι λένε οι γιατροί;».
«Σε δυο μήνες θα δείξει. Αν αποκατασταθεί η αναπνοή του. Αλλιώς θα πρέπει να υποστηρίζεται μηχανικά, όσο ζήσει. Καταλαβαίνετε. Ψάχνω από τώρα για μια δεύτερη ημερήσια δουλειά, να δώσουμε τη μεγάλη μάχη μας αν έρθουν τα χειρότερα, κι ας δουλεύω εικοσιτετράωρο. Σας είδα σπλαχνικό και μου βγήκε να το μοιραστώ μαζί σας. Δεν έχουμε κανένα δικό μας κοντά».
Ο λίγος ύπνος μου πήγε οριστικά περίπατο. Πάνω από το κεφάλι μου παίζονταν δράματα ζωής και ‘γω ανεύθυνος, αδιάφορος κι αμέτοχος δεν μπορούσα να βοηθήσω σε τίποτα. Μετρούσα τις μέρες με αγωνία, ακούγοντας μόνο τους γδούπους του Τόμας. Οι γονείς του τον πίεζαν τώρα φορτικά να μην με ενοχλεί. Άκουγα συχνά που τον μάλωναν κι αυτό με στεναχωρούσε. Αντίθετα οι νύχτες περνούσαν βασανιστικά ήσυχες και όλα έδειχναν ότι το παιδάκι δε θα ζούσε.
Ύστερα ένα βράδυ κατά τις δύο, που ο Μάικλ ακούστηκε να φοράει τις βαριές μπότες για να πάει στη βάρδια του ένα κλάμα ακούστηκε πάνω μου άγριο και δυνατό, που δονούσε το μαρτυρικό διαμέρισμα. Ένα κλάμα καινούριο, επίμονο κι ασίγαστο, ωδική διεκδίκηση του δικαιώματος της ζωής. Ακολούθησαν ουρλιαχτά χαράς των γονιών, γέλια και κλάματα. Και ύστερα σιγή όλων, ακόμα και του Τόμας, για να ακούν μόνο το κλάμα του μωρού, τούτη τη μονωδία ζωής, τη νίκη στην ανυπαρξία. Σε λίγο φάνηκε στην πόρτα μου ο Μάικλ με ένα φακό τεράστιο, βαρδιάνικο που μου τον έκανε δώρο, δυο ποτήρια και μια μπουκάλα κρασί στο χέρι. Μ’ αγκάλιασε μ΄ όλα αυτά που κρατούσε, ακόμα και το περασμένο στη ζώνη θεόρατο κουμπούρι.
«Θα ζήσει, θα ζήσει, μας άκουσες πιστεύω, θα ζήσει. Βάλε να πιούμε ένα ποτήρι στο πόδι, για την ώρα». Τσουγκρίσαμε. Έκλαιγε σα μικρό παιδί, ελεύθερα, μα τώρα από χαρά. Ούτε εγώ πήγαινα πίσω. Βγήκε τρέχοντας για να γευτεί τις συγκλονιστικές στιγμές του. «Σε προσκαλώ απάνω, όποτε θέλεις, Δεν το ‘κανα ως τώρα. Δεν ήθελα να μας λυπάσαι».