Λονδίνο, 22 Οκτωβρίου 1969
Είμαι η Ντόρις Λέσινγκ. Σήμερα γίνομαι πενήντα χρονών. Θα ζήσω πολλά χρόνια ακόμα, θα γράψω αναρίθμητα κείμενα, θα ταξιδέψω, θα γνωρίσω πλήθος ανθρώπων, θα επιστρέψω στη χώρα της εφηβείας μου, τη Ροδεσία, θα με τιμήσουν με το Νoμπέλ λογοτεχνίας.
Σήμερα όμως δεν γνωρίζω τίποτα από αυτά, κανείς μας δεν μπορεί να δει το μέλλον. Σήμερα νιώθω φόβο και μια ύπουλη μελαγχολία να με κυκλώνει. Περπατάω στο Χάμστιντ Χιθ, κάνω έρευνα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, κάθομαι το σούρουπο στην πίσω αυλή με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι και αναπολώ, αναλύω, καταγράφω γεγονότα, στιγμές, επαφές, χαρές και πίκρες. Και μόνο το κενό με τρομάζει τίποτε άλλο. Πάντα πάσχιζα να μην υπάρχουν κενά στη ζωή μου, να είναι οι μέρες μου, οι ώρες μου πλήρεις εμπειριών και σκέψεων. Σήμερα γίνομαι πενήντα χρονών και όπως κάθε άνθρωπος μέσης ηλικίας κάνω τον απολογισμό μου.
Τα λόγια και τα κείμενα κυριαρχούν στη ζωή μου. Γράφω από πιτσιρίκα, κρατάω ημερολόγιο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γράφω για να γίνω ολόκληρη, για να ενώσω τα κομμάτια που συναποτελούν τη ζωή μου. Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό αν έλεγα «τις ζωές μου»; Η Αφρική της νιότης μου, ο πρώτος μου γάμος, τα παιδιά που εγκατέλειψα, ο έρωτας μου για τον Λέσινγκ, οι σύντροφοι από το Κομμουνιστικό Κόμμα – τμήματα του παρελθόντος μου που προσπαθώ να καταλάβω, να εξηγήσω, να συνθέσω.
Μόνο η σιωπή με φοβίζει, τίποτε άλλο.
Νιώθω ότι έχω μιλήσει πολύ. Έχω γράψει κι έχω μιλήσει πολύ. Κι έχω αλλάξει μιλώντας και γράφοντας. Δεν κατάφερα να αλλάξω τον κόσμο όπως ονειρευόμουν, ούτε τους άλλους όπως ήλπιζα, άλλαξα όμως τον εαυτό μου. Έχω μιλήσει, έχω διαφωνήσει, έχω συμβουλεύσει, έχω αμφισβητήσει, αναιρέσει, δηλώσει, μαλώσει, γράψει και σβήσει. Έχω επιτρέψει στον εαυτό μου να λιώσει, να ρευστοποιηθεί μέσα από τις διαδικασίες τής ομιλίας και της γραφής: λόγια και κείμενα δένουν τα κομμάτια τού είναι μου, ενοποιούν την ταυτότητά μου.
Οι άνθρωποι που αγαπώ, τα παιδιά και οι γονείς μου, οι φίλοι, οι άνδρες που ερωτεύτηκα, οι γυναίκες που με επηρέασαν, πρέπει κι αυτοί να συνδεθούν σαν τελίτσες μέσα μου, να ολοκληρώσουν το παζλ της ζωής μου, τα σώματα που συνθέτουν τον προσωπικό μου αστερισμό.
Γράφω για να καταφέρω να γίνω ένα. Λέω μόνο την αλήθεια, όπως τη νιώθω εγώ. Δεν έχω σκοπό να διδάξω κάτι, ούτε να δείξω τον δρόμο σε κάποιον. Μόνο εμένα θέλω να εκθέσω, μα καθώς περνούν τα χρόνια, καθώς βγαίνουν από μέσα μου τα λόγια και κατασκευάζονται οι καινούργιες ιστορίες, συνειδητοποιώ πως φωτίζω εμπειρίες, συναισθήματα, επιθυμίες κοινές στις γυναίκες. Κι έτσι μιλώντας για μένα, μιλώ και για τους άλλους, εκφράζω την εποχή μου.
Διαπερνώ το φίλτρο του ψεύδους και της υποκρισίας που καλύπτει τις σχέσεις των φύλων. Τα κείμενά μου δεν εξιδανικεύουν, δεν ωραιοποιούν τη Γυναίκα, δεν συντηρώ τον μύθο που έχουν χτίσει οι άντρες για μας. Τολμάω. Μιλάω με ευθύτητα κι αμεσότητα για τη γυναικεία αλήθεια, αερίζω όλα μας τα μυστικά, αποκαλύπτω αυτά που πραγματικά κουβεντιάζουν οι γυναίκες όταν πίνουν το τσάι τους στην βεράντα τα απογεύματα της Κυριακής, όταν μαγειρεύουν το δείπνο του Σαββάτου στην κουζίνα τους, όταν ακουμπούν το κουρασμένο τους κορμί στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, όταν εμπιστεύονται ψιθυριστά τις ενδόμυχες σκέψεις τους στην αδερφή, την καλύτερη φίλη, τον εραστή. Φέρνω στο φως όσα πραγματικά σκέφτονται, εύχονται κι ελπίζουν για τον άντρα που αγαπούν, τον γάμο, την μητρότητα, την ερωτική επιθυμία.
Η αλήθεια μου τρομάζει. Κάποτε τρόμαζε κι εμένα την ίδια. Ίσως επειδή η φωνή μου είναι γυναικεία κι έχουμε όλοι συνηθίσει να μην υψώνονται πολύ οι γυναικείες φωνές. Οι άντρες θυμώνουν, κάποιοι με κατηγορούν πως τους μισώ. Οι γυναίκες φοβούνται, πιστεύουν ότι προδίδω το φύλο μου. Θα χρειαστεί να περάσουν χρόνια, δεκαετίες για να με συγχωρέσουν οι γυναίκες, για να ξεπεράσουν το γεγονός πως απογυμνώνω τον αληθινό τρόπο που σκεφτόμαστε. Καταστρέφω την εικόνα που κρατούν οι άντρες στο μυαλό τους για μας σαν πολύτιμο φυλαχτό, χαλάω τη ροζ συνταγή.
Οι ηρωίδες μου θυμώνουν, οργίζονται, μισούν. Αισθάνονται την καταπίεση των ρόλων που καλούνται να ενσαρκώσουν –το καλό κορίτσι, η γεμάτη κατανόηση κι αυτοθυσία μάνα, η αφοσιωμένη σύζυγος, η σοφή ηλικιωμένη– και γεμίζουν οργή, μνησικακία, περιφρόνηση. Μπορούν να είναι επιθετικές, σκληρές, περιπαιχτικές ή αδιάφορες για τον πόνο των άλλων. Ακριβώς όπως οι άντρες.
Με κατηγορούν για έλλειψη θηλυκότητας. «Πώς μπορεί να σκέφτεται έτσι μια αληθινή γυναίκα;» αναρωτιούνται. Έχω κάνει πολλούς εχθρούς, άντρες και γυναίκες, ακόμα και κάποιες που αυτοαποκαλούνται φεμινίστριες, ναι ακόμα κι αυτές πιστεύουν πως, λέγοντας την αλήθεια, αφήνω κατά κάποιον τρόπο τις γυναίκες εκτεθειμένες στα μάτια των αντρών, ανυπεράσπιστες. Η υποκρισία ήταν πάντα καλός σύμμαχος της γυναίκας.
Το πλαίσιο του «Απελευθερωτικού Κινήματος των Γυναικών» είναι στενό για μένα, με περιορίζει, με πνίγει. Το ίδιο και το Κομμουνιστικό Κόμμα, νιώθω πως δεν χωράω πουθενά. Όλα τα δοκιμάζω κι όλα τα ξεπερνάω κάποια στιγμή, βγαίνω πάλι στην επιφάνεια. Δεν μου αρέσουν οι έτοιμες ταυτότητες, απεχθάνομαι τις μάσκες. Θα περάσουν δεκαετίες μέχρι να με καταλάβουν, να με δικαιώσουν.
Σήμερα γίνομαι πενήντα ετών και έχω πολλούς εχθρούς, πιστούς φίλους κι αναγνώστες φανατικούς. Δεν μπορείς να με αγνοήσεις: ή με αγαπάς ή με μισείς. Τίποτε άλλο.
Έχω μιλήσει κι έχω γράψει πολύ. Έχω αγαπήσει πολύ. Έχω δεθεί με ανθρώπους, ιδεολογίες, τόπους. Έχω συμφωνήσει, διαφωνήσει, δογματίσει, ερωτευθεί ιδέες και άντρες με παραφορά.
Ο Λέσινγκ ήταν ο πρώτος μου αληθινός έρωτας. Με μύησε στον Μαρξισμό, μια ιδεολογία που αρχικά με μάγεψε. Ο τρόπος των μαρξιστών να τα συνδέουν όλα μεταξύ τους, να μην αφήνουν περιθώριο στην τυχαιότητα, η ανάλυση σημαντικών γεγονότων ως αποτέλεσμα πολλών μικρών συμβάντων που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο μεγάλο, το σπουδαίο, το πανανθρώπινο. Εκπαίδευσα το μυαλό μου να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο, προσπάθησα στις ιστορίες μου να αναδείξω και να συνδέσω τα μικρά, καθημερινά, κι ασήμαντα, με τα σπουδαία: στην πολιτική, την οικογενειακή μυθολογία, την προσωπική ιστορία.
Ο έρωτάς μου για τον Λέσινγκ βάθυνε – η γέννηση του παιδιού σφράγισε τη σχέση μας, την ίδια στιγμή που η γοητεία του Μαρξισμού ξέφτισε. Η διάλυση των πρώην κόκκινων φίλων σε ομάδες κι ομαδούλες, η ανικανότητά τους να σεβαστούν τις βασικές αρχές της ιδεολογίας τους, με απογοήτευσε. Είμαι άνθρωπος με έντονα πάθη, ενθουσιάζομαι κι απογοητεύομαι εύκολα. Συχνά σκέφτομαι πως μοιάζω στα παιδιά που μόλις απομαγεύονται από κάτι ή κάποιον, χάνουν ολότελα το ενδιαφέρον τους, στρέφονται αλλού για να μην επιστρέψουν ποτέ στο αρχικό αντικείμενο του πόθου.
Σήμερα γίνομαι πενήντα χρονών. Εδώ και είκοσι χρόνια ζω στην Αγγλία, τον τόπο γέννησης των γονιών μου. Το 1954 μου έδωσαν το βραβείο Σώμερσετ Μωμ για τις νουβέλες μου με τον τίτλο Πέντε. Ένιωσα μεγάλη υπερηφάνεια. Κατά τη διάρκεια της ζωής μου θα τιμηθώ με πολλά ακόμη λογοτεχνικά βραβεία, αλλά σήμερα δεν το ξέρω αυτό. Όλα αυτά θα έρθουν πολύ αργότερα, την δεκαετία του ’80, και του ’90. Το 2007, λίγα χρόνια πριν το θάνατό μου θα με τιμήσουν με το Νoμπέλ λογοτεχνίας.
Σήμερα όμως είμαι πικραμένη από τους κριτικούς και θυμωμένη για την υποδοχή του Χρυσού
ημερολογίου μου. Απορρίπτω την αυθεντία, γράφω οργισμένα άρθρα εναντίον του τρόπου με τον οποίο ασκείται η λογοτεχνική κριτική, εναντίον της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που πνίγει την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία, παράγοντας συμβιβασμένους συγγραφείς και κριτικούς, επιβραβεύοντας μέτρια βιβλία.
Ανάξιους τους θεωρώ να κρίνουν τα βιβλία μου. Διαβάζουν το έργο μου αποσπασματικά, χωρίς τις γνώσεις που απαιτούνται για να το κρίνουν. Δίχως να έχουν επισκεφθεί ποτέ την Αφρική μιλούν για το βιβλίο μου Τραγουδάει
το χορτάρι, προσπαθώντας απλώς να το εντάξουν σε όσα ήδη γνωρίζουν για τη γυναικεία λογοτεχνία, σε αποδεκτά ή απορριπτέα σχήματα για το τι είναι αξιόλογο και τι όχι. Απεχθάνομαι την αυθεντία, απεχθάνομαι το σύστημα!
Αυτό που δεν ξέρω ακόμα είναι πως τις επόμενες δεκαετίες θα γίνω μέρος αυτού του συστήματος, το έργο μου θα βραβευθεί, θα διδαχθεί στα πανεπιστήμια, θα καταταχθεί στην «προοδευτική γυναικεία λογοτεχνία», θα κατηγοριοποιηθεί.
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής μου θα εμφανιστώ σε λογοτεχνικά φεστιβάλ, θα δώσω συνεντεύξεις σε εφημερίδες, θα φωτογραφηθώ, θα ερωτηθώ για θέματα προσωπικά που καμία σχέση δεν έχουν με το έργο μου, θέματα ανούσια. Θα παίξω το παιχνίδι της δημοσιότητας με δυσφορία, αλλά θα το παίξω, το όνειρό μου να διαβαστούν τα βιβλία μου από χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον κόσμο γίνεται πραγματικότητα.
Φοιτητές σπουδάζουν το έργο μου, γράφουν αναλύσεις για τα κείμενά μου, γνωστοί δημοσιογράφοι με προσκαλούν να μιλήσω στο ραδιόφωνο, εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας κάνουν αφιερώματα στην λογοτεχνική πορεία μου, αναγνώστριες στέλνουν επιστολές λατρείας. Τα βιβλία μου συνεχίζουν να ξενίζουν κάποιους κριτικούς που με αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Ποτέ δεν θα με καταλάβουν, δεν θα αναλύσουν τα λόγια μου με τη διάνοια, πάντα με την καρδιά, σκλάβοι του συναισθήματος και των προσωπικών τραυμάτων τους. Βρίσκουν πάντα ελαττώματα, κάποιες φορές τους ενοχλούν οι αναφορές μου στην ψυχική ασθένεια, κάποιες άλλες η ενασχόλησή μου με την πολιτική, σχεδόν πάντα ο τρόπος που παρουσιάζω τις σχέσεις των δύο φύλων – η επιθετικότητα του άντρα προς τη γυναίκα και της γυναίκας προς τον άντρα, η διάθεσή τους να εξευτελίσουν, να υποτάξουν, να εξαφανίσουν ο ένας τον άλλο.
Με βασάνιζε πάντα η ευθύνη που φέρνει η γνώση της θνητότητας. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, αυτό που άντεχα και μπορούσα. Άγγελος ή διάβολος; Τίποτα από τα δύο. Αγωνιζόμουν να ξεφύγω από το βάρος του θανάτου και νιώθοντας συχνά εγκλωβισμένη στα τείχη του ίδιου μου του εαυτού, έφευγα, πέταγα μακριά.
Ως εδώ όμως, δεν μου αρέσει να μιλώ για τα προσωπικά μου. Αν θέλετε να με καταλάβετε, διαβάστε το έργο μου. Είναι όλα εκεί: η δύναμη, τα πάθη κι οι αδυναμίες μου. Δεν έχω λόγους να εξηγηθώ στο τέρας της κοινής γνώμης, που με παραμονεύει από την εφηβεία μου.
Έζησα πολλά χρόνια, είχα την ευκαιρία να κάνω κύκλους στη ζωή μου. Να φύγω, να επιστρέψω και πάλι από την αρχή. Είχα την ευκαιρία να κάνω λάθη, να τα διορθώσω κι ύστερα να κάνω και άλλα καινούργια. Την οικογένεια που εγκατέλειψα την ξαναβρήκα σε μεγαλύτερη ηλικία, την χώρα που με απέρριψε, με εξοστράκισε, την ξαναβρήκα κι αυτή, μεγάλη πια, δικαιωμένη, και χωρίς διάθεση για αντιπαραθέσεις.
Έχω δεθεί με ανθρώπους, ιδεολογίες, τόπους. Έχω συμφωνήσει, διαφωνήσει, δογματίσει, ερωτευθεί ιδέες και άντρες με παραφορά. Έχω αγαπήσει πολύ. Έχω μιλήσει κι έχω γράψει πολύ.
Σήμερα γίνομαι πενήντα ετών και έχω πολλούς εχθρούς, πιστούς φίλους κι αναγνώστες φανατικούς. Δεν μπορείς να με αγνοήσεις: ή με αγαπάς ή με μισείς.
Τίποτε άλλο.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Εύας Στάμου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.