ΙΙI. Ο ΚΥΝΗΓΟΣ (ΣΛΑΠΣΤΙΚ)
Α΄
Το στόμα της Μαρίας ανοιγοκλείνει. Η φωνή της είναι άδεια σαν το πρόσωπό της. Η λέξη της είναι ένα ασπρόμαυρο πουλί (η αγάπη;) που σταμάτησε έξω από το κλειστό παράθυρο.
Είσαι όμορφη Μαρία;
Πώς είναι τα μαλλιά σου;
Πότε σε φιλήσανε πρώτη φορά;
Σε παίρνει ο ύπνος με ανοιχτό το φως;
(που σε κάνει ορατή σ’ ένα ζεύγος μάτια, σ’ ένα παράθυρο απέναντι, μέσα από τη λεπτή κουρτίνα που φυσά ελαφρά ο αέρας, σε μια καλοκαιρινή νύχτα)
Β΄
Θα έμπαινε ελεεινός από αγάπη στο ιερό του δωματίου της, σαν σκύλος σε οστεοφυλάκιο. Το δωμάτιο θα ήταν ζεστό και θα είχε την οσμή ενός μολυβιού (η Μαρία θα μύριζε όμορφα, ξύλινα, οικεία και μελαγχολικά). Εκείνη θα τρόμαζε. Θα σηκωνόταν. Το μαυρόασπρο πουλί, η αγάπη, θα καθόταν επάνω στο κεφάλι της, όπως τα άλογα στην Αθηνά Παρθένο του Φειδία.
Μπούμ!
Θα τον αγαπούσε για πάντα – Αυτή, που μια μουσική την ξεγέννησε απ’ το κεφάλι του, όπως ένα σφυρί την Παλλάδα από το κρανίο του Δία. Θα κοιμόντουσαν αγκαλιά. Θα κοιτούσε το ενύπνιο σάλεμα των ποδιών της. Τ’ ανακατεμένα μαλλιά. Τη μύτη της που ρουθουνίζει.
Γ΄
Η κουρτίνα κουνιέται – μια κάνη προβάλλει. Πώς μάχεται κανείς μ’ ένα φάντασμα;
ΕΚΕΙΝΗ περιστρέφεται σαν έλικα στον άξονα του ρολογιού (τα χέρια ανοιχτά σε μια αγκαλιά). Γύρω και γύρω. Στάσου. Το φλας ανάβει. Ο φωτογράφος τράβηξε το σκοινί και τα χέρια του γέμισαν στάχτη. Αρχίζει να εμφανίζεται το περίγραμμα. Τα μαύρα μαλλιά, ο λαιμός. Και στη μέση μια μουτζούρα. Η Μαρία είναι ολόλευκη, μαρμάρινη κι έχει για πρόσωπο έναν θάμνο.
Δεν είναι ένα άγαλμα αναιμικής σάρκας ομοίωμα; Έχει στάλα αίμα η ιδέα;
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΠΑΝΤΑ Μ’ ΕΝΑΝ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΑΝΔΡΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΑΥΤΟΣ μπήκε στη σκηνή. Ένας προβολέας τον φωτίζει από πίσω. Δεν βλέπουμε το πρόσωπό του. Με τι μοιάζει ο ίσκιος του; Ποιος απ’ όλους; Αλλάζοντας το σχήμα αλλάζει και η σκιά.
Είναι ο Άραβας με το μαχαίρι. Η σκιά του με το τουρμπάνι, μια φαλλική προβολή.
Είναι ο πυγμάχος. Τα χέρια του σαν σπίρτα που θα την πυρπολήσουν.
Είναι ο κυνηγός με το τουφέκι στον ώμο. Τα μάτια του παραμονεύουν μήπως φανεί, σαν ζάρια που φέρανε άσσους.
Αρχίζει να περπατάει με βήμα σίγουρο, αγριεμένος. Σκοντάφτει και πέφτει (σ’ ένα τεντωμένο σκοινί χαμηλά – ακούγονται γυναικεία γέλια - ή σε μια φλούδα μπανάνας – μαϊμού φεύγει χοροπηδώντας προς τα παρασκήνια - ή πατάει τα κορδόνια του που λύθηκαν – βραχνή βλασφημία εκσφενδονίζεται προς τον αόρατο εχθρό από το κόκκινο λάστιχο της γλώσσας του μέσα από τις πολεμίστρες δυο σειρών δόντια). Από την τσέπη του χύνονται στο πάτωμα με θόρυβο μια τσατσάρα, ένα ξυράφι, μια οδοντόβουρτσα, ένα μπουκάλι άρωμα. Πιάνει το μπαστούνι του τυφλού και προσπαθεί να σηκωθεί.
Δεν είναι ένα άγαλμα αναιμικής σάρκας ομοίωμα;
Δ΄
Στο δωμάτιο στέκει το πορτραίτο της Μαρίας στην ομορφότερη ώρα της: μπροστά στον καθρέφτη. Μια διπλή προτομή, ανακλώμενη πάνω και κάτω, που κρατάει ένα λουλούδι σαν ντάμα κούπα κι έχει μπροστά στα μάτια ένα άσπρο πέπλο. Εκείνος σαν βαλές πλησιάζει με το μαχαίρι να κόψει το φιογκάκι ενός απείρου που τον βασανίζει. Αγάπη μου, λέει, μπορώ να σε κοιτάξω;
«Όχι εδώ. Θα περιμένω στο νερό».
Η Μαρία πέφτει απ’ το παράθυρο πετώντας στον αέρα σαν τραπουλόχαρτο. Αυτός βγάζει από το συρτάρι μία μεγάλη βούρτσα και καθαρίζει τα παπούτσια του σχολαστικά. Οι τρίχες του αλόγου φέρνουνε γούρι.
Ε΄
Ο κυνηγός μπαίνει στο δάσος. Σε κάθε βήμα οι μαύρες πλαστικές γαλότσες χώνονται στη λάσπη. Χαμηλά στο πεδίο, γύρω από τα ψηλά δέντρα, η ανάσα της απλώνεται σαν μια ομίχλη τριχωτής σιωπής. Τι κι αν το δάσος είναι η Αθήνα την αυγή και τα παπούτσια του δυο καλογυαλισμένα, δερμάτινα καφέ σκαρπίνια; Πού και πού στον δρόμο είναι ένας νερόλακκος απ’ τις βροχές, σε κάποιο παράθυρο αυτού του κόσμου εκείνη κοιμάται, και στο κεφάλι του αχνίζει η βαθιά αναπνοή της - μυστική, μακρινή και ζεστή σαν τα στατικά παράσιτα που φωλιάζουν στο ακουστικό ενός τηλεφώνου. Θα την αναζητούσε. Θα έφτανε στην πλατεία μιας άγνωστης πόλης
ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
Θ’ άνοιγε την πόρτα της εκκλησίας και αντίκρυ στο βάθος θα ήταν άλλη μια πόρτα ανοιγμένη σαν πύλη προς τη θάλασσα. Κάτω ριγμένα στον διάδρομο του ναού απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι το νερό θα ξάπλωναν τα μαύρα, μακριά μαλλιά της.