Επτά νέα ποιήματα

Επτά νέα ποιήματα

Ανεμογεννήτρια

Τε­λειώ­νει το με­λά­νι. Κι η πέν­να μου από ξύ­λο σφε­ντα­μιού. Να προ­λά­βω, με τις τε­λευ­ταί­ες στα­γό­νες. Αλ­λά και πά­λι δεν χρειά­ζε­ται να βιά­ζο­μαι. Εί­ναι ένα μυ­στι­κό νε­ρό, κρου­νός κε­λα­ρυ­στός και κα­ταρ­ρά­χτης – άλ­λοι το λέ­νε «αί­μα της Σε­λή­νης». Πέ­φτει χρυ­σό και κυα­νό, μού­σκε­μα οι πλά­κες της αυ­λής, τα δέ­ντρα γύ­ρω μού­σκε­μα κι οι πέ­τρες. Βα­θειά στην καρ­διά του λόγ­γου, τσα­κά­λια ανά­βου­νε το κλά­μα τους.

Πο­λύ­φυλ­λη ησυ­χία, θα­λασ­σι­νή μου ορ­φά­νια, βου­τώ την πέν­να στα νε­ρά σου. Γρά­φω την πέ­τρα της σιω­πής, γρά­φω την λέ­ξη που εί­ναι κρύ­πτη της ψυ­χής. Ση­κώ­νε­ται άνε­μος, όλα κλί­νουν το γό­νυ.

Ανεμογεννήτρια, ΙΙ

Τώ­ρα εί­ναι γέ­ρος στα στερ­νά του ο Ρή­σος. Τα κόκ­κα­λά του έχουν γε­μί­σει πίσ­σα της νυ­χτός, τα αστρα­φτε­ρά του πέλ­μα­τα έχουν γί­νει σί­δε­ρο. Τον παίρ­νω στο ανα­πη­ρι­κό κα­ρό­τσι βόλ­τα ώς την ακρο­για­λιά. Η ανα­τρι­χια­στι­κή φω­νή του, θρεμ­μέ­νη με αί­μα αθώ­ων ζω­ντα­νών, έχει γί­νει βούρ­κω­μα στα μα­γνη­τι­κά του, πά­λαι πο­τέ ηλε­κτρο­φό­ρα μά­τια.

Απέ­να­ντι το βου­νό στο ηλιο­βα­σί­λε­μα κι η κο­ρυ­φο­γραμ­μή του τρυ­φε­ρή κυ­λά­ει δά­κρυ στο μού­χρω­μα. Οι έξι ανε­μο­γεν­νή­τριες που εγκα­τέ­στη­σαν εκεί αλέ­θου­νε τον ορί­ζο­ντα, όπως τρι­πλό­κα­μα χτα­πό­δια με πλο­κά­μια μα­χαί­ρια. Τό­τε ο Ρή­σος ανα­τα­ρά­ζε­ται και για λί­γο βρί­σκει τον εαυ­τό του. Τα μά­τια των γεν­νη­τριών, ηλε­κτρι­κές πορ­φυ­ρές λυ­χνί­ες ανα­βο­σβή­νουν. «Πού εί­ναι ο εσπε­ρι­νός αστέ­ρας;», ακού­γε­ται στριγ­γιά η κραυ­γή του. «Δί­χως αυ­τόν πώς θά ’ρ­θει η νύ­χτα, να βγω να κυ­νη­γή­σω;»

Γέρ­νει το κε­φά­λι και κλαί­ει. Τον χαϊ­δεύω απα­λά. Τα μά­τια του ανα­βο­σβή­νουν. «Πά­με», του λέω, «Πα­τέ­ρα, εί­ναι ώρα για ύπνο μι­κρέ μου». Κά­θε βρά­δυ με πη­γαί­νω βόλ­τα στο ηλιο­βα­σί­λε­μα. Με το ανα­πη­ρι­κό κα­ρό­τσι.

Ανεμογεννήτρια, ΙΙΙ

«Ήρ­θες για να μου κλεί­σεις τα μά­τια;», τραύ­λι­σε ο γε­ρό­λυ­κος βρα­χνά.
Γύ­ρω νυ­χτε­ρι­νά, Αυ­γου­στιά­τι­κα δέ­ντρα, με κρό­τους και θρο­ΐ­σμα­τα πα­λιών που­λιών.
Με το αση­μέ­νιο δί­χτυ των τρι­ζο­νιών ντυ­μέ­να.
Το λυ­κό­που­λο πλη­σί­α­σε.
Απέ­να­ντι, οι ανε­μο­γεν­νή­τριες σα­κα­τεύ­αν το φεγ­γά­ρι.

Γενεαλογία, I

Λεί­ψα­νο έν­δο­ξου κα­λο­και­ριού, του τζι­τζι­κιού απο­μει­νά­ρι
κέ­λυ­φος άδειο κο­χυ­λιού, κορ­μί, σβη­σμέ­νο μου φα­νά­ρι
στην ερη­μιά πού τρι­γυρ­νάς, πες μου, ποιό μυ­στι­κό σου πνί­γεις
στα θυ­μω­μέ­να κύ­μα­τα, με τόλ­μη, ηλιο­τρό­πιο ν’ ανοί­γεις

ή μπα­τα­ρία λί­θι­νη στης άμ­μου τα πη­γά­δια απο­ξε­χα­σμέ­νη
ν’ αφή­νεις λά­δια γκρί­ζα από την μέ­ρα σου την προ­ο­ρι­σμέ­νη
και μές στον ήλιο εκεί­νο κρύ­σταλ­λο, στου αί­μα­τός σου το χρώ­μα
ν’ αστρά­φτεις θε­ρι­νό θαυ­μα­στι­κό σε φθι­νο­πώ­ρου χώ­μα.

Τ’ όνει­ρο τί­νος πε­τάγ­μα­τος εντός σου έχει τσα­κί­σει
κι όπως φτε­ρού­γα γα­λα­νή έχει το βλέμ­μα σου γυ­ρί­σει
σε μου­σι­κή του πορ­φυ­ρού και­ρού, ίδιου του καρ­που­ζιού καρ­διά.

Ενός και­ρού πα­ντο­τει­νού, που δεν υπήρ­ξε, μα εί­ναι η λύ­ση
για να εν­νο­είς στο ανεί­πω­το, θρυμ­μα­τι­σμέ­νη σου την φύ­ση.
Του χρό­νου δέ­ντρο θα­λε­ρό, τρί­σβα­θο πλού­τος, δρό­σος κα­ρυ­διά.

Γενεαλογία, ΙΙ

Για­τί ’σαι ολό­χρυ­σο ξε­ρά­γκα­θο στην μαύ­ρη πέ­τρα του χρό­νου
άλ­λο­τε πά­λι τρυ­φε­ρό κυ­κλά­μι­νο στης Eκ­κλη­σί­ας την λι­θο­δο­μή
κι εί­ναι φο­ρές που αρά­χνη πλέ­κεις το υφα­ντό τού χρό­νου
στις γυά­λι­νες προ­σό­ψεις ου­ρα­νο­ξυ­στών χα­ρά­ζο­ντας ρωγ­μή –

(Μες στην ψυ­χή μας γόρ­δια δε­σμά υφά­να­νε τα χρό­νια
παι­δού­λα σέρ­νε­ται με σι­δε­ρέ­νια σφαί­ρα στα σφυ­ρά
κι όσα μας κα­τα­φλέ­γουν από τα οθό­νια τε­μέ­νη, γλα­φυ­ρά
τσι­ρί­ζου­νε αη­δό­νια plexiglass, πέ­φτου­νε χη­μι­κά γλα­ρό­νια.)

« Έξελ­θε εκ της γης σου και της συγ­γε­νεί­ας σου», άκου­σε ο προ­πά­τωρ
«και εκ του οί­κου του πα­τρός σου», τον Με­γά­λης Βου­λής Άγ­γε­λο.
Έλα λοι­πόν, γδύ­σου κι εσύ το θέ­λη­μά σου κι όντας αυ­το­κρά­τωρ
ακού­μπη­σε το ατε­λέ­σφο­ρο σπα­θί σου στο άγιο τε­τρα­βάγ­γε­λο.

Για­τί γεν­νή­θη­κες πι­κρό χορ­τά­ρι στην βουή του ανέ­μου
σμί­ξε την ρί­ζα σου στον μέ­γα Δρύ. Τύ­μπα­να ακούω πο­λέ­μου

Γενεαλογία, ΙΙΙ

Πώς γύρ­να­γα, θα πω, χω­ριά και πο­λι­τεί­ες
πώς έφτια­χνα δι­καιο­λο­γί­ες, προ­φά­σεις αστεί­ες
μην ψά­ξω μέ­σα μου και βρω την πρώ­τη ρί­ζα
φο­βό­μου­να στην αυ­τα­πά­τη μου την γκρί­ζα

να βρω την πρώ­τη φλέ­βα αυ­τού του πό­θου
αιχ­μά­λω­τος του τε­χνη­τού μου βί­ου του νό­θου.
Δεν εί­χα νοιώ­σει το μα­χαί­ρι του γρα­φτού:
«εχθροί του αν­θρώ­που οι οι­κια­κοί αυ­τού.»

Πέ­ρα­σα χώ­ρες μα­κρι­νές, νυ­χτε­ρι­νές πλα­τεί­ες
όπως βαρ­βά­το άλο­γο δε­μέ­νο με σκοι­νί
γυρ­νώ­ντας γύ­ρω από το δέ­ντρο εσέ­να – μα η φω­νή

μέ­σα στο Βή­μα της καρ­διάς, φα­νέ­ρω­νε γε­λοί­ες
όλες μου τις από­πει­ρες και κάρ­βου­νο το κό­στος.
Γιε μου, πα­τέ­ρα, τώ­ρα φεύ­γω: «ὤλε­τό μοι νό­στος.»

Ίκαρος

† 16.10.2016, Σω­τή­ριος Α., σμη­να­γός

Δεν ήτα­νε από κε­ρί τα δρο­σε­ρά φτε­ρά σου
πα­ρά από σύν­νε­φο και πέ­σα­νε στην πα­τρι­κή σου γη.
Γί­ναν βρο­χή ψι­χα­λι­στή στην κρύα ομί­χλη, στην σι­γή
μα­ζί με το αί­μα σου άφο­βο, την παι­δι­κή χα­ρά σου.

Χα­ρο­κα­μέ­νη, ωραία μη­τέ­ρα, συλ­λο­γί­στη
πως τού­τα γί­να­νε ανή­με­ρα του Αγί­ου Λογ­γί­νου
εκα­το­ντάρ­χου του Πι­λά­του που απο­κε­φα­λί­στη
κα­θώς αντί­κρυ­σε απά­νω στον Σταυ­ρό, σ’ ώρα κιν­δύ­νου

και ψυ­χο­μα­χη­τού, το Θείο Σώ­μα να μα­τώ­νει.
Και σκέ­φτη­κε την Κα­πα­δό­κισ­σα που βρή­κε
τυ­φλή, στην κό­προ το κε­φά­λι του – να ορ­θώ­νει
κορ­μί και πά­λι φως στα μά­τια εί­χε.

Κι όπως εκεί­νη εί­δε τον Άγιο στ’ όνει­ρό της
μα­ζί με το παι­δί της το νε­κρό, λε­λα­μπρυ­σμέ­νους
εί­πε, Σω­τή­ρη μου, πώς αδι­κο­χα­μέ­νος
μπο­ρεί να εί­σαι, αλ­λά στου κοι­μη­τη­ρί­ου

την λι­θί­νη σι­γή δεν βα­σι­λεύ­ει ο εξω­μό­της
κι ο θά­να­τος δεν εί­ναι κρά­τος κι αιω­νιό­της.
Σι­γο­και­γό­τα­νε το δά­κρυ κι ο καη­μός της
στις φλό­γες κα­ντη­λιών του Οκτω­βρί­ου.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Δη­μή­τρη Κο­σμό­που­λου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: