Ξεροί αέρηδες, γλάροι που παραπονιούνται
πάνω απ’ τους κορφιάδες.
Αδιάβαστα γράμματα, στιβάδες από άνθη κερασιάς.
Δεν σ’ έβλεπα πουθενά.
Ο ποιητής Λαρς Γκούσταβ Άντερσον
Ήσυχη εβδομάδα
Ένας χαμένος χρόνος
Δεν είχα σχεδόν ποτέ το δίκιο.
Τηλεφωνάς και μου λες για τον πόλεμο που σύντομα θα ξεσπάσει.
Μου χαμογέλασε τότε, με δέχτηκε με το χέρι της πρώτα, με το στόμα μετά.
Η μέρα χτίζεται από μέσα.
Βλέπω πάνω σου ότι δεν με πιστεύεις.
Έγραψα ότι η ζήλια οξύνει τις αισθήσεις, αλλά σκεφτόμουν κάτι άλλο.
Γράφω το όνομά μου και το διαγράφω.
Γράφω το όνομά σου και το διαγράφω.
Αυτό είναι το πρώτο πρωί· ίσως ν’ αποτύχω
Υπάρχει μια γη που μας περιμένει, ένας αιώνας άλλου είδους.
Αυτή σκουπίστηκε, έγειρε το κεφάλι σαν σε προσευχή.
Ένα αγόρι έτρεχε στον δρόμο, κυνηγημένο από τον διώκτη που θα γινόταν και αυτό.
Ρωτάς αν θα συνεχίσουμε, αν θα πιστέψουμε σ’ αυτό.
Γνέφω, σε αντιμετωπίζω έτσι, δεν με πιστεύεις βέβαια, αλλά σε αντιμετωπίζω με τον τρόπο αυτόν.
Με ρωτάς αν πιστεύω και σε αγγέλους.
Κρατώ το χέρι του παιδιού σφιχτά, βγαίνουμε έξω σε μια μέρα που είναι γκριζομέταξη σαν παλιό ξύλο,
με θαμπό φως, είναι πολύ πιο σιωπηλός
ο περίπατος εδώ απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω.
Ρωτάς για χαμένα χρόνια, δείχνω προς άλλη κατεύθυνση.
Στο όνειρο γελούσαμε μαζί.
Τώρα στρέφεται στον ύπνο της.
Ήμουν παιδί τότε και είδα την καταστροφή.
Μια πεταλούδα κινείται στην κάτω άκρη της εικόνας.
Ξύπνησα πάρα πολύ νωρίς, η χώρα ήταν γαλήνια.
Δεν θυμάμαι καμιά ακτή από κείνον τον καιρό, κανένα νερό, μόνο μια σειρά σπίτια με ψευδοπαράθυρα.
Με κατέκρινες επειδή ξεχνώ.
Το στενό δρομάκι έβγαζε ξαφνικά σε μια πλατεία που έμοιαζε μεγάλη σαν θάλασσα.
Τα παιδιά εδώ ήταν δίχως πρόσωπο.
Μια γαλατένια ομίχλη κάλυπτε τα δέντρα.
Του πρόσφερε το στήθος της, η νύχτα δεν είχε διαλυθεί ακόμη.
Αυτές είναι λοιπόν οι λέξεις που έχω;
Το σπίτι αυτό είναι άδειο.
Ο ήλιος, τα δέντρα, το παράθυρο – ένα πρωί δίχως ενοχές.
Διασχίζαμε μια γέφυρα, και τίποτε να γράψω γι' αυτό,
η γεύση του αιδοίου σου μετά,
το φως μέσα από τη νύχτα.
Ταξιδιωτική ανάμνηση
Ο ήλιος λάμπει μέσα στην ομίχλη.
Οι πόλεις είναι πράσινες.
Τίποτε δεν έχει γραφτεί γι’ αυτές.
Κάποιος περπατά δίπλα στον εαυτό του·
η καρδιά του χτυπά με διπλούς παλμούς.
Οι ταξιδιώτες αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους.
Η γλάστρα δεν σπάει.
Τα ίχνη οδηγούν πάντα σε δύο κατευθύνσεις συγχρόνως.
Η τάξη των πραγμάτων
Το καλοκαίρι καψαλισμένο ήδη στις άκρες.
Τα άνθη στις πασχαλιές μαράθηκαν και μια
κάργια χαράζει την κυριακάτικη σιωπή.
Γράφω: «Η πέτρα εσωκλείει τον εαυτό της»
και εννοώ έτσι ότι έχει ταξιδέψει.
Μυρίζει καπνό φωτιάς και φρέσκο χορτάρι.
Η συνουσία ήταν σύντομη και σιωπηλή. Η βιασύνη ήταν
δική μας, και η πείνα.
Ο Lars Gustaf Andersson (γεν. 1960) είναι Σουηδός ποιητής και κριτικός. Από το 1986 έχει δημοσιεύσει εφτά ποιητικές συλλογές. Είναι καθηγητής κινηματογραφικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Λουντ, στη νότια Σουηδία, όπου και ζει. Τα ποιήματα στον «Χάρτη» δημοσιεύονται για πρώτη φορά.