Νούρι αλ Τζαράχ: «Μια βάρκα για τη Λέσβο» & άλλα ποιήματα

{6 λεπτά}
Νούρι αλ Τζαράχ: «Μια βάρκα για τη Λέσβο» & άλλα ποιήματα

Μια βάρκα για τη Λέσβο

(Τρα­γού­δι)

Είδα την αστραπή στην ανατολή.
Έλαμψε μόλις για μια στιγμή
και μου φάνηκε παράξενη.
Είδα τον ήλιο στο αίμα της,
βρεγμένο,
τη θάλασσα ταραγμένη,
και το χθες κλεμμένο από τα βιβλία.

Φωνή

Δρα­πε­τεύω από το θά­να­το στην κα­ρό­τσα του θα­νά­του.
Ο ου­ρα­νός με εκτο­ξεύ­ει μα­κριά με σκι­σμέ­να φτε­ρά.
Πέ­φτω με θό­ρυ­βο στο αί­μα μου
και
στο δι­κό της
αί­μα.
Κα­ταρ­ρέω
και κερ­δί­ζω την απου­σία μου.
Και τώ­ρα στη Δα­μα­σκό
έχω δυο φω­το­γρα­φί­ες.
Στη πρώ­τη,
μια γρο­θιά σπά­ει την πόρ­τα,
αι­μορ­ρα­γεί.
Στην άλ­λη, ένα μα­τω­μέ­νο μέ­τω­πο
τη βρο­ντο­χτυ­πά­ει ακό­μα.
Ενώ εγώ,
όπως με βλέ­πω στην ει­κό­να,
βρί­σκο­μαι στο έδα­φος, πρη­νής
και κοι­τά­ζω προς το πε­πρω­μέ­νο μου.

IV. Τέταρτη πλάκα

Πε­ρί­με­να ένα γράμ­μα από μια άλ­λη πό­λη.
Πε­ρί­με­να τον ήλιο να έλ­θει σε μια επι­στο­λή
και το φεγ­γά­ρι σε μιαν άλ­λη.
Όμως άν­θρω­ποι σκιές, άν­θρω­ποι σκό­νη
σκο­τεί­νια­σαν τη μέ­ρα σου και σκόρ­πι­σαν.
Και τώ­ρα, η δο­λο­φο­νη­μέ­νη νύ­χτα κρύ­βε­ται
στο πνιγ­μέ­νο μας σκο­τά­δι.
Ο ήλιος και το φεγ­γά­ρι,
δυο αδέλ­φια εξα­ντλη­μέ­να.
Αν ήσουν παι­δί του αδύ­να­του χε­ριού μου…
Αν ήσουν το νυ­σταγ­μέ­νο βλέμ­μα μου…
Μά­τι που βλέ­πει και δα­κρύ­ζει…
Μα ήσουν σιω­πή ξα­πλω­μέ­νη στο γρα­σί­δι…
Μυ­στή­ριο μιας σύ­ντο­μης στιγ­μής.
Η ημέ­ρα σου,
μια μοί­ρα που ουρ­λιά­ζει
«Πε­πρω­μέ­νο»
Και η ζωή σου
βρο­χή μέ­σα στη νύ­χτα.

Ελληνική Πλάκα

H προει­δο­ποί­η­ση / Το κά­λε­σμα της Σαπ­φούς

Σύ­ριοι εξα­ντλη­μέ­νοι, εσείς που τρέ­με­τε από το κρύο στις ακτές. Εσείς που πε­ρι­πλα­νιέ­στε, σε όλα τα μή­κη και τα πλά­τη της γης. Μη γε­μί­ζε­τε τις τσέ­πες σας με το χώ­μα των νε­κρών. Εγκα­τα­λείψ­τε ετού­τη τη γη, για να ζή­σε­τε. Πε­θά­νε­τε με­τα­φο­ρι­κά, όχι αλη­θι­νά… Αφή­στε τη γλώσ­σα να σας θά­ψει στις πε­ρι­γρα­φές και στα επί­θε­τα. Μην ξε­ψυ­χά­τε και μη θά­βε­στε στο χώ­μα. Το χώ­μα δεν έχει μνή­μη, πα­ρά μό­νο τη σιω­πή. Τα­ξι­δέ­ψε­τε με τις βάρ­κες προς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση και κερ­δί­στε τον ορυ­μα­γδό, την οχλα­γω­γία της ψυ­χής σας. Με­τά την κα­ται­γί­δα και τη συ­ντρι­βή, ση­κω­θεί­τε πά­νω. Εγερ­θεί­τε, σε κά­θε γλώσ­σα, σε κά­θε βι­βλίο, σε κά­θε επο­χή, και σε κά­θε φα­ντα­σία. Εξυ­ψω­θεί­τε πα­ντού και λάμ­ψε­τε, όπως η αστρα­πή ανά­με­σα στα δέ­ντρα.

Λον­δί­νο 2015-2016

AΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Λέ­σβος 2016)

Κα­νέ­να άλο­γο δεν επέ­στρε­ψε από εκεί­νο το βου­νό.
Και κά­θε αγό­ρι που κα­τά­φε­ρε να φτά­σει σ’ αυ­τήν εδώ την κο­ρυ­φή
Τ’ αρ­πά­ζει ο άνε­μος, κι απα­γά­γει την ηχώ του.
Κα­νέ­να άλο­γο και κα­νέ­να αγό­ρι δεν επέ­στρε­ψε πο­τέ από αυ­τήν εδώ την κο­ρυ­φή.

Ένα βουνό στη Λέσβο

Αφή­νω το μπλε του ου­ρα­νού
να κά­νει τον πε­ρί­πα­τό του στο λι­μά­νι,
και σκαρ­φα­λώ­νω στο βου­νό,
με μια σπα­σμέ­νη βάρ­κα,
και ένα κλα­δί πι­κρο­δάφ­νης.
Φτά­νο­ντας στο κά­στρο, ψά­χνω
να βρω το δέ­ντρο των ευ­χών.
Πε­ρι­φέ­ρο­μαι
με σχι­σμέ­νη ικε­σία
και κομ­μα­τια­σμέ­νη καρ­διά.
Πε­ρι­πλα­νιέ­μαι ακό­μα
Σε ποιον μπο­ρώ να ομο­λο­γή­σω τον πό­νο μου
σε ποιον να αφη­γη­θώ όλα εκεί­να που έζη­σα και εί­δα;
Τί­πο­τα δεν υπάρ­χει εδώ
πέ­ρα από σκι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα
Σαν τα που­λιά
φτε­ρου­γί­ζουν στον αέ­ρα.
Εί­ναι τα γράμ­μα­τα που άφη­σαν πί­σω τους
αγό­ρια και κο­ρί­τσια
από τη Συ­ρία.
κα­τα­τρεγ­μέ­νοι Κούρ­δοι και Για­ζί­ντι
κι απελ­πι­σμέ­νοι Πα­λαι­στί­νιοι…
Μου­σουλ­μά­νοι, Χρι­στια­νοί και όλοι
εκεί­νοι που δρα­πε­τεύ­ουν από τις φλε­γό­με­νες πό­λεις
ή κα­τα­βρο­χθί­ζο­νται απ’ την πα­νώ­λη.
Βα­δί­ζω ανά­με­σα στα συ­ντρίμ­μια του φω­τός
ανά­με­σα στα ουρ­λια­χτά του ανέ­μου
για να συ­να­ντή­σω εδώ
τον άνε­μο του πε­πρω­μέ­νου μου.
Στο όνει­ρο της Δα­μα­σκού
μια επι­τύμ­βια στή­λη
υψώ­νε­ται στο βου­νό
Χα­ρά­ζω πά­νω της
το νε­α­νι­κό μου όνο­μα
και μια αι­μα­τη­ρή επι­γρα­φή
«Εδώ οι τέσ­σε­ρις άνε­μοι έθα­ψαν τον ανα­το­λί­τη πρό­σφυ­γα,
πριν από χί­λια χρό­νια, όταν τον πρό­λα­βε η πλημ­μυ­ρί­δα».

Φτάνοντας στην Αθήνα

Σύ­ριοι στη σκιά της Ακρό­πο­λης

Δεν υπάρ­χει αέ­ρας στην Αθή­να,
δεν υπάρ­χει τί­πο­τα στο δρό­μο
πέ­ρα από τις σκιές εκεί­νων
που κά­θο­νται σ’ ένα κα­φε­νείο.
Πί­νουν τσάι,
και η Ακρό­πο­λη
προ­βά­λει πί­σω από τις πλά­τες τους,
χαϊ­δεύ­ο­ντας με θλί­ψη τα ισχνά κορ­μιά τους…
Άρα­γε εί­ναι νέ­οι από τη Συ­ρία,
ή αρ­χαί­οι τυ­χο­διώ­κτες που πε­ρι­μέ­νουν
το κα­ρά­βι για την Ατλα­ντί­δα;
Νε­α­ροί άν­δρες με μι­κρά σα­κί­δια στην πλά­τη
Πε­ρι­φέ­ρο­νται εδώ και εκεί
μουρ­μου­ρί­ζο­ντας
ακα­τα­νό­η­τα στα κι­νη­τά.
Οι φω­νές τους θυ­μί­ζουν σπα­σμέ­να φτε­ρά.
Εί­ναι νέ­οι
που φεύ­γουν για μια μέ­ρα
κι επι­στρέ­φουν την επό­με­νη.
Στο ίδιο πά­ντα λι­μά­νι
κά­τω από έναν ήλιο που κα­τα­καί­ει την άσφαλ­το,
και ξε­θω­ριά­ζει τους χάρ­τες που κρα­τούν στα χέ­ρια.
Η θά­λασ­σα στε­ρεύ­ει
βάρ­κες ανα­τρέ­πο­νται.
Δεν υπάρ­χει
ίχνος πια από την
Ατλα­ντί­δα στο νε­ρό…
Οι Σύ­ριοι πε­ρι­μέ­νουν κά­τω απ’ τα ερεί­πια της Ακρό­πο­λης.
Δεν υπάρ­χει λι­μά­νι στον Πει­ραιά,
δεν υπάρ­χουν πλοία στη Ρα­βέν­να
και τα μά­τια, δεν βλέ­πουν τί­πο­τα από εδώ,
πα­ρά μό­νο το νε­ρό που τρέ­χει προς την άβυσ­σο της
θά­λασ­σας.
Ο ώμος του Πο­σει­δώ­να έχει λε­ρω­θεί με λά­σπη
το άψυ­χο χέ­ρι του, πλο­κά­μι στα συ­ντρίμ­μια των σκα­φών.
Γύ­ρι­σε στη Σμύρ­νη
ή πέ­θα­νε εδώ κά­τω από τις σκιές της Ακρό­πο­λης
σαν τη γύ­ρη κά­τω από τις δάφ­νες.

Τραγούδια και σονάτες

Αστρα­πή στο πα­ρά­θυ­ρο

Σήκω και κοίταξέ με, φίλε μου
Κι ελευθέρωσε την ομορφιά των ματιών σου…
ΣΑΠΦΩ

Ι.

Σή­με­ρα έφτα­σα στο σπί­τι σου.
Η πόρ­τα ήταν σπα­σμέ­νη και τα λου­λού­δια
στον κή­πο λυ­γι­σμέ­να από τον άνε­μο.
Η βρο­χή, γερ­μέ­νη κι αυ­τή, ση­μά­δε­ψε
το πρό­σω­πό μου.
Άρα­γε εί­ναι το σκο­τά­δι του σπι­τιού
αυ­τό που βλέ­πω
ή μή­πως το σκο­τά­δι του ου­ρα­νού;
Το μα­τω­μέ­νο μου χα­μό­γε­λο,
εί­ναι το πρω­ι­νό μου δώ­ρο,
για την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη απου­σία σου.

ΙΙ.

Σή­με­ρα επι­σκέ­φθη­κα το σπί­τι σου,
Η πόρ­τα ήταν κλει­στή,
έτσι του­λά­χι­στον μου φά­νη­κε.
Αλ­λά αυ­τή δεν ήταν η πόρ­τα.
ήταν το χθες, που σαν φως,
δια­περ­νού­σε τις ρωγ­μές του μάρ­μα­ρου.
Εδώ ήταν το κά­θι­σμά σου,
κι οι μι­κρές αγα­πη­μέ­νες σου,
που θά­φτη­καν κο­ντά στο σπί­τι σου,
Τα ερεί­πια του γέ­λιου δια­περ­νούν
την καρ­διά των πε­ρα­στι­κών.

III.

Σή­με­ρα επι­σκέ­φθη­κα το σπί­τι σου.
Έσκυ­ψα μα­ζί με τον αγέ­ρα.
Τα κύ­μα­τα που έσκα­γαν στα βρά­χια
με ζά­λι­σαν,
και οι σπα­σμέ­νες αχτί­δες του μαρ­μά­ρου
τραυ­μά­τι­σαν το χέ­ρι μου με το βέ­λος
του δει­λι­νού.
Τι θό­ρυ­βος εί­ναι αυ­τός;
Έρ­χε­ται από τα τρο­μαγ­μέ­να κύ­μα­τα,
τη συ­ντρι­βή των κα­ρα­βιών πά­νω στους βρά­χους.
Τα πο­δο­βο­λη­τά και τα φτε­ρου­γί­σμα­τα
των μου­σκε­μέ­νων ρού­χων.
Τις φω­νές των παι­διών που χά­θη­καν
στο υγρό βα­σί­λειο του Πο­σει­δώ­να,
τυ­λιγ­μέ­να στα χά­χα­να της άλ­γης.
Επι­σκέ­πτες,
εσείς που πα­ρα­σύ­ρε­στε απ’ τα κύ­μα­τα
και φτά­νε­τε ως εδώ, νε­κροί ή ζω­ντα­νοί.
Ο αφρός βγά­ζει τη γλώσ­σα του,
γλεί­φει το λαι­μό του νε­κρού αγο­ριού
που το σιω­πη­λό κορ­μί του
πί­σω της αφή­νει η θά­λασ­σα.
Σαπ­φώ, υμνή­τρια της αγά­πης και του έρω­τα,
Να, οι μι­κροί σου Σύ­ριοι αγα­πη­μέ­νοι,
φτά­νουν σε σέ­να σιω­πη­λοί κι ανά­λα­φροι,
Η ομορ­φιά τους εί­ναι η αστρα­πή που κα­τοι­κεί στα
πα­ρά­θυ­ρα.
Στρώ­σε για εκεί­νους το τρα­πέ­ζι,
και πες τους το ξε­κά­θα­ρα,
ότι αυ­τό εί­ναι το τε­λευ­ταίο γεύ­μα τους.

——————————

Βλ. Παύ­λος Δ. Πέ­ζα­ρος: «Η πε­ρι­πέ­τεια της προ­σφυ­γιάς και η ποι­η­τι­κή της έκ­φρα­ση»


ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Πέρ­σας Κου­μού­τση ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: