Εισαγωγή στον Νούρι αλ Τζαράχ
Η περιπέτεια της προσφυγιάς και η ποιητική της έκφραση
Μια αναγνωστική προσέγγιση του Παύλου Δ. Πέζαρου
Οι μνήμες είναι ακόμη νωπές από τότε που ξεκίνησε το κακό. Όσοι κατοικούμε σε αυτό τον τόπο, ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε την τραγωδία των Σύριων κ.ά. προσφύγων, όταν άρχισαν να καταφεύγουν από τα Μικρασιατικά παράλια στα πλησιέστερα Ευρωπαϊκά εδάφη, στην προκειμένη περίπτωση στα Ελληνικά νησιά, αναζητώντας ασφάλεια και πρόοδο. Τα γεγονότα είναι ευρύτερα γνωστά. Κανείς δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τις τηλεοπτικές και φωτογραφικές εικόνες και περιγραφές των αλαφιασμένων ανθρώπων που, κατέφθαναν στις ακρογιαλιές των νησιών, επιδιώκοντας να προωθηθούν στις οικονομικά πιο εύρωστες χώρες της Ευρώπης.
Όπως και το σύνολο της κοινωνικής και πολιτικο-οικονομικής ζωής του τόπου μας, η σύγχρονη προσφυγική κρίση δεν άφησε βέβαια αδιάφορη την σύγχρονη ελληνική ποίηση, η οποία, με άξονα τη σχετική θεματογραφία, εκφράστηκε και εξακολουθεί να εκφράζεται από το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ποιητών.
Ποια ήταν όμως η πρόσληψη των γεγονότων που έζησαν στο πετσί τους οι άνθρωποι της άλλης πλευράς; Ποιες ήταν οι παραστάσεις που ενεγράφησαν στις συνειδήσεις τους και μπόρεσαν να εκφραστούν ποιητικά, από την ώρα που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους μέχρι τότε που, όσοι επέζησαν από τις κακουχίες και τις τρικυμίες του Αιγαίου, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε ένα νησί σαν τη Λέσβο, με βαθειά μεν ιστορία και ισχυρές, δοκιμασμένες στο χρόνο, παραδόσεις φιλοξενίας και συμπαράστασης στους ξένους, αλλά πρακτικά αδύναμο να προσφέρει σε όλους ανεξαιρέτως ακόμη κι αυτά τα στοιχειώδη για την ανεκτή διαβίωσή τους;
Ο Σύριος ποιητής Nouri al Jarrah ήταν ένας από αυτούς που πέρασαν από τη Λέσβο. Με το αρχικό, πολύστιχο συνθετικό του ποίημα αλλά και άλλα ποιήματά του, ο ποιητής καταθέτει, με δυνατό ποιητικό λόγο, ένα οδοιπορικό συμβάντων από τη φρίκη του καθημερινού ολέθρου εν καιρώ πολέμου μέχρι τον αφανισμό της φυγής. Στην ουσία, δηλαδή, πρόκειται για ένα ποιητικό χρονικό, εικόνες με λέξεις που προσπαθούν να περιγράψουν το ανείπωτο, έτσι όπως αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη μέσα από φωτογραφίες και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων. Από την άποψη αυτή και μόνο, θα χαρακτήριζα αυτό το συνθετικό ποίημα, συγκλονιστικό!
Καρδιά της βασικής ποιητικής σύνθεσης, θεωρώ ότι είναι ένας ιδιότυπος «διάλογος», ή καλύτερα, η «αντίστιξη» μεταξύ αραβικής και ελληνικής κουλτούρας, που αποδίδεται με τα επτά συν ένα αριθμητικά μέρη, έκαστο τιτλοφορούμενο ως «πλάκα». Υπενθυμίζω ότι ο αριθμός «επτά» θεωρείται φιλοσοφικός αριθμός, κατ’ άλλους «ιερός». Κάθε «πλάκα» περιέχει «φωνές» που, κατά τη γνώμη μου, επέχουν τη θέση των στάσιμων στις αρχαίες τραγωδίες. Αν είναι έτσι, οι «πλάκες» θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με τα εγχάρακτα με ελληνικούς χαρακτήρες μάρμαρα της αρχαιότητας, διάσπαρτα σε όλα τα εδάφη από όπου, στο διάβα της ιστορίας, πέρασε ο Ελληνισμός, αφήνοντας πίσω του παρόμοιες «σφραγίδες» του πολιτισμού του. Επιπλέον, ο ίδιος ο ποιητής επικαλείται την Σαπφώ για να συνδέσει τη Λέσβο με την ποιητική έκφραση, ενώ πιο κάτω αναφέρεται σαφώς στη «θάλασσα των Ελλήνων». Παρόμοιες «αντιστίξεις» εμφανίζονται, λίγο ως πολύ, και στα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως φόρος τιμής στα νησιά του Αιγαίου.
Παρ' όλα αυτά, φαίνεται ότι ο ποιητής, για κάποιο λόγο, επιθυμεί να συνδέσει αυτές τις συνδηλώσεις και με την Παλαιά Διαθήκη, αφού εννοεί τις «Πλάκες» παρόμοιες με τα δύο μαρμάρινα κομμάτια των Δέκα Εντολών που, σύμφωνα με την Ιουδαϊκή θρησκεία, κατέβασε ο Μωυσής από το βουνό.
Αυτές τις «αποκαλυπτικές», ούτως ειπείν, επτά πλάκες ακολουθεί μία, καθαρά ονοματισμένη, ως «Ελληνική» πλάκα, κι αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μία ακόμη «αντίστιξη» στο εμβληματικό αυτό ποίημα.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση που, με το πλήθος των συνδηλώσεων που περιέχει, επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών.
Κατά τα άλλα, τρυφερότητα, νοσταλγία και μελαγχολία, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αραβική ποίηση, διαπνέουν του στίχους των ποιημάτων του. Με συνεχείς επικλήσεις στη Δαμασκό, με την επίμονη αναζήτηση μιας δροσερής γωνιάς ή του κελαηδήματος των πουλιών, ο ποιητής, με μιαν άφατη ευαισθησία, επιστρατεύει συνεχώς τη μνήμη για να κρατήσει ζωντανό τον ομφάλιο λώρο σύνδεσης των προσφύγων με την πατρίδα τους.
—————————————
Βλ. Νούρι αλ Τζαράχ: «Μια βάρκα για τη Λέσβο & άλλα ποιήματα»