Η ελληνική περιπέτεια του Τεντέν

Η ελληνική περιπέτεια του Τεντέν

Ενε­νή­ντα χρό­νια συ­μπλη­ρώ­θη­καν εφέ­τος από την πρώ­τη εμ­φά­νι­ση του Τε­ντέν. Ο πιο διά­ση­μος ρε­πόρ­τερ των κό­μικς έκα­νε το ντε­μπού­το του στις 10 Ια­νουα­ρί­ου 1929, μέ­σα από τις σε­λί­δες του εβδο­μα­διαί­ου έν­θε­του Le Petit Vingtième (Ο Μι­κρός Ει­κο­στός) της βελ­γι­κής εφη­με­ρί­δας Le Vingtieme Siècle (Ο Ει­κο­στός Αιώ­νας). Όχι τυ­χαία η ονο­μα­σία Μι­κρός στο έν­θε­το, αφού απευ­θυ­νό­ταν σε ανα­γνώ­στες της ίδιας πά­νω-κά­τω ηλι­κί­ας με το νε­α­ρό πρω­τα­γω­νι­στή.
Αρ­χι­συ­ντά­κτης του ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νου εν­θέ­του και, πα­ράλ­λη­λα, δη­μιουρ­γός του χάρ­τι­νου ήρωα, ήταν ο Ζορζ Ρε­μί (1907-1983), πιο γνω­στός με το ψευ­δώ­νυ­μο Ερ­ζέ (Hergé) από τα αρ­χι­κά του ονό­μα­τός του (Remy Georges). Η πρώ­τη ιστο­ρία που δη­μο­σιεύ­τη­κε, και κρά­τη­σε το αμεί­ω­το εν­δια­φέ­ρον των νε­α­ρών (και όχι μό­νο) ανα­γνω­στών ολό­κλη­ρη την χρο­νιά, εί­χε τί­τλο «Ο Τε­ντέν στη χώ­ρα των Σο­βιέτ». Με αφε­τη­ρία την πρώ­τη εκεί­νη πε­ρι­πέ­τεια, ο νε­α­ρός ήρω­ας τα­ξί­δε­ψε σε δε­κά­δες χώ­ρες και μα­κρι­νούς προ­ο­ρι­σμούς, Άλ­λο­τε σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κές απο­στο­λές και άλ­λο­τε για να συν­δρά­μει φί­λους και να λύ­σει άλυ­τα μυ­στή­ρια.
Εκτός από κά­ποιες φα­ντα­στι­κές χώ­ρες, τις οποί­ες κα­νέ­νας χάρ­της (του πα­ρό­ντος συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου) δεν ση­μειώ­νει, ο Τε­ντέν επι­σκέ­φθη­κε στην μα­κρό­χρο­νη κα­ριέ­ρα του πολ­λές υπαρ­κτές: Αί­γυ­πτος, Κί­να, Θι­βέτ, Βό­ρεια και Νό­τια Αμε­ρι­κή… ο κα­τά­λο­γος εί­ναι μα­κρύς. Λεί­πει, εντού­τοις, η Ελ­λά­δα, πα­ρό­λο που υπάρ­χουν αρ­κε­τές ανα­φο­ρές (άμε­σα ή έμ­με­σα) σε διά­φο­ρες πε­ρι­πέ­τειες του ήρωα. Η πλέ­ον δια­κρι­τή πε­ρί­πτω­ση, αν και διό­λου τι­μη­τι­κή για τη χώ­ρα, εί­ναι ο Ρο­βέρ­τος Ρα­στα­πό­που­λος. Ο δια­βό­η­τος εχθρός του Τε­ντέν, που εμ­φα­νί­στη­κε (ή ανα­φέρ­θη­κε το όνο­μά του) σε έξι, συ­νο­λι­κά, πε­ρι­πέ­τειες, ήταν ένας Ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νός με­γι­στά­νας του Χό­λι­γουντ, που χρη­σι­μο­ποιού­σε τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά του στού­ντιο ως βι­τρί­να για τις βρό­μι­κες δου­λειές του.

Με ένα πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, ο κι­νη­μα­το­γρά­φος (όχι του Ρα­στα­πό­που­λου, ο κα­νο­νι­κός) υπήρ­ξε η αι­τία για να γί­νει η Ελ­λά­δα το επί­κε­ντρο μιας πε­ρι­πέ­τειας του Τε­ντέν. Με μία ται­νία, μά­λι­στα, που ήταν η πρώ­τη με τις πε­ρι­πέ­τειες του Τε­ντέν στη με­γά­λη οθό­νη. Συμ­με­τεί­χαν σε αυ­τήν (αυ­το­νό­η­τα) Γάλ­λοι και Βέλ­γοι ηθο­ποιοί, συμ­με­τεί­χαν όμως και αρ­κε­τοί Έλ­λη­νες ηθο­ποιοί. Ένας εξ αυ­τών σε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο. Η Ελ­λά­δα, πά­ντως, ανε­ξάρ­τη­τα από την… πο­σό­στω­ση στη δια­νο­μή, κα­τεί­χε τα πρω­τεία ως φυ­σι­κό σκη­νι­κό με πολ­λά εξω­τε­ρι­κά γυ­ρί­σμα­τα σε διά­φο­ρα μέ­ρη της χώ­ρας.
Η ται­νία έκα­νε πρε­μιέ­ρα τον Δε­κέμ­βριο του 1961, ήταν έγ­χρω­μη και εί­χε ως σκη­νο­θέ­τη τον Ζαν-Ζακ Βιερν, με συ­νερ­γά­τη στο σε­νά­ριο τον Ρε­νέ Γκο­σι­νί («πα­τέ­ρα» του Αστε­ρίξ, του Λού­κι Λουκ και πολ­λών άλ­λων επι­τυ­χη­μέ­νων ηρώ­ων) που πρό­σθε­σε τη δι­κή του πι­νε­λιά στη χιου­μο­ρι­στι­κή από­δο­ση κά­ποιων σκη­νών. Ο πρω­τό­τυ­πος τί­τλος ήταν Tintin et le le mystère de la Toison dor (Ο Τε­ντέν και το μυ­στή­ριο του χρυ­σό­μαλ­λου δέ­ρα­τος). Επει­δή όμως, ο ήρω­ας ήταν ακό­μα άγνω­στος στην Ελ­λά­δα (πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε και… εμπε­δώ­θη­κε ως κό­μικς, έξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα), η ται­νία προ­βλή­θη­κε στη χώ­ρα μας με πο­λύ πιο εύ­λη­πτο τί­τλο: «Το παι­δί και το χρυ­σό­μαλ­λο δέ­ρας».

Η πρώ­τη προ­βο­λή στις αθη­ναϊ­κές αί­θου­σες, τον Μάρ­τιο του 1962, συ­νο­δεύ­τη­κε από ένα δια­φη­μι­στι­κό μπα­ράζ, που, μα­ζί με την «ελ­λα­δι­κή» θε­μα­το­λο­γία της ται­νί­ας, απέ­δω­σε τα μέ­γι­στα σε ει­σπρά­ξεις. «Ασυ­γκρί­τως ανώ­τε­ρο από το “Παι­δί και το δελ­φί­νι”», τό­νι­ζαν οι ρε­κλά­μες στις κα­τα­χω­ρή­σεις των εφη­με­ρί­δων. Η ται­νία του 1957, με τη Σο­φία Λό­ρεν νη­σιω­το­πού­λα στην Ύδρα, ήταν ακό­μα νω­πή στις μνή­μες των θε­α­τών. «30% ομι­λού­σα ελ­λη­νι­στί», συ­μπλή­ρω­νε η δια­φή­μι­ση. Προς με­γά­λη χα­ρά των θε­α­τών, που άκου­γαν τη γλώσ­σα τους σε ξέ­νη ται­νία. Ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρη όμως, ήταν για αυ­τούς η από­λαυ­ση της προ­βο­λής, αφού απου­σί­α­ζαν οι ενο­χλη­τι­κοί –έως δυσ­νό­η­τοι για πολ­λούς– υπό­τι­τλοι στο κά­τω μέ­ρος των ει­κό­νων. Του­λά­χι­στον στο 30% των δια­λό­γων της ται­νί­ας, σύμ­φω­να πά­ντα με τις δια­φη­μι­στι­κές με­τρή­σεις.

Όσο άγνω­στο ήταν τό­τε το «παι­δί» στο ελ­λη­νι­κό κοι­νό, τό­σο γνω­στός ήταν ο μύ­θος του χρυ­σό­μαλ­λου δέ­ρα­τος που ανα­φέ­ρε­ται στον τί­τλο. Τα κό­μικς και ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, όμως, ου­δέ­πο­τε υπήρ­ξαν πι­στά στην ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία (αν και έχουν αντλή­σει πολ­λά από αυ­τήν). «Χρυ­σό­μαλ­λο δέ­ρας», στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, λε­γό­ταν το πλοίο που κλη­ρο­νο­μεί αιφ­νι­δί­ως ο αχώ­ρι­στος σύ­ντρο­φος του Τε­ντέν, κα­πε­τά­νιος Χά­ντοκ, τα­ξι­δεύ­ο­ντας πα­ρέα με τον νε­α­ρό ρε­πόρ­τερ στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη για να το πα­ρα­λά­βουν. Η ίντρι­γκα ξε­κι­νά από αυ­τό το ση­μείο, κα­θώς διά­φο­ροι μυ­στή­ριοι τύ­ποι διεκ­δι­κούν το πλοίο – στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα γέ­ρι­κο κου­φά­ρι, αλ­λά με ρά­βδους χρυ­σού κρυμ­μέ­νους στο αμπά­ρι.
Η ται­νία δεν απο­τε­λεί κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή με­τα­φο­ρά κά­ποιου κό­μικς του Τε­ντέν. Δια­θέ­τει όμως τα ίδια συ­στα­τι­κά: κα­λο­δου­λε­μέ­νη πλο­κή, ελ­κυ­στι­κούς χα­ρα­κτή­ρες, χιού­μορ ανά­μι­κτο με θρί­λερ και εντυ­πω­σια­κές το­πο­θε­σί­ες για τις σκη­νές δρά­σης. Εκτός από τα εξω­τε­ρι­κά γυ­ρί­σμα­τα σε γνω­στές γω­νιές της Αθή­νας και του Πει­ραιά, ο φα­κός απα­θα­νά­τι­σε και άλ­λα ση­μεία της χώ­ρας: Τα Με­τέ­ω­ρα, το μο­να­στή­ρι της Αγί­ας Τριά­δας, ένα γλέ­ντι στα Με­σό­γεια που ορ­γα­νώ­θη­κε για τις ανά­γκες της ται­νί­ας, το Ηραί­ον της Πε­ρα­χώ­ρας στον Κο­ριν­θια­κό κόλ­πο κ.ά.

Από την αρ­χή της ται­νί­ας, η Ελ­λά­δα εί­ναι πολ­λα­πλά πα­ρού­σα. Ο μα­κα­ρί­της φί­λος του κα­πε­τά­νιου Χά­ντοκ, από τον οποίο κλη­ρο­νο­μεί το πλοίο, ονο­μα­ζό­ταν Θε­μι­στο­κλής. Επί­θε­τό του ήταν το «καρ­του­νί­στι­κο» Πα­πα­ρα­νίκ, ίσως στη θέ­ση του δύ­σλη­πτου στα ξέ­να αυ­τιά (αλ­λά απο­δε­κτού στα ελ­λη­νι­κά), Πα­πα­ρα­νί­κος. Ο «κα­κός» της ιστο­ρί­ας ονο­μά­ζε­ται Anton Karabine (του­τέ­στιν, Αντώ­νης Κα­ρα­μπί­νης) και τον υπο­δύ­ε­ται ο Δη­μή­τρης Μυ­ράτ, έχο­ντας, μά­λι­στα, πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο. Δεν εί­ναι ο μό­νος Έλ­λη­νας στη δια­νο­μή. Ο Δή­μος Στα­ρέ­νιος κά­νει ένα πα­λαιό φί­λο του μα­κα­ρί­τη Θε­μι­στο­κλή, που γνω­ρί­ζει πολ­λά μυ­στι­κά και προ­σποιεί­ται τον κλα­ρι­νι­τζή σε ένα γα­μή­λιο γλέ­ντι. Ο Δη­μή­τρης Νι­κο­λα­ΐ­δης ηγεί­ται μιας αστυ­νο­μι­κής εφό­δου, στον Πει­ραιά. Ο γνω­στός από δεύ­τε­ρους ρό­λους στις πα­λαιές ελ­λη­νι­κές ται­νί­ες, Θε­ό­δω­ρος Κε­φα­λό­που­λος, παί­ζει το ρό­λο ενός τα­βερ­νιά­ρη. Η Μαί­ρη Με­τα­ξά υπο­δύ­ε­ται μια χω­ρια­το­πού­λα που μα­θαί­νει στον κα­πε­τά­νιο Χά­ντοκ τα βή­μα­τα ενός πα­ρα­δο­σια­κού χο­ρού, ενώ η Δώ­ρα Στρά­του και το συ­γκρό­τη­μά της εμ­φα­νί­ζο­νται στην σκη­νή του υπαί­θριου γλε­ντιού, στο οποίο πα­ρευ­ρί­σκο­νται τυ­χαία (και συμ­με­τέ­χουν ενερ­γά) οι πρω­τα­γω­νι­στές.

Εκτός από τους… αυ­θε­ντι­κούς Έλ­λη­νες, στην ται­νία συμ­με­τεί­χαν και κά­ποιοι ξέ­νοι ηθο­ποιοί που ήταν, βά­σει σε­να­ρί­ου, Έλ­λη­νες. Ο «κα­κός» του γαλ­λι­κού σι­νε­μά των 60’ς, Μαρ­σέλ Μπο­ζου­φί, δια­τη­ρεί εδώ το κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό του προ­φίλ, αλ­λά­ζο­ντας μό­νο εθνι­κό­τη­τα και όνο­μα (Αν­γκο­ρά­που­λος). Με πε­ρίσ­σια άνε­ση (ίσως και λό­γω και της γε­ω­γρα­φι­κής γειτ­νί­α­σης) ο Τούρ­κος ηθο­ποιός, με καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Ντά­ριο Μο­ρέ­νο, υπο­δύ­ε­ται τον έμπο­ρο Μί­δα Πά­πο. Τέ­λος, ο εξαί­ρε­τος Σαρλ Βα­νέλ εί­ναι πο­λύ πει­στι­κός στο ρό­λο του μο­να­χού Αλέ­ξαν­δρου που δια­βιεί (για την ακρί­βεια, κρύ­βε­ται) σε ένα μο­να­στή­ρι των Με­τε­ώ­ρων.
Όλος αυ­τός ο θί­α­σος των δεύ­τε­ρων ρό­λων που δη­μιουρ­γή­θη­κε για τις ανά­γκες της ιστο­ρί­ας, πλαι­σιώ­νει ένα κουι­ντέ­το πρω­τα­γω­νι­στών που προ­έρ­χο­νται από τις σε­λί­δες του κό­μικς. Οι ηθο­ποιοί που εν­σαρ­κώ­νουν τους ρό­λους, επι­λέ­χθη­καν κυ­ρί­ως για τη φυ­σιο­γνω­μι­κή τους ομοιό­τη­τα με τους αντί­στοι­χους χάρ­τι­νους ήρω­ες. Πρώ­τα και κύ­ρια ο νε­α­ρός Ζαν-Πιερ Ταλ­μπό που υπο­δύ­ε­ται τον Τε­ντέν. «Φτυ­στός» ο ξαν­θο­μάλ­λης ρε­πόρ­τερ, με το ίδιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τσου­λού­φι, δεν εί­χε πρό­βλη­μα να αφή­σει τις πα­ρα­λί­ες της Οστάν­δης, όπου πα­ρέ­δι­δε μα­θή­μα­τα κο­λύμ­βη­σης, και να υπο­γρά­ψει το πρώ­το του συμ­βό­λαιο ως ηθο­ποιός. Η ομοιό­τη­τα με τον χάρ­τι­νο ήρωα εντυ­πω­σί­α­σε τον Ερ­ζέ, που έδω­σε την έγκρι­σή του για την ανά­λη­ψη του ρό­λου.
Στο πλάι του νε­α­ρού ερα­σι­τέ­χνη Ταλ­μπό στά­θη­κε ένας επαγ­γελ­μα­τί­ας ηθο­ποιός, με πα­ρά­δο­ση στο γαλ­λι­κό σι­νε­μά από τα χρό­νια του ’50. Ο Ζορζ Ουίλ­σον ήταν ολόι­διος ο κα­πε­τά­νιος Χά­ντοκ. Μπο­ρεί να χρειά­στη­κε λί­γο προ­σθε­τι­κό μα­κι­γιάζ προ­σώ­που, για να θυ­μί­ζει το πρω­τό­τυ­πο. Δεν χρειά­στη­κε, όμως, κα­μία έξω­θεν βο­ή­θεια για να εκ­δη­λώ­σει, εντε­λώς φω­να­κλά­δι­κα, τον εκρη­κτι­κό χα­ρα­κτή­ρα του κα­πε­τά­νιου. Στα πό­δια αυ­τών των δύο μπερ­δεύ­ε­ται το –αχώ­ρι­στο- σκυ­λά­κι του Τε­ντέν. Το ρό­λο του Μι­λού διεκ­πε­ραί­ω­σε με συ­νέ­πεια ένα πα­νέ­ξυ­πνο φοξ τε­ριέ. Χρειά­στη­καν, μά­λι­στα, πέ­ντε ακό­μα σκυ­λά­κια ίδιας ρά­τσας για να ντου­μπλά­ρουν τον τε­τρά­πο­δο πρω­τα­γω­νι­στή στις κο­πια­στι­κές λή­ψεις. Μα­ζί με αυ­τή την τριά­δα, επί­σης προ­ερ­χό­με­νοι από τις σε­λί­δες του κό­μικς, εμ­φα­νί­ζο­νταν ο αφη­ρη­μέ­νος κα­θη­γη­τής Τρύ­φων Τουρ­νε­σόλ και οι ντε­τέ­κτιβ Ντι­πόν και Ντυ­πόν. Για τον μεν Τουρ­νε­σόλ, η ανα­ζή­τη­ση ηθο­ποιού με φά­τσα προ­σο­μοιά­ζου­σα στη φι­γού­ρα δεν ήταν δύ­σκο­λη: ο κω­μι­κός Ζορζ Λο­ριό εν­σάρ­κω­σε πει­στι­κά τον ανεκ­δι­ή­γη­το κα­θη­γη­τή. Με τους πα­νο­μοιό­τυ­πους Ντι­πόν όμως, το πρό­βλη­μα ήταν πιο σύν­θε­το.
Στο κό­μικς, οι Ντι­πόν μοιά­ζουν σαν δύο στα­γό­νες νε­ρού, αλ­λά δεν εί­ναι δί­δυ­μοι. Γι’ αυ­τό, στο πρω­τό­τυ­πο ανα­γρά­φο­νται ως Dupond και Dupont (στα ελ­λη­νι­κά Ντι­πόν και Ντυ­πόν), με το τε­λευ­ταίο σύμ­φω­νο (στα κα­θ’ ημάς το πρώ­το φω­νή­εν) να δια­κρί­νει τον ένα από τον άλ­λο. Για τους επί­μο­νους πα­ρα­τη­ρη­τές, τα δα­σύ­τρι­χα μου­στά­κια τους απο­τε­λούν επί­σης ένα μι­κρό ση­μείο διά­κρι­σης. Ελα­φρώς στρι­φτά προς τα πά­νω, του ενός. Ελα­φρώς γερ­μέ­να προς τα κά­τω, του άλ­λου. Έπρε­πε, λοι­πόν, να βρε­θούν δύο ηθο­ποιοί όμοιοι με τα σκί­τσα, αλ­λά και όμοιοι με­τα­ξύ τους. Η λύ­ση δό­θη­κε με την έντα­ξη στο καστ των –διά­ση­μων τα χρό­νια εκεί­να– αδελ­φών Γκα­μο­νάλ, Ισπα­νών μο­νο­ζυ­γω­μα­τι­κών δι­δύ­μων που ταυ­τί­στη­καν με τους ντού­πλεξ του κό­μικς.
Οι Ντι­πόν εμ­φα­νί­ζο­νται σε αρ­κε­τές σκη­νές, ως χιου­μο­ρι­στι­κό ιντερ­μέ­τζο της δρά­σης. Σε μία σκη­νή πε­ρι­λαμ­βά­νουν την εθνι­κή εν­δυ­μα­σία στα ανεκ­δι­ή­γη­τα κα­μώ­μα­τά τους, όταν εμ­φα­νί­ζο­νται στο λι­μά­νι του Πει­ραιά ντυ­μέ­νοι τσο­λιά­δες. Το κω­μι­κό εύ­ρη­μα δεν ανή­κει στην ται­νία, έχει τις ρί­ζες του σε ένα κό­μικς: Το ίδιο γκαγκ χρη­σι­μο­ποί­η­σε πα­λαιό­τε­ρα ο Ερ­ζέ, στην πε­ρι­πέ­τεια Απο­στο­λή στη Σε­λή­νη (1950-1953). Εκεί, οι Ντι­πόν ήθε­λαν να ντυ­θούν με την πα­ρα­δο­σια­κή στο­λή της (φα­ντα­στι­κής) Συλ­δα­βί­ας, αλ­λά ο ρά­φτης τούς έδω­σε κα­τά λά­θος ελ­λη­νι­κές φου­στα­νέ­λες. Στην ται­νία, του­λά­χι­στον, βρέ­θη­καν στην σω­στή χώ­ρα: «…Απο­φα­σι­σμέ­νοι να πε­ρά­σουν απα­ρα­τή­ρη­τοι, οι Ντι­πόν ντύ­θη­καν με ωραί­ες στο­λές ευ­ζώ­νων. Αυ­τό προ­κά­λε­σε την κα­ζού­ρα των χα­μι­νιών του Πει­ραιά και το θυ­μό του κα­πε­τά­νιου Χά­ντοκ. Ζή­τη­σε από τους “σια­μαί­ους” να βγά­λουν γρή­γο­ρα αυ­τά τα ρού­χα. “Δεν έχου­με Από­κριες”, τους φώ­να­ξε. Οι δυο ντε­τέ­κτιβ επι­σή­μα­ναν στον κα­πε­τά­νιο ότι σκό­πευαν να διε­ξά­γουν την έρευ­να όπως ήθε­λαν αυ­τοί. “Μην σου ξε­φύ­γει λέ­ξη, εί­μα­στε εδώ ιν­κό­γκνι­το”, του λέ­ει ο ένας Ντι­πόν, κλεί­νο­ντας πο­νη­ρά το μά­τι. “Θα έλε­γα κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, προ­σθέ­τει ο άλ­λος Ντυ­πόν, μην σου ξε­φύ­γει λέ­ξη”».
Το από­σπα­σμα εί­ναι από τη στι­χο­μυ­θία της σχε­τι­κής κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής σκη­νής. Μα­ζί με άλ­λους δια­λό­γους και πε­ρι­γρα­φές της εν­διά­με­σης δρά­σης, απο­τέ­λε­σαν το υλι­κό μιας πρω­τό­τυ­πης έκ­δο­σης σε μορ­φή φω­το­ρο­μάν­τσου. Το «άλ­μπουμ-φιλμ», σύμ­φω­να με την επι­κε­φα­λί­δα του εξω­φύλ­λου, κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1962 από τις εκ­δό­σεις Casterman και πε­ριεί­χε 120 έγ­χρω­μες και ασπρό­μαυ­ρες φω­το­γρα­φί­ες, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στιγ­μιό­τυ­πα της ται­νί­ας (απ’ όπου και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση του πα­ρό­ντος). Τα κεί­με­να που συ­νο­δεύ­ουν και συν­δέ­ουν τις φω­το­γρα­φί­ες, «προ­βάλ­λο­ντας» την ται­νία με λέ­ξεις, έγρα­ψαν οι Αντρέ Μπα­ρέ και Ρέ­μο Φορ­λα­νί: «…Ένας γά­μος! Όλο το χω­ριό ήταν εκεί, με αρ­νιά να ψή­νο­νται στη σού­βλα, με γέ­λια, με τρα­γού­δια και με χο­ρούς. Ο κα­πε­τά­νιος Χά­ντοκ εί­χε να χο­ρέ­ψει σχε­δόν μια αιω­νιό­τη­τα. Ήταν κά­τι πο­λύ δυ­να­τό για αυ­τόν! Όταν εί­δε τους νέ­ους και τις νέ­ες να στρο­βι­λί­ζο­νται στο ρυθ­μό της μου­σι­κής, αι­σθάν­θη­κε μυρ­μη­γκιά­σμα­τα στα πό­δια… Για αρ­χή, έκα­νε στρά­κες με τα δά­χτυ­λα, όπως οι χο­ρευ­τές. Κα­τό­πιν, δο­κί­μα­σε δει­λά μια πι­ρου­έ­τα. Ο κα­πε­τά­νιος θύ­μι­ζε αρ­κού­δα που χο­ρεύ­ει, πράγ­μα που δεν εμπό­δι­σε την ντά­μα μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης ηλι­κί­ας και ενός συ­γκε­κρι­μέ­νου όγκου να του απλώ­σει το χέ­ρι με ένα ευ­γε­νι­κό χα­μό­γε­λο. Δύο λε­πτά αρ­γό­τε­ρα, ο κα­πε­τά­νιος Χά­ντοκ στρο­βι­λι­ζό­ταν σαν διά­βο­λος, προς με­γά­λη αγα­νά­κτη­ση των Ντι­πόν που θε­ω­ρού­σαν ότι ο κα­πε­τά­νιος εί­χε πε­ρά­σει την ηλι­κία για τέ­τοιους χα­ριε­ντι­σμούς».

Η μεταφορά του κωμικού ευρήματος, από τις σελίδες στο πανί.

Η μεταφορά του κωμικού ευρήματος, από τις σελίδες στο πανί.

Η μεταφορά του κωμικού ευρήματος, από τις σελίδες στο πανί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: