Ενενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν εφέτος από την πρώτη εμφάνιση του Τεντέν. Ο πιο διάσημος ρεπόρτερ των κόμικς έκανε το ντεμπούτο του στις 10 Ιανουαρίου 1929, μέσα από τις σελίδες του εβδομαδιαίου ένθετου Le Petit Vingtième (Ο Μικρός Εικοστός) της βελγικής εφημερίδας Le Vingtieme Siècle (Ο Εικοστός Αιώνας). Όχι τυχαία η ονομασία Μικρός στο ένθετο, αφού απευθυνόταν σε αναγνώστες της ίδιας πάνω-κάτω ηλικίας με το νεαρό πρωταγωνιστή.
Αρχισυντάκτης του εικονογραφημένου ενθέτου και, παράλληλα, δημιουργός του χάρτινου ήρωα, ήταν ο Ζορζ Ρεμί (1907-1983), πιο γνωστός με το ψευδώνυμο Ερζέ (Hergé) από τα αρχικά του ονόματός του (Remy Georges). Η πρώτη ιστορία που δημοσιεύτηκε, και κράτησε το αμείωτο ενδιαφέρον των νεαρών (και όχι μόνο) αναγνωστών ολόκληρη την χρονιά, είχε τίτλο «Ο Τεντέν στη χώρα των Σοβιέτ». Με αφετηρία την πρώτη εκείνη περιπέτεια, ο νεαρός ήρωας ταξίδεψε σε δεκάδες χώρες και μακρινούς προορισμούς, Άλλοτε σε δημοσιογραφικές αποστολές και άλλοτε για να συνδράμει φίλους και να λύσει άλυτα μυστήρια.
Εκτός από κάποιες φανταστικές χώρες, τις οποίες κανένας χάρτης (του παρόντος συμπεριλαμβανομένου) δεν σημειώνει, ο Τεντέν επισκέφθηκε στην μακρόχρονη καριέρα του πολλές υπαρκτές: Αίγυπτος, Κίνα, Θιβέτ, Βόρεια και Νότια Αμερική… ο κατάλογος είναι μακρύς. Λείπει, εντούτοις, η Ελλάδα, παρόλο που υπάρχουν αρκετές αναφορές (άμεσα ή έμμεσα) σε διάφορες περιπέτειες του ήρωα. Η πλέον διακριτή περίπτωση, αν και διόλου τιμητική για τη χώρα, είναι ο Ροβέρτος Ρασταπόπουλος. Ο διαβόητος εχθρός του Τεντέν, που εμφανίστηκε (ή αναφέρθηκε το όνομά του) σε έξι, συνολικά, περιπέτειες, ήταν ένας Ελληνοαμερικανός μεγιστάνας του Χόλιγουντ, που χρησιμοποιούσε τα κινηματογραφικά του στούντιο ως βιτρίνα για τις βρόμικες δουλειές του.
Με ένα παράξενο τρόπο, ο κινηματογράφος (όχι του Ρασταπόπουλου, ο κανονικός) υπήρξε η αιτία για να γίνει η Ελλάδα το επίκεντρο μιας περιπέτειας του Τεντέν. Με μία ταινία, μάλιστα, που ήταν η πρώτη με τις περιπέτειες του Τεντέν στη μεγάλη οθόνη. Συμμετείχαν σε αυτήν (αυτονόητα) Γάλλοι και Βέλγοι ηθοποιοί, συμμετείχαν όμως και αρκετοί Έλληνες ηθοποιοί. Ένας εξ αυτών σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ελλάδα, πάντως, ανεξάρτητα από την… ποσόστωση στη διανομή, κατείχε τα πρωτεία ως φυσικό σκηνικό με πολλά εξωτερικά γυρίσματα σε διάφορα μέρη της χώρας.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1961, ήταν έγχρωμη και είχε ως σκηνοθέτη τον Ζαν-Ζακ Βιερν, με συνεργάτη στο σενάριο τον Ρενέ Γκοσινί («πατέρα» του Αστερίξ, του Λούκι Λουκ και πολλών άλλων επιτυχημένων ηρώων) που πρόσθεσε τη δική του πινελιά στη χιουμοριστική απόδοση κάποιων σκηνών. Ο πρωτότυπος τίτλος ήταν Tintin et le le mystère de la Toison d’or (Ο Τεντέν και το μυστήριο του χρυσόμαλλου δέρατος). Επειδή όμως, ο ήρωας ήταν ακόμα άγνωστος στην Ελλάδα (πρωτοεμφανίστηκε και… εμπεδώθηκε ως κόμικς, έξι χρόνια αργότερα), η ταινία προβλήθηκε στη χώρα μας με πολύ πιο εύληπτο τίτλο: «Το παιδί και το χρυσόμαλλο δέρας».
Η πρώτη προβολή στις αθηναϊκές αίθουσες, τον Μάρτιο του 1962, συνοδεύτηκε από ένα διαφημιστικό μπαράζ, που, μαζί με την «ελλαδική» θεματολογία της ταινίας, απέδωσε τα μέγιστα σε εισπράξεις. «Ασυγκρίτως ανώτερο από το “Παιδί και το δελφίνι”», τόνιζαν οι ρεκλάμες στις καταχωρήσεις των εφημερίδων. Η ταινία του 1957, με τη Σοφία Λόρεν νησιωτοπούλα στην Ύδρα, ήταν ακόμα νωπή στις μνήμες των θεατών. «30% ομιλούσα ελληνιστί», συμπλήρωνε η διαφήμιση. Προς μεγάλη χαρά των θεατών, που άκουγαν τη γλώσσα τους σε ξένη ταινία. Ακόμα μεγαλύτερη όμως, ήταν για αυτούς η απόλαυση της προβολής, αφού απουσίαζαν οι ενοχλητικοί –έως δυσνόητοι για πολλούς– υπότιτλοι στο κάτω μέρος των εικόνων. Τουλάχιστον στο 30% των διαλόγων της ταινίας, σύμφωνα πάντα με τις διαφημιστικές μετρήσεις.
Όσο άγνωστο ήταν τότε το «παιδί» στο ελληνικό κοινό, τόσο γνωστός ήταν ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος που αναφέρεται στον τίτλο. Τα κόμικς και ο κινηματογράφος, όμως, ουδέποτε υπήρξαν πιστά στην ελληνική μυθολογία (αν και έχουν αντλήσει πολλά από αυτήν). «Χρυσόμαλλο δέρας», στην προκειμένη περίπτωση, λεγόταν το πλοίο που κληρονομεί αιφνιδίως ο αχώριστος σύντροφος του Τεντέν, καπετάνιος Χάντοκ, ταξιδεύοντας παρέα με τον νεαρό ρεπόρτερ στην Κωνσταντινούπολη για να το παραλάβουν. Η ίντριγκα ξεκινά από αυτό το σημείο, καθώς διάφοροι μυστήριοι τύποι διεκδικούν το πλοίο – στην πραγματικότητα ένα γέρικο κουφάρι, αλλά με ράβδους χρυσού κρυμμένους στο αμπάρι.
Η ταινία δεν αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά κάποιου κόμικς του Τεντέν. Διαθέτει όμως τα ίδια συστατικά: καλοδουλεμένη πλοκή, ελκυστικούς χαρακτήρες, χιούμορ ανάμικτο με θρίλερ και εντυπωσιακές τοποθεσίες για τις σκηνές δράσης. Εκτός από τα εξωτερικά γυρίσματα σε γνωστές γωνιές της Αθήνας και του Πειραιά, ο φακός απαθανάτισε και άλλα σημεία της χώρας: Τα Μετέωρα, το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, ένα γλέντι στα Μεσόγεια που οργανώθηκε για τις ανάγκες της ταινίας, το Ηραίον της Περαχώρας στον Κορινθιακό κόλπο κ.ά.
Από την αρχή της ταινίας, η Ελλάδα είναι πολλαπλά παρούσα. Ο μακαρίτης φίλος του καπετάνιου Χάντοκ, από τον οποίο κληρονομεί το πλοίο, ονομαζόταν Θεμιστοκλής. Επίθετό του ήταν το «καρτουνίστικο» Παπαρανίκ, ίσως στη θέση του δύσληπτου στα ξένα αυτιά (αλλά αποδεκτού στα ελληνικά), Παπαρανίκος. Ο «κακός» της ιστορίας ονομάζεται Anton Karabine (τουτέστιν, Αντώνης Καραμπίνης) και τον υποδύεται ο Δημήτρης Μυράτ, έχοντας, μάλιστα, πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν είναι ο μόνος Έλληνας στη διανομή. Ο Δήμος Σταρένιος κάνει ένα παλαιό φίλο του μακαρίτη Θεμιστοκλή, που γνωρίζει πολλά μυστικά και προσποιείται τον κλαρινιτζή σε ένα γαμήλιο γλέντι. Ο Δημήτρης Νικολαΐδης ηγείται μιας αστυνομικής εφόδου, στον Πειραιά. Ο γνωστός από δεύτερους ρόλους στις παλαιές ελληνικές ταινίες, Θεόδωρος Κεφαλόπουλος, παίζει το ρόλο ενός ταβερνιάρη. Η Μαίρη Μεταξά υποδύεται μια χωριατοπούλα που μαθαίνει στον καπετάνιο Χάντοκ τα βήματα ενός παραδοσιακού χορού, ενώ η Δώρα Στράτου και το συγκρότημά της εμφανίζονται στην σκηνή του υπαίθριου γλεντιού, στο οποίο παρευρίσκονται τυχαία (και συμμετέχουν ενεργά) οι πρωταγωνιστές.
Εκτός από τους… αυθεντικούς Έλληνες, στην ταινία συμμετείχαν και κάποιοι ξένοι ηθοποιοί που ήταν, βάσει σεναρίου, Έλληνες. Ο «κακός» του γαλλικού σινεμά των 60’ς, Μαρσέλ Μποζουφί, διατηρεί εδώ το κινηματογραφικό του προφίλ, αλλάζοντας μόνο εθνικότητα και όνομα (Ανγκοράπουλος). Με περίσσια άνεση (ίσως και λόγω και της γεωγραφικής γειτνίασης) ο Τούρκος ηθοποιός, με καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ντάριο Μορένο, υποδύεται τον έμπορο Μίδα Πάπο. Τέλος, ο εξαίρετος Σαρλ Βανέλ είναι πολύ πειστικός στο ρόλο του μοναχού Αλέξανδρου που διαβιεί (για την ακρίβεια, κρύβεται) σε ένα μοναστήρι των Μετεώρων.
Όλος αυτός ο θίασος των δεύτερων ρόλων που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της ιστορίας, πλαισιώνει ένα κουιντέτο πρωταγωνιστών που προέρχονται από τις σελίδες του κόμικς. Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους ρόλους, επιλέχθηκαν κυρίως για τη φυσιογνωμική τους ομοιότητα με τους αντίστοιχους χάρτινους ήρωες. Πρώτα και κύρια ο νεαρός Ζαν-Πιερ Ταλμπό που υποδύεται τον Τεντέν. «Φτυστός» ο ξανθομάλλης ρεπόρτερ, με το ίδιο χαρακτηριστικό τσουλούφι, δεν είχε πρόβλημα να αφήσει τις παραλίες της Οστάνδης, όπου παρέδιδε μαθήματα κολύμβησης, και να υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο ως ηθοποιός. Η ομοιότητα με τον χάρτινο ήρωα εντυπωσίασε τον Ερζέ, που έδωσε την έγκρισή του για την ανάληψη του ρόλου.
Στο πλάι του νεαρού ερασιτέχνη Ταλμπό στάθηκε ένας επαγγελματίας ηθοποιός, με παράδοση στο γαλλικό σινεμά από τα χρόνια του ’50. Ο Ζορζ Ουίλσον ήταν ολόιδιος ο καπετάνιος Χάντοκ. Μπορεί να χρειάστηκε λίγο προσθετικό μακιγιάζ προσώπου, για να θυμίζει το πρωτότυπο. Δεν χρειάστηκε, όμως, καμία έξωθεν βοήθεια για να εκδηλώσει, εντελώς φωνακλάδικα, τον εκρηκτικό χαρακτήρα του καπετάνιου. Στα πόδια αυτών των δύο μπερδεύεται το –αχώριστο- σκυλάκι του Τεντέν. Το ρόλο του Μιλού διεκπεραίωσε με συνέπεια ένα πανέξυπνο φοξ τεριέ. Χρειάστηκαν, μάλιστα, πέντε ακόμα σκυλάκια ίδιας ράτσας για να ντουμπλάρουν τον τετράποδο πρωταγωνιστή στις κοπιαστικές λήψεις. Μαζί με αυτή την τριάδα, επίσης προερχόμενοι από τις σελίδες του κόμικς, εμφανίζονταν ο αφηρημένος καθηγητής Τρύφων Τουρνεσόλ και οι ντετέκτιβ Ντιπόν και Ντυπόν. Για τον μεν Τουρνεσόλ, η αναζήτηση ηθοποιού με φάτσα προσομοιάζουσα στη φιγούρα δεν ήταν δύσκολη: ο κωμικός Ζορζ Λοριό ενσάρκωσε πειστικά τον ανεκδιήγητο καθηγητή. Με τους πανομοιότυπους Ντιπόν όμως, το πρόβλημα ήταν πιο σύνθετο.
Στο κόμικς, οι Ντιπόν μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερού, αλλά δεν είναι δίδυμοι. Γι’ αυτό, στο πρωτότυπο αναγράφονται ως Dupond και Dupont (στα ελληνικά Ντιπόν και Ντυπόν), με το τελευταίο σύμφωνο (στα καθ’ ημάς το πρώτο φωνήεν) να διακρίνει τον ένα από τον άλλο. Για τους επίμονους παρατηρητές, τα δασύτριχα μουστάκια τους αποτελούν επίσης ένα μικρό σημείο διάκρισης. Ελαφρώς στριφτά προς τα πάνω, του ενός. Ελαφρώς γερμένα προς τα κάτω, του άλλου. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθούν δύο ηθοποιοί όμοιοι με τα σκίτσα, αλλά και όμοιοι μεταξύ τους. Η λύση δόθηκε με την ένταξη στο καστ των –διάσημων τα χρόνια εκείνα– αδελφών Γκαμονάλ, Ισπανών μονοζυγωματικών διδύμων που ταυτίστηκαν με τους ντούπλεξ του κόμικς.
Οι Ντιπόν εμφανίζονται σε αρκετές σκηνές, ως χιουμοριστικό ιντερμέτζο της δράσης. Σε μία σκηνή περιλαμβάνουν την εθνική ενδυμασία στα ανεκδιήγητα καμώματά τους, όταν εμφανίζονται στο λιμάνι του Πειραιά ντυμένοι τσολιάδες. Το κωμικό εύρημα δεν ανήκει στην ταινία, έχει τις ρίζες του σε ένα κόμικς: Το ίδιο γκαγκ χρησιμοποίησε παλαιότερα ο Ερζέ, στην περιπέτεια Αποστολή στη Σελήνη (1950-1953). Εκεί, οι Ντιπόν ήθελαν να ντυθούν με την παραδοσιακή στολή της (φανταστικής) Συλδαβίας, αλλά ο ράφτης τούς έδωσε κατά λάθος ελληνικές φουστανέλες. Στην ταινία, τουλάχιστον, βρέθηκαν στην σωστή χώρα: «…Αποφασισμένοι να περάσουν απαρατήρητοι, οι Ντιπόν ντύθηκαν με ωραίες στολές ευζώνων. Αυτό προκάλεσε την καζούρα των χαμινιών του Πειραιά και το θυμό του καπετάνιου Χάντοκ. Ζήτησε από τους “σιαμαίους” να βγάλουν γρήγορα αυτά τα ρούχα. “Δεν έχουμε Απόκριες”, τους φώναξε. Οι δυο ντετέκτιβ επισήμαναν στον καπετάνιο ότι σκόπευαν να διεξάγουν την έρευνα όπως ήθελαν αυτοί. “Μην σου ξεφύγει λέξη, είμαστε εδώ ινκόγκνιτο”, του λέει ο ένας Ντιπόν, κλείνοντας πονηρά το μάτι. “Θα έλεγα κάτι περισσότερο, προσθέτει ο άλλος Ντυπόν, μην σου ξεφύγει λέξη”».
Το απόσπασμα είναι από τη στιχομυθία της σχετικής κινηματογραφικής σκηνής. Μαζί με άλλους διαλόγους και περιγραφές της ενδιάμεσης δράσης, αποτέλεσαν το υλικό μιας πρωτότυπης έκδοσης σε μορφή φωτορομάντσου. Το «άλμπουμ-φιλμ», σύμφωνα με την επικεφαλίδα του εξωφύλλου, κυκλοφόρησε το 1962 από τις εκδόσεις Casterman και περιείχε 120 έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ταινίας (απ’ όπου και η εικονογράφηση του παρόντος). Τα κείμενα που συνοδεύουν και συνδέουν τις φωτογραφίες, «προβάλλοντας» την ταινία με λέξεις, έγραψαν οι Αντρέ Μπαρέ και Ρέμο Φορλανί: «…Ένας γάμος! Όλο το χωριό ήταν εκεί, με αρνιά να ψήνονται στη σούβλα, με γέλια, με τραγούδια και με χορούς. Ο καπετάνιος Χάντοκ είχε να χορέψει σχεδόν μια αιωνιότητα. Ήταν κάτι πολύ δυνατό για αυτόν! Όταν είδε τους νέους και τις νέες να στροβιλίζονται στο ρυθμό της μουσικής, αισθάνθηκε μυρμηγκιάσματα στα πόδια… Για αρχή, έκανε στράκες με τα δάχτυλα, όπως οι χορευτές. Κατόπιν, δοκίμασε δειλά μια πιρουέτα. Ο καπετάνιος θύμιζε αρκούδα που χορεύει, πράγμα που δεν εμπόδισε την ντάμα μιας συγκεκριμένης ηλικίας και ενός συγκεκριμένου όγκου να του απλώσει το χέρι με ένα ευγενικό χαμόγελο. Δύο λεπτά αργότερα, ο καπετάνιος Χάντοκ στροβιλιζόταν σαν διάβολος, προς μεγάλη αγανάκτηση των Ντιπόν που θεωρούσαν ότι ο καπετάνιος είχε περάσει την ηλικία για τέτοιους χαριεντισμούς».