Το δωμάτιο του καπνού

Το δωμάτιο του καπνού

Έκο­ψα το κά­πνι­σμα πριν από 7 χρό­νια. Θά­πρε­πε να πω «στα­μά­τη­σα να κα­πνί­ζω», αλ­λά, αφού έχει πε­ρά­σει τό­σος και­ρός, ανα­βαθ­μί­ζω τις ελ­πί­δες μου ότι δεν θα ξα­ναρ­χί­σω, και λέω «έκο­ψα». Μό­νο χτες μια φί­λη που εί­χα να δω πο­λύν και­ρό με προ­σγεί­ω­σε. Μου ανα­κοί­νω­σε με χα­ρά (σχε­δόν) ότι ξα­νάρ­χι­σε να κα­πνί­ζει με­τά από αρ­κε­τά κι εκεί­νη χρό­νια απο­χής.
Ανα­ρω­τή­θη­κα για τη χα­ρά της, τη χρω­μα­τι­σμέ­νη με μια σκιά μο­νά­χα τύ­ψης. Φα­ντα­ζό­μουν τις ανα­λο­γί­ες ανά­πο­δα. Όλο ενο­χι­κό μαύ­ρο και στην άκρη μια κόκ­κι­νη πι­νε­λιά χα­ράς. Αλ­λά όχι! Κοι­τά­ζο­ντάς την δεν υπήρ­χε αμ­φι­βο­λία. Χαι­ρό­ταν γνή­σια που ξα­νάρ­χι­σε! Μου φαι­νό­ταν ακα­τα­νό­η­το. Για λί­γο.
Ύστε­ρα μου ήρ­θε στο μυα­λό η ει­κό­να του μπά­νιου στο πα­τρι­κό μου σπί­τι. Και η ανά­μνη­ση να χώ­νο­μαι εκεί για να κα­πνί­σω το λα­θραίο μου τσι­γά­ρο, έφη­βος. Πα­ντού κόκ­κι­νο. Με μια μι­κρή μαύ­ρη πι­νε­λιά στην άκρη που ξε­θώ­ρια­ζε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο με κά­θε ρου­φη­ξιά. Μέ­χρι τη στιγ­μή που η μη­τέ­ρα μου με ρώ­τη­σε ευ­θέ­ως: «Άρ­χι­σες το κά­πνι­σμα; Κα­λύ­τε­ρα τό­τε να μην κρύ­βε­σαι για­τί το μπά­νιο βρο­μο­κο­πά­ει».
Εί­χα νιώ­σει, θυ­μά­μαι, μια τρο­με­ρή αί­σθη­ση πα­ρα­βί­α­σης. Για­τί; Δεν μου εί­χε απα­γο­ρεύ­σει το κά­πνι­σμα. Αλ­λά μου εί­χε κα­ταρ­γή­σει τον χώ­ρο του. Το άδυ­το. Τη συ­νά­ντη­ση με τον εαυ­τό μου.
Αυ­τό το δω­μά­τιο του κα­πνού το κρά­τη­σα μα­ζί μου για χρό­νια, ακό­μη κι όταν βρι­σκό­μουν σε ανοι­χτό χώ­ρο. Ο κα­πνός έφτια­χνε για μέ­να έναν χώ­ρο από γκρι­ζο­γά­λα­ζο τού­λι που μέ­σα του όλα μπο­ρού­σαν να συμ­βούν. Έναν χώ­ρο μέ­σα στον χώ­ρο. Ένα δω­μά­τιο φα­ντα­σί­ας μέ­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, να γε­μί­ζει την αδειο­σύ­νη μου και ν’ αλα­φρώ­νει το πνί­ξι­μό μου. Εκεί ονει­ρευό­μουν τις γυ­ναί­κες που αγά­πη­σα, έκλαι­γα τις επι­θυ­μί­ες που δεν εκ­πλη­ρώ­θη­καν, ξα­να­συ­να­ντού­σα τους ήρω­ες των ται­νιών που μου άρε­σαν. Εκεί γι­νό­μουν αυ­τό που ονει­ρευό­μουν πά­ντο­τε να εί­μαι. Λε­πτός, δυ­να­τός, όμορ­φος, έξυ­πνος, αγα­πη­τός, σπου­δαί­ος. Και εί­χα την εντύ­πω­ση πως κι όσοι μ’ έβλε­παν με το τσι­γά­ρο στο χέ­ρι έτσι τους φαι­νό­μουν. Και δεν χρεια­ζό­ταν καν κλει­δί γι’ αυ­τό το μα­γι­κό δω­μά­τιο. Ένας δα­νει­κός ανα­πτή­ρας τον ξε­δί­πλω­νε στο πι και φι από το πε­ρι­τύ­λιγ­μά του σαν εκ­δρο­μι­κό αντί­σκη­νο. Ή, ακό­μα πιο ρο­μα­ντι­κά, ένα φι­λί από ένα γει­το­νι­κό τσι­γά­ρο.
Σι­γά σι­γά δεν μπο­ρού­σα να ζή­σω έξω από αυ­τό το δω­μά­τιο. Έπρε­πε να χώ­νο­μαι σε αυ­τό για λί­γο με­τά από κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα, πριν από κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα, μα­ζί με κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα. Κα­θε­τί το προ­λό­γι­ζα ή το συ­νό­δευα τυ­λιγ­μέ­νος μέ­σα στον κα­πνό του, σαν να ήταν μα­γι­κός μαν­δύ­ας που με προ­στά­τευε. Χω­ρίς αυ­τό ένιω­θα αμή­χα­νος σαν να έβγαι­να γυ­μνός στον κό­σμο. Σι­γά σι­γά έπα­ψε να εί­ναι ένας χώ­ρος όπου πε­ρι­διά­βαι­να ελεύ­θε­ρος και βελ­τιω­μέ­νος. Έγι­νε ένα σκά­φαν­δρο που δεν μπο­ρού­σα να το ξε­κολ­λή­σω από πά­νω μου. Αυ­τό που εί­χα ανα­κα­λύ­ψει σαν το μα­γι­κό φίλ­τρο της ελευ­θε­ρί­ας μου εί­χε γί­νει τώ­ρα ένα δεύ­τε­ρο δέρ­μα που με φυ­λά­κι­ζε μέ­σα του. Και το οποίο, επι­πλέ­ον, μύ­ρι­ζε έντο­να στα ρού­χα μου και στα μαλ­λιά μου. Και στην ανά­σα μου που κο­βό­ταν πια πο­λύ ευ­κο­λό­τε­ρα από πριν.
Όποιος δεν αντέ­χει τη συ­νά­ντη­ση με τον κό­σμο πα­ρά μό­νο μέ­σα από ένα τέ­τοιο εν­διά­με­σο δω­μά­τιο εθί­ζε­ται στο τσι­γά­ρο. Δεν εθί­ζο­νται όλοι. Με­ρι­κοί απλώς το κρα­τούν πό­τε πό­τε για συ­ντρο­φιά. Άλ­λοι για τη γεύ­ση. Άλ­λοι για τις ιδιαί­τε­ρες στιγ­μές. Άλ­λοι το φο­ρούν σαν αξε­σουάρ χω­ρίς καν να κα­τε­βά­ζουν τον κα­πνό. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Η ανά­γκη μου για έναν χώ­ρο απο­συ­μπί­ε­σης ανά­με­σα σ’ εμέ­να και στον κό­σμο ήταν πο­λύ ισχυ­ρή. Και ο κα­πνός ήταν ένας μό­νο τέ­τοιος χώ­ρος, ένας από τους ποι­κί­λους που χρη­σι­μο­ποιού­σα. Αλ­λά ο μό­νος που με έκα­νε να βή­χω.
Μου πή­ρε δυο τρία χρό­νια απο­τυ­χη­μέ­νων προ­σπα­θειών για να κα­τα­φέ­ρω να στα­μα­τή­σω. Το πε­ρισ­σό­τε­ρο που εί­χα κα­τα­φέ­ρει ήταν έξι μή­νες. Πί­στευα ότι μπο­ρού­σα να επι­σκε­φτώ για λί­γο το μα­γι­κό μου δω­μά­τιο και να ξα­να­φύ­γω. Μά­ταιο. Κά­θε φο­ρά σε μια βδο­μά­δα ζού­σα μέ­σα του με το πα­κέ­το μου στην τσέ­πη. Μέ­χρι πριν επτά χρό­νια που βρή­κα το κόλ­πο. Αφού πέ­ρα­σα τη γνω­στή μία φρι­χτή μέ­ρα με λαι­μαρ­γία για τσι­γά­ρο (τι πα­ρά­ξε­νο, μία μό­νο εί­ναι η δύ­σκο­λη μέ­ρα της σω­μα­τι­κής στέ­ρη­σης, όλες τις άλ­λες η ανά­γκη εί­ναι ψυ­χο­λο­γι­κή), με­τά έκα­να το εξής: πριν κά­νω οτι­δή­πο­τε φα­ντα­ζό­μουν τον εαυ­τό μου να το κά­νει χω­ρίς να κα­πνί­ζει. Με άλ­λα λό­για ανα­σκεύ­α­ζα το μα­γι­κό μου δω­μά­τιο στη φα­ντα­σία μου. Και κα­τά­λα­βα το απλού­στα­το: η φα­ντα­σία μού έφτια­χνε το μα­γι­κό δω­μά­τιο, όχι το τσι­γά­ρο. Κι αυ­τήν μπο­ρού­σα να την έχω πά­ντο­τε μα­ζί μου.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιάν­νη Ζέρ­βα ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: