Ταξίδι στη Σικελία

Ταξίδι στη Σικελία

Στη Σικελία ταξίδεψα το 1993. Περίμενα να δω τι απόμεινε εκεί από την Ελλάδα αλλά να δω και τις άγονες και ξερές περιοχές που απλώνονταν στα κινηματογραφικά πλάνα των αδελφών Ταβιάνι. Μέσα στο μυαλό μου η μουσική του Νικόλα Πιοβάνι ήταν ο ρυθμός που συνέχει τα πάντα. Και είδα τα ξανθά καθαρά χωράφια στις εξοχές και στις πόλεις, τα δέντρα που έγερναν πάνω από τους δρόμους τόσο, ώστε να μη χωράει το πούλμαν να περάσει, τα παλάτια, τις εκκλησίες, κάτι φυτά που στην Ελλάδα μόνο σε γλαστράκια ευδοκιμούν, εκεί τα είδα δέντρα, την Αίτνα κατάμαυρη με τους τεράστιους μαύρους ογκόλιθους στην άκρη της θάλασσας και του ξενοδοχείου, τα λουλούδια, το Αγκριτζέντο, την Ταορμίνα, ψηλά στον ανθισμένο βράχο και πάλι παλάτια, παλάτια, παλάτια, μια πόλη ζωγραφιά.
Εδώ, λένε οι Μύθοι του Swobb, ότι ο Εμπεδοκλής, όταν η γη έτρεμε (Stromboli λέει ο Rossellini), ο φιλόσοφος πήγε κι έπεσε στον κρατήρα. Είχε ζήσει πολλές μεταμορφώσεις - μετενσαρκώσεις. Ήταν ψάρι κι έγινε πουλί, ξαναγεννήθηκε γυναίκα και όταν έπεσε στην Αίτνα ήταν άντρας. Στην επόμενη ζωή θα γεννηθεί θεός. Βρήκαν, λέει, το καψαλισμένο σανδάλι του, την άλλη μέρα. Όταν πήγα στην Αίτνα και το λεωφορείο ανέβαινε επί τρεις ώρες βουνά μαύρα κάρβουνα, σκέφτηκα τι ωραία τα λέει ο μύθος. Ξέρεις αμέσως ότι στις όχθες του ηφαιστείου βρέθηκε το σανδάλι. Τώρα, να ήρθα, πού είναι αυτές οι όχθες. Άσε που από εκεί που έφτασα εγώ για τον κρατήρα είχε ακόμα μεγάλο ταξίδι κι έκανε κρύοοοο! Ούτε κρατήρα ήθελα ούτε τίποτα, μόνο ένα παλτό «να διπλωθώ να κάτσω/ να δώκω σείσμα τ’ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη,/ να κάμω χιόνι στα βουνά και το νερό τσι κάμπους». Έτσι σαν τον Διγενή ψυχομαχούσα και κρύωνα, χωρίς ζακέτα στα μαύρα εκείνα τα βουνά.
Κι η ξεναγός, μιλημένη από τη μοίρα, είχε κάνει τις μυστικές συμφωνίες με τον άγιο μαγαζάτορα, να αγοράσουμε εκείνη την ώρα πουλόβερ και να βγάλει κι εκείνη το κάτι τις της. Αλλιώς έπρεπε να μας έχει ειδοποιήσει. Κάνει κρύο, πάρτε ζακέτα μαζί σας. Κι αυτή η δεκαρολόγικη συμπεριφορά, αν και παρεκκλίνω από το θέμα μου, ήταν η αφορμή να μου χαλάσει όλη τη διάθεση. Βεβαίως, εγώ, το κορίτσι των διαβασμάτων και των καλών τεχνών, νόμιζα πως οι «κακοί» είναι μόνο ήρωες στα έργα. Στην αληθινή ζωή και στον επαγγελματικό μου χώρο δεν το έβαζα με το νου μου. Υπομονή «μικρά», και έχεις πολλά να μάθεις, αν, αυτά που θεωρείς ασήμαντα, καλά εξετάσεις!  




Στο Παλέρμο είναι ένας ωραίος αρχαίος ναός. Τον είδα από κοντά, αφού πρώτα τον είχα δει σε μια ταινία της Λίνας Βερτμύλερ –Η εκδίκηση– με τη Σοφία Λόρεν, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και τον Τζιαν Κάρλο Τζιανίνι. Αναφέρεται στην εποχή της ανόδου του φασισμού. Φόβος και τρόμος στην περιοχή ο φασίστας Κατσικατένα. Ήδη έχει σκοτώσει τον άντρα και τώρα γυροφέρνει τη χήρα, που εμπορεύεται κάρβουνα και είναι και η ίδια κατάμαυρη σαν τα κάρβουνά της· καμένη μέσα κι έξω. Τραχιά γυναίκα που τριγυρνάει με το κάρο της και ο Κατσικατένα παραφυλάει για να της κόβει το δρόμο. Στα ερείπια του αρχαίου ναού την κυνηγάει κι αυτή προσπαθεί να ξεφύγει. Και στην κρίσιμη στιγμή παρουσιάζεται από ψηλά, από τις κερκίδες, σαν από μηχανής θεός, ο Τζιανίνι, το παλικαράκι με το πιστόλι στο χέρι, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική και ήταν από πάντα ερωτευμένος με τη χήρα∙ ρίχνει δυο τρεις στον αέρα και ο Κατσικατένα εξαφανίζεται. Με την όμορφη χήρα είναι ερωτευμένος κι ο αριστοκράτης Μαστρογιάννι, που θέλει να μοιράσει την περιουσία του στο λαό και κάνει θηρίο τη μυστακοφόρο μάνα του. Και οι δύο άντρες έχουν κάνει έρωτα με τη χήρα. Και οι δύο διεκδικούν τον καρπό της κοιλίας τη. Σε μια συμπλοκή στο σταθμό, όπου ο Αμερικάνος πρέπει να φύγει και ο πλούσιος σοσιαλιστής του συμπαρίσταται, ο Κατσικατένα πυροβολεί. Ο σοσιαλιστής βγαίνει μπροστά και του λέει «είμαι άοπλος, μπρος ρίξε». Και εκείνος ρίχνει. Ο Αμερικάνος ρίχνει στον Κατσικατένα αλλά με την ανταλλαγή πυρών πληγώνεται θανάσιμα. Οι δυο αντεραστές πέφτουν με τα κεφάλια τους να ακουμπούν. Και η χήρα σκύβει ανάμεσά τους και τους λέει: «δικό σου είναι το παιδί». Και οι δυο ακούνε εκείνο που θέλουν. Ο αγώνας τους θα έχει διάδοχο. Μόνο που ο σοσιαλιστής του μέλλοντος δεν θα πηγαίνει άοπλος με το σταυρό στο χέρι, αλλά θα έχει κληρονομήσει και από τους δύο πατέρες του την αγωνιστικότητα, το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και το όπλο για να αγωνιστεί για τα ιδανικά του.

Πέρα όμως από την υπόθεση του έργου και τη θαυμάσια ερμηνεία των πρωταγωνιστών, η Σικελία είναι μια κούκλα μαγευτική. Η Σικελία με τα αρχαία μνημεία της, το κλίμα της, την ξερή αλλά και τη χλοερή γη της, το ηφαίστειό της, τα κάρβουνα και τη μαυρίλα της, τα αρχαία και τα σύγχρονα πάθη της. Όταν μπήκαμε στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών, δεν άντεξα, στάθηκα στο μέσον του κοίλου και απάγγειλα στο πρωτότυπο τον πρόλογο της Ιφιγένειας: «ΠέλοψΤαντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν θοαῖσιν ἵπποις…»· όπως λέει η παράδοση… Οι δούλοι της αθηναϊκής εκστρατείας σώθηκαν, επειδή απάγελλαν, λέει, τα χορικά του Ευριπίδη, αν είναι αλήθεια, που λέει και ο ποιητής και είπα και γω πριν λίγο.


Η Σικελία νησί πλούσιο και φτωχό. Τα παλάτια είναι παλιά και η φτώχια σύγχρονη, αν κι αυτή είναι και παλιά. Οι αφέντες στο νησί διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Οι Σικελοί μεταναστεύουν στην Αμερική ή στη βόρεια Ιταλία. Το 1848 αποβιβάζεται ο Γκαριμπάλντι για να ενώσει σε ένα κράτος την κατακερματισμένη σε κρατίδια Ιταλία με βασιλιά τον Vittorio Emmanuelle που τον θέλουν ως Re d’ Italia. Σε μια ταινία, ο Γκαριμπάλντι (Φράνκο Νέρο) κατεβαίνει από το τρένο με δυο νέα αρματωμένα παιδιά, νεαρό και νεαρά, σαν αρχάγγελους βγαλμένους από έναν Μποτιτσέλι. Το σχόλιο κάποιου: «Ο Γαριβάλδης με τα εξαπτέρυγά του». Για γκουνεμπάρντο, μιλάει η ταραγμένη από τα βάσανα πικρή μάνα στο «L’ altro filio» του ταβιανικού Χάους και σικελικής ιστορίας του Λουίτζι Πιραντέλο/. Ο Πιραντέλο είναι Σικελός, ε! Είπα Χάος, η λέξη είναι ελληνική. Αλλά και ο Πιραντέλο μάλλον Έλληνας είναι. Γεννήθηκε το 1867 στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα. Σε συνάντηση του με τον Έλληνα λογοτέχνη Κώστα Ουράνη δήλωσε πως είχε ελληνική καταγωγή, ότι το οικογενειακό του όνομα ήταν Πυράγγελος που έπειτα από φωνητική παραφθορά έγινε Πιραντέλο. Είχε πει επίσης: «Την Ελλάδα την φέρω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει την σκέψη μου και παρηγορεί την ψυχή μου».
Α! το έργο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, που σκηνοθέτησε στο Εθνικό ο Νίκος Καραθάνος και πρωταγωνίστησε ο ίδιος, ως «σκηνοθέτης», και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, ως ένα από τα έξι πρόσωπα, το είδα έξι φορές. Επαναλαμβάνω: το είδα έξι φορές, όσα και τα πρόσωπα. Δεν μπόρεσα περισσότερες γιατί τελείωσε η σαιζόν. Κάθε τόσο έπαιρνα και μία φιλενάδα μου και πήγαινα πάλι. Και δεν το χόρταινα.
Στην εισαγωγή του έργου, βρισκόμαστε σε ένα θέατρο, όπου οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι τους κατέβει και χορεύουν το «αχερερέ», ήταν της μόδας τότε, μέχρι που μπαίνει ο σκηνοθέτης και σπεύδουν να σοβαρευτούν. Θα παίξουν τραγωδία, μνημονεύεται η Επίδαυρος και ο Γιάννης Βογιατζής, ένας εκ των ηθοποιών της τραγωδίας, αναφέρει το επεισόδιο με μια νυχτερίδα που μπήκε στα μαλλιά της πρωταγωνίστριας, της Κλυταιμνήστρας. Η Όλγα Τουρνάκη ήταν. Στο πρόγραμμα, ο ίδιος ο Πιραντέλο συνιστούσε ότι το έργο του – Έξι πρόσωπα…– πρέπει να αρχίζει με μια τραγωδία, κατά προτίμηση ελληνική … Τρελάθηκα, μαγεύτηκα και ήθελα κι άλλο, κι άλλο και, εννοείται, όλη η φαινομενικά άσχετη εισαγωγή που προηγήθηκε μας ετοίμαζε για το έργο. Μας έβαζε σκέψεις. Σαν εκείνη η νυχτερίδα στα μαλλιά της πρωταγωνίστριας να ήταν η επιβίωση της ψυχής της βασίλισσας-φόνισσας που έκανε την παρουσία της από τον κόσμο του σκότους, όπως από αυτόν τον κόσμο αναδύθηκαν και τα έξι πρόσωπα∙ Κι ακόμα εκείνη η νυχτερίδα έμοιαζε με την άλλη στο κάστρο της Ασίνης που αναρωτιέται ο Σεφέρης αν είναι αυτή ο βασιλιάς; Τίποτα δεν πέθανε και όλα μεταμορφωμένα επιβιώνουν και μαζί μας συμβιώνουν ή ζουν στα όνειρά μας ή νομίζουμε ή θα θέλαμε να είναι έτσι.

Τ’ είναι αυτό που μπερδεύεται μες στα μαλλιά μου
Σαν τη νυχτερίδα και τινάζω με τρόμο το κεφάλι μου
Άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριχμένο από μακριά
Με τραβάει κι αδύνατον να του ξεφύγω·
Πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πως πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά
Σταματώ να σκέφτομαι και μ’ αφήνει·
Τρέχω στους καθρέφτες και δεν βλέπω τίποτε.

                                        (Μαρία Νεφέλη, «Κεραυνός οιακίζει»)

Η νυχτερίδα της αρχαίας βασίλισσας και της σύγχρονης ηθοποιού, η νυχτερίδα του αρχαίου βασιλιά και του σύγχρονου ποιητή, η νυχτερίδα της «Μαρίας», όλες έρχονται από μακριά. Μπλέκονται στα μαλλιά, στις σκέψεις και οι αόρατοι ιστοί γίνονται ορατοί, όπως τα πρόσωπα που θα εμφανιστούν στη σκηνή και θα ζητήσουν παρουσία. Από μας εξαρτάται αν τα παλιά επιβιώνουν και πώς.

Λουίτζι Πιραντέλο



Πριν από χρόνια, στα χρόνια των μεγάλων ανησυχιών, είχα δει τον Τσακίρογλου στο Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, πάλι Πιραντέλο, να μονολογεί μπροστά στον καθρέφτη, να γελάει στον εαυτό του και να λέει: «Δεν μου λες αγαπητέ, ποιός από τους δυο μας είναι τρελός; Εγώ λέω πως εσύ είσαι κι εσύ μου ανταποδίδεις το χτύπημα. Ας είναι, ας μην επιμείνουμε. Εδώ μεταξύ μας, ξέρουμε δα μία χαρά τι είμαστε κι οι δύο. Α, αν είμαστε μονάχοι στον κόσμο δεν θα είχαμε καμία δυσκολία. Μα υπάρχουν βλέπεις κι οι άλλοι, αυτό είναι το κακό. Δεν σε βλέπουν με τον ίδιο τρόπο που σε βλέπω εγώ, μ' εννοείς; Και ξέρεις τι καταντάς να είσαι γι' αυτούς; Ένα φάντασμα. Κι ωστόσο, δες τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι. Να ’τοι τώρα φρενιασμένοι από την περιέργεια κυνηγάνε να τσακώσουν τους άλλους. Σαν να ήταν δυνατόν να τσακώσουν ένα φάντασμα...».

Δεν θα ξεχάσω αυτό το επεισόδιο. Ούτε το τελευταίο του Χάους, όταν ο αμαξάς, ένας γκριζομάλλης ώριμος άντρας, που μεταφέρει τον Πιραντέλο από το σιδηροδρομικό σταθμό στο σπίτι του, τον ρωτάει αν τον θυμάται, και εκείνος δεν τον θυμάται. Ο αμαξάς τον κοιτάζει λυπημένος, σαν να επιμένει να τον θυμηθεί. Ο συγγραφέας παραμένει αμήχανος∙ όχι δεν τον θυμάται. Κι ο αμαξάς φεύγει. Όμως, όπως φεύγει, γυρίζει το κεφάλι του πίσω και του χαμογελάει. Τα μαλλιά του ξαναγίνονται μαύρα, το πρόσωπο νέο και τότε ο Πιραντέλο τον θυμάται: Si, si, Saroήταν ο Σάρο, από το Mal di luna, εκείνος ο ομορφονιός… Κι έτσι ο Σάρο στο ένα επεισόδιο είναι ήρωας της ιστορίας και στο άλλο ένας αμαξάς, σαν να είναι άνθρωπος της καθημερινής ζωής, αλλά πάλι ήρωας είναι . Στο ένα νέος και στο άλλο ώριμος. Μετά την αναγνώριση ο Σάρο απομακρύνεται ευτυχισμένος. Ξανασκέφτομαι τον διάλογο του ήρωα που αναφέραμε παραπάνω με τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το ερώτημα που έθετε ήταν «ποιος είμαι;». Ξανασκέφτομαι τον Σάρο που στεναχωριέται γιατί δεν τον αναγνωρίζει ο συγγραφέας. Ποιος όμως είναι ο Σάρο; Ο ήρωας τότε; Ο αμαξάς τώρα, σύμφωνα με τον Πιραντέλο; Ο ηθοποιός και τότε και τώρα, σύμφωνα με τον θεατή; Και για τον εαυτό του τον ίδιο, μέσα στο έργο, ποιος είναι; Ο Σάρο ή ο αμαξάς; Ποιοι είναι οι ήρωες των πιραντελικών έργων; Ποιοι είμαστε, και είμαστε αυτό που νομίζουμε εμείς ότι είμαστε, αυτό που νομίζουνε οι άλλοι, ή αυτό που είμαστε είναι πέρα από εμάς κι από τους άλλους; Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Είμαστε ότι υπήρξαμε αλλά και ό,τι στην πορεία διαμορφωνόμαστε ποτέ ίδιοι αλλά πάντα και ίδιοι και αλλιώτικοι. Η πρισματική εκδοχή του ενός.

Τη σκηνή στον καθρέφτη και τη σκηνή με τον Σάρο δεν θα την ξεχάσω. Όπως δεν θα ξεχάσω και το επεισόδιο με την ταρτάνα και τη μητέρα του Πιραντέλο μικρό κορίτσι. Ένα κορίτσι που έκανε ό,τι του έλεγαν, που δεν έφερνε αντίρρηση, που ήθελε αλλά δεν τολμούσε να πει τι, που τελικά το πετύχαινε χωρίς να λακτίζει. Τέτοιο κορίτσι ήμουν κι εγώ. Έτσι νομίζω. Και με τα λόγια της   Έμιλι Ντίκινσον: I was the slightest in the house. Με μια μικρή διαφορά. Δεν ήμουν the slightest, αλλά the silent προσωποποιημένη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: