ανέλκυθρον, το. Γαλ. ascenscur [= ascenseur]. Άκρόπολις 30 Οκτωβρίου 1893. – Πρβλ. ανελκυσταί, ανελκυστήρ, ανολκεύς· ανελκτήρ, ανέλκηθρον, ανασυρτήρ, αναδρομεύς και τα εν τω ανελκυστήρ καταγεγραμμένα.
ανελκυσταί, οι εν τω πύργω του Eiffel τω εν Παρισίοις, Γαλλ. ascenseurs. Ακρόπολις 10 Μαΐου 1889. – Ίδε και υψιελάται και το εξής τω ανελκυστήρ, ένθα συνεφόρησα επισημειωτικώς πάσας τας μέχρι τέλους Αυγούστου 1895 προταθείσας λέξεις.
ανελκυστήρ, ο. Γαλ. épaulière. Σκαρλάτος, λεξ. 1856 εν ερμηνεύματι. – Προσθέτω δε, ότι εν Γαλλογερμανικοίς λεξικοίς η épaulière μεταφράζεται διά των Schulterblech και Achselstück. – Εν δε Άστει 19-20 Νοε. 1891 και 2 Δεκ. 1894 εγράφη η λέξις ως μετάφρασμα του Γαλ. ascenseur, του μηχανήματος δι ου τις αναβιβάζεται ακόπως εις τα υψηλότερα πατώματα οικίας πολυωρόφου. Αλλ’ ο Γ. Ν. Χατζιδάκις εν Εστία εικονογραφημένη 21 Μαΐου 1895 αποδοκιμάσας την κατά ταύτην την σημασίαν χρήσιν της λέξεως αντεπρότεινεν, όχι προσφυώς κατ’ εμέ, τον αναβάτης λέξιν αρχαιοτάτην και προκατειλημμένην δι’ άλλας σημασίας. Δεν έλαβε δε υπ’ όψιν τας πολλάς δια τον ascenseur, υπό πολλών προταθείσας λέξεις, ας έχει η παρούσα Συναγωγή ως γνωστάς μέχρι Φεβρουαρίου 1895 και είναι αίδε [= αυτές εδώ] κατ’ αλφαβητικήν τάξιν· αναδρομεύς, ανασυστήρ, ανέλκηθρον, ανελκτήρ, ανελκυστήρ, ανελκυστής, ανολκεύς, ανυψωτήρ, υψελάτης, υψιελάτης, υψιφορεύς. Μόνον μετά επικριτικόν τούτων εκτίναγμα θα ήτο έντοπος η πρότασις νέας λέξεως, ή εκλογή οριστική μιας των ήδη προταθεισών, τουθ’ όπερ δεν εγένετο. Φαίνεται όμως το γε νυν, ότι επικρατεί ο ανελκυστήρ, γραφόμενος συχνά εν εφημερίσιν, οίον εσχάτως εν Ακροπόλει 15 Απρ. 1896 και εν Πρωία 17 Ιούν. 1897.