…Ο Κρέων περιμένει τον Βλάση να ντυθεί.
-– Που θα πάμε; Ρωτάει εκείνος.
-– Φόρα τα ρούχα και θα δεις.
Μπαίνουνε στο σχετικά παλιό Όπελ Ρεκόρ του Κρέοντα – στον κλειστό χώρο ο Βλάσης μυρίζει την σχετικά καλή κολόνια, την Pino Sylvestre που φοράει διακριτικά ο Αράγιστος και που είναι, όπως πάντα, καλοντυμένος. Κοίταξε την ώρα στο ρολόι του αυτοκινήτου. Οχτώ και δέκα. Έχει νυχτώσει για τα καλά.
Ξεκίνησαν αλλά δεν πήγανε μακριά. Στην ανατολική πλευρά απ’ τα Καραγάτσια υπάρχει ένα τενεκετζίδικο-σιδεράδικο, περιφραγμένο με ψηλή μάντρα. Απέξω έχει μια ταμπέλα με κλειστή είσοδο που γράφει «Λευκοσιδηρουργείον» και από κάτω «ΤΑ ΨΑΛΙΔΙΑ».
Ο Κρέων παρκάρει πενήντα μέτρα παρακάτω σε ένα μέρος κάπως σκοτεινό– βγαίνουνε και προχωρούν με τα πόδια. Στην είσοδο της μάντρας, κάτω από μια λάμπα, ένας νεαρός γούμαρος με χοντρό μουστάκι χαιρετάει σεβαστικά τον Αράγιστο, ρωτώντας ταυτόχρονα, ενώ δείχνει με τα μάτια τον Βλάση.
-– Το παιδί;
-– Δικός μας είναι.
Μπαίνουνε μέσα. Προχωρούν στο μισοσκόταδο· η μάντρα είναι τεράστια. Προσπερνούνε δυο κτίσματα εργασίας και, δεξιά τους όγκους από κάτι παλιά παρατημένα μηχανήματα και εργαλεία· δίπλα πεταμένα στουπιά. Ακούγονται φωνές. Πλησιάζουν· μεσολαβεί ένας μαύρος μισογκρεμισμένος τοίχος.
Φτάνοντας βλέπουν σε δυο ψηλές ακακίες απ’ όπου κρέμονται δυο διακοσάρες αναμμένες λάμπες, πολύ ισχυρές, με τσίγκινο καπέλο, και από κάτω καμιά εικοσαριά άντρες – άλλοι είναι κοστουμάτοι, με γραβάτες, και άλλοι φτωχοντυμένοι. Ανακατεμένοι, όλοι μαζί. Άπαντες στέκονται κοντά σε μια μικρή αυτοσχέδια, χωμάτινη αρένα, 4,5 μ. επί 4,5 μ., κλεισμένη γύρω γύρω με κιγκλίδωμα από ξύλινες κάσες. Είναι φωτισμένη άπλετα. Στο έδαφος, που το ισιώσανε και το πάτησαν καλά, έχουνε ρίξει άμμο και πριονίδι.
Ο Κρέοντας παίρνει τον Βλάση και πάνε στο παραγκάκι που είναι παραδίπλα – εκεί μέσα κινούνται πεντέξη άντρες. Δύο που έχουνε μεταλλικά κλουβιά, βγάλανε από μέσα τα κοκόρια μονομαχίας και τα ζυγίζουνε σε μια ζυγαριά ακριβείας. Κάτι λένε για ράτσες, καθαροαιμίες και από ποιο μέρος έχουνε φέρει τα ορνίθια.
Ένας παραδίπλα, πάνω σε ένα παλιογραφειάκι κόβει τα αριθμημένα κουπόνια που γράφουνε πάνω σε ποιον κόκορα ποντάρει ο κάθε στοιχηματζής και πόσα λεφτά έβαλε.
Κάνα δυο χαζεύουν· ο τύπος στο γραφειάκι:
-– Καλώς τον κύριο Αράγιστο… που θα ποντάρεις, στον Αία, ή στον Σφάχτη;
-– Ποιό κοκόρι είναι του δικού μας, του Λαρίγγα;
-– Ο Αίας. Μεγάλος πεχλιβάνης. Έχει τρεις νίκες σερί. Θα τον φάει τον άλλονε.
-– Ποτέ δεν ξέρεις. Ο αγώνας, είναι αγώνας. Και ποιος είναι αυτός που έχει τον Σφάχτη;
-– Ο Μπόζος… ένας μάγκας απ’ το Κουλέ Καφέ… φημισμένος κοκοράκιας. Έτσι λένε. ‘Ότι έχει τρελό μεράκι με τους πετεινούς.
Ο Κρέων βγάζει και ποντάρει τρία χιλιάρικα. Κοιτάζει τον Βλάση. Εκείνος κάνει με νεύμα, όχι, δεν θα ποντάρω.
Ο Αλύγιστος ρωτάει:
-– Έχεις καλά πονταρίσματα απόψε;
Ο τύπος ενώ κόβει το κουπόνι:
-– Έχουν έρθει μερικοί πακετωμένοι, δεν ξέρω από πού και έχουνε σπρώξει χοντρά λεφτά. Καψούρηδες με τον τζόγο. Απ’ όσο κατάλαβα δεν τους νοιάζουνε τα κοκόρια. Φτάνει να παίξουν. Εντάξει, έχει και μεσαία πονταρίσματα και μερικούς ψιλικατζήδες απ’ την γειτονιά. Το άθλημα είναι και λαϊκό…
Ο Κρέων σκύβοντας και χαμηλόφωνα:
-– Και αυτοί οι δύο δίπλα, που μπανίζουνε δίπλα στη ζυγαριά;
-– Αυτοί είναι οι κριτές…
Ενώ ο Κρέων παίρνει το κουπόνι, λέει ο άλλος:
-– Το δέκα τοις εκατό είναι γκανιότα.
-– Ναι, το ξέρω.
Παίρνει τον Βλάση και βγαίνουνε έξω· πάνε λίγο παραδίπλα στα μισοσκότεινα, μέχρι να αρχίσει ο αγώνας.
Ο Βλάσης:
-– Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα…
Ο Κρέων βγάζει και ανάβει την πίπα του. Λέει:
-– Κοκορομαχία; Ναι… είναι απαγορευμένη. Όλα είναι απαγορευμένα κι όλα γίνονται στην μπουρδελοχώρα. Να σκεφτείς ότι σε ένα χωριό της Δράμας έχουνε και κανονικό σύλλογο Κοκορομαχίας. Εδώ, σε πολλές γειτονιές κάνουνε αγώνες κρυφά – άμα έρθουνε οι μπάτσοι πέφτει το σχετικό λάδωμα και όλα καλά. Ή, φωνάζουνε κάνα βουλευτή να καθαρίσει. Τα γνωστά. Και παίζονται πολλά λεφτά… πολύ χρήμα.
-– Τα εκπαιδεύουνε τα κοκόρια;
-– Βέβαια. Είναι ολόκληρη ιστορία. Παλιότερα ερχόμουνα συχνά, μήπως κάνουμε καμιά κομπίνα, αλλά δύσκολα… Το έψαξα αρκετά. Το προσπάθησα. Αλλά δεν μπορείς να ελέγξεις τα ορνίθια, να στήσεις αγώνα και να μην φανεί. Θα βρεις μπελά… Θα σε σφάξουνε, γιατί παίζονται καλά φράγκα.
-– Κι από πού τα φέρνουνε τα πουλιά;
-– Ξέρεις, πετεινάρια μάχης υπάρχουν κι εδώ στην Ελλάδα· μια ράτσα βγαίνει στη Νίσυρο, και μια τρέφουνε και οι Πομάκοι στη Θράκη, τα Χιλιανά κοκόρια, απ’ την Μικρασία. Αλλά τώρα συνήθως τα φέρνουνε από Ευρώπη. Οι καλοί μονομάχοι, οι πεχλιβάνηδες, είναι διασταυρωμένοι στο εξωτερικό από σπεσιαλίστες εκτροφείς. Αυτοί ζευγαρώνουνε νευρικά κοκόρια-νάνους και άλλες ποικιλίες, με αρπακτικά, συνήθως με γεράκια. Και σιγά σιγά φτιάχνουνε καινούργιες ράτσες πετεινών μονομαχίας. Επιθετικούς. Καθαρούς φονιάδες. Ένα τέτοιο κοκόρι μπορεί να κοστίζει μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Τα φέρνουνε αεροπορικώς μέσω Τουρκίας, αλλά είναι γεννημένα στην Αγγλία, στην Αυστρία, ή αλλού. Τα ταϊζουνε κυρίως αυγά και κιμά. Τα καργάρουνε με ναρκωτικά, για να είναι επιθετικά, στο φέρτε για καυγά, και να έχουνε αντοχή. Τα δίνουνε καφεïνη, στρυχνίνη, επινεφρίνη, αμφεταμίνες, μεθαμφεταμίνες.
-– Τι λες, ρε παιδί…
-– Ναι… λες και θα πάνε στην Ολυμπιάδα. Και τα προπονούνε καθημερινά. Είναι μεράκι κι αυτό – μη νομίζεις ότι οι εκτροφείς εδώ βγάζουνε λεφτά. Πιο πολύ είναι καψούρα για τα ίδια τα πουλιά… Τα κρεμούσε βάρη στα πόδια για να δυναμώσουν, κόβουνε τα λειριά με ψαλίδι. Προσαρμόζουνε και δένουνε κάτω, στα ποδάρια τους πισινά, πρόσθετα νύχια, ατσάλινα. Τα προπονούνε κρυφά – φοβούνται την κατασκοπία, από άλλους κοκοράκηδες. Τα γυμνάζουνε συνέχεια για να έχουνε σκληρά ράμφη, πολύ γυριστά νύχια, δυνατά μπούτια και αντεξιάρικα πλατάρια. Φτερά. Τα φτερά παίζουνε μεγάλο ρόλο. Κι ο καθένας εκτροφέας φτιάχνει σιγά σιγά τα πουλέν του.
-– Και πώς τελειώνει ο αγώνας;
-– Εννιά στις δέκα μόνο το ένα πουλί βγαίνει ζωντανό. Αλλά δεν τους νοιάζει. Είναι άρρωστοι με το παιχνίδι.
Ο κόσμος έχει μαζευτεί γύρω από την μικρή αρένα. Περιμένουν. Όπως πέφτει το φως από ψηλά, από τις ακακίες, φαίνονται όλοι κάπως τρομακτικοί, με πρόσωπα γεμάτα μαύρες σκιές.
Σε λίγο έρχονται οι κριτές και μετά οι δυο ιδιοκτήτες, κρατώντας επιδέξια, ο καθένας, τον κόκορά του στην αγκαλιά. Αρχίζουνε οι ζητωκραυγές:
-– Αίας…
-– Αίας..
-– Σφάχτης… φάτονε…
-– Σφάξτονε…
Οι κριτές ζητούνε ησυχία. Οι δυο εκτροφείς σκύβουνε και αφήνουν μέσα στην αρένα τα κοκόρια αντιμέτωπα. Ο Λαρίγγας προηγουμένως σταύρωσε με το ένα χέρι τον δικό του.
Οι δυο πετεινοί στέκονται ακίνητοι, περήφανοι ο ένας απέναντι στον άλλον, φουσκώνουνε, τσεκάρουν την δύναμη και την ψυχή του αντιπάλου, βλέπουνε ανταγωνιστικά, με νευρικά πλάγια βλέμματα τον θανάσιμο εχθρό τους – έτσι τους λέει η φύση τους.
Ο Αίας στέκει στιβαρός, συγκροτημένος, με έναν αέρα αρχοντιάς και απόλυτης αυτοπεποίθησης. Το ράμφος του είναι φωτεινά κιτρινωπό, τα πόδια του επίσης χλωμά, φολιδωτά, κάπως κοκκινωπά στα δάχτυλα, με λευκά ακονισμένα γαμψόνυχα. Και στα δύο πόδια έχει προσαρμοσμένα με ελάσματα οπίσθια νύχια ατσάλινα, δηλαδή πρόσθετα πισινά πλήκτρα, μυτερά του θανάτου. Το λειρί του είναι προς το πορτοκαλί, ενιαίο, έχει κοκκινόχρυσο στήθος και ένα λευκό δαχτυλίδι φτερών γύρω από τον λαιμό. Τα μάτια του είναι ανοιχτά καφετιά και η ουρά του, κόκκινη, ανέρχεται αψιδωτά, με αλαζονεία – τρία φτερά ξεχωρίζουν και στέκουνε ψηλότερα στην καμπύλη της ουράς, σαν λοφίο.
Ο Σφάχτης στέκει αυτοκρατορικά, με υπεροψία και περιφρόνηση προς τον αντίπαλό του, σηκώνοντας για κλάσματα ελαφρώς το ένα πόδι. Φαίνεται κάπως νευρικός, στιβαρός, ευέλικτος κι αδυσώπητος. Το ράμφος του είναι μαύρο-μπλέ και ανάλογο χρώμα έχει στα πόδια – τα νύχια του είναι γυριστά, σκουρογάλαζα, μυτερά-αγκίστρια. Είναι σπιρουνάτος, έχει δηλαδή και αυτός πρόσθετα οπίσθια πλήκτρα, από λιμαρισμένο ατσάλι. Το στήθος του και γενικά όλο το φτέρωμα είναι γυαλιστερό μαύρο μπλέ με πράσινες αντανακλάσεις. Η ουρά του τοξωτή, υπεροπτική, με κάποια φτερά να ξεχωρίζουν υπεράνω παίρνοντας μια απόχρωση γκρι-μολυβί.
Οι ζητωκραυγές και οι παροτρύνσεις σταματούν. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα βουβής, αυξανόμενης, τρομερής έντασης και στους θεατές και στα κοκόρια, οι δυο πετεινοί εκτινάσσονται ο ένας εναντίον του άλλου και με ραμφισμούς, χτυπήματα με τα νύχια, με τις φτερούγες, με το στήθος, γίνονται μια μάζα από φτερά και σάρκα που αιωρείται, ή κουτρουβαλιέται στην αρένα – ήδη το πριονίδι και η άμμος κάτω έχουνε ραντιστεί με αίμα και γεμίσει πούπουλα και πτίλα.
Τα χτυπήματα είναι συνεχή και ανελέητα, παντού και με κάθε τρόπο – τα δυο κοκόρια αποσπώνται, για λίγο, παίρνοντας ανάσες, στάζοντας αίμα από τα ράμφη και τα νύχια, και από τα χτυπήματα που έχει δεχτεί το καθένα. Σταματούν, σκύβουν χαμηλά το κεφάλι και αναμετρώνται πάλι σιωπηλά. Μετά ξαναορμούνε ταυτόχρονα το ένα εναντίον του άλλου και αρπάζονται, με τις μύτες τους να βαράνε σαν μυτερά πιστόνια καρφώνοντας διαρκώς τον αντίπαλο, το ίδιο και με τα νύχια και με τις φτερούγες ακόμα, που τις χρησιμοποιούν για να παίρνουν δύναμη και να εκτινάσσονται – μερικές φορές, αστραπιαία, γυρνούνε ανάστροφα και δίνουν ανάποδες, πισινές, φοβερές κλωτσιές με τα ατσάλινα πλήκτρα στον αντίπαλο. Κατόπιν ξαναγυρίζουν και αρπάζονται μετωπικά, απογειώνονται, πέφτουν, στο πριονίδι, ξανασηκώνονται, στριφογυρίζουν, ξαναγίνονται μαλλιοκούβαρα.
Οι στοιχηματζήδες γύρω ζητωκραυγάζουν, επευφημούν, βρίζουν και παροτρύνουνε τα δυο κοκόρια – ανάλογα σε ποιο ποντάρισαν.
Το αίμα έχει απλωθεί πλέον σε όλη την αρένα. Πούπουλα και σκόνη αιωρούνται παντού.
Τα δυο πετεινάρια σταματούν, πάλι, για λίγο, και σκύβουν, αντικριστά, λαχανιασμένα, με ανοιχτά ράμφη, και κάπως κρεμασμένα φτερά να πάρουν λίγες ανάσες και νέα δύναμη. Φαίνονται να αντέχουν και τα δυο, αν και ήδη εξαντλημένα.
Οι κριτές ζητούν τάιμ άουτ.