Εδώ και τριάντα περίπου χρόνια έχουμε μπει σε μια περίοδο επανεξέτασης των δεδομένων εκείνων που δημιούργησαν και συντήρησαν τους «τόπους» του δυτικού αστικού πολιτισμού από το 1750 περίπου μέχρι πρόσφατα.
Στις απαντήσεις και τα (τοπικά) συμπεράσματα των προηγούμενων δεκαετιών, η εποχή μας φλερτάρει διαρκώς με το ενδεχόμενο των ανοικτών κοινωνιών και τεχνών, τη δυναμική των τοπίων, ήτοι τις προϋποθέσεις της διαθεσιμότητας, μια διαθεσιμότητα η οποία, για να υπάρξει, προϋποθέτει και κάποια συμβολική μορφή «θανάτου». Και εννοείται πως όσο πιο γρήγορα προχωρά μια κοινωνία τόσο πιο πολύ πυκνώνουν και οι εξαγγελίες «θανάτων», δηλαδή οι συμβολικές «θυσίες» που απαιτούνται προκειμένου να φυσήξει ο άνεμος της μετεξέλιξής μας. Ο «θάνατος» του συγγραφέα, του δράματος, της ιστορίας, της αριστοτέλειας ποιητικής, των κανόνων, των αφηγήσεων, του Τύπου και μαζί με αυτόν εννοείται και της θεατρικής κριτικής, είναι ορισμένοι από αυτούς. Ο μύθος της Ιφιγένειας σε μια διαρκή και επίπονη ανακύκλωση.
Τοπία θεατρικής κριτικής και το «τέλος;» της αξιολόγησης
Εάν δεχτούμε, δηλαδή, το σκεπτικό που λέει ότι με τον Γουτεμβέργιο εγκαινιάζεται περίπου η εποχή του Μοντέρνου, με το Ίντερνετ εγκαινιάζεται η εποχή του Mεταμοντέρνου, μια εποχή «αναγεννησιακών» ανακατατάξεων η οποία, χωρίς τις σταθερές που μέχρι πρότινος περίπου έδειχναν τον δρόμο και παράλληλα έδιναν και τα εργαλεία διάνοιξης αυτού του δρόμου (κανόνες, συνταγές, ιεραρχίες, θέσεις), προσπαθεί να βρει τους κώδικές της: ηθικούς, αισθητικούς, εθνικούς, επικοινωνιακούς, ιδεολογικούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα της αβεβαιότητας και της αναζήτησης, είναι λογικό τα προβλήματα της θεατρικής κριτικής να είναι πολλά και δυσεπίλυτα, καθώς καλείται να διαχειριστεί τις νέες ιεραρχίες που έχουν έρθει για να αντικαταστήσουν τις παλιές, εκείνες που για δεκαετίες καθόριζαν τις σχέσεις θεάτρου, κριτικού και κοινού, σχέσεις που έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στον καλλιτέχνη και το έργο του. Άλως πως, να ξανακοιτάξει λέξεις-κλειδιά, όπως αντικειμενικότητα και υποκειμενικότητα, εμπειρία και λογική, επιστημονικός λόγος και προφορικός, τόπος και τοπίο.
Στις σελίδες που ακολουθούν θα προσπαθήσω πολύ σύντομα να «χαρτογραφήσω», και όπου μπορώ να ελέγξω κριτικά, ένα μέρος αυτού του υπό «ανα-διαμόρφωση» χώρου, αρχίζοντας με τη δημοφιλή άποψη που θέλει το διαδίκτυο να λειτουργεί ως παράδειγμα σύγχρονης δημοκρατίας και όλους τους χρήστες του ως δυνάμει κριτικούς.
Περί διαδικτυακής δημοκρατίας και κριτικής
Οι θιασώτες του διαδικτύου διατείνονται ότι ελέω τεχνολογίας (και ιδίως με την εμφάνιση του facebook το 2004 και του twitter το 2006) ζούμε μοναδικές στιγμές εκδημοκρατισμού της κουλτούρας. Το ότι ο κάθε ένας από μας μπορεί να ασκήσει τον κριτικό ή σχολιαστικό του λόγο online υποδηλώνει, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, άρση των απαγορευτικών οδηγιών και ενίσχυση της απρόσκοπτης διασποράς της γνώσης (και γνώμης)∙ ήτοι μια μορφή μοιράσματος της εξουσίας του Λόγου και των μέσων παραγωγής και σ’ εκείνους που μέχρι πρότινος ήταν αποκλεισμένοι από την πολιτική της καθημερινότητας.
Στο μυαλό τους η διαδικτυακή κριτική/σχόλιο είναι το «ευεργετικό» πάντρεμα της «άτακτης» προφορικότητας και του «τακτοποιημένου» γραπτού λόγου, η πριμοδότηση της παρόρμησης (σε βάρος της λογικής), η απαλλαγή από τις καθιερωμένες (και καθετοποιημένες) ιεραρχίες που αφορούν το γράψιμο και την επιμέλεια, για το χατίρι οριζόντιων και πιο «χαλαρών» προσωπικών τοποθετήσεων με τις δικές τους δομές, την (αν)ορθογραφία, τους κώδικες, τη φιλοσοφία, την επιστημολογία και την ηθική τους.
Την παραπάνω άποψη ασπάζεται ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέ, ο οποίος διατείνεται πως ο λόγος (είτε ως γνώμη είτε ως κριτική) για να απλωθεί σε όλα τα διαμερίσματα του κοινωνικού τοπίου (της Αγοράς), πρέπει να αρχίσει από μια θέση ισότητας. Και το διαδίκτυο, επισημαίνει, προσφέρει αυτή τη δυνατότητα. Από τη στιγμή που όλοι έχουν την ελευθερία να κινούνται σε ποικίλα διαδικτυακά sites δράσης χωρίς περιοριστικές ιεραρχίες και από τη στιγμή που έχουν την ελευθερία να γράφουν διαφορετικά ή να σκέφτονται διαφορετικά και εν γένει να συνδέονται με την κοινότητα όπως αυτοί κρίνουν, το θέατρο (εν προκειμένω) κερδίζει σε δημοκρατικό ήθος καθώς και σε δημοτικότητα, υπό την έννοια ότι η διασπορά του το μετατρέπει σε θέμα συζήτησης στις καθημερινές κουβέντες των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους, την παιδεία τους, την ηλικία τους κ.ο.κ.
Κάπως έτσι ο κόσμος, καταλήγει ο Ρανσιέ, από απλός (και παθητικός) αποδέκτης των απόψεων κάποιου ειδικού (συνήθως ακαδημαϊκού), μεταμορφώνεται σε πομπό απόψεων, πομπό συνδεδεμένο με άλλους πομπούς οι οποίοι, όλοι μαζί, διευρύνουν την έννοια και την εμβέλεια του κριτικού διαλόγου. Αυτό υποδηλώνει και η ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα των ειδικών στηλών που φιλοξενούν τη γνώμη του κοινού, όπως και η επισκεψιμότητα αναρτήσεων που επιτρέπουν τα παρεμβατικά σχόλια και τη συζήτηση είτε στο facebook είτε στο twitter ή σε κάποιο μπλογκ.
Η κριτική ως ομαδικό σπορ
Στις περιπτώσεις αυτές η αποτίμηση μιας παράστασης από μοναχική δοκιμασία παίρνει τη μορφή «ομαδικής άσκησης» κυρίως μεταξύ αγνώστων∙ μια διαδικτυακή συνεύρεση πολιτών που συχνά πυροδοτείται και από την κριτική που αναρτάται από κάποιον ειδικό.
Σε αντίθεση, δηλαδή, με τη μονοδρομική και κλειστή μορφή της έντυπης κριτικής, με την αυστηρή λογική διάρθρωση και τα συμπεράσματα, εδώ έχουμε μια ανοικτή, δημόσια συζήτηση η οποία, παρά το ατελές και πρόχειρο της φυσιογνωμίας της, τείνει να εξελιχθεί σε μια νέα εξουσία, η οποία δείχνει πως, ως κοινωνία, έχουμε περάσει από την οικονομία της ειδικής πληροφορίας του μοντέρνου στην οικονομία της προσοχής του μεταμοντέρνου (ακόμη και μετα-μεταμοντέρνου).
Η προσοχή (του κόσμου) δηλαδή στρέφεται όλο και λιγότερο στον ειδικό και όλο και περισσότερο στο πλήθος των ανώνυμων όσο και επώνυμων online πολιτών-σχολιαστών και ανεξάρτητων μπλόγκερς∙ και τούτο όχι μόνο στο θέατρο, αλλά παντού. Ρίξτε μια ματιά στα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία, τους χώρους/τόπους αναψυχής∙ όλα πλέον βαθμολογούνται (και ταξινομούνται) από τους χρήστες και όχι από τους πάλαι ποτέ καθ’ ύλην αρμοδίους. Πριν ταξιδέψουμε ή πριν πάμε σε κάποιο εστιατόριο, λ.χ., διαβάζουμε πρώτα τα σχόλια όσων έζησαν την εμπειρία και ανάλογα πράττουμε. Ο μεταμοντέρνος χρήστης έχει τώρα τον βασικό ρόλο του «συμπαίκτη», ενίοτε «καθοδηγητή» και όχι απλώς του παθητικού αποδέκτη. Ή τουλάχιστον έτσι τον θέλει να νομίζει η σύγχρονη κουλτούρα (θα επανέλθω σε αυτό).
Περί ειλικρίνειας
Εδώ βέβαια μπαίνει θέμα κατά πόσο αυτή η χαλαρή, ωστόσο με εκτόπισμα, συζήτηση για την παράσταση εμπεριέχει και κάποιες σκέψεις για την ίδια την τέχνη της κριτικής. Τι σημαίνει η «γνώμη του κοινού» ή ενός μη ειδικού μπλόγκερ; Τι μένει στο τέλος από όλη αυτή την κουβέντα και τις ατελείωτες αναρτήσεις; Ή δεν υπάρχει τέλος και γίνεται απλώς για να γίνεται (κοινώς: για πλάκα); Κι αν δεν υπάρχει κάποια ειδική στόχευση, ποιος θα αποφανθεί ως προς την αξία ενός τόσο ειδικού προϊόντος που είναι η παράσταση; Ή δεν έχει σημασία η αξία, αφού η «αξία» αφορά μόνο την παλιά (ερμηνευτική) κριτική, με τη γνωστή έμφασή της στην πρωτοκαθεδρία του συγγραφέα και εν συνεχεία του σκηνοθέτη, ενώ τώρα αυτό που μετράει περισσότερο είναι η προσωπική εμπειρία, το βασικό αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει ο κάθε συνομιλητής και ο κάθε μπλόγκερ σε αυτή την προσβάσιμη σε όλους ιντερνετική πλατφόρμα «κριτικής» συνεύρεσης; Για του λόγου το αληθές, ορίστε κάποια δείγματα εν τάχει αλιευμένα από διάφορες θεατρικές ιστοσελίδες:
«Είδα την παράσταση και χάζεψα. Μπράβο σε όλα τα παιδιά». «Μου ‘φτιαξε τη διάθεση». «Δεν κατάλαβα προς τι όλος αυτός ο ντόρος. Χαλάστηκα». «Δεν θυμάμαι τίποτε». «Ένιωσα να με κοροϊδεύουν». «Ουστ από δω». «Το παίζετε μάγκες με τα λεφτά μας». Ορισμένοι σχολιάζουν την αδυναμία τους να καταλάβουν («δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα», «ζορίζομαι να το εκφράσω με λέξεις»), άλλοι εκφράζουν τις ενστάσεις τους με ήπιο και τεκμηριωμένο λόγο, κατά κανόνα όμως εκείνο που ακόμη επικρατεί είναι ο λόγος των άκρων που επισκιάζει τις καλές και στοχαστικές κριτικές παρεμβάσεις. Ένας βομβαρδισμός από αφοριστικές ή διθυραμβικές τοποθετήσεις, από σπιλωτικούς υπαινιγμούς, από άμετρο λιβάνισμα, συνήθως χωρίς τεκμήρια και πειστικά επιχειρήματα, σε μια μεθοδική εξόντωση της ποιότητας στο όνομα μιας αδιευκρίνιστης (λαϊκής) δημοκρατίας. Και είναι πολύ φυσιολογικό να διερωτηθεί κάποιος: Όντως όλοι αυτοί είδαν την παράσταση για την οποία συζητούν τόσο έντονα; Ή τη φαντάζονται; Πώς ελέγχεται η «αλήθεια» της γνώμης του καθενός;
Απάντηση: Πολύ απλά, δεν ελέγχεται. Οι καταναλωτές-πολίτες-σχολιαστές-μπλόγκερς μπορεί, πέρα από κατά φαντασία θεατές, να είναι ακόμη και οι ίδιοι οι παραγωγοί της υπό συζήτηση παράστασης ή συγγενείς ή φίλοι καλλιτεχνών ή ανταγωνιστές στην αγορά του θεάματος ή απλώς κακεντρεχείς που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για καθαρά προσωπικούς ή εκδικητικούς λόγους.
Περί χρησιμότητας
Το ίντερνετ αναμφίβολα δίνει βήμα και ευκαιρίες να αρθρώσει κάποιος τον λόγο του. Το θέμα είναι πώς τις εκμεταλλεύεται και τι εντέλει προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο; Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι όσο «ύποπτη» και «αναξιόπιστη» μπορεί να είναι αυτή η κατάσταση (ως προς τα κίνητρα, τους στόχους κ.λπ), δεν παύει να έχει ειδικό βάρος για τον μελετητή, γιατί δίνει μια εικόνα του ευρύτερου κοινωνικού τοπίου, μια εικόνα με πρωταγωνιστές τον απλό κόσμο, τις προσδοκίες του, τις θέσεις του, τις μνήμες του, τις συμπάθειες και αντιπάθειές του. Είναι κάτι σαν γκάλοπ. Μια χαρτογράφηση ενός πελατειακού χώρου, με όλες τις επισφαλείς ζώνες.
Το σημειώνω αυτό για να θυμίσω παράλληλα πως ένα από τα μεγάλα προβλήματα στη μελέτη του αρχαίου θεάτρου (όπως και του ελισαβετιανού), λ.χ., ήταν, και εξακολουθεί να είναι, η έλλειψη στοιχείων που να αφορούν την παρουσία των θεατών. Δεν έχουμε εικόνα του τρόπου που αντιμετώπιζαν τις παραστάσεις, τις αντιδράσεις τους, τη γενικότερη συμπεριφορά τους.
Αντίθετα, σήμερα η γνώμη των online συνομιλητών δημιουργεί μια κοινότητα που επεμβαίνει, κρίνει, κατηγορεί, παραπονιέται, φωνάζει, επαινεί. Η κουβέντα αυτή δημιουργεί τρόπον τινά ένα ατάκτως ερριμμένο αρχείο ελεύθερης πρόσβασης, το οποίο δίνει με τον τρόπο του ένα καλό στίγμα του κοινωνικού χώρου τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
Το θέμα εδώ είναι πώς διασώζεται αυτό το αρχείο ώστε να είναι χρήσιμο στους μελλοντικούς μελετητές; Για την ώρα δεν υπάρχουν μηχανισμοί οργανωμένης αποθήκευσής του. Όλα χάνονται στο αχανές τοπίο του διαδικτύου. Κυριολεκτικά λόγια του αέρα, που όμως τη στιγμή που δημοσιοποιούνται επηρεάζουν την ίδια την ιστορική εξέλιξη του θεάτρου (αφού προωθούν συγκεκριμένες παραστάσεις, άρα ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου). Δείτε λ.χ. ποιες παραστάσεις βραβεύονται κάθε χρόνο από συγκεκριμένα περιοδικά με βάση τη διαδικτυακή ψήφο του κοινού.
Είναι προφανές πως εάν δημιουργηθούν τρόποι διάσωσης (που σίγουρα θα γίνει και αυτό) τότε οι αυριανοί μελετητές θα έχουν στη διάθεσή τους πολύ χρήσιμες πληροφορίες σχετικές με τη φυσιογνωμία και την κοινωνιολογία του θεάτρου και των θεατών της εποχής μας.
Η συμμετοχική κοινωνία των μοναχικών
Εύλογο εδώ και το ερώτημα: γιατί αυτή η τάση διαδικτυακής φιλοξενίας της γνώμης των πολιτών; Μας τελείωσαν οι ειδικοί; Ή μήπως δεν τους έχουμε ανάγκη, αφού εκτιμούμε ότι οι θέσεις τους δεν αντιπροσωπεύουν πλέον την κοινή γνώμη ούτε τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα γύρω μας; Ας δούμε κάπως εκτενέστερα αυτό το ζήτημα, το οποίο εκτιμώ πως είναι ιδιαίτερα σοβαρό.
Ζούμε σε μια εποχή επιβεβλημένης (και όχι κατ’ επιλογή) μοναχικότητας. Η τεχνολογία έχει απομονώσει τον κάθε ένα από μας στον ιδιωτικό του χώρο μπροστά σε κάποιο γκάτζετ. Και αυτή η ίδια τεχνολογία μας «αποζημιώνει» (υποτίθεται) δημιουργώντας τις δικές της «ύποπτες» συνθήκες κοινωνικοποίησης μέσα από chat rooms, likes, shares, πλατφόρμες συζήτησης, τηλεπαιχνίδια κ.ο.κ. Μπορεί να μην είδαμε μια παράσταση λ.χ. αλλά, όπως είπαμε, έχουμε τη δυνατότητα να την υποστηρίξουμε χειροκροτώντας την με «like», ως μεταμοντέρνοι κλακαδόροι, ή συμμετέχοντας σε μια συζήτηση. Είναι ένας τρόπος να ανήκουμε σε μια κοινωνική ομάδα που δεν έχει άλλο κανάλι συνεύρεσης εξόν από αυτό που προσφέρει η τεχνολογία. Αλλά και πέρα από την κριτική. Δείτε τα διάφορα τηλεπαιχνίδια, όπου καλούν διαρκώς τον θεατή να δηλώσει παρών. «Πάρτε τηλέφωνο ώστε να βγει ο νικητής». Είναι σαν να σου λένε, αν δεν τηλεφωνήσεις το «τηλεοπτικό κείμενο» δεν θα τελειώσει. Σε τοποθετούν δηλαδή σε μια (υποτίθεται) θέση ελέγχου. Σου δημιουργούν την ψευδαίσθηση της δημιουργικής συν-τέλεσης∙ τουτέστιν, της δημοκρατίας: όλοι είμαστε μέρος ενός όλου. Όλοι ίσοι, όπως είπαμε πιο πριν. Όλοι συγγραφείς ή δυνάμει συγγραφείς, κριτικοί, σεναριογράφοι, ηθοποιοί κ.λπ., τάση που συναντά κανείς και στη θεατρική πράξη, με τις διάφορες περιπατητικές παραστάσεις ή τις παραστάσεις γνωστές ως immersive (συμμετοχικές/διαδραστικές), όπου βασικός στόχος είναι να εντάξουν τον θεατή στη δράση, να τον κάνουν να νιώσει ότι ανήκει στο θέαμα, ότι είναι εντός και όχι απλός παρατηρητής, μέρος της πορείας προς το νόημα και όχι απλός καταναλωτής του νοήματος.
Όμως στο σημείο αυτό ας αφήσουμε για λίγο τον πολίτη-κριτή και τον πολίτη-συντελεστή και ας επαναφέρουμε το θέμα των επαγγελματιών κριτικών, και κυρίως των παλαιότερων, αφού οι ψηφιακές προκλήσεις πιο πολύ αφορούν αυτούς. Ας δούμε τι έχουν να αντιμετωπίσουν και τι καλούνται να κάνουν ώστε να επιβιώσουν.
Το πορτρέτο του νέου κριτικού
Παλιό αλλά πάντοτε επίκαιρο: η κριτική από τη μια κρίνει και από την άλλη βιώνει μονίμως και κάποια μορφή κρίσης γύρω από τον ρόλο της, τα εργαλεία της κ.λπ. Ο Ρολάν Μπαρτ, σχολιάζοντας ακριβώς τον μετέωρο ρόλο της κριτικής στις απαρχές του μεταμοντέρνου, θα πει ότι, από τη στιγμή που κανένας κριτικός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι με τον λόγο του κάνει το έργο πιο «καθαρό», γιατί απλούστατα τίποτα δεν είναι πιο «καθαρό» από το ίδιο το έργο, το μόνο που του απομένει είναι να ξεφλουδίσει το σύνολο της εμπειρίας, δηλαδή όλες τις στρωματώσεις της.
Αυτό που βλέπουμε να γίνεται σήμερα είναι μια ριζική μετακίνηση/αλλαγή ρόλων και στόχων. Η εικόνα του κριτικού που καλλιεργείται είναι μια διασταύρωση ανάμεσα στον δραματουργό, τον αρχειοθέτη, τον συνεργάτη, τον δημοσιογράφο και, εφόσον προκύψει (δεν είναι στα προαπαιτούμενα πλέον), τον κριτικό-αξιολογητή. Ο σύγχρονος κριτικός δεν αντιμετωπίζεται πια ως το εξωτερικό μάτι ή αφτί του θεατρικού γεγονότος, αλλά ως η μνήμη του γεγονότος, η συνείδησή του, η φωνή και η καρδιά του. Πώς γίνεται αυτό; Μια από τις επιλογές που ασπάζεται η σύγχρονη γενιά είναι η σμίκρυνση της απόστασης ανάμεσα στον κριτικό και τους δημιουργούς του θεάματος.
Εάν πριν από κάποια χρόνια οι στενές σχέσεις κριτικού και καλλιτεχνικού κόσμου θεωρούνταν «ύποπτες», σήμερα συμβαίνει το διαμετρικά αντίθετο. Τα γκάλοπ δείχνουν ότι οι περισσότεροι νέοι κριτικοί επικροτούν τις όσο γίνεται πιο στενές σχέσεις του κριτικού με την αγορά του θεάματος, ακόμη και την ακραία ιδέα του κριτικού-in-residence, δηλαδή του ενταγμένου για ένα χρονικό διάστημα στο δυναμικό ενός σχήματος (όπου εκτός από κριτικός μπορεί να έχει την ιδιότητα του δραματουργού ή του συμβούλου ή του μεταφραστή ή του σχολιαστή κ.λπ.). Στο μυαλό τους δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με έναν παραδοσιακό κριτικό, βασικό έργο του οποίου ήταν η αξιολόγηση και γενικά η τελική και όσο γίνεται αντικειμενικότερη κρίση μιας παράστασης ή σκηνοθεσίας, ο νέος κριτικός πιο πολύ θυμάται, καταγράφει, ενημερώνει, περιγράφει, αρχειοθετεί παρά ερμηνεύει.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πολλά θεατρικά σχήματα στην Αγγλία, στην Αμερική και αλλού έχουν ήδη ανοίξει τις πρόβες τους και στους κριτικούς, προκειμένου να ενισχύσουν τους δεσμούς των δύο πάλαι ποτέ «αντιπάλων». Η πρόβα δεν είναι πια το αποκλειστικό και επτασφράγιστο μυστικό της ομάδας. Κάπως έτσι πιστεύουν ότι η δουλειά τους αποκτά μεγαλύτερο κοινωνικό εκτόπισμα, καθώς έρχεται σταδιακά πιο κοντά στον μελλοντικό θεατή της μέσω του ενταγμένου στο δυναμικό του θιάσου κριτικού, του οποίου οι ανταποκρίσεις περίπου λειτουργούν σαν ένα είδος πλοηγού: ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τον ενδιαφερόμενο ως προς τη διαδικασία ολοκλήρωσης μιας παράστασης, τι πρόκειται να δει, τι δυσκολίες συναντά η παραγωγή κ.ο.κ. «Απομυθοποιούν», τρόπον τινά αλά Μπρεχτ, το καλλιτεχνικό γεγονός, τον σκηνικό μύθο (με συνεντεύξεις, ρεπορτάζ, φωτογραφίες από τις πρόβες, απρόσμενα συμβάντα, έριδες, κους-κους, κ.ο.κ), μια εξέλιξη την οποία οι πιο παλιοί καλλιτέχνες είναι λογικό να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία, καθώς στο μυαλό τους κυριαρχεί ακόμη η καλτ εικόνα του πανίσχυρου σκηνοθέτη, ενός Καρόλου Κουν για παράδειγμα, ο οποίος «σφράγιζε» την πόρτα του θεάτρου, απαγορεύοντας οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο. Ή η εικόνα ενός επίσης ισχυρού Λη Στράσμπεργκ στο Actor’s Studio, ο οποίος απαγόρευε στους ηθοποιούς του ακόμη και την ανάγνωση εφημερίδας, γιατί πίστευε πως τους έφερνε πιο κοντά στην πραγματικότητα, ενώ αυτός τους ήθελε να υπηρετούν απερίσπαστοι την κλειστή «πραγματικότητα» που δημιουργούσε το θέατρο.
Οι εξελίξεις στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα δείχνουν ότι ο χώρος του θεάτρου αποκτά πλέον άλλες ιεραρχίες και άλλη φιλοσοφία. Τείνει να μετατραπεί σε έναν ανοικτό και πολυφωνικό κοινωνικό χώρο, ο οποίος δημιουργεί άλλους ρόλους για τον κριτικό, πέρα από τον ρόλο του αποστασιοποιημένου αξιολογητή/ερμηνευτή. Γι’ αυτό και οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης αυτής τάσης που επέλεξα να σχολιάσω πολύ σύντομα ως παράδειγμα των αλλαγών στον χώρο, δεν δέχονται την άποψη ότι η εγγύτητα αλλοιώνει την οπτική του κρίνοντος. Η εκτίμησή τους λέει ότι ο κριτικός-παρατηρητής, από τη στιγμή που εντάσσεται (εν-σωματώνεται/embedded) στο δυναμικό μιας ομάδας, γίνεται φίλος της και παράλληλα πιο βαθύς γνώστης της όλης προσπάθειας, άρα σε καλύτερη θέση να «αρχειοθετήσει» με ακρίβεια τα επιμέρους στοιχεία της παραγωγής και με τον τρόπο του να συμβάλει στην ορθότερη καταγραφή των ιστορικών δεδομένων.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κριτικός κινείται οριζόντια, υπό την έννοια ότι δημιουργεί μια αυστηρώς υποκειμενική σχέση με το αντικείμενό του. Γράφει για μια καλλιτεχνική δοκιμασία με ανοικτό τέλος, πάντα έτοιμος να ξανασκεφτεί, να διορθώσει, να αλλάξει γνώμη, να μετανιώσει για κάτι που έγραψε. Κοινώς, ψάχνεται, χωρίς την πίεση να φτάσει σε κάποιο αμετακίνητο συμπέρασμα. Όπως λέει ο Πήτερ Μπρουκ, θιασώτης της συμμετοχικής δημιουργίας, ο καλός κριτικός καθώς προσπαθεί διανοίγει ή ανακαλύπτει μονοπάτια και αυτό τον εξομοιώνει με τον καλλιτέχνη, αφού και οι δύο κινούνται προς την κατεύθυνση ενός ανεξερεύνητου τοπίου. Γι’ αυτό όσο πιο πολύ ο κριτικός δένεται με την παραγωγή, καταλήγει ο Μπρουκ, τόσο το καλύτερο. Σεβαστή οπωσδήποτε σκέψη, αλλά όπως θα δείξω παρακάτω όχι απόλυτα αποδεκτή από όλους (και του γράφοντος).
Στο μυαλό των φίλων της νέας κριτικής το θέατρο είναι ένα οικοσύστημα όπου όλα συνυπάρχουν και μοιραία αλληλοεπηρεάζονται. Δεν είναι ούτε αυστηρώς ψυχαγωγία ούτε αυστηρώς αγαθό προς πώληση, αλλά ένα ζωτικό τοπίο του κοινωνικού οικοσυστήματος που στηρίζει την ανθρώπινη ανάπτυξη και την κοινωνία των πολιτών. Έτσι και οι κριτικοί πρέπει να πάψουν να γράφουν με στόχο να πουλήσουν μια παράσταση (μέσα από τη διαδικασία της αξιολόγησης) και να αρχίσουν να γράφουν με στόχο να δημιουργήσουν χώρο ώστε οι κοινότητες να παρατηρούν ή να συμμετέχουν σε μεταμορφωτικές εμπειρίες και να συνομιλούν μεταξύ τους. Ιδέα δημοφιλής σήμερα αλλά όχι πολύ καινούργια.
Τ(ρ)όποι αξιολόγησης και τοπία της μνήμης
Το 1984 η Σούζαν Σόνταγκ είχε δημοσιεύσει το περίφημο θεωρητικό της πόνημα «Ενάντια στην ερμηνεία» (Against Interpretation), όπου πρότεινε καινούργιους τρόπους εμπλοκής του κριτικού με την τέχνη, τρόπους που θα παρέκαμπταν την υποχρεωτική ερμηνευτική διαδικασία και θα εστίαζαν πιο πολύ σε επιφάνειες, φόρμες, εξωτερικές εμφανίσεις και εντυπώσεις, δηλαδή σε «τοπία», τα οποία το κάθε άτομο μπορεί να αντιλαμβάνεται διαφορετικά, σύμφωνα με τις προσωπικές του εμπειρίες, την καταγωγή του και την αισθητική του.
Η ανάγνωσή της ήταν μια καθαρή πρόκληση των ρεαλιστικών μοντέλων που αντιμετώπιζαν την τέχνη ως μια πιστή αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου (ως έναν τόπο). Στο μυαλό της Σόνταγκ πιο πολύ μετρούσε να συλλάβει ο κριτικός την αίσθηση που του προκαλεί ένα έργο τέχνης. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κριτική θα κέρδιζε πολύ περισσότερα εάν ήταν περιγραφική παρά συμπερασματική, με το σκεπτικό ότι η ερμηνεία (αξιολόγηση) είναι μια προδοσία ή ακόμη και μια «εκδίκηση του πνεύματος σε βάρος της τέχνης».
Ένα σεβαστό μέρος της σημερινής κριτικής, κυρίως της φεμινιστικής, θα χτίσει επάνω σε αυτή τη θέση, με το σκεπτικό ότι η τακτική της αξιολόγησης ήταν εξαρχής έργο της ισχυρής πατριαρχίας, η οποία, εκτός όλων των άλλων, είχε τον απόλυτο έλεγχο στη διαμόρφωση του δημόσιου (και διαφωτιστικού) Λόγου. Από εδώ εκκινεί και η μεγάλη έμφαση που αποδίδεται σήμερα στην «άτακτη» και «διασπορική» μνήμη, ως απάντηση στον ελεγχόμενο και συγκεντρωτικό πατριαρχικό Λόγο∙ η μνήμη, όπως την ενεργοποιεί η ανάκληση που προκαλεί η εμπειρία ενός γεγονότος.
Βέβαια δεν μας λέει κάτι καινούργιο εδώ η νέα κριτική. Ο κριτικός (ερασιτέχνης ή επαγγελματίας) πάντοτε επέστρεφε, και συνεχίζει να επιστρέφει, στη μνήμη/ανάκληση του γεγονότος για να δικαιολογήσει τη συγγραφική ή άλλη δραστηριότητά του. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κριτική ήταν και είναι πράξη άκρως ερωτική, γιατί προδίδει την προσπάθειά του γράφοντος να επενδύσει στη γραφή όλα εκείνα που επένδυσε πηγαίνοντας στο θέατρο: την προσοχή του, τις γνώσεις του, την εμπειρία του, τη ζωή του. Όσο λιγότερα παίρνει κάποιος μαζί του στην αίθουσα (δηλαδή στη συνάντησή του με το θέαμα) τόσο λιγότερα θα εμπεριέχει και η κριτική του.
Απλώς στις μέρες μας βλέπουμε να αναπροσαρμόζεται η έννοια της κριτικής δραστηριότητας, η οποία για δεκαετίες αντιμετωπιζόταν ως μια μοναχική ερμηνευτική περιπέτεια πρωτίστως αντικειμενική ούτως ώστε να διασφαλίζεται η απόσταση από το αντικείμενο της κρίσης. Τώρα παρατηρούμε να πριμοδοτείται το υποκειμενικό (ερωτικό) σκέλος της διαδικασίας, το οποίο είναι λιγότερο προσκολλημένο στη λογική και περισσότερο στον ρομαντισμό, τους οικολογικούς συσχετισμούς και την παρόρμηση.
Έχουμε, δηλαδή, μια σταδιακή απομάκρυνση από την εκλογικευμένη απόδοση της εμπειρίας προς την κατεύθυνση μιας γραφής όπου κυριαρχεί η προβολή του εαυτού, όπως τον χάραξε η εμπειρία, ήτοι μιας γραφής με τη μορφή επιτέλεσης (περφόρμανς) των συναισθημάτων του κρίνοντος απέναντι στο έργο. Αυτή η γραφή δεν κλείνει, παραμένει ανοικτή, σε μια κατάσταση μόνιμης αμφιβολίας. Εκκινεί από το γεγονός αλλά δεν επικεντρώνεται κατ’ ανάγκη σε αυτό. Διακλαδώνεται, αφήνεται να εισχωρήσει σε ποικίλους χώρους, μνήμες, συναισθήματα και αναμνήσεις που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκπορεύονται του αρχικού γεγονότος. Για παράδειγμα, κάποιος που παρακολουθεί το σκηνικό θέαμα μιας φυσικής καταστροφής ενδέχεται να ανακαλέσει τις μνήμες ενός προσωπικού βιώματος από την παιδική του ηλικία στο χωριό του και να βιώνει το συναίσθημα που προκαλεί το φανταστικό τοπίο του γενέθλιου τόπου του. Εδώ έχουμε μια γραφή η οποία προδίδει παράλληλα και τον δικό της αγώνα να αρθρώσει λόγο μέσα από ανατροπές, υπερβάσεις, προκλήσεις, διευρύνσεις. Δεν είναι δηλαδή μια απλή ηχώ της παράστασης, αλλά μια δοκιμασία όπου το νόημα αντί να παρουσιάζεται/ερμηνεύεται ως κάτι σταθερό, μετατρέπεται σε παράσταση Γραφής που κινείται ελεύθερα ανάμεσα σε ποικίλα εκφραστικά πεδία.
Απορίες
Αυτά σε πολύ γενικές γραμμές. Αντιλαμβάνομαι την επιθυμία των θιασωτών της νέας κριτικής να καταργήσουν τη γραφή που αξιολογεί ώστε να επιτύχουν μεγαλύτερη ελευθερία στην περιγραφή της βιωμένης εμπειρίας. Από την άλλη όμως, και πέρα από τις όποιες θετικές εντυπώσεις μου δημιουργούν ορισμένες από τις παραπάνω θέσεις, εξακολουθώ να διερωτώμαι:
Μήπως η αντικατάσταση των τ(ρ)όπων της ερμηνευτικής κριτικής με τα τοπία της ανάκλησης και μόνον αδικεί παρά δικαιώνει τον χώρο; Η κριτική από τη φύση της δεν είναι η τέχνη της αξιολόγησης; Αυτό άλλωστε δεν είναι που τη διαφοροποιεί από το ίδιο το αντικείμενό της, που είναι η τέχνη του θεάτρου εν προκειμένω, από την οποία δεν μπορούμε να απαιτήσουμε να είναι λειτουργική ή συμπερασματική ή αξιολογική γιατί κάτι τέτοιο αφαιρεί την ελευθερία από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, δεμένου ότι του υποδεικνύει δρομολόγια, μπορούμε όμως να το απαιτήσουμε από την κριτική; Ακόμη:
Μήπως και η παράσταση δεν είναι ένας ζωντανός οργανισμός που ζητεί τον ειδικό ερμηνευτή στην αξιολόγησή του; Όπως όλα τα άλλα αγαθά μήπως και το θέατρο δεν βρίσκεται στην αγορά ως προϊόν προς πώληση; Κάποιος δεν πρέπει να εκφέρει μια επαγγελματική και λογικά τεκμηριωμένη άποψη κατά πόσο αξίζει να ξοδέψει κανείς τα χρήματά του για να το απολαύσει; Ή μήπως αρκούν μόνο οι μνήμες και οι προσωπικές συνδυαστικές σκέψεις, που πολλές φορές ελάχιστη σχέση έχουν με το υπό κρίση θέαμα;
Διερωτώμαι: Το να γνωρίζει κάποιος να αλλάξει μια λάμπα τον κάνει ηλεκτρολόγο; Προφανώς όχι. Όπως κατ’ αναλογία: το να γράψει κάποιος ένα κριτικό σημείωμα τον κάνει αυτόματα κριτικό; Όχι φυσικά. Όταν αρρωστήσει το παιδί μας καλούμε γιατρό ή τοπογράφο; Βεβαίως γιατρό, γιατί ακριβώς εμπιστευόμαστε τη διάγνωση του ειδικού.
Και συνεχίζω να διερωτώμαι: Γιατί οι υποστηρικτές της νέας (διαδικτυακής και μη) κριτικής επικαλούνται τη δημοκρατία και το δικαίωμα όλων να συμμετέχουν στον διάλογο όταν μιλούν για θέατρο και την αγνοούν παντελώς σε όλα τα άλλα, όπου εκεί επικαλούνται τις «δικτατορικές» γνώσεις του ειδικού (ο ειδικός γιατρός, ο ειδικός μηχανικός, ο ειδικός δικηγόρος);
Γιατί τέτοιος σεβασμός για όλες τις ειδικότητες, πλην του θεάτρου και δη της κριτικής, όπου εκεί ντε και καλά κρίνεται ως υγιέστερη η συμμετοχή ή η καταγραφή χωρίς την αξιολόγηση; Ή μήπως στο μυαλό τους η κριτική δεν είναι καν «ειδικότητα»; Απόδειξη άλλωστε και το γεγονός ότι ελάχιστοι κριτικοί αμείβονται πλέον, λες και αυτό που κάνουν είναι το χόμπι τους, ένα «παιχνίδι» όπου όλες οι γνώμες (και μνήμες) είναι ίσες και θεμιτές. Τι Σοφοκλής και τι κάποιος συγγραφέας της σειράς Αρλεκίν, τι ένας «μπαρουτοκαπνισμένος» κριτικός και τι ένας με ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία, αφού όλοι κουβαλούν το ίδιο ειδικό βάρος στο όνομα της δημοκρατίας του 21ου
αιώνα που λέει ότι όλες οι τέχνες και οι γραφές είναι το ίδιο. Και σκέφτομαι: όντως είναι;
Ως έχει η κατάσταση σήμερα, όποιος ισχυριστεί το αντίθετο είναι ελιτίστας, συντηρητικός, οπισθοδρομικός. Δηλαδή, όποιος συγκρίνει, στοχάζεται, φιλοσοφεί, ζυγίζει, προτείνει (αποκλείοντας) και αξιολογεί δεν είναι σύγχρονος αλλά πολύ παλιός.
Όμως διερωτώμαι και πάλι: μήπως και αυτός που στηρίζει τη λογική του anything goes (επικαλούμενος πάντοτε το προσωπικό βίωμα σε βάρος της ερμηνείας) δεν γίνεται, ακόμη και άθελά του, ο ανομολόγητος φίλος της υπερ-εμπορευματοποίησης της κουλτούρας, δηλαδή του ραγδαία ανερχόμενου λαϊκισμού (populism), μιας κατ’ επίφασιν αυθεντικής λαϊκότητας, που υποτίθεται ότι αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα του λαού (εν προκειμένω του οποιουδήποτε επιθυμεί να ασκήσει το έργο του κριτικού) με τα συμφέροντα της ελίτ (του Λόγου της αξιολόγησης);
Εμείς και το Σύστημα
Όπως είπα λίγο πιο πάνω, είναι πολλά αυτά που ασπάζομαι από τις θέσεις που υπεραμύνονται οι νέοι κριτικοί. Εκείνο ωστόσο που εκτιμώ πως απουσιάζει ακόμη από τον θεωρητικό λόγο της συμμετοχικής, ανοικτής (μη συμπερασματικής) και αντι-ιεραρχικής διαδικτυακής κριτικής είναι ένας πιο υποψιασμένος και πειστικός λόγος γύρω από τη ψευδο-δημοκρατία που έχει δημιουργήσει η τεχνολογία και που λέει ότι όλοι είμαστε ελεύθεροι να εκφραστούμε, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν όπου ο εκδότης ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος, αφού εκείνος έθετε τα όρια της δημιουργικής μας ελευθερίας.
Σίγουρα υπήρχαν εκδότες που ασκούσαν ένα είδος λογοκρισίας, γενικά όμως, και μιλώντας εκ πείρας αλλά και έχοντας εικόνα και από άλλους κριτικούς, πολύ σπάνια υπήρχαν σοβαρές ελεγκτικές παρεμβάσεις. Το ότι μπορούμε και εκφραζόμαστε σήμερα επί παντός επιστητού (και πέραν του ορίου των λέξεων που κάποτε ο κριτικός όφειλε να σεβαστεί), είναι ασφαλώς σημαντικό, όμως δεν μας κάνει επί της ουσίας πιο ελεύθερους. Η εκτίμησή μου λέει πως μας «επιτρέπεται» να μιλούμε και να κρίνουμε όσο δεν θέτουμε σε «κίνδυνο» το Σύστημα, όσο οι απόψεις μας δεν προκαλούν ρωγμές.
Η ελευθερία που προσφέρει η τεχνολογία είναι πλασματική και σαφώς πιο εύθραυστη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Καλλιεργώντας ένα κλίμα συμμετοχής στην άσκηση του κριτικού λόγου και ανυψώνοντας τον κάθε πολίτη σε καθοριστικό παράγοντα της «γραφής» της θεατρικής ιστορίας, το Σύστημα σκόπιμα και πονηρά πιέζει τις τιμές προς τα κάτω και «αγοράζει» ό,τι είναι πιο φτηνό και όχι πιο καλό (ο ορισμός του λαϊκισμού και της μαζικής παραγωγής). Και εκτιμώ πως ένα από τα προβλήματα της φιλοσοφίας που καλλιεργείται γύρω από τη νέα κριτική είναι ότι δεν βλέπει πως η υπερβολική εμπιστοσύνη που δείχνει στην κατ’ όνομα «δημοκρατία» του ίντερνετ δεν οδηγεί στην ελευθερία αλλά στην αποδοχή των κανόνων ενός στημένου όσο και επικίνδυνου επικοινωνιακού «παιχνιδιού» που θέλει τους κριτικούς (σχετικούς και άσχετους) στον ρόλο προμηθευτών καυσίμων για τη συντήρηση των μηχανών μιας λαϊκίστικης κουλτούρας την οποία υποτίθεται καλούνται να ελέγξουν. Όλοι μιλάμε (και κρίνουμε) και έτσι όλοι είμαστε ευχαριστημένοι. Και πάνω από όλους το ίδιο το Σύστημα που έχει πάντα και τον τελευταίο λόγο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα δεν είναι διόλου τυχαία η σαρωτική επικράτηση λαϊκιστών ηγετών όπως ο Τραμπ, ο Τζόνσον, ο Ερντογάν και πολλοί άλλοι. Είναι προστάτες αυτού ακριβώς του (αν)ελεύθερου και άκρως εμπορευματοποιημένου πολιτισμού που καλλιεργεί η εποχή της τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. Με αυτό το σκεπτικό δεν δέχομαι, λοιπόν, τον διαδεδομένο ισχυρισμό που λέει ότι από τη στιγμή που ένας κριτικός δεν αξιολογεί απαλλάσσει το θέατρο από τον κίνδυνο της εμπορευματοποίησής του. Η πορεία του σύγχρονου θεάτρου (και πολιτισμού εν γένει) δείχνει το διαμετρικά αντίθετο. Όλα είναι προς πώληση και κυρίως όλα εκείνα που τους «επιτρέπεται να αντιστέκονται», έχοντας ως αγκωνάρια τους θεσμούς και τα χρήματα του Συστήματος.
Είναι κοινός τόπος να πούμε πως όλα τα Συστήματα καλλιεργούν και συντηρούν την «αίρεση» στους κόλπους τους στον βαθμό που δεν κινδυνεύουν από αυτήν. Διόλου τυχαίο που αυτή τη στιγμή το πιο ευπώλητο (και, τι περίεργο, πιο πολυδάπανο) θεατρικό αγαθό είναι εκείνο που εμφανίζει την εικόνα του αιρετικού, του πειραματικού, του αλλιώτικου, του «αντί». Δείτε τι γίνεται στα περισσότερα φεστιβάλ. Μια εμποροπανήγυρις. Δείτε τι εκπτώσεις κάνουν τα ανά τον κόσμο εθνικά θέατρα ώστε να μπουν στην παγκόσμια αγορά.
Δείτε επίσης τι γίνεται με πολλά μπλογκ, όπου αξίζει να διερωτηθεί κανείς σε ποιο βαθμό παραδίδονται (ή αναγκάζονται να παραδοθούν) στο δέλεαρ μιας όσο γίνεται μεγαλύτερης αγοράς προκειμένου να αυξήσουν την επισκεψιμότητά τους και εν συνεχεία να προσελκύσουν εταιρείες, διαφημιστές και έτσι να καταστούν βιώσιμα.
Ο χρήσιμος, ο απόλυτα σύγχρονος και συνάμα «επικίνδυνος» κριτικός δεν είναι ούτε ο νέος ούτε ο παλιός, ούτε ο μοναχικός ούτε ο συμμετοχικός, ούτε ο στρατευμένος ούτε ο εστέτ, ούτε ο «εφημεριδάκιας» ούτε ο «ιντερνετάκιας», ούτε ο δεξιός ούτε ο αριστερός, αλλά εκείνος που καθώς πορεύεται απορεί διαρκώς και διαρκώς διορθώνει και αναθεωρεί τον παλιό του εαυτό έχοντας πάντα ως πλοηγό το ήθος. Το ήθος προστατεύει την ποιότητα.
Δείτε ακόμη τι γίνεται με την επιβολή των «αστεριών», η παρουσία των οποίων έχει παροπλίσει επικίνδυνα τον στοχαστικό λόγο της αξιολόγησης. Δείγμα και αυτό μιας κακώς εννοούμενης «δημοκρατικής» κουλτούρας που προωθεί τα εικονίδια, γιατί αφενός την προστατεύουν από την αναλυτική σκέψη και αφετέρου τα πουλά πιο εύκολα και γρήγορα (όσο πιο σύντομο το κριτικό σημείωμα τόσο πιο ευπώλητο).
Πού θέλω να καταλήξω; Στο σκεπτικό που λέει ότι μεγάλος όγκος του θεάτρου σήμερα, για να επιβιώσει σύμφωνα με τη λογική της νέας οικονομίας, αναζητεί πλέον πελάτες και όχι θεατρόφιλους. Και εννοείται ότι για να τους βρει «καλωσορίζει» ή έστω ανέχεται και την ανάλογη άποψη περί κριτικής.
Είναι προφανές πως η μεταμοντέρνα, νεοφιλελεύθερη εποχή της μη αξιολόγησης δεν θέλει κάθετες σκέψεις αλλά οριζόντιες (και η χρήση των αστεριών που προανέφερα είναι μια ένδειξη). Δεν θέλει αυτό που ο Άγγλος συγγραφέας Χάουαρντ Μπάρκερ αποκαλεί «ριζοσπαστικό ελιτισμό» που επιμένει στην ιεράρχηση αξιών, στην ιδέα ότι υπάρχει η καλή καλλιτεχνία και τα σκουπίδια∙ που αρνείται τον πολιτιστικό σχετικισμό και βάζει τον ποιοτικό πήχη ψηλά και όποιος μπορεί τον φτάνει.
Απαξιώνοντας την ανάγκη της αξιολόγησης, γεμίζουμε κι εμείς με τη σειρά μας την κουλτούρα με αναλώσιμα και ανακυκλούμενα σκουπίδια που η ίδια μας διευκολύνει (και ενθαρρύνει) να παράγουμε.
Περί πτωμάτων
Επειδή η νέα κριτική μιλά πολύ για τη σημασία της εμπειρίας, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο επάνω και σε αυτό το θέμα πριν ολοκληρώσω. Η ανατομία της θεατρικής εμπειρίας, ως ιδέα και ως πρακτική, δεν ανήκει στη νέα κριτική. Ο κάθε κριτικός (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης, παντού και πάντοτε, κουβαλά την εμπειρία του θεάματος στο σπίτι του ή στο γραφείο του ή αλλού όπου και προσπαθεί να εκλογικεύσει ή να διευρύνει ή να τιθασεύσει ή να απελευθερώσει τα σπαράγματά της μέσα από τις λέξεις. Από παρατηρητής ενός θεάματος που ήταν μέσα στην αίθουσα (ή κάπου αλλού) τώρα αναλαμβάνει, τρόπον τινά, τον ρόλο ενός «ιατροδικαστή» σε νεκροτομείο, όπως εύστοχα κάνει τον παραλληλισμό η κριτικός Άλισον Κρόγκον, που καλείται να εξετάσει ένα πτώμα – που είναι εν προκειμένω η παράσταση μετά το κλείσιμο των φώτων. Για να κάνει σωστά τη δουλειά του κατεβάζει βιβλία από τα ράφια, συμβουλεύεται πηγές, διασταυρώνει στοιχεία ώστε να καταλήξει κάπου, εκεί όπου το «πτώμα» θα ξαναζωντανέψει μέσα από τις λέξεις του ή οι λέξεις του θα ξαναζωντανέψουν μέσα από τις υποδείξεις του «πτώματος».
Κάποια θεάματα-«πτώματα» είναι πιο βατά (ή εύκολα) στην ανατομική διαχείριση και λεκτική διατύπωσή τους, γιατί βρίσκονται εντός των ορίων των δυνατοτήτων του κριτικού. Τα πιο δύσκολα θεάματα είναι εκείνα τα οποία, όταν τελειώσουν, προκαλούν μιαν απέραντη (όσο και γλυκιά) θλίψη, γιατί ακριβώς δεν θέλεις να τελειώσουν.
Είναι εκείνα που προκαλούν συναισθήματα για τα οποία δεν βρίσκεις τις λέξεις να περιγράψεις, πολλώ δε μάλλον να αξιολογήσεις, γιατί η εμπειρία τους σε ξεπερνά, σου αφαιρεί τον Λόγο.
Είναι εκείνα που σε στέλνουν στο σπίτι σαστισμένο και με ερωτήσεις του τύπου: «τι ήταν αυτό που είδα;», όπως ακριβώς συμβαίνει στον Άμλετ ο οποίος, έχοντας δει το φάντασμα του δολοφονημένου πατέρα του (την περφόρμανς του θανάτου του), επιστρέφει ταραγμένος στο παλάτι για να αρχίσει και το οδοιπορικό της ερμηνείας της εμπειρίας (To be or not to be).
Και όταν καταφέρεις επιτέλους να γράψεις κάτι γι’ αυτό που είδες συνειδητοποιείς στην πορεία πως οι λέξεις δεν δικαιώνουν την εμπειρία που έζησες. Αισθάνεσαι πως κάτι λείπει. Αισθάνεσαι την ανάγκη να πας πίσω και να ξαναγράψεις την κριτική που έχεις ήδη δημοσιεύσει. Μου συνέβη μερικές φορές να γράψω αντικριτική σε δημοσιευμένη κριτική μου, γιατί ακριβώς, ξαναβλέποντας την ίδια παράσταση αργότερα, αισθάνθηκα ότι οι λέξεις που χρησιμοποίησα αρχικά «αδικούσαν» την εμπειρία που έζησα.
Τα τονίζω όλα αυτά για να καταλήξω και πάλι στη σκέψη, απλή ίσως, που λέει ότι η κριτική είναι μια πράξη ερμηνευτική, γιατί πιστεύει πως υπάρχει κρυμμένο κάποιο νόημα που πρέπει να αναλυθεί και συνάμα ερωτική, γιατί το νόημα δεν είναι δεδομένο αλλά βγαίνει τη στιγμή της συνάντησης του υποκειμένου (του κριτικού) με το αντικείμενο της κρίσης.
Με δυο λόγια, η κριτική, όπως και να τη δει κανείς, είναι μια πράξη που έχει να κάνει πρωτίστως με το ίδιο το άτομο. Το άτομο είναι υπόλογο γι’ αυτά που λέει. Παίρνει το ρίσκο της άποψής του και παράλληλα, εφόσον είναι ικανό, προσφέρει νέες ερμηνευτικές γωνίες θέασης, δημιουργεί νέους χώρους σκέψης και συζητήσεις που διευρύνουν και βαθαίνουν τις ευθύνες κριτικών, καλλιτεχνών και θεατών.
Κατακλείδα
Για να μην σας ταλαιπωρώ άλλο κλείνω λέγοντας ότι βρίσκω πολλά και ενδιαφέροντα στις τάσεις που διαγράφονται στον χώρο της σύγχρονης θεατρικής κριτικής. Συντρέχω, για παράδειγμα, με την άποψη που λέει ότι η τεχνολογία έχει βοηθήσει ώστε να έχουμε πολύ μεγαλύτερη κάλυψη θεατρικών δραστηριοτήτων, πιο πολλές θέσεις και γνώμες, όπως συμφωνώ και με την προσπάθεια σμίκρυνσης της απόστασης που χωρίζει την ακαδημαϊκή και τη δημοσιογραφική κριτική, τη θεωρία από την πράξη, την αντικειμενική και υποκειμενική κρίση, καθώς και με την ιδέα ότι γράφοντας ανακαλύπτουμε πολλές φορές τι θέλουμε να πούμε και πώς.
Επίσης, πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να διατηρεί κάποιος για την τεχνολογία, δεν μπορεί και δεν πρέπει να την αγνοήσει. Πρέπει να καταλάβει ότι έχει μπροστά του ένα εντελώς διαφορετικό επικοινωνιακό μοντέλο με μια άλλη οντολογία την οποία οφείλει να μελετήσει σοβαρά και να χειριστεί ανάλογα ώστε οι αποδόσεις της να είναι για όλους ευεργετικές.
Σίγουρα πολλά πράγματα θα αλλάξουν και με τον καιρό θα αποκτήσει και η ψηφιακή κουλτούρα τις ασφαλιστικές της δικλείδες, τα όρια και τους κανόνες της. Ήδη κάποιες κινήσεις καλύτερης διαχείρισης έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται. Ας μην ξεχνάμε πως πήρε 200 τόσα χρόνια στον Τύπο να θωρακιστεί απέναντι σε φαινόμενα αυθαιρεσίας.
Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι οι αναγνώστες-δυνάμει θεατές που αναζητούν την καλή κριτική και την καλή γραφή μπορεί να λιγόστεψαν όμως δεν εξαφανίστηκαν. Είναι ανάμεσά μας. Διαβάζουν και ξέρουν να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι είτε είναι σε διαδικτυακή είτε σε έντυπη, είτε σε «παλιά» είτε σε «νέα» μορφή. Αυτοί κάποια στιγμή θα υπερισχύσουν.
Όσο για το πορτρέτο του καλού κριτικού που έχω στο μυαλό μου θα μπορούσα να το περιγράψω κάπως έτσι:
Ο χρήσιμος, ο απόλυτα σύγχρονος και συνάμα «επικίνδυνος» κριτικός δεν είναι ούτε ο νέος ούτε ο παλιός, ούτε ο μοναχικός ούτε ο συμμετοχικός, ούτε ο στρατευμένος ούτε ο εστέτ, ούτε ο «εφημεριδάκιας» ούτε ο «ιντερνετάκιας», ούτε ο δεξιός ούτε ο αριστερός, αλλά εκείνος που καθώς πορεύεται απορεί διαρκώς και διαρκώς διορθώνει και αναθεωρεί τον παλιό του εαυτό έχοντας πάντα ως πλοηγό το ήθος. Το ήθος προστατεύει την ποιότητα. Το ήθος είναι αντίπαλος του λαϊκισμού και φίλος της ευεργετικής και βαθιά δημοκρατικής τέχνης. Το ήθος προστατεύει το θέατρο και αυτούς που πραγματικά το αγαπούν. Το ήθος δεν είναι αυτονόητο. Κερδίζεται με αγώνα και πολύ δύσκολες αποφάσεις και θυσίες.
Και επειδή στο κείμενο κάνω συχνή αναφορά στον θάνατο και τη σημασία της μνήμης, θα ήθελα να κλείσω λέγοντας ότι η μνήμη θανάτου δεν δημιουργεί (ή δεν θα ‘πρεπε να δημιουργεί) μόνο τις συνθήκες της αλλαγής αλλά και της συνειδητοποίησης προτεραιοτήτων. Και όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο Χρήστος Γιανναράς, «το μόνο πράγμα που κληροδοτεί το λείψανο είναι η ποιότητα που αφήνει πίσω του». Και αυτό είναι η μέγιστη προσφορά στη δημοκρατία είτε αυτή είναι πολιτική είτε θεατρική ή κάτι άλλο.