Συγγραφείς που κάποτε περπάτησαν στον Χάρτη της ελληνικής λογοτεχνίας: Ζαχαρίας Παπαντωνίου

{8 λεπτά}
Συγγραφείς που κάποτε περπάτησαν  στον  Χάρτη της ελληνικής λογοτεχνίας: Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ta Psila Bouna Papantoniou Pdf

Ο Ζα­χα­ρί­ας Πα­πα­ντω­νί­ου γεν­νή­θη­κε στο Καρ­πε­νή­σι το 1877 και πέ­θα­νε στην Αθή­να το 1940, λί­γους μή­νες πριν την έναρ­ξη του ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κού Πο­λέ­μου. Μέ­σα στα 63 χρό­νια που έζη­σε, μπό­ρε­σε να κά­νει γνω­στό το όνο­μά του και να εί­ναι ένας από τους κε­ντρι­κούς πρω­τα­γω­νι­στές τής τό­τε πνευ­μα­τι­κής ζω­ής, όχι τό­σο (ή και μό­νο) με το κα­θα­ρώς συγ­γρα­φι­κό του έρ­γο, όσο κυ­ρί­ως με την γε­νι­κό­τε­ρη πα­ρέμ­βα­σή του στα καλ­λι­τε­χνι­κά και εκ­παι­δευ­τι­κά ζη­τή­μα­τα του πρώ­του μι­σού του 20ού αιώ­να.
Ως έφη­βος έρ­χε­ται με την οι­κο­γέ­νειά του να ζή­σει στην Αθή­να και μα­ζί με κά­ποια μα­θή­μα­τα ζω­γρα­φι­κής που παίρ­νει, πα­ράλ­λη­λα εγ­γρά­φε­ται και στην Ια­τρι­κή Σχο­λή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου.Πο­τέ όμως δεν θα πά­ρει το πτυ­χία του για­τρού. Σύ­ντο­μα θα στρα­φεί προς τη δη­μο­σιο­γρα­φία και τη λο­γο­τε­χνία. Συ­νερ­γά­στη­κε με έντυ­πα της επο­χής, έζη­σε στο Πα­ρί­σι και έστελ­νε από εκεί τις εντυ­πώ­σεις του για έναν ευ­ρω­παϊ­κό τρό­πο σκέ­ψης, αλ­λά η με­γά­λη του συμ­βο­λή υπήρ­ξε στην υπε­ρά­σπι­ση της κα­θιέ­ρω­σης της Δη­μο­τι­κής γλώσ­σας. Μα­ζί με άλ­λους αν­θρώ­πους των Γραμ­μά­των (Μα­λα­κά­ση, Πόρ­φυ­ρα, Κον­δυ­λά­κη, Χα­τζό­που­λο, Καρ­κα­βί­τσα κ.ά.) και με την κά­λυ­ψη της πο­λι­τι­κής των κυ­βερ­νή­σε­ων Βε­νι­ζέ­λου, ποι­κι­λό­τρο­πα συ­νέ­βα­λε στο να πά­ρει η Δη­μο­τι­κή τη θέ­ση που της άξι­ζε. Κε­ντρι­κό βή­μα σε αυ­τήν την προ­σπά­θειά του υπήρ­ξε η συγ­γρα­φή του βι­βλί­ου Τα ψη­λά βου­νά που οι κυ­βερ­νή­σεις Βε­νι­ζέ­λου το χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ως ανα­γνω­στι­κό, ενώ αρ­γό­τε­ρα, η αντί­πα­λη πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση, όταν θα πά­ρει την εξου­σία θα το κά­ψει. Ο Πα­πα­ντω­νί­ου ασχο­λή­θη­κε ενερ­γά και με την πο­λι­τι­κή, από θέ­σεις Νο­μάρ­χη σε διά­φο­ρες πε­ριο­χές της χώ­ρας. Και με αυ­τή την ιδιό­τη­τα υπο­στή­ρι­ξε μια νέα δη­μο­κρα­τι­κή άπο­ψη σε θέ­μα­τα παι­δεί­ας και κοι­νω­νι­κής μέ­ρι­μνας. Δί­πλα σε όλες αυ­τές τις απα­σχο­λή­σεις του, ση­μα­ντι­κή ήταν και η προ­σφο­ρά του στο το­μέα των Ει­κα­στι­κών Τε­χνών, με την ιδιό­τη­τά του Διευ­θυ­ντή της Εθνι­κής Πι­να­κο­θή­κης. Όσο έζη­σε, κυ­κλο­φό­ρη­σαν τέσ­σε­ρεις ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές, τέσ­σε­ρα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, ένα θε­α­τρι­κό έρ­γο, κά­ποια δο­κί­μια. Με­γά­λο μέ­ρος των γρα­πτών του ήταν δια­σκορ­πι­σμέ­νο σε έντυ­πα της επο­χής και με­τά το θά­να­τό του έτυ­χε συ­γκε­ντρω­τι­κών εκ­δό­σε­ων.

*

Μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, λοι­πόν, προ­σω­πι­κό­τη­τα Έλ­λη­να πνευ­μα­τι­κού αν­θρώ­που στα πρώ­τα μι­σά χρό­νια του 20ού αιώ­να, υπήρ­ξε ο Ζα­χα­ρί­ας Πα­πα­ντω­νί­ου. Χω­ρίς τις απα­ραί­τη­τες σπου­δές (που οι ση­με­ρι­νές αντί­στοι­χες δρά­σεις ίσως να απαι­τού­σαν) κα­τά­φε­ρε να αφή­σει έντο­νη την πα­ρου­σία του στη δια­μόρ­φω­ση μιας νέ­ας πνευ­μα­τι­κής αντί­λη­ψης. Σή­με­ρα ίσως να ήταν ολό­τε­λα λη­σμο­νη­μέ­νος, αν δεν ακο­λου­θού­σε το όνο­μά του η φή­μη του βι­βλί­ου του Τα ψη­λά βου­νά. Η νέα, για την επο­χή εκεί­νη, αντί­λη­ψή του πως η παι­δα­γω­γι­κή μπο­ρεί να συν­δυα­στεί με τη λο­γο­τε­χνία, πρέ­πει να ήταν τό­σο έντο­νη ώστε το συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ζο­γρά­φη­μα να πα­ρα­μέ­νει ένα από τα πλέ­ον ανα­γνω­ρί­σι­μα κλα­σι­κά κεί­με­να της έτσι κι αλ­λιώς φτω­χής σε πα­ρελ­θόν, νε­ο­ελ­λη­νι­κής παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.

Μια ομά­δα παι­διών που ζει για κά­ποιο διά­στη­μα στη ύπαι­θρο και δι­δά­σκε­ται από τα μα­θή­μα­τα της Φύ­σης, θε­ω­ρή­θη­κε –και ήταν– μια τολ­μη­ρή εξι­στό­ρη­ση, όταν μά­λι­στα ήταν και γραμ­μέ­νη στη γλώσ­σα που μι­λού­σαν οι ανα­γνώ­στες – μα­θη­τές.
Η φή­μη ενός έρ­γου συ­χνά επι­βάλ­λει την πα­ρου­σία του ακό­μα και όταν με το πέ­ρα­σμα των επο­χών τα εν­δια­φέ­ρο­ντα των ανα­γνω­στών (παι­διών ή μη) αλ­λά­ζουν. Και αν αυ­τή η φή­μη υπο­στη­ρί­ζε­ται από την έλ­λει­ψη δι­δα­κτι­σμού (ο ίδιος ο Πα­πα­ντω­νί­ου έγρα­ψε και κά­ποια ιδιαι­τέ­ρως εύ­στο­χα παι­δι­κά ποι­ή­μα­τα), τό­τε αξί­ζει αυ­τά τα κεί­με­να να πα­ρα­μέ­νουν ζω­ντα­νά –πά­ντα το κα­λό πα­ρά­δειγ­μα του χτες βοη­θά την δη­μιουρ­γία έρ­γων του αύ­ριο– Ή του­λά­χι­στον, θα έπρε­πε… Και έτσι ο Ζα­χα­ρί­ας Πα­πα­ντω­νί­ου σή­με­ρα εί­ναι γνω­στός ως ένας από τους πρω­το­πό­ρους της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, μα­ζί με την Δέλ­τα και τον Ξε­νό­που­λο.
Αλ­λά αν κά­ποιος θε­λή­σει να ξε­φυλ­λί­σει, έστω, κά­ποιες από τις σε­λί­δες που εί­χε γρά­ψει, θα δια­πι­στώ­σει πως το οι­κο­λο­γι­κό κύ­ρος με το οποίο αντι­με­τω­πί­ζε­ται στις μέ­ρες μας το βι­βλίο Τα ψη­λά bου­νά έχει πρι­μο­δο­τη­θεί από μια γε­νι­κό­τε­ρη ποιό­τη­τα χρή­σης της γλώσ­σας και –κυ­ρί­ως αυ­τό– από μια στο­χα­στι­κή θέ­α­ση της Φύ­σης.
Ο Πα­πα­ντω­νί­ου εί­χε μια μα­τιά όπου διέ­κρι­νε και την αν­θρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια, αλ­λά και την φθαρ­τό­τη­τα της επί­και­ρης προ­βο­λής.

Κα­νέ­νας δε θα τους μά­θει! Ξέ­ρουν τη δη­μιουρ­γία χω­ρίς υπο­γρα­φή («Ερ­γά­τες»)
Απά­νω στα συ­ντρίμ­μα­τα των πο­λι­τι­σμών βη­μα­τί­ζουν οι αρ­χαιο­φύ­λα­κες («Κοι­νή προ­φη­τεία»)

Πα­ράλ­λη­λα, όμως, έστρε­φε και το βλέμ­μα προς τη Φύ­ση και όχι μό­νο σε­βό­τα­νε τα δη­μιουρ­γή­μα­τά της, αλ­λά ανα­γνώ­ρι­ζε και την αι­σθη­τι­κή τους ποιό­τη­τα – μια αι­σθη­τι­κή που από την όμορ­φη ει­κό­να έφτα­νε στον ου­σιώ­δη προ­βλη­μα­τι­σμό.

Ζωή

Μαύ­ρα κι ανή­συ­χα γί­δια κα­τε­βαί­νουν να πιουν στην κε­λαϊ­δού­σα ρε­μα­τιά.
Μαύ­ρα κι ανή­συ­χα γί­δια στα­θή­καν άξαφ­να στον κα­τή­φο­ρο, με τα κέ­ρα­τα σαν κλά­δους και τα κε­χρι­μπα­ρέ­νια των μά­τια με κοι­τά­ζουν.
Μες απ'  το λόγ­γο, μες απ' τα σγου­ρά πεύ­κα, ένα κο­τσύ­φι σφυ­ρί­ζει σαν τσο­πα­νό­που­λο.
Α! ζωή τρε­λή που εί­σαι! Α ζωή!

Στον κόρ­φο του βου­νού, σαν κα­λο­σύ­νη που κρύ­βε­ται εί­ν’ ένα εκ­κλη­σά­κι.
Χρό­νια δια­κό­σια κοι­μά­ται από ΄ξω ο κα­λό­γε­ρος που το ζω­γρά­φι­σε – χρό­νια δια­κό­σια σω­παί­νουν τα τρία του κυ­πα­ρίσ­σια.
Στον κόρ­φο του βου­νού είν΄ένα κά­τα­σπρο εκ­κλη­σά­κι.
Α ζωή ωραία που εί­σαι! Α ζωή!

Απά­νω στις λι­λά μο­λό­χες, απά­μω στο νέο θυ­μά­ρι, που­λά­κια δί­χως όνο­μα, στιγ­μές που­λά­κια, ήρ­θαν – έφυ­γαν.
Οι γα­λα­νές σκιές των φύλ­λων τρέ­χουν στο φα­κιό­λι της χω­ρια­το­πού­λας που δια­βαί­νει κά­του απ’ τον πλά­τα­νο.

Στον ίσκιο του ο γε­ρο-πεύ­κος κοί­μι­σεν ένα κο­πά­δι.
Στο λα­μπρό γα­λά­ζιο τ’ ου­ρα­νού άσπρα σύν­νε­φα σβή­νουν από ηδο­νή...

Α ζωή ευ­τυ­χι­σμέ­νη που εί­σαι! Α ζωή!

Κι όμως την ώρα του δει­λι­νού – δεν ξέ­ρω τι θέ­λει το φως του άλ­λου κό­σμου και χύ­νε­ται στα πεύ­κα, τι θέ­λει το φως του άλ­λου κό­σμου...
Κι όμως τώ­ρα που βρά­δια­σε δεν ξέ­ρω για­τί όλα στον κό­σμο συλ­λο­γί­ζο­νται την αι­τία των – για­τί το σκο­τά­δι απλώ­νε­ται σαν ένα με­γά­λο νό­η­μα...

Κι όμως τώ­ρα που σκο­τεί­νια­σε, τα πλά­σμα­τα συλ­λο­γί­ζο­νται το νό­η­μα τού­το, που το εί­χα­νε ξε­χά­σει το πρωί σή­με­ρα με τον ήλιο, σή­με­ρα με τις χα­ρές, και πά­λι θα το ξε­χά­σουν αύ­ριο με τον ήλιο, αύ­ριο με τις χα­ρές...
Α ζωή ασυλ­λό­γι­στη που εί­σαι! Α ζωή!

*

Τα πα­ρα­πά­νω απο­σπά­σμα­τα έχουν αντι­γρα­φεί από την έκ­δο­ση του 1922 του εκ­δο­τι­κού οί­κου «Ελευ­θε­ρου­δά­κης», της συλ­λο­γής του Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νί­ου Πε­ζοί Ρυθ­μοί. Τα κεί­με­να αυ­τής της συλ­λο­γής – πε­ζο­γρα­φή­μα­τα ή ποι­ή­μα­τα, τε­λι­κά και συ­νο­λι­κά να τα χα­ρα­κτη­ρί­σει κα­νείς;– τα πρω­το­διά­βα­σα στα χρό­νια της εφη­βεί­ας μου σε μια έκ­δο­ση του Βι­βλιο­πω­λεί­ου της Εστί­ας. Και δεν μπο­ρώ να ξε­χά­σω την εντύ­πω­ση που τό­τε μου εί­χe κά­νει  o ρυθ­μός της γλώσ­σας και μια στο­χα­στι­κή μα­τιά στην ελ­λη­νι­κή ύπαι­θρο.

Με κά­ποιο τρό­πο με προ­ε­τοι­μά­ζα­νε για να μπο­ρέ­σω, λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, να κα­τα­νο­ή­σω και να ρι­γή­σω από τους στί­χους:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύ­λι­νο τρα­πέ­ζι
    το κρα­σί το ξαν­θό με την κη­λί­δα του ήλιου
               
               του νε­ρού τα παι­χνί­δια στο τα­βά­νι
                στη γω­νιά το φυλ­λό­δε­ντρο που εφη­με­ρεύ­ει

Κι έτσι να απο­δε­χτώ πως ναι, Αυ­τός  ο κό­σμος ο μι­κρός, ο μέ­γας, έχει μια συ­νέ­χεια.

Και κρα­τώ, πλέ­ον, από το πέ­ρα­σμα του Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νί­ου μια υπεν­θύ­μι­ση προς τον εαυ­τό μου: όσο και αν αγα­πά και πι­στεύ­ει ο κά­θε δη­μιουρ­γός στο έρ­γο του, εκεί­νο σχε­δόν από μό­νο του θα αυ­το­τα­ξι­νο­μη­θεί, θα συ­νο­μι­λή­σει με την επο­χή του και τα ρεύ­μα­τά της και θα πά­ρει την πο­ρεία του προς ένα –συ­χνά αβέ­βαιο– μέλ­λον.
Ο ίδιος ο Ζα­χα­ρί­ας Πα­πα­ντω­νί­ου έχει φρο­ντί­σει να μου το επι­ση­μά­νει:

To έρ­γο του ποι­η­τή που θαυ­μά­ζω σα­πί­ζει στο πα­λαιο­πω­λείο του δρό­μου («Κοι­νή προ­φη­τεία»)


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: