Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1877 και πέθανε στην Αθήνα το 1940, λίγους μήνες πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού Πολέμου. Μέσα στα 63 χρόνια που έζησε, μπόρεσε να κάνει γνωστό το όνομά του και να είναι ένας από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές τής τότε πνευματικής ζωής, όχι τόσο (ή και μόνο) με το καθαρώς συγγραφικό του έργο, όσο κυρίως με την γενικότερη παρέμβασή του στα καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά ζητήματα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Ως έφηβος έρχεται με την οικογένειά του να ζήσει στην Αθήνα και μαζί με κάποια μαθήματα ζωγραφικής που παίρνει, παράλληλα εγγράφεται και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου.Ποτέ όμως δεν θα πάρει το πτυχία του γιατρού. Σύντομα θα στραφεί προς τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με έντυπα της εποχής, έζησε στο Παρίσι και έστελνε από εκεί τις εντυπώσεις του για έναν ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης, αλλά η μεγάλη του συμβολή υπήρξε στην υπεράσπιση της καθιέρωσης της Δημοτικής γλώσσας. Μαζί με άλλους ανθρώπους των Γραμμάτων (Μαλακάση, Πόρφυρα, Κονδυλάκη, Χατζόπουλο, Καρκαβίτσα κ.ά.) και με την κάλυψη της πολιτικής των κυβερνήσεων Βενιζέλου, ποικιλότροπα συνέβαλε στο να πάρει η Δημοτική τη θέση που της άξιζε. Κεντρικό βήμα σε αυτήν την προσπάθειά του υπήρξε η συγγραφή του βιβλίου Τα ψηλά βουνά που οι κυβερνήσεις Βενιζέλου το χρησιμοποίησαν ως αναγνωστικό, ενώ αργότερα, η αντίπαλη πολιτική κατάσταση, όταν θα πάρει την εξουσία θα το κάψει. Ο Παπαντωνίου ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, από θέσεις Νομάρχη σε διάφορες περιοχές της χώρας. Και με αυτή την ιδιότητα υποστήριξε μια νέα δημοκρατική άποψη σε θέματα παιδείας και κοινωνικής μέριμνας. Δίπλα σε όλες αυτές τις απασχολήσεις του, σημαντική ήταν και η προσφορά του στο τομέα των Εικαστικών Τεχνών, με την ιδιότητά του Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Όσο έζησε, κυκλοφόρησαν τέσσερεις ποιητικές του συλλογές, τέσσερα πεζογραφήματα, ένα θεατρικό έργο, κάποια δοκίμια. Μεγάλο μέρος των γραπτών του ήταν διασκορπισμένο σε έντυπα της εποχής και μετά το θάνατό του έτυχε συγκεντρωτικών εκδόσεων.
*
Μια χαρακτηριστική, λοιπόν, προσωπικότητα Έλληνα πνευματικού ανθρώπου στα πρώτα μισά χρόνια του 20ού
αιώνα, υπήρξε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Χωρίς τις απαραίτητες σπουδές (που οι σημερινές αντίστοιχες δράσεις ίσως να απαιτούσαν) κατάφερε να αφήσει έντονη την παρουσία του στη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικής αντίληψης. Σήμερα ίσως να ήταν ολότελα λησμονημένος, αν δεν ακολουθούσε το όνομά του η φήμη του βιβλίου του Τα ψηλά βουνά. Η νέα, για την εποχή εκείνη, αντίληψή του πως η παιδαγωγική μπορεί να συνδυαστεί με τη λογοτεχνία, πρέπει να ήταν τόσο έντονη ώστε το συγκεκριμένο πεζογράφημα να παραμένει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κλασικά κείμενα της έτσι κι αλλιώς φτωχής σε παρελθόν, νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας.
Μια ομάδα παιδιών που ζει για κάποιο διάστημα στη ύπαιθρο και διδάσκεται από τα μαθήματα της Φύσης, θεωρήθηκε –και ήταν– μια τολμηρή εξιστόρηση, όταν μάλιστα ήταν και γραμμένη στη γλώσσα που μιλούσαν οι αναγνώστες – μαθητές.
Η φήμη ενός έργου συχνά επιβάλλει την παρουσία του ακόμα και όταν με το πέρασμα των εποχών τα ενδιαφέροντα των αναγνωστών (παιδιών ή μη) αλλάζουν. Και αν αυτή η φήμη υποστηρίζεται από την έλλειψη διδακτισμού (ο ίδιος ο Παπαντωνίου έγραψε και κάποια ιδιαιτέρως εύστοχα παιδικά ποιήματα), τότε αξίζει αυτά τα κείμενα να παραμένουν ζωντανά –πάντα το καλό παράδειγμα του χτες βοηθά την δημιουργία έργων του αύριο– Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε… Και έτσι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σήμερα είναι γνωστός ως ένας από τους πρωτοπόρους της παιδικής λογοτεχνίας, μαζί με την Δέλτα και τον Ξενόπουλο.
Αλλά αν κάποιος θελήσει να ξεφυλλίσει, έστω, κάποιες από τις σελίδες που είχε γράψει, θα διαπιστώσει πως το οικολογικό κύρος με το οποίο αντιμετωπίζεται στις μέρες μας το βιβλίο Τα ψηλά bουνά έχει πριμοδοτηθεί από μια γενικότερη ποιότητα χρήσης της γλώσσας και –κυρίως αυτό– από μια στοχαστική θέαση της Φύσης.
Ο Παπαντωνίου είχε μια ματιά όπου διέκρινε και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και την φθαρτότητα της επίκαιρης προβολής.
Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή («Εργάτες»)
Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες («Κοινή προφητεία»)
Παράλληλα, όμως, έστρεφε και το βλέμμα προς τη Φύση και όχι μόνο σεβότανε τα δημιουργήματά της, αλλά αναγνώριζε και την αισθητική τους ποιότητα – μια αισθητική που από την όμορφη εικόνα έφτανε στον ουσιώδη προβληματισμό.