Ταξίδευα με τη μητέρα μου σ’ έναν άγνωστο τόπο. Φτάσαμε σε μια γέφυρα. Είδαμε μπροστά μας δύο κένταυρους, φύλακες της γέφυρας, που μας μπλόκαραν το δρόμο. Συνεννοηθήκαμε σιωπηλά να περάσουμε στο «αδιάφορο» να μην τραβήξουμε την προσοχή τους. Η μητέρα μου κατάφερε έτσι να διασχίσει τη γέφυρα. Προσπάθησα κι εγώ αλλά ο ένας φύλακας με άρπαξε απ’ το χέρι και με ακινητοποίησε. «Αγρίεψέ τον, ρίξε καμιά πέτρα», φώναξε η μητέρα μου. Προσπάθησα, αλλά φαινόταν αδύνατο. «Δε θα βγάλουμε άκρη με αυτούς», σκέφτηκα, ενώ ταυτόχρονα τράβηξα αποφασιστικά το χέρι μου και ξέφυγα. Έπεσα όμως στο χώμα. Ο φύλακας απέναντί μου με κοίταζε θριαμβευτικά.
Τον κοίταξα άφοβα εκείνη τη στιγμή· χαμογέλασε σαν αυτό να περίμενε, μια αντίσταση δηλαδή, και με άφησε να περάσω.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας και βρήκαμε μια όμορφη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα. Σύντομα όμως έχασα τη μητέρα μου. Βρέθηκα σ’ ένα φριχτό, εξαθλιωμένο τόπο. Είδα ένα περίεργο πλάσμα, κάτι σαν τον Χάρο, κάτι σα σκιάχτρο πάνω σε πανύψηλα ξυλοπόδαρα, που βάδιζε αργά. Δε με είδε γιατί ήταν απορροφημένο στον προορισμό του που ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα.
Τι διάολο συμβαίνει, πού βρίσκομαι, αναρωτήθηκα.
Είδα τότε μπροστά μου μια σκουριασμένη πινακίδα που έγραφε: «Στο χώρο αυτό ίσως βιώσετε αποπροσανατολισμό. Άνθρωποι εδώ γίνονται αόρατοι ή δεν ανταποκρίνονται όταν τους ψάχνουν».
Συνέχισα να ψάχνω τη μητέρα μου και κατάφερα να βγω από την σπηλιά. Την είδα να κάνει βόλτα χαμογελαστή στον ήλιο, δίπλα στη θάλασσα. Έτρεξα γεμάτη χαρά και φώναξα «μαμά, μαμά».
Αλλά δε με άκουγε.
Ούτε με έβλεπε.
Νίνα Ράπη