Υπεροχή

Υπεροχή

Ήταν κα­λά προ­φυ­λαγ­μέ­νη πί­σω από την αλή­θεια έπει­θε ότι αυ­τήν υπε­ρα­σπι­ζό­ταν και όχι τη δι­κή της εκεί­νος δεν επέ­με­νε για­τί έπρε­πε να πα­ρα­δε­χθεί ότι βρι­σκό­ταν μπρο­στά σε ένα κρύ­σταλ­λο όπου την έβλε­πε μέ­σα από αυ­τό, την ίδια στιγ­μή που ει­κο­νι­ζό­ταν ο ίδιος οπό­τε κα­τα­λά­βαι­νε ότι το αί­νιγ­μά της στη­ρι­ζό­ταν στον κα­το­πτρι­σμό, που τον έκα­νε συ­νέ­νο­χό της για­τί μπο­ρού­σε να την πα­ρα­κο­λου­θεί από μα­κριά και ταυ­τό­χρο­να να εί­ναι μέ­σα της: όπως στον έρω­τα, υπο­χρε­ω­μέ­νος να τη δε­χθεί όμως δεν ήταν ακρι­βώς ένω­ση, για­τί εκεί­νη ήξε­ρε να τον αιφ­νι­διά­ζει στην από­λυ­τη ηρε­μία του, την εγ­γυ­η­μέ­νη νό­μι­ζε αυ­τός από την πιο ιε­ρή υπό­σχε­ση μιας δύ­να­μης, που όλοι πι­στεύ­ουν ότι τους προ­στα­τεύ­ει για­τί εκεί­νη του έκρυ­βε τη θέα σαν κά­τι πα­ρεί­σα­κτο που τον κλό­νι­ζε για τα πά­ντα, κυ­ρί­ως για τον εαυ­τό του επει­δή μέ­χρι τό­τε πί­στευε ότι μπο­ρού­σε να εξα­σφα­λί­σει μια ιδιω­τι­κή διάρ­κεια χω­ρίς αμ­φι­σβη­τή­σεις, βέ­βαιος στην ονει­ρι­κή του βύ­θι­ση όμως, δεν εί­χε κα­μιά αμ­φι­βο­λία, πια, ότι εκεί­νη μπο­ρού­σε να μα­ντέ­ψει πό­τε θα εύ­ρι­σκε το κε­νό που αυ­τός επι­ζη­τού­σε για να βρε­θεί μα­κριά σαν ανά­μνη­ση άλ­λου κά­τι που φο­βό­ταν από την πλευ­ρά της, για­τί ήθε­λε μέ­χρι και τις ξέ­νες σκέ­ψεις γι’ αυ­τόν να ελέγ­χει οπό­τε με ένα τρό­πο που θα τον έλε­γες μυ­στη­ριώ­δη, εάν δεν ακου­γό­ταν η λέ­ξη ανά­πη­ρη, τον ανά­γκα­ζε να απο­λο­γεί­ται στην τρυ­φε­ρή ει­λι­κρί­νειά της τό­σο διά­φα­νη, ώστε αυ­τός να νιώ­θει ότι πά­ντα οφεί­λει στην αθω­ό­τη­τά της, κρί­νο­ντας τον εαυ­τό του ένο­χο δί­χως να ξέ­ρει για­τί το μό­νο από το οποίο μπο­ρού­σε να κρα­τη­θεί πριν πα­ρα­συρ­θεί σε αυ­τή την ηδο­νι­κή εγκα­τά­λει­ψη, ήταν μια ανε­ξή­γη­τα βα­θιά μέ­σα του απο­δο­χή της επι­θε­τι­κής δι­καιο­σύ­νης της κά­τι που τον ανά­γκα­ζε να εφευ­ρί­σκει σπά­νιες λέ­ξεις στον ύπνο του, χα­μέ­νες λί­γο πριν συ­γκε­ντρω­θεί πά­λι στον εαυ­τό του χά­ρι­σμά της, σκε­φτό­ταν, για­τί δεν έμοια­ζε η στά­ση της με όσων χω­ρίς έμπνευ­ση σχο­λιά­ζουν από το πα­ρά­θυ­ρο τα πιο δρα­μα­τι­κά της πλα­τεί­ας ενώ εκεί­νη προ­αι­σθα­νό­ταν ακό­μα και την επό­με­νη μα­τιά του στο πιο ασή­μα­ντο, απα­λά τε­ντω­μέ­νη να το διεκ­δι­κή­σει, σαν το πιο επεί­γον που τον αφο­ρού­σε ας μην εί­χε αυ­τός πολ­λά να πει εκεί­νη πρό­σθε­τε ανά­με­σα στις φρά­σεις του, σαν να ξα­νά­γρα­φε ένα κεί­με­νό του, που πο­τέ βέ­βαια δεν θα διεκ­δι­κού­σε για δι­κό της εντού­τοις θα έλε­γες ότι του άρε­σε η προ­στα­σία της, όχι για­τί εθι­ζό­ταν στην ου­σία της εξαρ­τη­μέ­νος από την αδυ­να­μία του, αλ­λά για­τί κα­τα­λά­βαι­νε ότι της ανα­γνώ­ρι­ζε βα­θύ­τε­ρα την ικα­νό­τη­τα να κα­λύ­πτει τα κε­νά του: σαν να έβα­ζε μά­λι­στα το σώ­μα της ανά­με­σα σε αυ­τόν και στο πρό­βλη­μα όμως αυ­τός δεν τολ­μού­σε να μι­λή­σει ή να την ευ­χα­ρι­στή­σει για κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από το αυ­το­νό­η­το όχι μό­νο για­τί εκεί­νη θα απο­ρού­σε ει­λι­κρι­νά –κοι­τά­ζο­ντάς τον τε­λι­κά με τρυ­φε­ρό οί­κτο– αλ­λά για­τί ο ίδιος πί­στευε ότι θα την αδι­κού­σε εάν αμ­φι­σβη­τού­σε την αφιέ­ρω­σή της σε ό,τι τον ξε­περ­νού­σε έτσι δεν έκα­νε πο­τέ απο­λο­γι­σμούς, μή­πως προ­σθέ­σει άδι­κα κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο στη δι­κή του προ­σφο­ρά σκε­πτό­ταν ότι αν αυ­τό συ­νέ­βαι­νε αυ­θόρ­μη­τα, εκεί­νη θα συ­μπλή­ρω­νε τις φρά­σεις, προ­σε­κτι­κά αφιε­ρω­μέ­νη ακό­μα και σε όσα θα ήθε­λε να της πει τον προ­λά­βαι­νε απλά, χω­ρίς να κλεί­νει τα μά­τια για να του χα­ρί­σει δή­θεν τη μι­κρή της προ­φη­τεία με το πιο φυ­σι­κό ύφος και με μια άγνω­στή του σο­φία τον διόρ­θω­νε, σαν να με­τα­κι­νού­σε τον παι­δι­κό του κύ­βο στη σω­στή θέ­ση, σκυμ­μέ­νη από πά­νω του: με την ει­ρη­νι­κή βε­βαιό­τη­τα που αντλείς από μια μα­κρι­νή εντο­λή σω­τη­ρί­ας ενώ κά­ποιες φο­ρές, όχι συ­χνά, αυ­τός ξυ­πνού­σε τη νύ­χτα αμ­φι­βάλ­λο­ντας, αλ­λά σχε­δόν αμέ­σως επα­νερ­χό­ταν με ενο­χή, ελ­πί­ζο­ντας ότι το πρωί δεν θα θυ­μά­ται τί­πο­τα όμως, πο­τέ δεν συ­γκρα­τού­σε, έτσι κι αλ­λιώς, ει­κό­νες φυ­λα­κής, αλ­λά, αντί­θε­τα, δια­θέ­σεις του πα­ρά­λο­γες ένιω­θε, λοι­πόν, την επο­μέ­νη ότι έπρε­πε να κα­λύ­ψει μια χα­μέ­νη, εξαι­τί­ας του, από­στα­ση οπό­τε εάν εκεί­νη τυ­χαία γύ­ρι­ζε την πλά­τη, αυ­τός νό­μι­ζε ότι του έκρυ­βε το βλέμ­μα της υπο­τι­μη­τι­κά και έπρε­πε οπωσ­δή­πο­τε να επα­νορ­θώ­σει αλ­λά και πά­λι δεν ήξε­ρε πώς να δεί­ξει με­τα­μέ­λεια, αφού δεν την εί­χε αδι­κή­σει, έλε­γε επει­δή, όμως, το δι­κό της πρό­σω­πο ανα­ζη­τού­σε στην επι­φά­νεια, όταν ανερ­χό­ταν για την κα­λύ­τε­ρή του ει­σπνοή, εγκα­τέ­λει­πε τον εαυ­τό του στα ανε­κτι­κά της χέ­ρια που ήξε­ραν

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Τά­σου Γου­δέ­λη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: