[ Ι ]
Μπορείτε να με φωνάζετε απλώς Εδμόνδο. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς το είχα πει· ας υπακούουν κι ας απολαμβάνουν ή ας απολαμβάνουν κι ας υπακούουν; Τελοσπάντων δεν έχει και μεγάλη σημασία. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε φαίνεται πως όλα είναι επιτρεπτά. Φυσικά εγώ δε συμφωνώ με αυτού του είδους τις αντιλήψεις αλλά οπωσδήποτε, λόγω κόπωσης κυρίως, δείχνω την προσήκουσα κατανόηση. Κάποιος παρατήρησε πως έχω σκοτώσει το νευρόσπαστο. Δεν ξέρω πώς το εννοεί. Αυτή τη στιγμή δεν βρίσκομαι σε κανενός είδους έξαψη, είμαι απολύτως ψύχραιμος και ήρεμος. Η μόνη μου συντροφιά είναι μια εγκυκλοπαίδεια, την οποία δοκίμασα μάταια να πουλήσω σε κάποιο από το παλαιοβιβλιοπωλεία της πόλης, και λέω μάταια γιατί, στην εποχή του διαδικτύου, η γνώση που μαζεύει στους τόμους της, φαντάζει άχρηστη. Πρέπει να τονίσω πως πλέον δεν παρακολουθώ καθόλου όπερα. Σε λίγο, θα μου φέρουν ένα ποτήρι νερό κι ένα χάπι. Δε νομίζω πως θα πιω κάτι από τα δύο.
[ ΙΙ ]
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν κάποια αστέρια είναι για όλους μας ή για ορισμένους μόνο από εμάς. Σκέφτομαι διαρκώς παλιά σπίτια, ψηλοτάβανα, με πολλά δωμάτια, πολλές πόρτες να ανοιγοκλείνουν, να κατοικούνται από ανθρώπους με ονόματα όπως Ιάκωβος ή Τερέζα. Στις σκάλες συναντώ αγνώστους, παλιούς φίλους ή πεθαμένους συγγενείς, ακόμη και τον ίδιο το διάβολο κάποιες φορές. Παντού ακούγεται ένα παλιό μεγάλο ρολόι τοίχου, σα να υπομνηματίζει τα λόγια και τα έργα μου. Ελάχιστες φορές αναφέρθηκα στη θάλασσα, θέμα αγαπημένο πολλών. Μου αρέσουν επίσης τα τραίνα, οι αποχαιρετισμοί, οι παλιοί σταθμοί. Μετά από χρόνια, δεν ξέρω –ή καλύτερα, δεν θυμάμαι– πόσους θυρωρούς έχει η Κόλαση και πόσες πουτάνες το Νοβοροζίνσκι. Αγαπώ το φθινόπωρο και τις βιολέτες. Δεν κατόρθωσα πότε να μάθω βιολί, πότε πέθαιναν οι δάσκαλοι, πότε τα οικονομικά μας δεν το επέτρεπαν, έμεινα τελικά να κρατώ ένα λύχνο και να βαδίζω μέσα στο βράδι, κι ούτε κλειδούχος υπήρξα, ούτε επιστήμων ιατρός, όπως με ήθελε η μητέρα μου έγινα. Αλλά, μια που φτάσαμε ως εδώ, νιώθω την ανάγκη να ρωτήσω τον παλιό μου φίλο τον Νίκο, άραγε τώρα, νεκροί κι οι δύο, ποιός από τους δυο μας φίλε μου, θα πρέπει να προηγηθεί;
[ ΙΙΙ ]
Ήταν ένα κατασκευαστικό λάθος. Μια ατέλεια. Μια ασυμφωνία. Ίσως απλώς όταν δημιουργείτο, να σώθηκε το υλικό του. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι από το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα, αν κι ο συγκεκριμένος θα μπορούσε. Ύστερα ερωτεύτηκε. Ύστερα τον πήρε ο άνεμος. Ταξίδεψε, κολύμπησε, πνίγηκε, κατέληξε στο στομάχι ενός κήτους –έστω, ενός τόνου ή μιας συναγρίδας– όπως ο Ιωνάς. Δεν είχε σκοπό να πάει στην Νινευή ούτε πήγε ποτέ. Κατέληξε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, μέσα από μια σύμπτωση, χωρίς τη θέληση του, όπως χωρίς τη θέληση του έφυγε. Η επάνοδος του, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, είχε σαν επιστέγασμα την κατάληξης του στη φωτιά. Αμφιβάλλω αν σκέφτηκε, όπως ο ήρωας των κυκλικών ερειπίων του Μπόρχες. Δεν είχε λόγο άλλωστε. Ο άνεμος έφερε κοντά του το αντικείμενο του πόθου του κι δυο εραστές που δεν μπόρεσαν ποτέ να μοιραστούν τον έρωτά τους, κάηκαν μαζί σε μια νεκρική ή ερωτική πυρά. Δεν έλυσαν ποτέ την παρεξήγηση, πάνω στην οποία βασίστηκε ο έρωτας του μολυβένιο στρατιώτη, χάρη στον οποίο κακόπαθε, αφού η χορεύτρια με σηκωμένο στην πόζα της το πόσο, ήταν πέρα για πέρα αρτιμελής. Αλλά βέβαια, πάντα σε τέτοιου είδους παρεξηγήσεις ως προς την πραγματική ταυτότητα του άλλου βασίζεται ο έρωτας.