To Φεγγάρι ή η Σελήνη

To Φεγγάρι ή η Σελήνη

Στο κέ­ντρο της σκέ­ψης του δεν βρι­σκό­ταν τα γε­γο­νό­τα, ού­τε η ερ­μη­νεία τους αλ­λά οι ει­κό­νες και ο ήχος τους ως και η τά­ξη πραγ­μά­των την οποία γεν­νού­σαν καί αυ­τή σε δεύ­τε­ρο χρό­νο συ­νέ­θε­τε την αντί­λη­ψή του για τα γε­γο­νό­τα.
Όμως και αυ­τή πα­ράλ­λα­ζε ανά­λο­γα με τον τρό­πο με τον οποίο αντι­λαμ­βα­νό­ταν κα­τά και­ρούς τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να· πό­τε δη­λα­δή με την απο­σπα­σμα­τι­κή του γνώ­ση γι’ αυ­τά, και πό­τε υπα­κού­ο­ντας στην επι­θυ­μία της στιγ­μής να τα εντά­ξει στις αλ­λη­λου­χί­ες των ει­κό­νων του.
Έτσι οι μι­κρές φθο­ρές του φεγ­γα­ριού που πα­ρα­τη­ρου­σε όταν γέ­μι­ζε και πλη­σί­α­ζε πρός την παν­σέ­λη­νο, κα­τα­γρα­φό­ταν μέ­σα του ανά­λο­γα με τη βρα­διά ή σαν ανε­σκαμ­μέ­νο πε­δίο αστρο­ναυ­τών (όπως υπο­δε­χό­ταν εκεί­να τα βή­μα­τά τους με την εξο­ντω­τι­κή βρα­δύ­τη­τα), ή όπως το λι­γό­τε­ρο λα­μπε­ρό κομ­μά­τι του κύ­κλου τον οποίο αφό­ρι­ζε το τη­λε­σκό­πιο όταν πά­νω σε μια βε­ρά­ντα στη Μασ­σα­χου­σέ­τη του πρό­σφε­ρε τη δυ­να­τό­τη­τα να χά­νε­ται μέ­σα του, την ώρα που οι κου­βέ­ντες της πα­ρέ­ας τον έκα­ναν να πλήτ­τει.
Κά­πο­τε, πά­λι, πέ­ρα­σε τρία τέσ­σε­ρα χρό­νια μπρο­στά στο δί­λημ­μα που του έθε­τε ένας πί­να­κας – δώ­ρο απο αγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο, τον οποίο εί­χε κρε­μά­σει απέ­να­ντι απο το κρε­βά­τι του. Τον πί­να­κα εί­χε φι­λο­τε­χνή­σει ένας Σκαν­δι­να­βός ζω­γρά­φος ο οποί­ος έβα­λε μια οστε­ώ­δη γυ­μνή γυ­ναί­κα με ακάν­θι­νο στε­φά­νι να μπαί­νει ή να βγαί­νει σε/από έναν μυ­θι­κό κή­πο, ή κα­λύ­τε­ρα έναν κή­πο με μυ­θι­κη βλά­στη­ση, μέ­σα από έναν κύ­κλο φω­τός που πα­ρέ­πε­μπε κα­τευ­θεί­αν στο φεγ­γά­ρι ή που έμπαι­νε ή έβγαι­νε η που περ­νού­σε όπο­τε ήθε­λε μέ­σα από το φεγ­γά­ρι προς το το­πίο ή έξω απ’αυ­τό. Τα πρώ­τα χρό­νια εί­χε βε­βαιω­θεί πως η γυ­ναί­κα έβγαι­νε από το φεγ­γά­ρι ερ­μη­νεύ­ο­ντας κα­τα βά­σιν τις κι­νή­σεις πό­τε της αρι­στε­ρής και πό­τε της δε­ξιάς πα­λά­μης, τον τρό­πο που στη­ρι­ζό­ταν στον κύ­κλο προ­κει­μέ­νου να πη­δή­ξει έξω, και την στρο­φή του γο­νά­του όπως κα­τηύ­θη­νε το πέλ­μα της έτσι ώστε να εκτι­να­χθεί προς τα πί­σω. Αρ­γό­τε­ρα, με­τά τον δεύ­τε­ρο τρί­το χρό­νο και χω­ρίς ιδιαί­τε­ρη έκ­πλη­ξη, οι ίδιες ακρι­βώς πα­λά­μες φά­νη­κε να στη­ρί­ζουν το θώ­ρα­κα που προ­σπα­θού­σε να ει­σβάλ­λει μέ­σα στον κύ­κλο του φω­τός, τα δε γό­να­τα να ενι­σχύ­ουν την προ­σπά­θεια των πελ­μά­των να πα­τή­σουν στα­θε­ρά στο έδα­φος του κή­που. Πα­ρά­πλευ­ρες λε­πτο­μέ­ρειες όπως το ελα­φρό­τα­το λί­κνι­σμα μιας συ­στά­δας λου­λου­διών κο­ντα στα μαλ­λιά της, μπο­ρού­σε βα­σα­νι­στι­κά να ερ­μη­νευ­τεί σαν αύ­ρα ει­σό­δου, αλ­λά και σαν λυ­πη­μέ­νη πα­ρα­δο­χή της φύ­σης για την έξο­δό της μέ­σα από το φως προς το που­θε­νά.
Αυ­τή η βε­βαιό­τη­τα για την έξο­δο κρά­τη­σε αρ­κε­τά χρό­νια επί­σης μέ­χρι που μιά ανα­με­νό­με­νη και επι μα­κρόν με­θο­δευ­μέ­νη με­τα­κό­μι­ση προς την εξο­χή, το­πο­θέ­τη­σε τον πί­να­κα (όχι τυ­χαία φα­ντά­ζο­μαι) σε κά­ποιον τοί­χο που δεν απα­σχο­λού­σε συ­χνά το βλέμ­μα του, και με τα χρό­νια αυ­τή, έγι­νε η γυ­ναί­κα που μπαι­νο­βγαί­νει απ’ το φεγ­γά­ρι, γε­γο­νός αρ­κε­τά συ­νε­πές πλέ­ον με τον τρό­πο που εξε­λί­χθη­κε η σκέ­ψη και το συ­ναί­σθη­μά του, μέ­σα στον σχε­τι­κι­σμό που του επέ­βα­λαν τα γε­γο­νο­τα της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας.
Μια άλ­λη μέ­ρα βρή­κε στο γρα­φείο του, την άκρη μιας πρό­σκλη­σης που εξεί­χε απο την λοι­πή αλ­λη­λο­γρα­φία ρου­τί­νας. Η πρό­σκλη­ση ήταν απο μια γκα­λε­ρί με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό λο­γό­τυ­πο –φτιαγ­μέ­νο από γνω­στό ζω­γρά­φο–, ο οποί­ος έδει­χνε ένα ανά­ε­ρο μι­σό φεγ­γά­ρι απο­σπα­σμέ­νο από την κα­μπύ­λη ενός επί­σης ανά­ε­ρου S το οποίο απο­τε­λού­σε το αρ­χι­κό γράμ­μα της λέ­ξης Selini· στο πί­σω μέ­ρος της κάρ­τας ένας συ­μπα­γής ζω­γρα­φι­σμέ­νος όγκος από κρυ­σταλ­λο και χρω­μα­τι­στό γυα­λί, οδη­γού­σε προ­ο­πτι­κά προς τον ου­ρα­νό και προς μιά σε­λή­νη ζω­γρα­φι­σμέ­νη σαν ιδε­ό­γραμ­μα.
Σκέ­φτη­κε εκεί­νη τη στιγ­μή ότι θα ήταν αδύ­να­τον να δια­νοη­θεί κα­νεις το ιδε­ό­γραμ­μα ενός φεγ­γα­ριού, διό­τι αυ­τό θα συ­νι­στου­σε μια απλή πλη­ρο­φο­ρία, ενώ το ιδε­ό­γραμ­μα της Σε­λή­νης ένα ποί­η­μα κα­θ’ εαυ­τώ. Θυ­μή­θη­κε ότι ο γιός του όταν έκλει­νε τα δύο του εί­πε «μπα­μπά έλα να δεις το φεγ­γά­ρι που πο­τί­ζει τα λου­λού­δια»! Γνώ­ρι­ζε κα­λά ότι η σε­λή­νη δεν θα πό­τι­ζε πο­τέ τα λου­λού­δια, αλ­λά θα τα ακι­νη­τού­σε μέ­σα σε ένα στιλ­πνό φως το οποίο ένα παι­δά­κι δεν θα μπο­ρού­σε να προσ­διο­ρί­σει.

Κα­τέ­λη­ξε έτσι στο συ­μπε­ρα­σμα ότι το φεγ­γά­ρι και η σε­λη­νη εί­ναι δύο τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα φτιαγ­μέ­να από το ίδιο φως, με το ίδιο ακρι­βώς σχή­μα, προ­ο­ρι­σμέ­να να πα­ρά­γουν άλ­λες επι­θυ­μί­ες και να ικα­νο­ποιούν άλ­λες ανά­γκες, προ­ο­ρι­σμέ­να ίσως να μπερ­δεύ­ουν τις ανά­γκες με τις επι­θυ­μί­ες – ιδιαί­τε­ρα όταν εμ­φα­νί­ζο­νται μέ­σα στη νύ­χτα σε διά­φο­ρα ση­μεία της γής, πί­σω από βου­νά ή μέ­σα από τη θα­λασ­σα ανά­με­σα στα δέ­ντρα ή τις μπου­γά­δες.

Διό­τι πρέ­πει να σας πω ότι ένα βρά­δυ σε μια πα­ρά­κτια τα­βερ­νί­τσα ενώ το φεγ­γά­ρι πα­ρά­σερ­νε όλα τα μα­ντα­λά­κια μιας μπου­γά­δας την ώρα που πη­δού­σε από τα εσώ­ρου­χα στις μα­ξι­λα­ρο­θή­κες φω­τί­ζο­ντας τις γω­νί­ες της τα­ρά­τσας, η σε­λή­νη δια­χε­ό­ταν πά­νω στην ακι­νη­σία της υδά­τι­νης επι­φά­νειας κα­λώ­ντας όλους που την κα­τα­λά­βαι­ναν, να την συ­να­να­στρα­φούν.
Την ίδια ώρα, οι γυ­ναί­κες της πα­ρέ­ας, μια Μα­ρία και μια Ελέ­νη, δια­πραγ­μα­τευό­ταν την εξου­σία τους, η μεν Μα­ρία μα­ζεύ­ο­ντας στην πο­διά της το φεγ­γά­ρι για να πλύ­νει τα πό­δια Του, η δε Ελέ­νη μα­ζεύ­ο­ντας στα μαλ­λιά της τη σε­λή­νη, φέρ­νο­ντάς τον και οι δύο μπρο­στά σε ένα λα­μπε­ρό στρογ­γύ­λο δί­λημ­μα, το οποίο δεν έχρη­ζε καμ­μί­ας απο­λύ­τως λύ­σης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: