Σταθμάρχης στην Μποχόριτσα

Σταθμάρχης στην Μποχόριτσα

Από την Μποχόριτσα στο Πρεσμύλτς η γραμμή του τραίνου είναι μονή. Την έφτιαξαν τότε που την έφτιαξαν και έτσι έμεινε. Λένε πως έμεινε έτσι επειδή το δρομολόγιο γίνεται τόσο αραιά, ώστε μπορεί να ξεμείνεις στη μια ή την άλλη άκρη της διαδρομής για μέρες και να μην υπάρχει άνθρωπος να σου πει τι πρόκειται να γίνει. Αυτό λένε και έτσι είναι. Τον χειμώνα με το χιόνι το πράγμα δικαιολογείται: ανωτέρα βία. Δικαιολογείται και το καλοκαίρι, αφού ο τηλέγραφος χαλάει για μύριους λόγους και κανένας δεν έχει όρεξη να τον θερίζει η ζέστη για να τον διορθώσει.
Αυτή η κατάσταση ωφελεί τον πανδοχέα της Μποχόριτσα και τον εξάδελφό του που έστησε ίδια επιχείρηση στο Πρεσμύλτς. Όχι πως οι ταξιδιώτες είναι πολλοί. Φτάνουν όμως για τα έξι δωματιάκια στην Μποχόριτσα και για τους οκτώ θαλάμους στο Πρεσμύλτς. Κι αν τύχει να παρουσιαστούν ευκαιρίες συγκέντρωσης νοματαίων εξαιτίας γάμου, βάφτισης, κηδείας και άλλων ειδικών συμβάντων εδώ ή εκεί, χρησιμοποιούνται για κρεβάτια οι καναπέδες του σαλονιού, βρίσκονται στρωσίδια για ξάπλωμα στο πάτωμα, μπαίνουν στα δωματιάκια δύο και τρεις και παραπάνω, όχι τόσοι πολλοί βεβαίως. Οι άντρες, όπως πρέπει, δηλαδή χωριστά από τις γυναίκες, εκτός και αν αποδεικνύεται πως πρόκειται για νόμιμο ζευγάρι.
Θα νομίζει κανείς πως αυτοί οι δύο σταθμοί είναι σπουδαίοι. Ό,τι και να είναι, ζουν άνθρωποι εδώ και εκεί. Λίγα σπίτια στη μέση της πεδιάδας εδώ. Οι ντόπιοι έχουν τα χωράφια τους, τα ζωντανά τους, αυτά. Και αν αποφασίσουν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, επειδή έτσι θέλει το κράτος, τα πηγαίνουν σε πόλεις ή σε χωριά όπου έχουν συγγενείς και γνωστούς, να τα βάλουν σε νοικοκύρηδες που θα τα έχουν στο νου τους, άνθρωποι δοκιμασμένοι.
Τότε είχε γίνει κουβέντα να καταργηθούν αυτοί οι δύο σταθμοί, ο κόσμος το είχε πιστέψει. Και τη στιγμή λοιπόν που η απόφαση είχε ληφθεί, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την ίδρυση εργοστασίου ανάμεσα στην Μποχόριτσα και στο Πρεσμύλτς. Αυτό είπαν πως λέει το δίκιο για να μην είναι κανένας από τους δύο παραπονεμένος ότι ο άλλος ωφελήθηκε περισσότερο.
Αν ρωτήσετε τι εργοστάσιο θα ήταν εκείνο το εργοστάσιο, δεν θα πάρετε καθαρή απάντηση. Μερικοί λένε ακόμα πως θα έφτιαχνε ποδήλατα και άλλοι τρώγονται ότι θα έφτιαχνε μηχανές. Εκείνοι που παρακολούθησαν το ζήτημα από κοντά υποστηρίζουν πως θα ήταν χυτήριο. Αλλιώς, εδώ που τα λέμε, τι δουλειά είχαν οι χωρομέτρες, οι άνθρωποι με τις καμπαρντίνες και οι ξένοι με τις δερμάτινες τσάντες και τα μαύρα γυαλιά. Τότε, ξαναλέω, όλοι εκείνοι κατέβαιναν από το ειδικό τραινάκι που τους έφερνε στην Μποχόριτσα και τους περίμεναν λιμουζίνες στον σταθμό για να τους πάνε στον τόπο που όριζαν πέντε δέντρα, δύο φράχτες και ένα φτωχό ρυάκι, όπου κανείς δεν καταλάβαινε τι μετρούσαν και τι έλεγαν τα λόγια τους, επειδή στο ρυάκι ζούσαν πολλοί βάτραχοι και έκαναν φασαρία.
Με τον καιρό εκείνοι αραίωσαν. Δηλαδή λίγους μήνες είχε κρατήσει ο ενθουσιασμός, είχαν ανοίξει μερικά μαγαζιά που όμως έκλεισαν γρήγορα. Έτσι, οι κάτοικοι του Πρεσμύλτς κατηγορούσαν τους κατοίκους της Μποχόριτσα πως αυτοί και μόνο θα έβγαιναν ωφελημένοι, αφού είχαν καταφέρει να μετρούν οι ειδικοί στον τόπο τους και όχι στη μέση της απόστασης. Και καθώς δεν έπαιρναν απαντήσεις καθησυχαστικές, βρήκαν τον τρόπο να κρατούν το τραίνο στο Πρεσμύλτς και να μην το αφήνουν να επιστρέφει στην Μποχόριτσα, που το είχε ανάγκη για να φορτώνει δημητριακά. Ακόμα και σήμερα υποστηρίζουν πως χάρη σε αυτό το τέχνασμα χαντάκωσαν τους γείτονές τους, κερδίζοντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπειά τους, δηλαδή την αποτίναξη του ζυγού που θα τους επέβαλε η Μποχόριτσα, ας χαντακώθηκαν και οι ίδιοι.
Όταν έχεις να κάνεις με τέτοια, τα προσωπικά δεν έχουν θέση, συζήτηση δεν γίνεται. Το τραίνο είναι για όλους, όποιος θέλει να πει τα δικά του και να τον ακούνε, ας πάρει αυτοκίνητο, μια κούρσα από εκείνες που σταματούν δίπλα στις περαστικές κοπέλες και οι ευγενικοί οδηγοί τους προτείνουν μια βόλτα.
Τότε, επαναλαμβάνω, μου είχε βρεθεί μια κούρσα: τρίτο χέρι, είκοσι χρονών μοντέλο, διατηρημένο πάντως. Το είχα πάρει κοψοχρονιά από κάποιον κακομοίρη που ενδιαφερόταν να βγάλει διαβατήριο και να ρίξει πέτρα πίσω του, να πάει στην Αμερική, όπου τα λεφτά τρέχουν στον δρόμο. Και εκείνος το είχε πάρει από κάποιον άλλον που ορκιζόταν ότι δεν θα ξαναπατούσε στην Πολωνία επειδή είχε βρει δουλίτσα στη Γαλλία.
Το αγόρασα λοιπόν μήπως μου έφερνε γούρι και έβρισκα τρόπο να φύγω και εγώ: να πηγαίνω από τη Βαρσοβία στο Κατοβίτσε και στη Νόβα Χούτα, όπου είχα συγγενείς από τη μεριά της θείας μου. Γιατί συγγενείς δεν είχα ούτε στην Αμερική, ούτε στη Γαλλία.
Και ένα βράδυ, μπροστά το «Εουροπέισκι» το ξενοδοχείο, βροχή και κρύο, οδηγώ το αυτοκίνητό μου και βλέπω μια γυναίκα ψηλή. Έκανα στροφή και έφυγα. Γύρισα όμως. Στεκόταν στη βροχή. Έκανα ένα γύρο ακόμα. Στο μεταξύ, η γυναίκα είχε μουσκευτεί ως το κόκαλο, το έβλεπα. Σταμάτησα μπροστά της. Μπήκε. Έσταζε.

– Στην Μποχόριτσα, μου είπε.

Ξεκίνησα αμέσως. Πήρα τον δρόμο για το ποτάμι, φανταζόμουν πως ήταν κάποια περιοχή, κάποια γειτονιά, κάποια πλατεία στην άκρη της πόλης. Δεν ήξερα.

– Όχι από εκεί, μου φώναξε η γυναίκα, στον σιδηροδρομικό σταθμό. Από εκεί.

Έκανα στροφή και πάτησα γκάζι. Το σαράβαλο μούγκριζε, ποτέ δεν του είχα φερθεί έτσι, η μυρουδιά της βενζίνης έντονη, η αποφορά του πλαστικού έπνιγε το άρωμα της γυναίκας, τα τζάμια είχαν θολώσει από τη βροχή που στέγνωνε πάνω της, δεν προλάβαινα να τα σκουπίσω με το χέρι και θόλωναν ξανά: άλλη κατάσταση, ασυνήθιστη. Έσκυβα πάνω στο τιμόνι για να βλέπω, ευτυχώς ο δρόμος ήταν έρημος.
Όταν φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, η γυναίκα πετάχτηκε έξω και κοντοστάθηκε.

– Πω, πω, φώναξε, το τραίνο έχει φύγει.

Βγήκα και εγώ.

– Πώς το ξέρετε; τη ρώτησα.
– Είναι οκτώμισι, μου απάντησε δείχνοντας το ρολόι του σταθμού. Το δρομολόγιο ήταν για τις οκτώ και τρία λεπτά ακριβώς.
– Να ρωτήσουμε τις πληροφορίες, πρότεινα. Το ρολόι του σταθμού μπορεί να έχει χαλάσει. Και τα τραίνα μας δεν φεύγουν στην ώρα τους.

Να μην τα πολυλογώ, το τραίνο είχε φύγει. Το επόμενο ήταν για το χάραμα, εκτός αν είχε καθυστέρηση, οπότε θα ξημέρωνε. Της πρότεινα να έρθει στο σπίτι μου να κοιμηθεί. Για να μην την ενοχλήσω, θα πήγαινα σε έναν φίλο μου. Της πρότεινα κάποιο ξενοδοχείο, της υποσχόμουν πως δεν θα ανέβαινα μαζί της στο δωμάτιο.

Δεν θυμάμαι τι άλλο της πρότεινα. Θυμάμαι όμως τα μάτια της. Θυμάμαι δηλαδή πόσο όμορφη ήταν. Την κοίταζα.

– Δεν έχετε βαλίτσα; ενδιαφέρθηκα.
– Την έχω δώσει για φύλαξη, μου απάντησε.

Το γεγονός είναι ότι την άφησα στην αίθουσα αναμονής του σταθμού. Είχε ζέστη από την κλεισούρα.
Καθώς γύριζα στο σπίτι μου, σκέφτηκα πως θα ήταν ευχάριστη έκπληξη για εμένα αν έφτανα στην Μποχόριτσα πριν από το τραίνο και την περίμενα εκεί. Για ποιο λόγο; Δεν ήξερα να πω. Μάλλον η συντροφιά, μάλλον η ανάγκη.
Έκανα στροφή και βρέθηκα πάλι στον σιδηροδρομικό σταθμό. Για να μην την ενοχλήσω, πήγα από πίσω και έφτασα στις πληροφορίες. Μου είπαν πως η Μποχόριτσα ήταν στον δρόμο για την Κρακοβία, στρίβεις δεξιά, ύστερα πρέπει να ρωτήσεις, διαδρομή διακοσίων τριάντα δύο χιλιομέτρων, ο δρόμος μετά τη στροφή μέτριος, από εκεί και πέρα γίνεται δύσκολος, αλλά καλός γενικά. Στην επιστροφή κερδίζεις τα τριάντα δύο χιλιόμετρα, γιατί έρχεσαι από πάνω, από το πλάτωμα.

– Αρκεί να έχεις βενζίνα, συμπλήρωσε ο αλλήθωρος στις πληροφορίες.
– Και πότε φτάνει το τραίνο; ρώτησα.
– Στις δέκα και είκοσι επτά. Ακριβώς.

Να μην τα πολυλογώ και πάλι, βρέθηκα στην Μποχόριτσα στις εννιά το πρωί. Ακριβώς.
Σταμάτησα στο πανδοχείο της πλατείας και ρώτησα αν υπήρχε δωμάτιο ελεύθερο.

– Εκεί που αφήσατε το αυτοκίνητό σας, μου είπε ο πανδοχέας, εμποδίζετε, περιμένουμε το φορτηγό με τα υλικά. Είναι καιρός για επισκευές στο κτίριο.

Έσπευσα να το μετακινήσω. Δεν έπαιρνε μπροστά με καμία δύναμη. Ήρθε ο πανδοχέας, το σπρώξαμε πιο πέρα και πήγα με τα πόδια στον σιδηροδρομικό σταθμό. Αγόρασα μια χθεσινή εφημερίδα για να περάσει η ώρα.
Στην αίθουσα αναμονής ήμουν μόνος. Μια σόμπα έκαιγε. Και το ρολόι στον τοίχο είχε σταματήσει.
Ξαφνικά, από το μεγάφωνο που βρισκόταν πάνω από το ρολόι, άκουσα:

– Ειδοποιούνται οι κύριοι επιβάτες ότι το τραίνο από τη Βαρσοβία θα καθυστερήσει επί δύο λεπτά. Θα αφιχθεί στις δέκα και είκοσι εννιά. Ακριβώς. Θα αναχωρήσει αμέσως για το Πρεσμύλτς.

Περιττό να πω ότι το τραίνο δεν έφτασε ποτέ. Και πως στην Μποχόριτσα δεν υπήρχε συνεργείο για να επισκευάσω το άτιμο το σαράβαλό μου. Ούτε ήρθε ποτέ το τραίνο από το Πρεσμύλτς. Κανείς δεν έλεγε πως οι ταραχές στη Βαρσοβία είχαν παραλύσει τις συγκοινωνίες, όλοι έλεγαν πως έφταιγε ο τηλέγραφος, επειδή είχε βρέξει και είχε χαλάσει.
Το ευτύχημα είναι ότι βρήκα δουλειά στην κοοπερατίβα της Μποχόριτσα. Μαζεύουμε τα στάρια, ύστερα τα μοιράζουμε στον πληθυσμό της περιοχής, μια τσιγαριά απόσταση γύρω γύρω.
Πούλησα το σαράβαλό μου στον διευθυντή. Και αυτός το πούλησε σε κάποιον από το Πρεσμύλτς για να συμπληρώσει το ποσόν και να βγάλει διαβατήριο για την Αμερική. Και όπως πάνε τα πράγματα, δεν αποκλείεται να γίνω σταθμάρχης στην Μποχόριτσα. Έχω βρει τον τρόπο. Και ετοιμάζομαι να παντρευτώ την κόρη του σταθμάρχη. Έχουμε λογοδοθεί. Μαθαίνω και τα ντόπια δρομολόγια: Ντισίτς-Κουβίνοβο-Μπιγίτσινα-Στεπάνοφσκα-Νόβα Στάροβα-σύνορα. Και από την άλλη μεριά: Κραστόνιε-Κούσνιεβιτς-Γκαλίνικα-Στούρα-Τσορζόφ-Μπιαλιστόκ- διασταύρωση για το Λβοφ. Και θα φτιαχτεί κάποτε η γραμμή για το μοναστήρι της Τσεστόσκοβα. Θα πάω να προσκυνήσω τη Χάρη Της.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: