Ο άντρας είναι στόμα με φιλιά. Είναι ψιχίο ιερό
μέσα στην απέραντη ύλη. Είναι αυτός που έγραψε:
«το τίποτε προπορεύεται και έπεται».
Στο πέος του έχει αναπαίστους. Έχει
τον ίδιο τον δακτυλικό εξάμετρο.
Έχει αναβάσεις, καταβάσεις της ρίμας
και άλλες πολλές λιμνούλες στιχουργικές.
Είναι τσεκούρι που θραύει τον πάγο της
ομοιοκαταληξίας. Είναι το ρήμα Πεινάω.
Είναι η πένθιμη κραυγή του ζώου που
ξέρει πως κάποτε θα πεθάνει.
Στο είδωλό του πλέω, μες στον καθρέφτη μου
τον συναντώ. Μoυ λέει: Είσαι αντικατοπτρισμός;
Είσαι ο δικός μου λυγμός, που χύνεται
απ’ τα κελύφη του φθαρτού; Είσαι
η ιστορία μου αναποδογυρισμένη;
Είσαι ειμαρμένη;
Σε βαθιά πλοία γλιστρούν oι συλλαβές
οι φάλαινες πόθοι μας κλώθουν νερά.
Βουερά –του λέω– τα δρομολόγια της σαρκός
που κάνoυμε εσύ κι εγώ.
Πόσες κινήσεις, πόση απατηλή
τέχνη μας σπρώχνει προς τη λέξη «μαζί».
Όμως
πού ζει
η αληθινή ζωή;
Μου λέει: Αλμπατρός μου μοναχικό,
στα νέφη μη φεύγεις, μείνε εδώ, στη Γη.
Πώς αλλιώς θα παιχτεί το μεγάλο παιχνίδι
της αριθμητικής, όταν το ένα
κυλώντας μες στο δύο
τον άλλον αγκαλιάζει;
Το απατηλό ποτέ δεν νικά
απλώς για το αληθινό προετοιμάζει.