Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες στα εξώφυλλα των δίσκων και μυείται στα μυστικά τους.
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
ΙX. Οι ξυπόλητες των δίσκων, 4
Όλα εκείνα τα εξώφυλλα δίσκων γίνονταν παράθυρα στον κόσμο, όπως ήταν ο τίτλος ενός δίσκου της Dionne Warwick, στο εξώφυλλο του οποίου ακουμπά σ’ ένα τοίχο του δρόμου, με πολύχρωμο φόρεμα και ξυπόλητη, σα να περιμένει κάποιον. Θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, αλλά τα λιγνά αφρικανικά γλυπτά που πλαισιώνουν ως κολλάζ την φωτογραφία της μνημονεύουν μια μακρινή καταγωγή (The windows of the world, 1967). Έχουν λοιπόν και τις χαρούμενες πλευρές τα μαύρα πόδια των δίσκων; Στην άλλη, οργιαστική πλευρά του φανκ, η Τσάκα Καν στο οπισθόφυλλο του δίσκου Rufus featuring Chaka Khan, Rufusized (1974) μας δείχνει ξεκαρδισμένη το πέλμα της κι ένα χρόνο μετά, στο εξώφυλλο της κυκλοφορίας με το όνομά τους, τα υπέροχα προφίλ τους. Εδώ αχνίζουν ιδρωμένα σώματα σε ακατάπαυστο ρυθμό· εδώ δεν ισχύουν οι κοσμιότητες των ευπρεπών λευκών κοριτσιών. Άλλωστε δεν μπορείς να πολεμάς όταν χορεύεις, τραγουδούσε η Marcia Barrett των Boney M, στην πλέον αποκλειστική σύνδεση χορού και ειρήνης: στο εξώφυλλο του You can’t fight while you’re dancing οι μπότες της πατούν πεταμένα όπλα, ενώ λίγο νωρίτερα με γλυκοκοίταζε ξυπόλητη στο Far away from lonely (2013 και 2011 αντίστοιχα).
Δεκάδες καλλιτέχνες κατάφεραν να φτάσουν σ’ ό,τι θεωρούσαν κορυφή επειδή πείσμωναν και θεωρούσαν πως κανένα βουνό δεν είναι αρκετά ψηλό για την επιθυμία τους. Η Diana Ross στον μικρό δίσκο όπου διασκευάζει το Ain’t no mountain high enough (1970) μοιάζει με ξυπόλητο αγρίμι, έτσι κοκαλιάρα με το σορτσάκι και τα κοντά της μαλλιά, ενώ στο Everything is everything της ίδιας χρονιάς έχει γυρίσει κομψά τα μαλλιά της, παραμένει ξυπόλητη κι ας κρύβει τα διπλωμένα της πόδια με τα χέρια της, ενώ παντού γύρω της στραφταλίζουν τα αστέρια της επερχόμενης σκηνής. Ήρεμη κι επιτυχημένη το 1995, βγαίνει σε παλιό εξώστη με λευκό φόρεμα, ξέπλεκα μαλλιά, ξυπόλητη (Take me higher). Ανυπόδητη σε τρία οδόσημα του δρόμου προς την κορυφή: όταν βγαίνει στον πεντάγραμμο κόσμο, όταν αστράφτει κι όταν δρέπει τις δάφνες της. Ή απλά, θα σχολίαζε ένας δύσπιστος αμφίθυμος, τρία κλισέ των φωτογραφικών κασέ.
Έβλεπα την Μόκα και την μητέρα της: αφήνονταν σ’ ένα τρεμούλιασμα που θαρρείς δεν συνέβαινε σκόπιμα αλλά αυτόματα, και μόνο με την δόνηση των ήχων. Κάτι αντιλαμβάνονταν αυτά τα κορμιά, που δεν έπιαναν οι άμεσες αισθήσεις. Ένα μεσημέρι, κι ενώ οι μπαχαρικές οσμές απ’ την ανήλιαγη κουζίνα διαχέονταν παντού, ο χορός τους έμοιαζε ατέλειωτος, σα να περίμενε τα χαμόγελά τους να σβήσουν αλλά εκείνα παρέμεναν φωτεινά, σαν τα ολόλευκα δόντια τους. Είχα την αίσθηση πως εκείνοι οι άνθρωποι βίωναν αλλιώς την μουσική. Το σώμα έμοιαζε μ’ ένα πρόσθετο, εντελώς σιωπηλό μουσικό όργανο, που συμμετείχε ισότιμα στο ομαδικό οργίασμα των οργάνων. Το είδα ανάγλυφα στο εξώφυλλο του Big fun του Miles Davis (1974): μια κοπέλα ζωγραφισμένη προφίλ, στέκει ολόγυμνη ακριβώς μπροστά στο άνοιγμα της τρομπέτας που την καλύπτει ολόκληρη και, αν γυρίσουμε στο οπισθόφυλλο, βλέπουμε πως φυσά εξίσου καλοσχεδιασμένος ο αστρικός τζαζ μουσικός. Η καλοσχεδιασμένη γυναίκα μού το μαρτυρούσε: αυτή η μουσική απορροφάται από κάθε πόρο του σώματος, αρκεί να έρθεις κοντά της.
Η Μόκα σύντομα με εμπιστεύτηκε τόσο πολύ ώστε να μου δείξει ένα μεγάλο λογιστικό τετράδιο όπου έκοβε και κολλούσε δεκάδες φωτογραφίες με ανθρώπους από την ήπειρό της, που μάλλον θεωρούσε ενιαία πατρίδα της. Και τι δεν είχε: εξώφυλλα δίσκων μαύρης μουσικής από τις σχετικές στήλες των περιοδικών, εικόνες από περιοδικά που ζητούσε από το κομμωτήριο και τουριστικά φυλλάδια που έδειχναν οποιαδήποτε όψη της Αφρικής. Έβλεπα στέπες και σαβάνες, φυλές με τοπικές ενδυμασίες σε κάτι εκστατικές γιορτές (εκεί δεν φορούσαν ποτέ παπούτσια – η χαρά των ομοιοπαθών μου!) ή γυναίκες και παιδιά που πόζαραν στους σκονισμένους δρόμους των πόλεων, με ρούχα σε κάθε δυνατή απόχρωση που γνώριζα από ένα χρωματολόγιo αλιευμένο από το υφασματάδικο δίπλα στο σπίτι. Είχε και μερικές εμβληματικές μορφές που απ’ όσο καταλάβαινα θεωρούσε σημαντικές και τις έπαιρνε παντού στη νέα της ζωή.
Μια μαυρόασπρη φωτογραφία με αναστάτωσε για τα καλά. Δυο μαύροι άντρες είχαν στη μέση μια λευκή γυναίκα και περπατούσαν με σφιχτά χέρια σε μια πορεία. Εκείνη ήταν όμορφη και ξυπόλητη. Μου εξήγησε: ο από δω είναι ένας φοβερός συγγραφέας, ο James Baldwin· ο από κει είναι αρχηγός των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μαύρων, ο James Forman· και στη μέση, μια σούπερ τραγουδίστρια, η Joan Baez. Συμμετείχαν στην μεγάλη πορεία του 1965 από την Selma της Αλαμπάμα προς την πρωτεύουσα Montgomery, με αίτημα την κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων στους αφροαμερικανούς. Περπατούσαν για πέντε μέρες, από τις 21 ως τις 25 Μαρτίου, ενώ τις νύχτες κατασκήνωναν στις αυλές όσων τους υποστήριζαν και τους προσκαλούσαν. Μου μίλησε για τον Martin Luther King που «οδηγούσε» την πορεία, για το γεγονός ότι εκείνη η μαζική διαδήλωση πέτυχε τον σκοπό της. Δεν θυμάμαι πόση ώρα έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάζω την ξυπόλητη κοπέλα στην διπλά θαρραλέα της πράξη – είχε τολμήσει κάτι που ελάχιστοι λευκοί εκείνη την εποχή θα έκαναν δημόσια.
Οι αγωνίστριες δεν αμφισβητούσαν μόνο τους άδικους νόμους της πολιτικής αλλά και της υπόδησης! Ποια ήταν αυτή η γυναίκα και ποιους αγαπούσε; Πώς έφτανε κανείς σε τέτοιες γυναίκες;
Πίσω στο μικρό μου δωμάτιο πέντε ορόφους ψηλότερα περίμενα να έρθει το βράδυ για να ξαπλώσω πλάι στο ραδιόφωνο. Εκείνες οι νύκτιες ακροάσεις αποτελούσαν τα πρώτα αστραπιαία ταξίδια στον μακρινό κόσμο. Έβαζα την συσκευή ακριβώς κάτω από το αυτί μου και ψηλαφούσα τους δυο ασημένιους κυκλικούς διακόπτες με τις λεπτές οδοντωτές απολήξεις. Οι κύλινδροι της έντασης και των ραδιοσταθμών γίνονταν ρόδες που κυλούσαν το δωμάτιο σαν τροχόσπιτο όπως το οδηγούσαν εναλλάξ οι διάφοροι τραγουδιστές. Το ασημένιο ηχείο, διάστικτο με σχεδόν αδιόρατες τρυπούλες, ήταν σκληρό για μαξιλάρι, αλλά απαραίτητο ως δοκιμασία ενός μαθητευόμενου της περιπλάνησης.
Αν το πρώτο πολεοδομικό συγκρότημα που με διασταύρωνε με τις γυναίκες ήταν οι δρόμοι της γειτονιάς και τα κτίσματά της – σπίτια, σχολεία, καταστήματα –, οι ραδιοφωνικές οδοί ήταν τα εξώτερα προάστια, τα απόμακρα περίχωρα, οι νέες χώρες. Από εκεί μού τραγουδούσαν οι γυναίκες των ηχείων: ντιζέζ των σκοτεινών κέντρων, μπλε μπλουζίστριες που πονούσαν μπροστά στο καπνισμένο τους κοινό, άγριες πάνκισσες με αξιοθαύμαστη θρασύτητα, δροσερά κορίτσια κάθε νέου κύματος, μαγεμένες των ηλεκτρονικών πλήκτρων, ντισκοτέκνα που ιδρωκοπούσαν στις πίστες, μιγάδες που λίκνιζαν με μπολερό τους απεγνωσμένους του έρωτα, ρετρό κορίτσια με αγκαλιαστά αγαπησιάρικα του πενήντα, λατινοαμερικάνες με τις αέρινες κιθάρες, ακόμα κι εκείνες που φωνογραφούσαν τις χαρμολύπες τους σε όπερες και οπερέτες, μέχρι και οι εκφωνήτριες των ειδήσεων στις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες με τις γοητευτικά παράξενες γλώσσες… σ’ όλες προσπαθούσα να μαντέψω το πρόσωπό τους, να φανταστώ το σώμα τους, και πάνω απ’ όλα αναρωτιόμουν πώς να είναι τα πόδια αυτών των γυναικών και τι ρόλο να έχουν γράψει στην ζωή τους.
Ένα βράδυ κάποια φωνή μίλησε για τους Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι, δυο Ιταλούς αναρχικούς, λέει, μετανάστες, που καταδικάστηκαν σε θάνατο μόνο με ενδείξεις συμμετοχής σε μια δολοφονική ληστεία ενώ φώναζαν την αθωότητά τους. Η είδηση της εκτέλεσης έβγαλε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους των έξι ηπείρων. Κι ύστερα δυο αναπάντεχες λέξεις: Τζόαν Μπαέζ. Κράτησα την αναπνοή μου, να ακούσω την ξυπόλητη της διαδήλωσης! Το τραγούδι της έφτανε από το βάθος, με πλήκτρα βηματιστά, μέχρι την ξεσπαστική φωνή που ξεχύθηκε από το μαύρο πλαστικό κουτί, με μια υποψία πολυφωνίας πίσω της, σα να την ακολουθούσαν δεκάδες άλλες. Here’s to you, Nicola and Bart, Rest forever here in our hearts, The last and final moment is yours, That agony is your triumph. Μόνο τέσσερις στίχοι σε μια συνεχή επανάληψη, αγκαλιά με μια μελωδία εξίσου απαράλλαχτη αλλά ανεβατή προς μια αδιόρατη ευφορία.
Οι στίχοι εμπνέονταν από φράσεις αποδιδόμενες στον ίδιο τον Βαντσέτι, όπως τις είχε μεταφέρει ένας δημοσιογράφος που συνομίλησε μαζί του τρεις μήνες πριν εκτελεστεί, το 1927: Αν δεν έπαιρνε εκείνο τον δρόμο, θα μιλούσε άσκοπα στις γωνιές των άλλων δρόμων με αδιάφορους άντρες. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα έφτανε τόσο μακριά αγωνιζόμενος για δικαιοσύνη, ανοχή και κατανόηση, ως την τελευταία τους στιγμή που τους ανήκε, ολοκληρωτικά. Σ’ εσάς λοιπόν Νικόλα και Μπαρτ – ένα καλλίφωνο κορίτσι χωρίς θλίψη, χωρίς θρήνο, έκανε μια πρόποση σαν επίκληση σε δυο μορφές που προτίμησαν ν’ αφήσουν το σπίτι τους για αμέτρητα άλλα και μόλις έμπαιναν και στο δικό μου.
Αναστατωμένος από τα ραδιούχα καλέσματα έχασα τον ύπνο μου: ήμουν άραγε ο μόνος που αισθανόταν την παράδοση μιας σκυτάλης; Η Ιστορία κατέφτανε τραγουδισμένη κι έκανε το μικρό μου κουβούκλιο εργαστήρι μελλοντικών σχεδίων - έξω απ’ το παράθυρο άνοιγε κάθε φορά κι από λίγο η σκηνή του αγωνιζόμενου κόσμου. Θα περίμενα το χρονόσημο της ενηλικίωσης και θα πήγαινα να συναντήσω τους συμμάχους που θα γνώριζα χάρη σ’ εκείνο το ραδιοφωνάκι. Κι η πρώτη από αυτούς βρισκόταν έξι ορόφους πιο κάτω.
Αναζήτησα μανιωδώς δίσκους και φωτογραφίες της για να σχεδιάσω τις περαιτέρω κινήσεις μας. Στο εξώφυλλο του μικρού της δίσκου που είχε το We shall overcome, στα γυμνά της πόδια ταίριαζε ένα αισιόδοξο χαμόγελο. Το είχε τραγουδήσει στις 28 Αυγούστου του 1963 στην «Πορεία στην Ουάσινγκτον για δουλειά και ελευθερία» στην οποία ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ άρχισε την ομιλία του με την φράση Έχω ένα όνειρο... κι αργότερα στη διάρκεια των διαδηλώσεων του Κινήματος ελευθερίας του λόγου στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια (1964–1965). Το ίδιο ξυπόλητη ή με ανοιχτά σανδάλια την βρήκα και στα εξώφυλλα άλλων δίσκων, μικρών και μεγάλων, σε φωτογραφίες πάνω στη σκηνή και τα παρασκήνια (όπως στο Newport Folk Festival του 1967 που περιμένει με συνεσταλμένη ανυπομονησία, μαζί με την Joni Mitchell και τον Leonard Cohen), ή παίζοντας μουσική με τον εραστή αγαπημένο της Bob Dylan - Οι σφοδροί έρωτες ζευγαρώνουν με τους σφοδρούς αγώνες; Κρατούν ζεστά τα ενθουσιώδη τους οράματα στις ερωτικές αγκάλες; Δεν είχε σημασία που οι χθόνιοι ύμνοι της δεν είχαν ανεβασμένες ταχύτητες ή αναμμένες ηλεκτρικές μηχανές· τα άνω δάχτυλά της έπαιζαν την κιθάρα σα να μάζευε βαμβάκι, όπως είχε περιγράψει κάποιος, και τα κάτω, ήμουν βέβαιος, έλεγαν πολλά.
Δεν ήταν μόνο η απλή, σχεδόν αγροτική ομορφιά· ήταν και τα ριχτά μαλλιά, τα φορέματα και τα πέδιλα, που παραμέριζαν τους κανόνες των εξεζητημένων, αλλιώτικων εμφανίσεων των ροκ καλλιτεχνών. Μήπως μια παράπλευρη όψη της επανάστασης ήταν η επανάσταση της όψης; Να είσαι όπως είσαι χωρίς κανένα άγχος εντυπωσιασμού; Η αντισυμβατικότητά της περπατούσε με σανδάλια κι όταν τα έβγαζε ήταν σα να ήθελε να φτιάξει τον κόσμο από την αρχή και να μπει με αγνά πόδια. Μπορεί και να έλεγε πως όσο και να λερωθεί ή να πληγωθεί ήταν έτοιμη μέχρι να φτάσει ως το τέλος. Ήταν η πρώτη ένδειξη πως τα γυμνά πόδια φέρουν κάτι δημόσιο και επαναστατικό. Αργότερα, σ’ ένα ξένο περιοδικό που ξεφύλλιζα στον προθάλαμο ενός ιατρείου, είχα και το ευτυχές συναπάντημα με το πέλμα της, έτσι όπως είχε αλυσοδέσει τα πόδια της στο λόμπι ενός Θεάτρου στο Ντένβερ πριν από τρεις συναυλίες της το 1974, για να δείξει πώς φυλακίζονταν σε κλουβιά οι πολιτικοί κρατούμενοι στο Βιετνάμ.
Περίμενα εναγωνίως το επόμενο απόγευμα για να διηγηθώ στην Μόκα την συναρπαστική ιστορία των δυο φίλων και το αφιερωμένο τραγούδι της Μπαέζ. Ενθουσιάστηκε· είχαμε ανακαλύψει την διαμαρτυρία μέσα σ’ ένα τραγούδι ωραίο και ξεσηκωτικό. Κοιτούσαμε την φωτογραφία της και δεν μας χωρούσε ο τόπος. Η σκυτάλη ήταν στα χέρια μας· τι θα κάναμε; μήπως την δική μας πορεία; Είχαμε τόσα να απαιτήσουμε: κάτω στα μέρη της η πολιτική αθλιότητα ζούσε και βασίλευε, αλλά και στα δικά μας το αίτημα για δικαιοσύνη ήταν πάντα ζεστό, και στο σχολείο και παντού. Κι ύστερα οι δικοί μας δεν μας αφήνουν να βγαίνουμε μόνοι μας βόλτα ούτε για μισή ώρα. Εσύ θα είσαι η τραγουδίστρια κι εγώ ο συγγραφέας. Ενθουσιάστηκα και μόνο με την ιδία πως θα περπατούσε ξυπόλητη δίπλα μου, γενναία και διεκδικητική.
Δώσαμε ραντεβού στο υπόγειο, έξω απ’ το δωμάτιο του καυστήρα. Παρά την διάχυτη μυρωδιά του πετρελαίου ένοιωθα πως την περιμένω σε μυρωμένα λιβάδια. Κόψαμε δυο μεγάλα λευκά φύλλα από το μπλοκ ιχνογραφίας και γράψαμε με μαρκαδόρους τα συνθήματα. Έκρυψε τα παντοφλάκια της σε μια γωνιά και βγήκαμε στο δρόμο. Περπατούσαμε αργά και τελετουργικά – τα μελαμψά της πόδια ακτινοβολούσαν στα λευκά πεζοδρόμια. Κάθε τόσο κοιταζόμασταν και χαμογελούσαμε - ένοιωθα πως μεγαλώνω στα μάτια της. Συμφωνήσαμε να μην φωνάζουμε, «άλλωστε θα μας κατάπινε ο θόρυβος της Πατησίων». Ντρεπόμασταν τα έκπληκτα βλέμματα των περαστικών αλλά ήταν κι αυτό μέσα στις δοκιμασίες των επαναστατών.
Αλλά αγνοήσαμε την πιθανότητα των ανεπιθύμητων συναντήσεων. Οι δικοί μου δεν κατέβαιναν ποτέ τα απογεύματα στο κέντρο, όμως πολλοί συμπατριώτες της και οικογενειακοί φίλοι έπαιρναν το λεωφορείο από την πλατεία Αμερικής. Μόλις φτάναμε στην στάση δυο τέτοιες γυναίκες την φώναξαν έκπληκτες. Άρχισαν να διαπραγματεύονται σε μια άγνωστή μου γλώσσα, η μια έδειξε και προς τα πόδια της· προφανώς συμφώνησαν να επιστρέψουμε μαζί τους στο σπίτι, ενώ εμείς κρυφογελούσαμε για να μην παραδεχτούμε την ήττα μας. Άραγε γλίτωσε την τιμωρία; Δεν το συζητήσαμε ποτέ, απλά υποσχεθήκαμε πως θα το κάνουμε πιο οργανωμένα κάποια άλλη φορά. Βιάστηκα να εξαφανίσω το ενοχοποιητικό πλακάτ και δεν έχω καμία φωτογραφία μας να αποδεικνύει την τόλμη εκείνου του απογεύματος. Όμως είμαι βέβαιος πως περπάτησα δίπλα στην ξυπόλητη Μόκα και το αγάπησα διπλά εκείνο το διαμαρτυριάρικο κορίτσι, που μου μετέδωσε μια για πάντα το μικρόβιο του αγωνιστή.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}