Πληροφορώ το πλήθος των αναγνωστών αυτών των σελίδων ότι η δίμηνη απουσία μου οφείλεται στον χειμώνα που με αιφνιδίασε στη Νότιο Αμερική και με ανάγκασε να φύγω άρον άρον για το ελληνικό καλοκαίρι.
Ήθελα να συνεχίσω τον περίπλου προς Παταγονία και Γη του Πυρός, αλλά πια θα μπορούσα να το κάνω μόνο διά της αεροπλοΐας, πράγμα που δε συνάδει με τον Χάρτη θαλάσσης.
Από την άλλη μεριά, ο Αργεντινός ποιητής που σας παρουσίασα τον Ιούλιο, ήταν αφοπλιστικός: «Τι θες να παραστήσεις, τη… Μαγγελάνα;» μου είπε επιμένοντας. «Μείνε στο Μπουένος Άιρες ως τον Οκτώβρη, που αρχίζει η άνοιξη, και μετά κατηφορίζεις σιγά σιγά».
Είπαμε, ανηφόρισα στην Ελλάδα, μα επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα της Αργεντινής για την κατάλληλη προετοιμασία, με περίμενε μια «ενέδρα» που μου είχε στήσει ο Οσβάλδο Τεδέσκο: Αφού με ξενάγησε στον περίφημο Καμινίτο, με «παρέσυρε», παραδίπλα στην οδό Μαγαγιάνες, στο καφέ Κουλτουράλ Άλεφ.
Με οδήγησε, στην πραγματικότητα με άφησε κι έφυγε για κάτι επείγον, μπροστά σ’ ένα μεγάλο τραπέζι που γύρω του κάθονταν σαν κουρασμένοι χορευτές χαμογελώντας χαλαρά δύο ζευγάρια: ένα ηλικιωμένο κι ένα νεότερο.
Χαιρέτησα πρώτα την ηλικιωμένη κυρία. «Διάνα Μπεγιέσι» μου συστήθηκε και πήγε να σηκωθεί. «Παρακαλώ, μη σηκώνεστε» την πρόλαβα. Έπειτα χαιρέτησα τον ηλικιωμένο κύριο. «Αρτούρο Καρρέρα» μου συστήθηκε μισοσηκωμένος και στηρίζοντας το αριστερό του χέρι στο τραπέζι. Στη συνέχεια χαιρετήθηκα με τη νεότερη κυρία. «Αλμπιμπούρ» μου συστήθηκε, όρθια ήδη. «Κι εγώ είμαι ο Χουάν Πάμπλο Αμπραάμ» μου συστήθηκε ο νεότερος, όρθιος από ώρα, παραχωρώντας μου τη θέση του.
Και οι τέσσερις ποιητές, οι οποίοι, εκτός από την Αλμπιμπούρ, είχαν έρθει από την ενδοχώρα γι’ αυτή τη «συνάθροιση» προς τιμήν μου. «Κάνατε για μένα τόσο κόπο;» ρώτησα απορώντας τη Διάνα Μπεγιέσι. «Μου είπε ο Οσβάλδο ότι γράφετε στίχους για τραγούδια κι αυτό μου προξένησε την περιέργεια να σας γνωρίσω» μου απάντησε εκείνη. Κι εγώ, ξεπερνώντας την αμηχανία μου, τη ρώτησα αν γράφει και η ίδια στίχους για τραγούδια. «Α, η στιχουργική είναι πολύ δύσκολη!» με ξάφνιασε. «Πρέπει να μάθεις ν’ ακούς τους τόνους. Άμα μάθεις ν’ ακούς τους τόνους, βάζεις στίχο σε ό,τι θέλεις, δε χρειάζεται καν να είναι μέσα στην παραδοσιακή στιχοποιία, γιατί το ροκ, ας πούμε, είναι τελείως έξω απ’ αυτήν. Στην αρχή παρατονίζανε όλοι, γι’ αυτό δεν καταλαβαίνεις τίποτα από τα πρώτα χρόνια του δικού μας ροκ. Έπειτα άρχισαν να μαθαίνουν σιγά σιγά». «Συγγνώμη, αυτά τα πράγματα εγώ τα διδάσκω σε σεμινάρια. Εσείς;» τη ρώτησα. «Εγώ έμαθα πολλά παραδίδοντας μαθήματα στην Εταιρεία Στιχουργών και Συνθετών Αργεντινής, γιατί, καθώς δίδασκα μουσικούς και στιχουργούς, έπρεπε να καταλαβαίνω πώς πάει ο τονισμός. Κι ήταν κάτι που το έκανα για πολλά χρόνια. Ακόμα έρχονται οι παλιοί μαθητές μου και μου ζητάνε συμβουλές».
«Να σας πω την αλήθεια», πήρε τον λόγο ο Αρτούρο Καρρέρα, «πρέπει κι εμένα να με βοήθησαν στην αίσθηση του ρυθμού εκείνα τα παλιά σισιλιάνικα τραγούδια που μου έλεγε η γιαγιά μου. Επίσης, μικρός έπαιζα κουκλοθέατρο και, μια φορά που ήρθε στο χωριό ένας διάσημος μαριονετίστας, με συμβούλεψε να βάζω στην αρχή λίγη μουσική για να δημιουργώ ατμόσφαιρα». «Τις μαριονέτες τις φτιάχνατε μόνος σας;» τον ρώτησε η Αλμπιμπούρ. «Ναι, βέβαια, τα πάντα μόνος μου». «Άρα, συνδυάζατε μουσική και κάτι σαν γλυπτική, ας πούμε. Ξέρετε», συνέχισε η Αλμπιμπούρ, «έχω μελετήσει, έχω σπουδάσει τους τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης και ειδικότερα τη σχέση μουσικής και γλυπτικής».
«Μα, εσείς δε διοργανώσατε πρόσφατα την έκθεση Ένα, στο Μπουένος Άιρες;» ρώτησε την Αλμπιμπούρ ο Χουάν Πάμπλο Αμπραάμ. «Ακριβώς», απάντησε εκείνη. «Ένα σχέδιο/ένα ποίημα». «Anch’io sono pittore!» αναφώνησε ο Καρρέρα κι όλοι γέλασαν φωνάζοντας «μπράβο!», γιατί όλοι είχαν διαβάσει το ομότιτλο βιβλίο του όπου κάθε ποίημα ή δοκίμιο συνοδευόταν κι από μια ζωγραφιά.
«Αρτούρο, πότε ξεκίνησες να γράφεις;» ρώτησε τον Καρρέρα η Μπεγιέσι. «Νομίζω πως η κλίση μου στην ποίηση έχει ως αφετηρία τον θάνατο της μητέρας μου, παρ’όλο που ήμουν πολύ μικρός. Άρχισα να γράφω, και μάλιστα πιο σοβαρά απ’ όσο θα ήθελα, στην εφηβεία μου, μετά τον θάνατο του πατέρα μου». «Κλασικό παράδειγμα για μας τους ψυχαναλυτές» παρενέβη η Αλμπιμπούρ. «Στο τέλος κάποιου ποιήματός σας», πήρε τον λόγο ο Αμπραάμ απευθυνόμενος επίσης στον Καρρέρα, «εμφανίζεται μια φωνή σε εισαγωγικά που δηλώνει: ‘Η αθωότητα / είναι το όπλο που μας απομένει’. Τι εννοείτε μ’ αυτό;». «Είναι μια φράση του Σαίρεν Κίργκεγκωρ. Εννοεί την αθωότητα ως ευτυχία, ευτυχία να μη θέλεις ή να μην μπορείς να κάνεις το κακό. Αθωότητα σημαίνει να μη βλάπτεις κανέναν, έτσι δεν είναι; Πιστεύω πολύ στην ευτυχία μέσα στην ποίηση ή, όπως λέει ο Υβ Μπονφουά, στη δουλειά ελπίδας που είναι η ποίηση. Εγώ πιστεύω ότι η ποίηση μπορεί να σώσει τον κόσμο, αφού στην αμεσότητα κάποιων ποιημάτων βρίσκει κανείς ένα φως».
«Κυρία Μπεγιέσι», ξαναπήρε τον λόγο η Αλμπιμπούρ, «σ’ ένα ντοκιμαντέρ λέτε ότι θα θέλατε να γράψετε ένα βιβλίο αθώο. Πώς σκέφτεστε την αθωότητα στη συγγραφή; Είναι στη ματιά, στην πρόθεση;». «Δεν τη σκέφτομαι. Βρίσκεται σ’ αυτό που κάνεις όταν γράφεις. Υπάρχει κάτι με τον ρυθμό, με την εικόνα. Κάτι που είναι έτσι, αίφνης, πολύ αθώο. Αλλά… Δεν ξέρω αν είναι κι αθώο. Εγώ εννοώ την αθωότητα όπως την εννοεί η Καινή Διαθήκη, η αθωότητα που σε βάζει δίπλα στον Χριστό, σαν τα προβατάκια, ή σαν οποιοδήποτε ζωύφιο, βατραχάκι, φρύνο. Δεν είμαι καθολική, αλλά έχω διαβάσει πολύ τη Βίβλο. Έχω διαβάσει και το Άσμα Ασμάτων, είναι αναγνώσματα που μπαίνουν μέσα στην καρδιά σου, γιατί είναι θαυμάσια».
«Εσείς, οι νεότεροι ποιητές» πήρα το θάρρος και ρώτησα, «πώς εννοείτε την αθωότητα στην ποίηση;». «Συγγνώμη» απολογήθηκε ο Αμπραάμ, «εμείς είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τους μεγαλύτερους, όχι για να μιλήσουμε». «Συμφωνώ» αποκρίθηκε η Αλμπιμπούρ. «Αυτή την αθωότητα, αυτό το ‘μαλάκωμα’ το βλέπω πολύ συχνά στους νέους ποιητές και το χαίρομαι» πρόσθεσε η Μπεγιέσι.
Εκείνη τη στιγμή πλησίασαν δύο σερβιτόρες κρατώντας από έναν δίσκο: «Συγγνώμη που σας διακόπτουμε, αυτά είναι για σας. Τα παράγγειλε ο κύριος που έφυγε». Και πριν προλάβουμε να ρωτήσουμε οτιδήποτε, ακούμπησαν στο τραπέζι μια κανάτα με δυνατό αργεντίνικο καφέ και τα ανάλογα σερβίτσια και μια τούρτα κρεμ καραμελέ, το παραδοσιακό γλυκό της Αργεντινής, με όλες τις πιθανές γαρνιτούρες: σαντιγί, πραλίνα και παχύ σιρόπι σοκολάτας. Τις γευτήκαμε όλες, απολαύσαμε το γλυκό κι έπειτα, με τον καφέ, οι τέσσερις ποιητές άρχισαν να διαβάζουν τα ποιήματά τους με φθίνουσα σειρά ηλικίας κι εγώ να κρατάω σημειώσεις για τις μεταφράσεις που ακολουθούν.
Χάρτης θαλάσσης
Διάνα Μπεγιέσι
Diana Bellesi. Γεννήθηκε στη Σαβάλα της Σάντα Φε το 1946. Αργεντινή ποιήτρια, σπούδασε φιλοσοφία και σε νεαρή ηλικία διέτρεξε όλη την Αμερική με τα πόδια. Έχει δημοσιεύσει περί τα 25 βιβλία ποίησης, αλλά και ποιητικές ανθολογίες και μεταφράσεις. Έχει αποσπάσει τις υποτροφίες Γκούγκενχαϊμ (1993) και Ιδρύματος Αντόρτσας (1996), έχει τιμηθεί με το Βραβείο Κόνεξ Ποίησης (2004) και (2014), καθώς και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2011).
Είναι πριν η Νύχτα η Σκοτεινή;…
Και προχωράμε μες στην ομορφιά σου…
Άγιος Ιωάννης του Σταυρού
Είναι πριν η Νύχτα η Σκοτεινή; Θα έρθει
την αυγή εκεί που κατοικεί η πηγή;
Ή πριν θ’ απομείνει, καθαρή σκιά
αν το λέπι του φωτός αφήσει; Είναι χάρη
πάνω στις μορφές το βλέμμα, είναι ουσία
το τυχαίο, βαθυπράσινο
της δρυός που οι Λάρητες την κάνουν
να πάλλει και τη φυλάν. Δεν είναι μαγικό, δεν είναι
κάτι το κενό, είναι, πληρότητα του πνεύματος
η δική της ύλη που υψώνεται μες στη μορφή.
Κοπαδάκι σύννεφων περνάει κι όλα
αγκαλιάζονται: το αντίο της μέρας, η αφιχθείσα
νύχτα. Πέπλο κόκκινου μες στη σκιά
ενωμένο το διττό, σαΐτα, τόξο, στήθος
Ελευθερωμένο σε άλλο θα είναι, δοξασμένο
να ’ναι, από την ύπαρξή του και από την έννοια όπου
ο Θεός παρατηρείται. Να τον αγαπώ στη φευγαλέα
λεπτομέρεια είν’ αστοχία; Μήπως
να τον αγαπώ λιγότερο; Δεμένη να επιμείνω
μπρος στον καθρέφτη; Βαθιά νερά
που η σκιά παρασέρνει, αέρας, ασημένιο ξέφτι
που μ’ αυτό θέλει τον κόσμο να σύρει.
Πιο βαθιά; Τραγούδι από χαμηλά η μπαγουάλα
στου κουτιού το χτύπημα που σε καπνό
ή σε σκόνη μεταβάλλεται. Κοπαδάκι
σύννεφων που προσπερνά και τάπητας, τέμπλο
όπου το μικρό το φως ενώνεται
Κοιτάζω μέσα σου, φωνούλες μιας φωνής
που η πίστη μετατρέπει σε χάρη, ή μήπως η χάρη
σε πίστη; Τέλεια μες στο κενό τρεμοπαίζει
το φως των λεπιών σου, κόσμε, ψάρι.
Έφτιαξα έναν κήπο
Έφτιαξα έναν κήπο με τον τρόπο αυτού που κάνει
τις σωστές κινήσεις μα σε λάθος τόπο.
Λάθος όχι απ’ το λαθεύω αλλά απ’ τον άλλο τόπο,
σαν να κουβεντιάζεις με το είδωλο σ’ έναν καθρέφτη
κι όχι με εκείνον που κοιτάζεται σ’ αυτόν.
Έφτιαξα έναν κήπο για να διαλέγομαι εκεί,
πλάι πλάι μες στην ομορφιά, με τον βουβό
πάντα μα δραστήριο θάνατο δουλεύοντας την καρδιά.
Άσε τις αποσκευές επαναλάμβανε, τώρα που το σώμα σου
ατενίζει τις δυο όχθες, δεν υπάρχει τίποτα, μόνο
οι ακριβείς κινήσεις –ν’ αφεθείς να πας– για να τον φροντίσεις
και να είσαι, ο κήπος.
Φύλαξε ό,τι χάνεις, έλεγε, αυτός ο θάνατος
καστιλιάνικα μιλώντας τέλεια και αποστασιοποιημένα.
Ό,τι χάνεις, όσο έχεις, είν’ η μόνη συντροφιά
που σε συνοδεύει, στη μακρινή όχθη του θανάτου.
Τώρα η γλώσσα λύνεται για να μιλήσει.
Αυτή που δεν μπόρεσε ποτέ της φρίκης το χειρουργικό σκαρπέλο
μ’ εργαλεία εφοδιασμένη για να κάνει, θαυμαστό
το απεχθές. Είν’ εύπεπτος ο τρόμος για το μάτι μόνο
αν η ομορφιά το υποστηρίζει. Κοίτα την τυφλή οπή:
οι κινήσεις ακριβείς κι ερωτικές χωρίς ν’ αντανακλώνται
στον καθρέπτη που μπροστά του, η χειρουργική δεν έχει νόημα.
Το να έχεις έναν κήπο, σημαίνει να κρατιέσαι απ’ αυτόν
κι από την παντοτινή του κίνηση φυγής. Λουλούδια, σπόροι
και φυτά πεθαίνουνε για πάντα ή ανανεώνονται. Υπάρχει
κλάδεμα κι είναι στιγμές, σ’ ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα
του καλοκαιριού, για να τον δεις να επεκτείνεται από μόνος του,
ενώ η σκιά της πτώσης του αναγγέλλει
μες στη συμπαγή λάμψη του Μάρτη, ή στον ύπνο
δίχως όνειρα εκείνου που πεθαίνει, ενώ
το είδος που τον περιέχει δε σταματάει να σμιλεύεται.
Απαιτεί ο κήπος, απ’ την κηπουρό του να τον βλέπει να πεθαίνει.
Της ζητάει να περικόψει με το χέρι της, ν’ αλλάξει
τη γυμνή επιφάνεια, περιφερόμενη μες στα παρτέρια
μες στην παγωμένη νύχτα. Ο κήπος σκοτώνει
και ζητάει να ’ναι νεκρός για να ’ναι κήπος. Αλλά το να κάνεις
τις σωστές κινήσεις σ’ έναν λάθος τόπο,
επιλύει την εξίσωση, ανακαλύπτει ξέφωτο.
Έρωτα ζητούμενε αλλιώς ως ουρανός
σκουρογάλανος κατά της λύπης. Στάλα
σπάνια της καταιγίδας που στην αγκαλιά της φτάνεις
στην πιο μακρινή ακτή. I wish you
were here αγάπη μου, μα είσαι, μία κηπουρός και όχι
κήπος. Την καρδιά μου την ξερίζωσες απ’ το παρτέρι σου.
Αρτούρο Καρρέρα
Arturo Carrera. Γεννήθηκε στο Πρίνχλες του Μπουένος Άιρες το 1948. Έχει δημοσιεύσει περί τα 30 βιβλία ποίησης, αλλά και δοκίμια, μεταφράσεις και ποιητικές ανθολογίες. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει αποσπάσει τις υποτροφίες Ιδρύματος Αντόρτσας (1990) και Γκούγκενχαϊμ (1995), έχει τιμηθεί με το με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1985), το Βραβείο Ποίησης της Πόλης του Μπουένος Άιρες (1998), το Βραβείο Κόνεξ (2004), το Βραβείο Ισπανοαμερικανικής Ποίησης (Εκουαδόρ, 2009), το δεύτερο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2011), με το Βραβείο Κόνεξ Ποίησης (2014), καθώς και με το Βραβείο Πολιτισμού «400 χρόνια» του Πανεπιστημίου της Κόρδοβα.
/Carpe noctem/
Σ’ ένα ψευτοπροχώρημα της αίσθησης –όλης–
η σκοτεινή η νύχτα της ψυχής τον τρόπο της οξύνει το θέρος.
Και φτάνει πλήρη μια εγγύτητα που μοιάζει στη φωνή
«ενός μεγέθους». Όλοι μας μπορούμε να τη συμπληρώσουμε
μ’ ένα δεξιοτεχνικό μουρμουρητό ανάμεσα στα όνειρά μας.
Όλοι μπορούμε να εκπέμψουμε το νέο κομμάτι σπαζοκεφαλιάς αληθινής.
Όλοι μπορούμε να εκλάβουμε ως νύχτα την αδιαφορία
της μοίρας μας.
Δεν ξέρω τι είν’ η νύχτα,
αλλ’ όμως όλα όσα κέρδισα ονειρευόμενος θέλουν να γυρνάν
ακόμα στον τετράγωνο τροχό της Τύχης.
Μοιάζουν χρυσοί καρποί και τροπισμοί ομόφωνα
ενός αδιάκριτου σκληρού καλοκαιριού, αλλά καλοκαιριού.
Δεν ξέρω τι είν’ το καλοκαίρι αλλά φυλάει στη γλύκα του
«πράγματα» -στο κουκούτσι του το μαύρο μέλι μοιάζει με
μελάνι, φόντο μιας γραμμής όπου ένα προσωπείο αμμώδες
κουνιέται ή τουρτουρίζει…
«χάος»
Κι αν κάτω από το προσωπείο ή τη γραμμή δεν υπήρχαν παρά μόνο
τα μακρινά επίμονα ερωτήματα;:
Η νύχτα πώς θα είναι;
Τι τέλος θα ’χει η νύχτα αυτή;
Αίσιο ή αντίξοο;
Ορατό, αόρατο
Ας κρατήσει αυτό το πνεύμα,
να μιμούνται τα πουλιά
την κραυγή των μοσχαριών
όταν σουρουπώνει.
Η γάτα λουφαγμένη στον ατμό από τις καληνύχτες.
Και μίγματα, αποχρώσεις,
αλλά όπως αναμιγνύονται δυο σύννεφα
και όπως μπαίνει στο λιβάνι ο λόξιγκας του λιβανιού
κάνοντάς μας να αισθανθούμε το ξεμπούκωμά του,
των ψεύτικων αισθήσεών του την αποβολή.
Κι έτσι καθώς η νύχτα μπαίνει στο βραδάκι
υπό τη μοναξιά την ηχηρή των γρύλλων
– έχει σωπάσει η μουσική τσιγγούνων νυχτερίδων.
Κι ας ενωθούν και πάλι αυτές οι ριπές ήχου
με τη μοναδική φωνή όπου μαζί ταλαντευόμαστε.
Ήχοι όπου δε γνώριζαν να είναι ίδιοι,
σχεδόν ίδιοι: ασκήσεις μυστικές χαράς
όπως ο κατασκοπευμένος ορατής,
σαν ομιλία ορατού μες στο αόρατο,
η λίμνη.
ΙΙ
Η γαλιάντρα που είδαμε με τον Μαουρίσιο
τραγουδάει ακόμα και στον σαματά που κάνουνε οι πάπιες.
Την κοιτάμε και τη φανταζόμαστε ονειρεμένη,
όψη άλλων νομισμάτων:
πρώτα μες στο σπίτι
(όπως ήτανε, αόρατη,
όπως είναι τώρα, ορατή).
Έπειτα μες στους ανθρώπους,
αψηλάφητη έτσι όπως μοιάζει
τώρα
–θόρυβος–,
στην τηλεόραση.
Όμως ορατοί και αόρατοι «Κόσμοι»
αν η ποίηση τους άγγιζε,
«φύσεις» αν με την πολυλογία της δε γνώριζε
την αδέκαστη δύναμη του ύφους της.
«Αστραπή»
θ’ ανακοίνωνε.
«Βροντή» αν η μουσική υποστήριζε στον ψίθυρό της
την αναμενόμενη ατονικότητα.
Μα δεν είμαστε το σπίτι, ούτε η εστία,
ή το δέντρο, ή ο δρόμος.
Μόνο οι ζωγραφιές τους ή χρωματιστές μακέτες
σε μια επιφάνεια μικρή όπου χιονίζει κι έχει ριτορνέλο
από μουσικό κουτί,
τυλιγμένα με το αρμυρό μας τραύλισμα
πόσες φορές χρειάζεται να μας το πουν
πως η ομορφιά είναι η κινούμενη άμμος
της βεβαιότητας;
Αλμπιμπούρ
Albibur. Γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1979. Σπούδασε ψυχολογία και από το 2015 ερευνά την ινδοαμερικανική παραδοσιακή ιατρική. Έχει παρακολουθήσει σπουδές σχετικές με τις καλλιτεχνικές εκφράσεις και από το 2013 εστιάζει στη συγγραφή. Το πρώτο της βιβλίο ποίησης κυκλοφόρησε το 2019 με τίτλο Entre dos aguas [Αναποφάσιστη].
Επιστροφή
Άντρες που μόλις αντιληφθούν την παρουσία μου
τα χαρακτηριστικά τους εντείνονται,
οι τρίχες στον αυχένα τους σηκώνονται.
Προσπαθούν να με κυκλώσουν, καθένας με τον τρόπο του,
σ’ αυτό τον χορό κυνηγιού
που τόσο καλά τους βγαίνει.
Τους μυρίζομαι αμέσως.
Τις στρατηγικές κινήσεις τους,
τις αλλαγές θερμοκρασίας του σώματος,
τα αντιλαμβάνομαι όλα, ακόμα και πριν απ’ αυτούς.
Κάποτε κι εγώ υπήρξα λύκαινα.
Κενή από φερομόνες, το προβάδισμα αυτό
με βοηθάει να ξεφύγω με τη φορά του ανέμου
πλάι σ’ ένα ποτάμι ή ανάμεσα σε πέτρες
με το καταφύγιό μου της μοναξιάς στην πλάτη.
Μεταμόρφωση
Κάποιος φίλος μου προφήτεψε:
Θ’ αναγκαστείς να μεταμορφωθείς ολόκληρη
μετά απ’ αυτό.
Και τελικά συνέβη,
έγινα από λύκαινα ελάφι.
Αρχίζω να χοροπηδώ
δυνατή και ευάλωτη
πάνω στις λέξεις.
Τώρα ξέρω πως το αληθινό
είν’ άλλο πράγμα.
Προς όποιον αφορά
Σήμερα θα δοκιμάσω να φτιάξω
κέικ μανταρίνι,
συνηθίζω να λέω πως δε μαγειρεύω
μα είναι ψέμα.
Η αλήθεια είναι ότι το κάνω
όποτε ερωτεύομαι,
δεν είναι πάντα έρωτας κεραυνοβόλος,
μου ’χει συμβεί με πίκρες,
κι επίσης όταν διαισθάνομαι
πως όπου να ’ναι έρχεται.
Αναρωτιέμαι ποιο ήταν πρώτο
η διαίσθηση ή το μαγείρεμα.
Δεν είναι και τόσο τρελή η ιδέα
ότι το άρωμα
μανταρινιών στον φούρνο
βγαίνει απ’ το παράθυρο του καθιστικού,
το αρπάζει ένας άνεμος,
από κείνους που μεταφέρουν προθέσεις
και εναποθέτει τη μυρωδιά
στο ενδεδειγμένο σημείο
ή, με αντίθετη φορά,
ο ίδιος άνεμος, προξενητής,
μου φέρνει τις φερομόνες
του προαναφερθέντος που είν’ έτοιμος
να εμφανιστεί.
Ό,τι και να σκεφτώ,
ο μηχανισμός δεν ξεκαθαρίζει.
Ξαφνικά, όμως, ενεργοποιείται
ένα έξτρα χάρισμα
που συνήθως δεν το υπολογίζω,
σαν να προσπαθούσα
μέσ’ απ’ αυτό το μίγμα
από αλεύρι και φρούτα
να του χαϊδέψω τα χείλη.
Ούτε καν θα το δοκιμάσει,
τουλάχιστον όχι τώρα,
αλλά εγώ τον φαντάζομαι εδώ,
καθισμένον στην αυλή,
ένα μήλο δαγκωμένο απ’ τη μια πλευρά,
να βολεύει τις γεύσεις
στη γλώσσα του
και να μ’ αγκαλιάζει.
Ιεροσυλία*
Όταν τα όνειρά σου
μετατράπηκαν σε φυλακή
οι άγιοι εξοργίστηκαν.
Τις περισσότερες μέρες
η χαρά σου φώτιζε ηλιοτρόπια,
για μερικές στιγμές
όλα άλλαζαν.
Έβγαιναν ψάρια νεκρά
από τους πόρους σου,
ο λαιμός σου
δεχόταν εισβολή από πιράνχας
κατάφερναν μέχρι κι η σιωπή σου να κρύβεται.
Πόση αποφασιστικότητα μπροστά στον φόβο
μόλις τεσσάρων χρονών.
Ο αδερφός σου ήταν δύο όταν προμάντευε:
Τον μπαμπά μου τον πάτησε ένα φορτηγό.
Οι άγιοι ήταν σύμφωνοι
μα βρήκαν την ποινή ελαφριά.
*Γράφτηκε για την Παγκόσμια Ημέρα για την Πρόληψη του Παιδικού Βιασμού.
Χουάν Πάμπλο Αμπραάμ
Juan Pablo Abraham. Γεννήθηκε στο Νοετινχέρ της Κόρδοβα (Αργεντινή) το 1980. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Βίγια Μαρία όπου και εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο Κέντρο Κλασικής και Σύγχρονης Φιλολογίας. Το 2013 απέσπασε υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD). Το πρώτο του βιβλίο ποίησης κυκλοφόρησε το 2019 με τίτλο La soledad del pan [Η μοναξιά του ψωμιού].
Θάνατος του οργανοποιού
Αν έβλεπες τις φτηνές σανίδες του φέρετρου,
θα πήγαινες να πεθάνεις αλλού.
Εσύ που αγαπούσες
το εύηχο ξύλο του κυπαρισσιού
και του ’δινες με τα χέρια σου
το σωστό μέτρο της θερμότητάς σου
αν έβλεπες, αν έβλεπες…
Μα τώρα πια τι σημασία έχει,
συνέχισα έτσι, μην ξοδεύεσαι.
Τέλος πάντων,
έχουν πια απομακρυνθεί τα χέρια σου
από την τελική συγχορδία κι από το τίποτα
της αβύσσου που τέντωσε τις χορδές σου
τις πιο ζωτικές,
τούτες τις μέρες που τίποτα δεν ηχεί.
Συνέχισα έτσι, μην κοιτάζεσαι
στις φτηνές σανίδες αυτών που πεθαίνουν.
Κοίταξα του παρελθόντος
Κοίταξα του παρελθόντος στεγανές μορφές της μνήμης,
σταθερά σημάδια οικουμενικά, μες στο κεφάλι μου αφίσες.
Κοίταξα του παρελθόντος τις νεκρές μορφές, τόσο άλλες σ’ αυτή την πόλη
που διασκεδάζει σκοτώνοντας μυρμήγκια με τσιμεντόβεργες.
Κι απλώς χρειαζόταν να φέρω τ’ αργασμένα χέρια του πατέρα μου,
τόσο αργασμένα από τούτη τη γη και τούτες τις ερημιές,
η αλυσίδα να τσιρίζει στη στέρνα και τα χείλη ν’ ανοίγουν στο νερό
έχοντας φάει το φρεσκοκομμένο φρούτο.
Η δουλειά μας, αν υπάρχει κάποια που ν’ αξίζει τον κόπο,
είναι να κάνουμε το ανέφικτο πάνω στο ευαίσθητο δέρμα του παρόντος.
Ζωή
Μας σταματάει στη γωνία
μια μακριά ουρά αυτοκινήτων,
το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο.
Αλλά την ίδια στιγμή ανοίγουμε το βήμα
ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι,
και με το που ανάβουμε το φως
υπάρχει άλλος ένας λόγος για να ζήσουμε.
Αισθητική
Την ώρα της σιέστας
με μια βέργα
κυνηγούσαμε πεταλούδες.
Αν έπεφτε καμιά ατραυμάτιστη
σκορπάγαμε στον αέρα
την κιτρινωπή σκόνη
των χεριών. Κι ήταν αυτός
ο στοιχειώδης τρόπος μας
για ένωσή μας με την ομορφιά.
ΠHΓΕΣ:
Armando Romero, Una gravedad alegre, Antología de poesía latinoamericana al siglo xxi, Difácil, Βαλιαδολίδ, 2007
https://www.eternacadencia.com.ar/blog/contenidos-originales/entrevistas/item/diana-bellessi-si-el-corazon-no-lo-empuja-no-hay-poema.html
https://www.eternacadencia.com.ar/blog/contenidos-originales/entrevistas/item/arturo-carrera-no-tengo-voluntad-de-escribir-nada-autobiografico.html
https://rancholasvoces.blogspot.com/2015/06/literatura-entrevista-arturo-carrera.html
https://circulodepoesia.com/2019/07/poesia-argentina-actual-albibur/
https://circulodepoesia.com/2019/03/poesia-argentina-juan-pablo-abraham/