ΝΕΑ ΣΤΗΛΗ: ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
Τις
Όταν ο Οδυσσέας στην διαπραγμάτευση με τον Πολύφημο χρειάστηκε να απαντήσει στο ερώτημα ποιο είναι το όνομά του, του αποκρίθηκε με την απάντηση χρησμό «Ούτις», το οποίο μεθερμηνευόμενο θα πει «κανένας». Όμως ακόμη και την απάντηση αυτή την δίνει «κάποιος», «τις», και χρειάζεται ο απαντών να είναι κάποιος ώστε να μπορεί να πει ότι είναι «κανένας». Άλλωστε η αρχαία ελληνική λέξη ούτις, φτιαγμένη από την λέξη τις, κάποιος, και από το αρνητικό μόριο ου, υπήρξε το κλειδί για να βγει τελικά από τη σπηλιά και να σωθεί μαζί με κάποιους από τους συντρόφους του από τις καννιβαλικές ορέξεις του Κύκλωπα. Όταν αργότερα ο Πολύφημος πετροβολάει το καράβι τους, ο ήρωας, αφού έχει πάρει πια αποστάσεις ασφαλείας από τον αφανισμό με διαβατήριο όπου αναγράφεται το όνομα Ούτις, δεν κρύβεται πια και δίνει πλήρη τα στοιχεία της ταυτότητάς του: Οδυσσέας ο γιός του Λαέρτη. Έτσι ο Οδυσσέας απομακρύνεται από αυτή την πρώτη περιπέτεια, που γίνεται ωστόσο αιτία για πολλές άλλες αφού η μήνις του Ποσειδώνα τον συντροφεύει πια προσωπικά –ο ήρωας έχει υπογράψει φαρδιά πλατιά το κατόρθωμα της τύφλωσης του Κύκλωπα– σε όλο το θαλάσσιο ταξίδι του μέχρι το νησί των Φαιάκων, τελευταίο σταθμό πριν από την επιστροφή του στην Ιθάκη. Άραγε το ταξίδι του, η επιβίωσή του, η επιστροφή του θα είχαν συμβεί αν δεν ήταν αυτός ο «τις» (εκ του «Ού-τις» που γνώριζε να περνάει από τον κάποιον στον κανέναν και πάλι πίσω, ώστε να εξασφαλίζει στην περιπέτεια της ζωής του μια θέση και την άρση της, μια θέση ενός υποκειμένου, κάποιου που διαπλέει το ταξίδι της ζωής του; Άλλωστε σαν «Ένας που έπαθε πολλά κι εγώ» (ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν) (ραψ. ε, στίχ. 448) θα αυτοσυστηθεί στην πέμπτη ραψωδία, όταν τον συναντάμε φυλακισμένο στο νησί της Καλυψώς.
Αυτή η μικρή μονοσύλλαβη λέξη, με τα τρία μόνον γράμματα, ίσα ίσα ένα φώνημα εξασφαλίζει για τον ταξιδιώτη την ιστορία του, την υπόστασή του, το είναι του. Ένα είναι που εκείνος ο οποίος το στεγάζει γνωρίζει να το θέτει σε απαγόρευση και σε στέρηση, όπως όταν ζητά να τον δέσουν στο κατάρτι για να μην τον σαγηνεύσει το τραγούδι των σειρήνων, ή δεν τρώει τα γελάδια του ήλιου, ή αφήνεται στις χάρες της Καλυψούς χωρίς να αποχωριστεί την επιθυμία του νόστου, ή αποφεύγει τα μάγια της Κίρκης που μεταμορφώνουν τους συντρόφους του σε γουρούνια γιατί όπως του λέει η ίδια η Κίρκη «Όμως το νου σου εσένα δεν τον πιάνουν μάγια» (ραψ. κ, στίχ. 329) ( σοί δέ τις ἐν στήθεσσιν άκήλητος νόος ἐστίν). Ο νους είναι το δυνατό σημείο του ήρωα, η εξυπνάδα του, αλλά και το αδύναμο επίσης, η έπαρσή του. Ο ταξιδευτής όμως ξέρει να γεύεται το ταξίδι, όντας κάποιος, κάποιος που φανερώνεται, που κρύβεται, που επιφυλάσσεται, που σκέφτεται, που ακούει, που συμβουλεύεται τους νεκρούς, κάποιος που αποκοιμιέται γιατί τον κάμπτει ο κάματος. Το ίδιο συμβαίνει και όταν βρίσκεται στο νησί των Φαιάκων, μέχρι να αποκαλύψει την ταυτότητά του είναι και πάλι ένας «τις», ένας τυχαίος, κάποιος. Ο ταξιδευτής γνωρίζει επίσης πως επιθυμεί την επιστροφή στην πατρίδα του, τον νόστο. Αυτήν που του επιτρέπει να είναι κάποιος, την ίδια πατρίδα που δεν θα τον αναγνωρίσει, θα τον θεωρήσει έναν κάποιον –αφού έτσι θα διεκδικήσει ασφαλέστερα την παλιά του θέση– έναν οποιονδήποτε μέχρι εκείνος να πάρει και πάλι το όνομά του. Ένα όνομα που συγχρόνως θα τον αποκαθηλώσει από την θέση του κάποιου και θα του δώσει τη θέση του βασιλιά που ήταν, επειδή αυτός ο βασιλιάς γνώριζε επίσης να είναι κάποιος, ένας ανάμεσα στους άλλους. Ένας τυχαίος; Όχι. Απλώς κάποιος, «τις», ο οποίος παίρνει την τύχη του στα χέρια του και την αρμόζει σύμφωνα με την επιθυμία του.
Η επιθυμία του Οδυσσέα για την επιστροφή, θα τον κάνει να τιμήσει το «τις» του καθενός και θα τον φέρει όχι μόνο στην Ιθάκη αλλά στους κόλπους του ονόματός του. Με αυτόν τον τρόπο ο «τις», ο Ούτις, μεταμορφώνεται διαδοχικά για να δώσει μορφή στο όνομα του Οδυσσέα. Ένα όνομα που χωρίς τον διάπλου των μεταμορφώσεων από τον Ούτι στον Τίνα και από τον κανέναν σε κάποιον δεν θα ήταν αυτό που είναι. Άλλωστε ο Όμηρος στη σκηνή της αναγνώρισής του από την Ευρύκλεια, την πιστή υπηρέτρια, συνδέει το όνομα Οδυσσέας με την ουλή του ήρωα, την οποία εκείνη συναντά καθώς του πλένει τα πόδια. Η ουλή αυτή, εγγραφή στο σώμα συνδεδεμένη με την ιστορία της ονοματοδοσίας, δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να αφηγηθεί αυτή την ιστορία της ονοματοδοσίας του Οδυσσέα από τον μητρικό παππού του, τον Αυτόλυκο. Έτσι ο Οδυσσέας παίρνει το όνομά του από τον οδυσ - σάμενο παππού του (τον μισούμενο, τον διωκόμενο, τον υποκείμενο στην οργή των άλλων, αλλά και συγχρόνως τον οργίλο, τον εχθρό), που συνάντησε πολλούς στον δρόμο του από τον έναν τόπο στον άλλον, από τον Παρνασσό στην Ιθάκη. Ένα όνομα που ο εγγονός κατά τον διάπλου των δικών του περιπετειών θα το κάνει όνομα και πράγμα, θα το πραγματοποιήσει, ακριβώς επειδή στο όνομα είναι εγγεγραμμένος ο θυμός που συνάντησε ο παππούς του μεταγραμμένος στην μήνι του Ποσειδώνα που συνάντησε ο εγγονός. (Πολλοῖσιν γὰρ ἐγώ γε ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω, ἀνδράσιν ἠδέ γυναιξὶν ἀνά χθόνα πολυβούτειραν· τῷ δ' Ὀδυσσεύς ὄνομ' ἔστω ἐπώνυμον, τ. 407-409). Ο «τις» που βρίσκεται μέσα στον Οδυσσέα θα αποποιηθεί στο ταξίδι του την έπαρση της ευφυίας και της πονηριάς του και θα πλάσει ένα όνομα που θα είναι το ίδιο αλλά και άλλο από εκείνο που είχε πριν από το ταξίδι του. Η μεταμόρφωση αυτή του τινός μέσω του ούτινος σε Οδυσσέα, η ριζική ανακαίνισή του μέσω της κυριολεξίας του ονόματος, ονομάστηκε Οδύσσεια.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Θανάση Χατζόπουλου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.