Στρίβοντας με το αυτοκίνητο προς Παλαιό Παντελεήμονα, σε μια ανηφόρα πριν το χωριό, βλέπω κάτω την παραλία της Σκοτίνας, όπου άρχισαν να ξεφυτρώνουν λευκάζοντας θηριώδη ξενοδοχεία – διακρίνω για μια στιγμή και το δασώδες σημείο όπου κρύβεται το παλιό αρχοντικό σπίτι. Πέντε χρόνια πριν, το 2007, είχαμε βγει για ψάρεμα με τον Λουκά, παλιόφιλο που έχει από μια εικοσαετία εξοχικό σπίτι εδώ πάνω στο χωριό, όπου με φιλοξένησε άλλες δυο φορές στο παρελθόν, και διακατέχεται από μεγάλο πάθος και αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο. Είχαμε βγει να ψαρέψουμε με το μικρό φουσκωτό του, αρχές Αυγούστου. Κι όπως πηγαίναμε λίγο παραμέσα, κατά μήκος της ακτής, βλέπω μια γηραιά κυρία, υπέργηρη, περίπου ογδόντα χρονών, ίσως και παραπάνω, που φορούσε φούξια ολόσωμο μαγιό να κάνει θαλάσσιο σκι με μεγάλη επιδεξιότητα· μπροστά της έτρεχε μια παλιά βενζινάκατος, που την έσερνε με το σκοινί. Παράξενο θέαμα – μια γιαγιά να κάνει τόσο καλά σκι, να παίρνει ωραίες στροφές, να κάνει ελιγμούς με αυτοπεποίθηση και σταθερότητα, να γυρίζει ανάποδα και μετά πάλι να επανέρχεται. Στεκόμουν και την χάζευα – για, δες, ρε, λέω στον Λουκά, για δες την γιαγιά, δες την, τσαμπιόνι, είναι απίστευτο. Λες κι είναι εικοσάρα.
Ο Λουκάς που ξέρει τους πάντες γύρω, σε όλη την περιοχή, μου απαντάει:
– Ξέρεις ποια είναι αυτή;
Έμεινα να περιμένω σιωπηλός, κοιτάζοντάς την να περνάει καμπυλωτά, πολύ κοντά στο δικό μας φουσκωτό, να κάνει σκι με το ένα πόδι, και το άλλο στον αέρα, με μεγάλη δυσκολία βέβαια, αλλά μάλλον και με φιλαρέσκεια, ίσως γιατί κατάλαβε πως την κοιτούσαμε – όταν πλησίασε πολύ σήκωσε το αριστερό, ισχνό χεράκι της και μας χαιρέτησε με μια χαριτωμένη, θηλυκή κίνηση. Ήτανε πολύ γερασμένη, αλλά πανέμορφη, λεπτή, ευγενικά εύθραυστη και γεμάτη ψυχή.
– Είναι η κόρη του Καραθεοδωρή, του περίφημου μαθηματικού που αλληλογραφούσε με τον Αϊνστάιν. Η Δέσποινα Καραθεοδωρή-Ροδοπούλου. Υπήρξε πολύ όμορφη κι αριστοκρατική γυναίκα. Σπουδαγμένη στη Γερμανία. Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, πρόεδρο της Βουλής και Υπουργό Βόρειας Ελλάδας, αδερφό του συγγραφέα Μ. Καραγάτση. Βλέπεις εκείνο το παλιό αρχοντικό, απέναντι, στην ακτή μέσα στα δέντρα; Είναι το σπίτι τους – τώρα μένει μόνη της εκεί, αφότου πέθανε ο άντρας της, το 1971. Δηλαδή έρχεται κάθε καλοκαίρι. Το χειμώνα μένει στην Αθήνα, στο Ψυχικό.
Σώπασε μια στιγμή και συνέχισε:
– Το οικόπεδο τους το είχε χαρίσει ο δήμος Σκοτίνας, τιμητικά· τότε είχανε μεγάλες δόξες και δύναμη. Κι εκεί χτίσανε το ωραιότατο σπίτι. Είναι την εποχή που ο Ροδόπουλος ανέλαβε την ΕΡΕ μαζί με τον Κανελλόπουλο και τον Παπαληγούρα, το 1963, όταν έφυγε ο Καραμανλής στο Παρίσι. Ήταν πολύ δυνατός εκείνα τα χρόνια. Τώρα αυτή έρχεται μόνη της – την φροντίζει ο επιστάτης, που ήταν παλιότερα δάσκαλος του σκι θαλάσσης, απ’ την Αθήνα, και μένει μόνιμα εκεί, στο εξοχικό. Εκείνος κουμαντάρει και την βενζινάκατο. Πιστός της οικογένειας – αυτός είναι πιο νέος, ίσως γύρω στα εβδομήντα. Μάλλον εραστής της.
Καθόμουνα –τότε– μέσα στο φουσκωτό και τους χάζευα να διαγράφουν ανοιχτούς κύκλους, αφήνοντας στο νερό αφρισμένες γραμμές υστεροφημίας που σιγόσβηναν. Τώρα, όντας στο αυτοκίνητο, μεσημεράκι, και ανεβαίνοντας πάλι προς τον Παλιό Παντελεήμονα, ξαναβλέποντας, για μια στιγμή, κάτω, μέσα στο μαινόμενο φως, το παλιό κτήμα με τα δέντρα και την θάλασσα από ψηλά, όλο δοξάρι της ακτογραμμής της Πιερίας κι ενθυμούμενος την σκηνή με το σκι, ρωτάω τον Λουκά που οδηγεί:
– Ρε, συ, τι απέγινε εκείνη η γιαγιά που έκανε σκι; Η κουνιάδα του Καραγάτση, και κόρη του διάσημου μαθηματικού, του Καραθεοδωρή;
Ο Λουκάς, χωρίς να στρίψει το κεφάλι, μου απαντάει.
– Πότε είχες έρθει εδώ τελευταία φορά;
– Νομίζω το 2007. Πριν μια πενταετία. Τότε την είχαμε δει…
– Πέθανε, ύστερα από δυο χρόνια.
– Πέθανε; Είναι δυνατόν; Να κάνει τέτοιο σκι και μετά –
– Ναι, δυστυχώς… και ξέρεις πόσο ήταν; Είχε πατήσει τα εκατό. Γεννημένη το 1909…
– Τα εκατό; Κι εκείνος, πως τον είχες πει… ο επιστάτης του σπιτιού; Ο εραστής, που οδηγούσε την βενζινάκατο;
– Έφυγε κι εκείνος. Δεν ξέρω για πού. Και αν ζει καν. Πάντως το σπίτι είναι έρημο. Εγκαταλελειμμένο, εδώ και χρόνια. Ψάχνουνε διάφοροι, μεγάλες εταιρίες να βρούνε τους κληρονόμους για να το πάρουν, να το γκρεμίσουν και να χτίσουνε ξενοδοχείο.
Έπεσα σε βαθιά συλλογή. Μου ήρθε να καπνίσω, αλλά ήξερα ότι ο Λουκάς δεν θα το ανεχότανε μέσα στο αυτοκίνητο. Κρατήθηκα με το ζόρι. Σκέφτηκα κάτι ανόητο, δηλαδή τι να απέγινε εκείνη η βενζινάκατος, οπότε δεν το ρώτησα στον φίλο μου. Αλλά αμέσως μετά θυμήθηκα που είχαμε πάει πρόπερσι στην Λευκάδα, και κάνοντας τον γύρο του Σκορπιού με καραβάκι, ο ξεναγός μας έδειξε τις δυο μικρές, παλιές (δεκαετίας του ’60) βενζινακάτους των παιδιών του Ωνάση, του Αλέξανδρου και της Χριστίνας, που είχαν πεθάνει και οι δυο, από χρόνια – είναι θαμμένοι μέσα στο νησάκι, όπως και ο πανίσχυρος κάποτε πατέρας τους. Πλησιάσαμε, τότε, με το σκάφος και είδαμε τις βενζινακάτους από κοντά – ήταν ένα αβάσταχτο θέαμα. Δεν θυμάμαι καλά το χρώμα τους – μάλλον η μια ήταν γαλαζομπλέ και η άλλη ροζ. Ή, κόκκινη; Θόλωσαν κιόλας μέσα στην μνήμη. Πάντως ήταν πολύ μικρές, σχεδόν παιδικές, ειδική παραγγελία, για να παίζουν τα δυο παιδιά, παρά για κάτι περισσότερο. Τις είχαν αραγμένες, συντηρημένες άψογα, δεμένες δίπλα-δίπλα στο τσιμεντένιο ντοκ του μικρού λιμένος του νησιού. Επίτηδες δεμένες ακόμα εκεί, εις μνήμην. Μπορεί και σαν ζοφερή υπενθύμιση. Ή, και ως ατραξιόν για τους διερχόμενους τουρίστες που, πάνω στο καραβάκι, συνωθούμενοι, σπρώχνοντάς με, μιλώντας ζωηρά, χαρωπά, τις φωτογράφιζαν ακατάπαυτα, με τόσο πάθος σαν να φωτογράφιζαν ζωντανά τα δυό νεαρά παιδιά του Ωνάση.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Σκαμπαρδώνη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.