Εκείνος κι Εκείνη. Εκείνος την περίμενε. Με λαχτάρα. Αδημονούσε. Εκείνη ερχόταν. Με λαχτάρα. Αδημονούσε. Μέρες, νύχτες, εβδομάδες, ίσως και χρόνια, δεκαετίες, αιώνες λαχταρούσαν, αδημονούσαν, προσδοκούσαν. Άγνοια κινδύνου; Άγνοια παραδείσου; Who knows. Το έβλεπαν να έρχεται, το Καλό, «με δρασκελιές να πλησιάζει». Ενθουσιασμένοι, τρομαγμένοι, χαρούμενοι, απεγνωσμένοι, σκασμένοι στα γέλια, σκαμμένοι από τις εμπειρίες, μειλίχιοι, ιδιοφυείς, ηλίθιοι, κι Εκείνος κι Εκείνη, μαγεμένοι, φεγγαρολουσμένοι, εντός της πραγματικότητας και εκτός εποχής, τριβελισμένοι, ευτυχισμένοι, βασανισμένοι, εχέμυθοι, διακριτικοί, μόνοι με τους άλλους, μύχιοι, προσγειωμένοι, υψιπετείς, ατελείς, τελειομανείς, πάντα δίκαιοι, δύο Κινούμενοι Αναχρονισμοί.
Άυπνοι. Ονειρευόμενοι στον ξύπνιο. Κάνοντας σχέδια στον λιγοστό τους ύπνο, πονεμένες κοιλιές, κομμένα γόνατα, πλατιά χαμόγελα, μάτια βουρκωμένα («πάρτε με κι εμένα»), κνήμες με όζους, μαλλιά αραιωμένα, κατακλυσμένοι από τη μουσική, σώματα χωράφια σπαρμένα, θλίψη μυστική εγκιβωτισμένη, μελαγχολία σχεδόν λησμονημένη, αισιόδοξοι καθ᾽ έξιν, ποδηλάτες, αχθοφόροι ωραίων ευθυνών, φωτοβόλοι, στάζοντες μέλι, επαγγελματίες, διηνεκώς δικαιωμένοι, Εκείνου του αρέσει το ψητό σφιχταλατιστό χέλι, Εκείνης της αρέσει να δίνει στους δικούς της γλυκό παστέλι, Εκείνη έρχεται, Εκείνος περιμένει, σμίγουν εντέλει.
Εκείνος κι Εκείνη. Άυπνοι και οι δύο, από λαχτάρα/αδημονία/προσδοκία, μήνες, έτη, αιώνες, κάνει να την αγκαλιάσει, μα Εκείνη αποκοιμιέται η καημένη σε ουράνιους κοιτώνες, κι όταν ξυπνάει Εκείνη, Εκείνος ήδη ρέγχει και ρογχάζει, ο απαίσιος που τό ᾽παιζε θεσπέσιος, κι Εκείνη τον σκουντάει, τον ξυπνάει, κι όπως πάει να τη φιλήσει, πάλι του την παίρνει ο Μορφέας και νάνι νάνι και νανάκια κι άλλα δυο κατσαρολάκια τα ερωτευμένα τα παιδάκια.
Άυπνοι. Ονειρευόμενοι στον ξύπνιο. Εκείνος στην κουζίνα, με τον φελλό όπου καρφιτσώνει τις στιγμές και οργανώνει, αλλά και οργώνει, τον χρόνο, πατσίζει τώρα, απολαμβάνει όλα τα προγεύματα που άφησε να πάνε χαμένα τόσα χρόνια. Εκείνη πίνει πάλι τζιν με τόνικ και λεμόνι. Εκείνος απορρυθμίζει τον χρόνο, τον επανακτά, κάνει σύμμαχο τον Αδυσώπητο Μπαγάσα. Εκείνη βάζει πάλι κόκκινους θυσάνους και βυσινιές φούντες στα κλειδιά των ξενοδοχείων που έγιναν πάλι μεταλλικά και δεν είναι πλέον κάρτες. Εκείνος κάνει μπούκες στις Ταινιοθήκες τ᾽ Ουρανού και κλέβει τις κόπιες αρχείου 35 mm όλων των ταινιών του Γιόνας Μέκας. Εκείνη ανασταίνει τον Ζακ Μπρελ και τον Υβ Μοντάν και τους βάζει να τραγουδήσουν το «Ne me quitte pas» και το «Les feuilles mortes», ξανά και ξανά και ξανά. Εκείνος κάνει τη ζωή του λούπα. Εκείνη κάνει της ζωής της λούπα. Εκείνος κάνει τη ζωή της λούπα. Εκείνη κάνει τη ζωή του λούπα. Με τα μάτια ανοιχτά, ονειρεύονται παγωτά χωνάκι, κόκκινα ποδήλατα, λοφίσκους από χουρμάδες, γρανίτες φράουλα, προφιτερόλ στο Ξενία, δεντρόσπιτα, ατίθασες κοπάνες απ᾽ τα Γαλλικά, εφηβικά βερμούτ, παρτιτούρες του Ερίκ Σατί.
Εκείνος κι Εκείνη. Πανέτοιμοι από καιρό, και θαρραλέοι, αλλά και με γόνατα τρεμάμενα, με χαμόγελα διστακτικά που δεν αργούν να γίνουν γέλια ομηρικά, του Φάλτσαφ γέλια, γέλια από κωμωδίες των αδελφών Μαρξ, ναι, με γέλια και με κλάματα τεσσάρων δεκαετιών και σαράντα ημερών — πανέτοιμοι από καιρό, και θαρραλέοι, κολυμπάνε στον Ειρηνικό Ωκεανό ανάμεσα σε υποβρύχιες ανθισμένες φουντουκιές, κόκκινα κοράλλια, σε θαλάσσιες ανεμώνες βγαλμένες από την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, ανάμεσα σε ανθόζωα που δεν πρόλαβε να ψάλλει ο Ιβάν Γκολ, και μετά σουλατσάρουν, επιδίδονται σε απανωτές flâneries, όλος ο κόσμος τους ανήκει, όλη η Κυψέλη είναι δική τους, κάθε δέντρο, κάθε ρείθρο, κάθε ρόπτρο, κάθε ποδόμακτρον, κάθε θύρα, κάθε περβάζι, κάθε παγκάκι, κάθε πεζούλι, κάθε γλάστρα με υακίνθους.
Άυπνοι. Ονειρευόμενοι στον ξύπνιο. Εκείνος τραγουδάει: «They build a ship each wintertime / For launch to sea before the storm’’. Εκείνη τραγουδάει: “They don't just go from A to be / They go around and come around again/ ᾽cause out there's always a construction site / A Starbucks and / Yet another Gugenheim». Εκείνος τραγουδάει: «You me knows what Me you wants / Me you knows what You me wants / And it's granted». Εκείνη τραγουδάει: «They defend each other against the past / If the future isn't bright at least it's colorful/ So burn…»
Εκείνος κι Εκείνη. Μαζί είναι το αιώνιο κι αέναο διάλειμμα, η παρατεταμένη ανάπαυλα, οι διακοπές της Ιστορίας, όλη η διαλεκτική του Εγέλου, η σπιντάτη και σπινταρισμένη φυγή στην πραγματικότητα, ο κήπος του Επαμεινώνδα Γονατά, η Πλατεία Μαβίλη του Νίκου Καρούζου, η Χαλκίδα του Γιάννη Σκαρίμπα, η Ύδρα του Λεονάρδου Κοέν, η Κέρκυρα του Ευγένιου Αρανίτση, το Βερολίνο του Μπλίξα Μπάργκελντ, όλες οι πόλεις της εξορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν, η Νέα Υόρκη της Σούζαν Σόνταγκ, η Θεσσαλονίκη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ο Γαλαξίας του Λουίς Μπουνιουέλ, η Καταλονία του Χοσέ Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι Ντουμάνγκε, η Πλατεία Κάνιγγος του Τάσου Δενέγρη, η οδός Ασημάκη Φωτήλα του Χρήστου Βακαλόπουλου, το Κουκάκι του Ηλία Λάγιου, το Χαλάνδρι του Κωστή Παπαγιώργη.
Άυπνοι. Ονειρευόμενοι στον ξύπνιο. Χάνονται / χώνονται / χύνονται στην ατέρμονη λούπα που είναι τα σαράντα πέντε χρόνια της Μεταπολίτευσης, στο ανυπέρβλητο έργο «Μπαρ» του Αλέξη Ακριθάκη, στο ξανά και ξανά και ξανά του ῾῾Μπολερό» του Ραβέλ, σε όλες τις σελίδες της Κοσμογονίας του Ησίοδου, στα σοκάκια της Πλατείας Φιρστενμπέργκ, στον Τροπικό του Καρκίνου του Αγίου Χένρυ Μίλλερ, στις μπομπίνες της ταινίας Οι ομπρέλες του Χερβούργου, στις νότες του «A Love Supreme» του Αγίου Ιωάννη Κολτρέιν, στα όνειρά τους από το 1974, το 1975, το 1976, και το 1977 που ήσαν ουρανοί του Ρενέ Μαγκρίτ (το ᾽74), αχνά βλέμματα του Γιώργου Γουναρόπουλου (το ᾽75), άνθη του Θανάση Τσίγκου (το ᾽76), μαγικά τοπία του Υβ Τανγκύ (το ᾽77). Χάνονται / χώνονται / χύνονται σε ό,τι επιμένει να υφίσταται και να ανθίσταται, σε ό,τι με πείσμα παραμένει αθώο, άμωμο, αμόλυντο, αμάραντο, άσπιλο. Χάνονται / χώνονται / χύνονται σ᾽ εκείνο το ποίημα που λέει: «And death shall have no dominion. / Dead men naked they shall be one / With the man in the wind and the west moon; / When their bones are picked clean and the clean bones gone, / They shall have stars at elbow and foot; / Though they go mad they shall be sane, / Though they sink through the sea they shall rise again; /Though lovers be lost love shall not; /And death shall have no dominion.»
[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]