Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και οι σκληρές μάχες που ακολούθησαν, δεν διεξήχθησαν μόνο με πραγματικά πυρά. Ούτε στην ελληνοαλβανική μεθόριο και στην ενδοχώρα της Αλβανίας, κατά τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού. Την ίδια στιγμή γινόταν ένας άλλος πόλεμος. Όχι κατά μέτωπο, αλλά στα μετόπισθεν των δύο χωρών. Ένας πόλεμος κυριολεκτικά επί χάρτου, αφού αφορούσε τα επιστολικά δελτάρια που ταχυδρομούνταν από συγγενείς και φίλους προς τους εμπολέμους.
Οι κάρτες αυτές, που κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα σε Ελλάδα και Ιταλία, διακινήθηκαν ευρύτατα όσο συνεχίζονταν οι συγκρούσεις. Σκοπός τους ήταν να συμβάλλουν στην ηθική ενίσχυση εκείνων που πολεμούσαν, των οικογενειών τους και γενικότερα του άμαχου πληθυσμού. Ενώ όμως γνωρίζουμε καλά την εικονογραφία στα ελληνικά ταχυδρομικά δελτάρια, με θρησκευτικές, ιστορικές, ηρωικές, αλλά και σατιρικές απεικονίσεις, ελάχιστα (ή καθόλου) γνωρίζουμε τι έκανε επ’ αυτού η άλλη πλευρά. Η ήττα της Ιταλίας και του Άξονα γενικότερα, είχε ως αποτέλεσμα να αποσυρθούν (και να θαφτούν στα έγκατα της συλλογικής μνήμης) αυτά τα δείγματα «γραφής» και ιδεολογίας του φασιστικού καθεστώτος. Σήμερα, βρίσκει κανείς ίχνη τους σε παλαιοπωλεία ή στο ebay.
Με την κήρυξη του πολέμου, ξεκίνησε και η αναίμακτη μάχη μεταξύ των ταχυδρομείων. Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα, η μορφή της Παναγίας (συνήθως της Οδηγήτριας), η εικόνα του θρυλικού τσολιά και του θρυλικότερου τσαρουχιού, μαζί με τα σατιρικά σκίτσα γνωστών γελοιογράφων, αποτελούσαν το οπλοστάσιο των μετόπισθεν, η ιταλική πλευρά έδινε τη δική της αντίστοιχη μάχη στο πεδίο της αλληλογραφίας. Μία μάχη άνιση, ιδίως στο σατιρικό πεδίο, αν συγκρίνει κανείς τα αντίπαλα στρατόπεδα. Τα ελληνικά δελτάρια, ως μέσο χιουμοριστικής προπαγάνδας που γελοιοποιούσε τον αντίπαλο και υμνούσε, με χαμόγελο, τα κατορθώματά μας στο μέτωπο, διέθετε αξιόμαχους σκιτσογράφους με πλούσια σατιρική έμπνευση: Φωκίων Δημητριάδης, Γιώργος Γκέιβελης, Σταμάτης Πολενάκης, Μιχάλης Γάλλιας, Νίκος Νομικός, Κώστας Μπέζος, Αρχέλαος Αντώναρος, Ευάγγελος Τερζόπουλος, Παύλος Παυλίδης, Σταμάτης Σταματίου, Ευθύμιος Παπαδημητρίου κ. ά. Η νίκη της ελληνικής μεραρχίας του γέλιου ήταν, εκ προοιμίου, δεδομένη. Κάτι που οφειλόταν, εν πολλοίς, στην –εγγενή– αδυναμία της ιταλικής πλευράς.
Το φασιστικό καθεστώς και οι υπηρεσίες λογοκρισίας είχαν, προ πολλού, εφαρμόσει ασφυκτικούς ελέγχους. Ιδίως στο πεδίο της –ενοχλητικής– σάτιρας. Από το 1923, που ο Μπενίτο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία, σατιρικά έντυπα και γελοιογράφοι (μεταξύ πολλών άλλων) τέθηκαν υπό διωγμό. Τη θέση τους πήρε μια εικονογραφία που ήταν προορισμένη να υπηρετεί την ιδεολογία και τους σκοπούς του φασιστικού καθεστώτος: Στρατιώτες ευθυτενείς, συχνά γυμνόστηθοι, με τη σιγουριά της νίκης. Γυναίκες με σώμα ποθητό, ντυμένες με στολές διαφόρων σωμάτων του ιταλικού στρατού. Ηρωικά μαχόμενοι στρατιώτες στα βουνά της Αλβανίας. Ναύτες του ιταλικού στόλου, με έναν άγγελο προστάτη πίσω τους, στα νερά του Ιονίου. Πουθενά η διαβρωτική σάτιρα, παρά την σπουδαία παράδοση που είχε σε αυτό τον τομέα η Ιταλία. Σε κανένα σημείο μια υποψία, έστω, γέλιου. Η ανελέητη σάτιρα του Μουσολίνι και των κοκορόφτερων «λεγεωνάριων», που πρόσφεραν πλούσιο υλικό στους Έλληνες γελοιογράφους, έμεινε αναπάντητη από την αντίπαλη πλευρά.
Οι ταχυδρομικές κάρτες, μαζί με τις φωτογραφίες και οποιοδήποτε άλλο εικονογραφικό υλικό, έπρεπε να πάρουν προηγουμένως έγκριση δημοσίευσης και κυκλοφορίας από το Υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας (Ministero della Cultura Popolare). Το υπουργείο αυτό, προπαγανδιστικός βραχίονας του καθεστώτος, δεν λειτουργούσε μόνο ως μηχανισμός λογοκρισίας. Παράλληλα, επέβαλε την επίσημη εικόνα του καθεστώτος για την πολεμική σύγκρουση. Οι εικόνες, σύμφωνα με το όρντινο του υπουργείου, έπρεπε να τονίζουν την στρατιωτική ισχύ της Ιταλίας, δείχνοντας «την οπλισμένη φυλή μας στην πιο γνήσια έκφραση υπερηφάνειας, τόλμης και νεότητας».
Όταν, στα μέσα Νοεμβρίου του 1940, τα ιταλικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με ορατό τον κίνδυνο σαρωτικής επέλασης του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Αλβανίας, το τροπάριο άλλαξε. Σύμφωνα με νεότερες εντολές, έπρεπε να τονίζεται «η σφοδρή θέληση των άξιων παιδιών της πατρίδας, να πολεμήσουν ενάντια σε κάθε είδους εμπόδιο». Την ίδια στιγμή, η βασική στόχευση μετατοπίστηκε. Πλέον, δεν ήταν τα (πέραν πάσης αμφιβολίας και συσκότισης νικηφόρα) ελληνικά στρατεύματα, αλλά η άρχουσα τάξη. Με επείγουσα διαταγή, ο υπουργός Λαϊκής Κουλτούρας και γραμματέας του Φασιστικού Κόμματος, Αλεσάντρο Παβολίνι, όρισε το νέο προπαγανδιστικό πλαίσιο: Δεν έπρεπε να υποτιμάται ο Έλληνας στρατιώτης, ούτε ο ελληνικός λαός γενικότερα. Αντίθετα, τα βέλη έπρεπε να στοχεύουν την ελληνική ηγεσία. «Όλα ενάντια στο καθεστώς και ενάντια σε αυτό το είδος της τάξης που δεν θέλω να ονομάσω άρχουσα, αλλά “λαίμαργη”, η οποία βρίσκεται συγκεντρωμένη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και αλλού».
Οι πολεμικοί ανταποκριτές, οι φωτορεπόρτερ και οι οπερατέρ κινηματογραφικών επικαίρων εντέλλονταν να αναδεικνύουν τις ατέλειες και τα κενά στις δομές του αντίπαλου κράτους. Να κριτικάρουν την ελληνική κυβέρνηση, που δεν είχε φροντίσει να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές για τη χώρα. Εμβληματική, σε βαθμό γκροτέσκο, ήταν η λεζάντα μιας φωτογραφίας που δημοσιεύτηκε κατά την οπισθοχώρηση των Ιταλών, αλλά πέταγε σκόπιμα την μπάλα στην άλλη πλευρά. Παρουσίαζε μία ομάδα Ιταλών, προφανώς κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, να βαδίζουν στη λάσπη. Η λεζάντα έγραφε: «Ιδού σε τι κατάσταση βρήκαν τους ελληνικούς δρόμους οι στρατιώτες μας. Η κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου, που υποσχόταν να οδηγήσει την Ελλάδα στο ύψος των μεγάλων δυνάμεων, σε τέσσερα χρόνια δεν κατασκεύασε έστω ένα σιδηρόδρομο, δεν πρόσφερε στη χώρα ούτε μια μεγάλη οδική αρτηρία».
Τα ταχυδρομικά δελτάρια δεν μπορούσαν, εκ των πραγμάτων, να υπηρετήσουν μια τέτοια θεματολογία. Το δικό τους προπαγανδιστικό αντίβαρο στις ελληνικές επιτυχίες ήταν η προβολή της γενναιότητας, μέχρι αυτοθυσίας, του Ιταλού στρατιώτη. Οι βασικότεροι εκδότες ταχυδρομικών δελταρίων, όπως το Studio Technico-Editoriale Italiano στη Ρώμη και η εταιρία Semeria & Minozzi στο Μιλάνο, κυκλοφόρησαν την περίοδο εκείνη (και μέχρι την –αναγκαστική– συνθηκολόγηση της Ελλάδας) χιλιάδες κάρτες με ανάλογο περιεχόμενο. Σε κάποια από αυτές, ενταγμένη στη θεματική σειρά με τίτλο «Τα χρυσά μετάλλια του πολέμου» όπου παρουσιάζονταν ηρωικοί θάνατοι στο πεδίο της μάχης, ιστορείται το τέλος ενός νεαρού Ιταλού στρατιώτη στην Αλβανία. Χωρισμένη στα δύο, αριστερά εικονίζει τον στρατιώτη στην κορυφαία του στιγμή, ενώ στο δεξί τμήμα περιγράφει τα κατορθώματά του. «Αρτούρο Γκαλούπι. Νεαρός εθελοντής φασίστας, 19 ετών, από την Μπολόνια, στην μνήμη του», γράφει στην κορυφή, με την καταγραφή του θανάτου του στο τέλος του κειμένου: «Οχυρό Kungullit (σ.σ. Κολοκύθι στα αλβανικά, μάλλον εξαιτίας του σχήματός του), ελληνικό μέτωπο, 7 Απριλίου 1941».
Ενδιάμεσα, δίνεται περιληπτικά η ιστορία του: «Νεαρότατος γιος του λαού, γράφτηκε εθελοντικά σε μία μονάδα Μελανοχιτώνων. Κουβαλώντας πυρομαχικά σε μια ομάδα πυροβόλων συνέχισε πέρα από κάθε όριο, με θαυμαστή περιφρόνηση του κινδύνου, την υπεράσπιση της σημαντικής θέσης, υπό το βίαιο πυρ του εχθρού (…) Τραυματισμένος θανάσιμα, και με μία υπέρτατη λαχτάρα, τύλιξε στον καρπό του ένα μαύρο πανί που έφερε το σύνθημα “Δεν αφήνω το πολυβόλο, προτιμώ να πεθάνω”».
Εκτός από το μέτωπο της Αλβανίας, η ιταλική εικονογραφία περιλάμβανε και τις συγκρούσεις στα νερά του Ιονίου. Οι ναύτες παρουσιάζονταν σε πόζες που υπογράμμιζαν την υπερήφανη θωριά και το αγωνιστικό φρόνημά τους. «Ο άγγελος και ο στρατιώτης – Η άμυνα στη θάλασσα» είναι ο τίτλος στο πίσω μέρος μιας τέτοιας κάρτας. Στην μπροστινή πλευρά, ένας ναύτης με κράνος κρατά στιβαρά το τιμόνι του πλοίου, ενώ μαίνεται μια θαλασσοταραχή. Πίσω του, ένας άγγελος δείχνει την ασφαλή κατεύθυνση. Η σύνθεση συμπληρώνεται με μία λεζάντα στο κάτω μέρος, που γράφει: «Ενάντια στον εχθρό που σε προκαλεί στη θάλασσα, ο άγγελος εμψυχώνει και οδηγεί τη ρότα σου».
Με μία άλλη διαταγή, που ανακοινώθηκε τον Ιανουάριο του 1941, το Υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας όριζε τη φύση και το χαρακτήρα του Τύπου και συναφών εκδόσεων, όπως τα ταχυδρομικά δελτάρια, σε περίοδο πολέμου. Ανάμεσα στα πολλά που ανέφερε, ήταν η απαγόρευση δημοσίευσης εικόνων με γυμνές ή ημίγυμνες γυναίκες. Σύμφωνα με το σκεπτικό «τέτοιες εικόνες θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή της νεολαίας, προσφέροντας την αφορμή για να καταφεύγουν στους συνήθεις και γνωστούς αυνανισμούς, που οδηγούν κατόπιν σε αποδυναμωμένα στρατεύματα». Το ηθικό –και πρακτικό– δίδαγμα στην κατακλείδα της διαταγής ήταν πως όλο αυτό, ειδικά σε περίοδο πολέμου, δεν ωφελούσε τη φυλή.
Η θελκτική γυναικεία φιγούρα, πάντως, ωφελούσε οικονομικά τούς εκδότες. Παρακάμπτοντας με μια έξυπνη… ντρίμπλα τη διαταγή, κυκλοφόρησαν εικονογραφικές κάρτες που παρουσίαζαν όμορφες γυναίκες. Όχι γυμνές ή ημίγυμνες, αλλά ντυμένες με τη στολή διαφόρων στρατιωτικών μονάδων, παραμένοντας ποθητές χάρη στις ευδιάκριτες καμπύλες τους. Η έμπνευση ανήκε στον εκδότη F. Duval, με έδρα το Μιλάνο. Έχοντας μακρά παράδοση στην έκδοση ταχυδρομικών δελταρίων με ποικιλία θεμάτων (ευχετήριες, φολκλορικές κ.λπ.), επένδυσε σε αυτή την ιδέα. Η «Βερσαλιέρα» με τα χαρακτηριστικά φτερά από ουρά κόκορα στο καπέλο και η «Γυναίκα σε πλήρωμα ερπυστριοφόρου» αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Πολλές ιταλικές κάρτες είχαν μια παράδοξη μοίρα, καθώς αποτέλεσαν ιδιότυπα λάφυρα πολέμου του ελληνικού στρατού κατά την προέλασή του. Τα αποθέματα των επιστολικών δελταρίων που παρέχονταν από το ιταλικό επιτελείο στους στρατιώτες για να απαντούν στους δικούς τους, έπεσαν στα χέρια των ελληνικών μονάδων που προωθούνταν και… επαναχρησιμοποιήθηκαν δεόντως. Οι φαντάροι μουτζούρωναν τις ιταλικές επιγραφές (κατανικώντας τον εχθρό και σε αυτό το επίπεδο) και έστελναν αυτά τα τρόπαια στις οικογένειές τους, ως πειστήρια του νικηφόρου αγώνα.
(Εικονογράφηση: αρχείο Α. Μαλανδράκη)