Η Σίλα (γνωστή βιβλιοφάγος) φέρνει τώρα στο φως μισοφαγωμένο κομμάτι μιας κάπως παράξενης, ημιτελούς βιογραφίας – που είχε προσπαθήσει να εκπονήσει κάποια πρόγονός της, ονόματι Φόξυ.
Η Παυλίνα Παμπούδη μεταφράζει το κομμάτι.
To χαρτάκι της Σίλας
«Μετάφραση» & σχέδια της Παυλίνας Παμπούδη
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ίσως εσείς να μην τον ξέρετε τον σύντροφό μου. Εγώ τον γνωρίζω καλά – τουλάχιστον όσο ένα ον μπορεί να γνωρίσει ένα άλλο ον. Ζω μαζί του από τότε που ήμουν νεογέννητο μέχρι τώρα, που έγινα πια, σε σκυλίσια χρόνια, αρκετά μεγαλύτερή του σε ηλικία.
Είχα σηκωθεί ορθή για να τον μυρίσω. Εκείνος έσκυψε, μ΄ έπιασε από τις μασχάλες και μ’ έβγαλε πάνω απ’ το σύρμα.
Δε γνωριστήκαμε εκείνη τη στιγμή: απλώς, είχαμε αναγνωριστεί. Γιατί είμαστε παλιές ψυχές.
Αυτό, για τις ψυχές, είναι κάτι που το ήξερα πριν ακόμα γεννηθώ. Το ήξερα χωρίς να το έχω μάθει. Όλοι το ήξεραν κάποτε, αλλά το ξέχασαν. Εγώ όμως, εγώ που δεν μιλάω να χάνονται τα λόγια, το έχω συγκρατήσει. Το θυμάμαι καθαρά, ακόμα και τώρα, που είμαι πια σοφή και βαριέμαι λίγο να παίζω συνέχεια με τα αυτονόητα ή να τρέχω πίσω τους. Κι αυτό, για τις ψυχές, θυμάμαι, ήταν από τα πιο αυτονόητα - ήταν μια πολύ απλή, χνουδάτη, σφαιρική ιδέα: δεν είναι αμέτρητες οι ψυχές, είναι μετρημένες απ’ την αρχή του χρόνου. Οι ίδιες, εκείνες οι αρχαίες ψυχές είναι κάθε φορά. Σε άλλες, μικρές ή μεγάλες, θητείες. Αλλάζουν μονάχα σώματα, μυρωδιές και φωνές. Τα φοράνε κι έρχονται και ξανάρχονται, για να μυρίζουν, να γνωρίζουν και να προσέχουν η μια την άλλη.
Εκείνος, δεν ξέρω τι σώμα φορούσε πριν, σ’ αυτό τον κόσμο, μπορεί να ήταν άλογο· εγώ, θυμάμαι αόριστα, παλιότερα ήμουν η Δάφνη και, ακόμα πιο παλιά, νομίζω πως ήμουν ο παππούς του. Καμιά φορά, όταν εκείνος αφαιρείται, τον κοιτάζω για μια στιγμή με το βλέμμα του παππού του× και νιώθω πως το αισθάνεται.
Η κυρία αυτή που έρχεται τελευταία και κουβεντιάζουν, μάλλον ήταν γάτα πριν γίνει κυρία. Μυρίζει ακόμα γάτα, αλλά τη συμπαθώ.
Κάθομαι δίπλα του όλο αυτό τον καιρό που της μιλά για τη ζωή του κι ακούω πολύ προσεχτικά. Απ’ τη ζωή του έχουν περάσει χιλιάδες ζώα, χιλιάδες κατοικίδιοι κι αδέσποτοι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνω πάντα τα λόγια του, αλλά μ’ αρέσει να νιώθω τη ζεστασιά και την υγρασία στη φωνή του. Είναι η φωνή του Κυρίου μου.
Ο ίδιος, δε θέλει να τον σκέφτομαι ως Κύριο. Λέει για μένα πως είμαι σύντροφός του, γνωρίζει πως είμαστε όλοι, ο ένας για τον άλλο, ζώα συντροφιάς. Ναι, είμαστε.
Αλλά εγώ, βαθιά μέσα μου, το θέλω και το πιστεύω πως εκείνος είναι ο Κύριός μου. Τον αγαπώ ολοκληρωτικά, τον εμπιστεύομαι απόλυτα, του είμαι αφοσιωμένη ψυχή τε και σώματι.
Τον παρακολουθώ και ξέρω σίγουρα πως είναι πιο αποτελεσματικός από τον Κύριο των ανθρώπων όταν χαϊδεύει, όταν γιατρεύει, όταν δίνει τροφή. Και, νομίζω, πιο ευσπλαχνικός όταν, κάποτε, με απέραντη θλίψη, προσφέρει και το δώρο του θανάτου.
Τα ανέφερα όλα αυτά γιατί πρόκειται να σας διηγηθώ τη ζωή του. Αν δεν το κάνω εγώ, δεν θα το κάνει κανείς άλλος, και θα ’ναι κρίμα. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ…
Αυτή η κυρία, που σας έλεγα, πρωτοήρθε στο σπίτι μας μια μέρα που έκανε κρύο αλλά είχε και ήλιο κι ήταν ωραία. Εγώ είχα πάει βόλτα με την Άννα στο δασάκι, να τρέξουμε λίγο, κι όταν γυρίσαμε τη βρήκαμε εκεί, να κάθεται μαζί του, στο μεγάλο δωμάτιο με τα πολλά τζάμια που βλέπουν τον κήπο και αστράφτουν. Ο Κύριός μου μας σύστησε, κι εκείνη έδωσε πρώτα στην Άννα το χέρι της και μετά το έδωσε και σε μένα, χαϊδεύοντάς με πίσω απ’ τ’ αυτιά που μ’ αρέσει. Μ’ αρέσουν και οι επισκέψεις, γι’ αυτό, κάθισα κι εγώ μαζί τους να τους κάνω παρέα. Από αυτά που συζητούσαν, κατάλαβα πως προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα βιβλίο. Τα βιβλία μ’ αρέσουν. Όταν ήμουν μικρή ήμουν κυριολεκτικά βιβλιοφάγος – αν και όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με εμποδίσουν. Τώρα που είμαι μεγάλη και σοφή και ξέρω πια όλα όσα έχουν μέσα τα βιβλία, μόνο τα μυρίζω και μου αρκεί.
Εκείνη, την πρώτη μέρα, άκουσα αρκετά πράγματα. Ο Κύριός μου είχε αρχίσει να της μιλάει για τον καιρό που εκείνος ήταν κουτάβι.
Ακολούθησαν κι άλλες επισκέψεις, συνεχίζονται ακόμα. Μου φαίνεται, όμως, ότι δεν παίρνουν στα σοβαρά τη δουλειά τους – ούτε Εκείνος ούτε εκείνη: Τα συζητάνε όλα μπερδεμένα, πηδάνε συνέχεια από το ένα θέμα στο άλλο. Με όλο το σεβασμό, νομίζω ότι σαχλαμαρίζουν. Πολύ αμφιβάλλω ότι θα τα καταφέρουν να φτιάξουν βιβλίο μόνοι τους – χρειάζεται να ξέρεις να δουλεύεις σκυλίσια. Και να έχεις σκυλίσιο πείσμα. Πρέπει, λοιπόν, εγώ να τους βοηθήσω, να βάλω εγώ σε μια σειρά τα πράγματα. Θα προσπαθήσω – κι ας μην πολυκαταλαβαίνω: Μήπως, όμως και οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ποτέ τελείως, τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει στη ζωή τους;
Θα μεταφέρω αυτά που άκουσα, όπως τα άκουσα. Θα είμαι πιστή. Εξάλλου έτσι είναι η φύση μου – είμαι πάντα πιστή. (Ενδιάμεσα θα κάνω, όμως, και τα δικά μου σχόλια, για να καταλαβαίνετε καλύτερα). Ας ξεκινήσω, λοιπόν από την αρχή:
1
Άρχισε να μιλάει για τον παππού του, για το σπίτι στη Μύκονο για τους γονείς του και τ’ αδέρφια του… Η φωνή του χαμήλωνε, ολοένα χαμήλωνε, γιατί κατέβαινε βαθιά στο χρόνο. Είχα τσιτώσει τ’ αυτιά μου και τον άκουγα.
Την αγάπη για τα ζωντανά, είπε, την κληρονόμησα από τον παππού μου.
Ήταν γιατρός στη Μύκονο, γιατρός ανθρώπων. Αλλά, κρυφά – γιατί δεν το θεωρούσαν αξιοπρεπές για ένα σοβαρό άνθρωπο να χάνει το χρόνο του έτσι– γιάτρευε και κάποιο πληγωμένο πουλί, κάποιο άρρωστο γατί. Εμένα με εμπιστευόταν και με φώναζε (τεσσάρων-πέντε χρόνων ήμουν τότε, μικρούλης) να τον βοηθώ σε μικροεπεμβάσεις. Εκείνος με έμαθε πώς να τ’ αγγίζω τα ζωντανά, να τα ηρεμώ, να τα καθησυχάζω…
2
Και ο πατέρας μου, είπε, αγαπούσε τα ζωντανά. Στην κατοχή, (εγώ δεν ξέρω τι ήταν η «κατοχή», κάτι μαύρο μου φαίνεται πως πρέπει να ’ταν, και να μύριζε φόβο) ο πατέρας με έπαιρνε – κι αυτός κρυφά από τη μάνα – βγαίναμε νύχτα οι δυο μας και γιατροπορεύαμε όσα άτυχα αδέσποτα υπήρχαν ακόμα στους δρόμους. Τους δίναμε και κανένα κομματάκι ψωμί, αν είχαμε – γιατί τότε πέθαιναν από την πείνα και οι άνθρωποι. (Τα ζώα υποφέρουν πιο πολύ όταν είναι «αδέσποτα», οι άνθρωποι όταν έχουν «αφεντικά».)
Στο σπίτι τότε είχαν τον Ραφ, έναν γατούλη που τον βαφτίσανε έτσι επειδή, λέει, στη ΡΑΦ την εγγλέζικη ελπίζανε για την απελευθέρωση. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτή η ΡΑΦ – η απελευθέρωση ξέρουμε όλοι τι είναι.
Ο γατούλης αρρώστησε και δεν μπόρεσαν να τον σώσουν. Τώρα, λέει, ξέρει τι είχε: λοιμώδη λευκοπενία. Δε θεραπεύεται αυτή η ασθένεια, αν γνώριζε όμως τότε όσα γνωρίζει σήμερα, θα τον βοηθούσε, θα παρατεινόταν η ζωή του. Τι καλό γατί που ήταν, λέει…
Όταν πέθανε, πήγε λέει, κρυφά και το έθαψε κάτω από τη γαζία του κήπου – μια γαζία που η ευωδιά της ξεσήκωνε τη γειτονιά. Από αυτή τη γαζία έκοβε πάντα, λέει, μπουκετάκια, τα έπαιρνε μαζί του στο σχολείο και τα πρόσφερε στη δασκάλα του, την κυρία Καλλιρρόη, μια πολύ όμορφη κοπέλα, εξασφαλίζοντας την ευμένειά της.
3
Μετά, ο σύντροφός μου μεγάλωσε κι έγινε φοιτητής της Ιατρικής. Οι καιροί όμως ήταν, λέει, πολύ δύσκολοι τότε. Ο πατέρας του, μετά από μακρά και επώδυνη αρρώστια πέθανε. Τον ακολούθησε και η μικρή, πεντάμορφη αδελφή του. Αυτή, χτυπήθηκε, λέει, από την ασθένεια της εποχής, τη φυματίωση. Τα δυο του αδέλφια δεν είχαν καλά καλά αποστρατευτεί. Ο σύντροφός μου, λοιπόν, αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά. Ήξερε αγγλικά, κι έτσι τον προσέλαβαν στην Ούνρα. Η Ούνρα δεν ήταν γυναίκα, ήταν κάτι ακόμα πιο πολύπλοκο, αλλά βοηθούσε τον κόσμο.
Εκείνος, ταξινομούσε το ταχυδρομείο και μοίραζε τα γράμματα στα γραφεία, αυτή ήταν η δουλειά του. Εκεί, γνώρισε τον Κάπλαν, έναν κτηνίατρο – έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Προσηνής, ευγενής, καλλιεργημένος, με ακέραιο χαρακτήρα και έντονη προσωπικότητα, πάντα άψογα ντυμένος, ο Κάπλαν έγινε το πρότυπο του συντρόφου μου. Και χάρη σ’ αυτόν, ο σύντροφός μου ανακάλυψε την πραγματική του κλίση και εξασφάλισε μια υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό.
Στην Ελλάδα, δεν υπήρχε τότε, λέει, Κτηνιατρική Σχολή. Για να σπουδάσεις, έπρεπε να πας ή στην Ελβετία ή στο Βέλγιο ή στη Γαλλία.
Τότε, λέει, μόλις είχαν αρχίσει, να εφαρμόζουν την τεχνητή γονιμοποίηση στις αγελάδες, με σύριγγα σπερματέγχυσης. (Εδώ, ο σύντροφός μου άρχισε πάλι να μιλάει με πολλές δύσκολες λέξεις… Έχω παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν δύσκολες λέξεις για να περιγράψουν τα αφύσικα πράγματα, ή τέλος πάντων, τα δύσκολα. Αλλά δεν πρέπει να σχολιάζω. Πρέπει μόνο να μεταφέρω πιστά αυτά που ακούω.)
Είχαν φέρει λοιπόν, λέει, από τον Ταΰγετο έξι σπουδαίους ταύρους για να παίρνουν το σπέρμα τους.
Έπαιρναν τεράστιες ποσότητες σπέρματος, λέει, ως εξής: Άπλωναν ένα δέρμα αγελάδας πάνω από τον συλλέκτη, μια υποδοχή με κατάλληλη θερμοκρασία, και ο ταύρος ξεγελιόταν… (Αυτό, δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να το πετύχουν με σκύλο. Ούτε με άνθρωπο. Γι’ αυτό λένε για κάποιον αφελή ότι είναι βόδι…)
Έξι ταύροι, λοιπόν, μπορούσαν να καλύψουν όλες τις αγελάδες της Ελλάδας! Τις καημένες κι αυτές…
Τους είχαν δώσει ονόματα βουνών. Ήταν ο ταύρος Ταΰγετος, ο ταύρος Όλυμπος, ο ταύρος Πίνδος, ο ταύρος Παρνασσός, ο ταύρος Κιθαιρών και ο ταύρος Ψηλορείτης. Κάποτε, ο ταύρος Ταΰγετος αρρώστησε. Ο Κάπλαν πήρε τον σύντροφό μου μαζί του, στον Βοτανικό, όπου βρισκόταν το άρρωστο ζώο και τον εντυπωσίασε. Παρόλο που ο σύντροφός μου ήταν φοιτητής ιατρικής, δεν μπόρεσε να μην εκπλαγεί με την άμεση διάγνωση και την λεπτή εγχείρηση που παρακολούθησε. Αυτός ο κομψός κύριος, λέει, με το κοστούμι και το παπιγιόν του, ξαφνικά μεταμορφώθηκε, και από σοβαρός γραφειοκράτης έγινε θαυματουργός θεραπευτής: ανασκουμπώθηκε, έκανε με μεγάλη επιδεξιότητα μια ενδοραχιαία ένεση με ηρεμιστικό στον ταύρο (τότε δεν έκαναν ούτε στους ανθρώπους τέτοια ένεση), και το ζώο παρέλυσε από τη μέση και κάτω, κι έπεσε. Τότε, ο Κάπλαν του άνοιξε το στομάχι, φόρεσε ένα τεράστιο γάντι, έχωσε όλο του το χέρι μέσα, και, εντοπίζοντας με ακρίβεια το σημείο, έβγαλε ένα κουβάρι σύρμα, απ’ αυτό που δένουν τις μπάλες του χόρτου. Ο δύστυχος ο Ταΰγετος το είχε καταπιεί μαζί με την τροφή του. Συνέβαινε αρκετά συχνά αυτό, λέει…
(Λοιπόν, πρέπει πάντα να προσέχεις, όσο κι αν πεινάς γιατί, ακόμα κι αν δεν είσαι βόδι, ακόμα κι αν είσαι σκύλος, μπορεί να ξεγελαστείς και να καταπιείς διάφορα επικίνδυνα πράγματα, και να πάθεις ζημιά. Έχω ακούσει για πολλούς δικούς μου που χάθηκαν άδικα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι άνθρωποι αυτοί που προκαλούν επίτηδες τέτοιο φριχτό θάνατο σε κάποιον συγκάτοικό τους στον πλανήτη – δεν είναι δυνατόν να σκέφτεται έτσι κάποιος που ανήκει στο είδος του συντρόφου μου. Όχι αυτοί θα είναι άλλου είδους θηρία.).
Ο σύντροφός μου είχε, λέει, την ευκαιρία να πάρει μια υποτροφία από τους Αμερικάνους για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αγγλία (η Αγγλία θα πρέπει να ’ναι ένας πολύ μακρινός περίπατος, όλο δέντρα και χορτάρια - έτσι τη φαντάζομαι) – για να γίνει στρατιωτικός γιατρός. Αλλά είπαμε: είχε ανακαλύψει πια την κλίση του – καθώς φαίνεται, αγαπούσε τα τετράποδα περισσότερο από τους στρατιώτες. (Η εγχείρηση του Ταΰγετου, λέει, είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να εγκαταλείψει την ανθρωπο-ιατρική).
Έτσι, πήγε τελικά στη Γαλλία για να σπουδάσει κτηνιατρική και να ασχοληθεί με τα ζώα. (Δεν έχω καταλάβει γιατί οι άνθρωποι – που κι αυτοί ζώα είναι– λένε τα ζώα «κτήνη» και τη λέξη αυτή την έχουν και για βρισιά. Το ίδιο όμως ισχύει και για τη λέξη «ζώο». Τέλος πάντων. Είπαμε ότι δεν πρέπει να σχολιάζω: αυτές είναι πολύ παράξενες σκέψεις ακόμα και για τους ανθρώπους, ακόμα και για μένα, παρόλο που είμαι μεγάλη και σοφή.)
Ο σύντροφός μου, λοιπόν, πήρε υποτροφία για τη Γαλλία. Η Γαλλία, φαντάζομαι, θα πρέπει να είναι ένας ακόμα πιο ωραίος μεγάλος περίπατος. Στην ακρόαση, λέει, είχε φορέσει το παλτό του μεγαλύτερου αδελφού του. Δέκα τέσσερις ήταν οι υποψήφιοι, ήρθε πρώτος και γι’ αυτό πήγε στο Παρίσι, που κι αυτό ήταν πρώτο. Πήγε σε μια σχολή που την έλεγαν Αλφόρ, για να μάθει να γιατρεύει άλογα, σκύλους και γάτες.
Είχε κλίση στη χειρουργική, είχε κι ένα καλό δάσκαλο. Η πρώτη του επέμβαση σε άλογο ήταν σ’ ένα καθαρόαιμο για την αφαίρεση μιας σπασμένης βελόνας από ενδομυική ένεση.
Το να πλησιάσεις ένα καθαρόαιμο, λέει, είναι πολύ δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα. Τότε υπήρχε ένα σύστημα με πέδιλα τα οποία φορούσαν στα πόδια του αλόγου, ένας ιμάντας που περνούσε κάτω από την κοιλιά του και μια τροχαλία. Τα πέδιλα ήταν συνδεδεμένα μ’ ένα κρίκο. Τραβώντας τον ξαφνικά, μαζεύονταν και τα τέσσερα πόδια μαζί και το άλογο έπεφτε σ’ ένα στρώμα άχυρου. Το καθαρόαιμο παλεύει με τέτοια μανία, που μπορεί να σπάσει κανένα μηριαίο αν δεν έχεις εξασφαλίσει με ακρίβεια την πτώση του. Και αν σπάσει πόδι, τότε θα πρέπει να το πυροβολήσουν, λέει. Κι εσύ, θα πρέπει να αλλάξεις περιοχή, αν γίνεις πρόξενος τέτοιου κακού. Τώρα, έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες, λέει.
4
Και μετά, είπε κι άλλα. Θα τα αναφέρω ακριβώς όπως τα άκουσα, γιατί τα είπε με πολλές λέξεις που δεν καταλαβαίνω: Μετά τον εμφύλιο, λέει, η Αγροτική Τράπεζα έφερε από την Ολλανδία αγελάδες έγκυες – κάτι πελώρια ζώα, που ζύγιζαν σχεδόν έναν τόνο – και τις παραχωρούσε, υπό μορφή δανείου, στους αγρότες. Αυτές οι αγελάδες μπορούσαν να παράγουν 40-50 λίτρα γάλα την ημέρα, γι’ αυτό ήταν πολύτιμες.
Ο σύντροφός μου είχε επιστρέψει από τη Γαλλία, φέρνοντας μαζί του κι αυτός την πρώτη του γυναίκα, έγκυο και γαλλίδα. Τον έκαναν ανθυπολοχαγό στη 15η Μεραρχία, στην Καστοριά, για να φροντίζει τα άλογα και τα μουλάρια. Εκεί, γνώρισε ένα άλογο που δεν είχε όνομα και συνδέθηκε πολύ μαζί του. Το έπαιρνε και πήγαιναν βόλτες στα λιβάδια. Οι κοπέλες θα έβλεπαν τον νεαρό ανθυπολοχαγό και το ωραίο άλογο και θα τους καμάρωναν, φαντάζομαι. Αλλά ο σύντροφός μου ήταν ήδη παντρεμένος.
Η δουλειά του ήταν δύσκολη. Υπήρχαν ελάχιστοι κτηνίατροι και τους είχαν, λέει, περί πολλού. Τα άλογα πάθαιναν κυρίως τενοντίτιδες. Ήταν τόσο επίπονη η επιχείρηση στα άλογα – όχι τόσο στα μουλάρια – που κάθε τέτοιο περιστατικό αναφερόταν, επισήμως, στην ημερήσια διαταγή, ως κατάκλιση του αλόγου υπ’ αριθμ. τάδε.
Μια μέρα, ο λοχαγός του τον έστειλε στο Άργος Ορεστικό, να εξετάσει μια αγελάδα από αυτές τις πελώριες. «Μα εγώ δεν ξέρω από αγελάδες», του είπε. «Πήγαινε!» τον διέταξε ο λοχαγός· και μάλιστα, του έδωσε το τζιπ του για να πάει γρήγορα.
Η οικογένεια που είχε την αγελάδα ήταν πάμπτωχη. Αν η αγελάδα –η μόνη της περιουσί – χανόταν, θα ήταν όλοι χαμένοι. Ο Κύριος πήγε και τους βρήκε όλους μαζεμένους γύρω απ’ το ζώο, να κλαίνε. Η αγελάδα είχε πάθει εκλαμψία – κάτι που παθαίνουν, λέει, καμιά φορά και οι γυναίκες μετά τον τοκετό. Σήμερα, λέει, αυτό θεραπεύεται με απλή χορήγηση ασβεστίου. Τότε δεν υπήρχαν τα μέσα. Η αγελάδα συγκλονιζόταν από τιτανικούς σπασμούς, κλωτσούσε το μοσχαράκι που μόλις είχε γεννήσει, θα πέθαινε κι αυτό. Οι άνθρωποι έκλαιγαν – είχαν όμως φωνάξει και το χασάπη του χωριού, να περιμένει. (Οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Μπορούν να σκέφτονται δυο αντίθετα πράγματα την ίδια στιγμή. Οι σκύλοι είναι πιο ξεκάθαροι.)
Ο Κύριος, λέει, δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να τη σώσει. Στην απελπισία του, θυμήθηκε για κάποια παλιά μέθοδο, των πρακτικών γιατρών, που είχε ακούσει. «Φέρτε μου μια τρόμπα ποδηλάτου!» ζήτησε. Ευτυχώς, η τρόμπα βρέθηκε. Εκείνος, πήρε το μαστάρι της αγελάδας κι άρχισε να το φουσκώνει. Ο αέρας ερέθισε τον παραθυρεοειδή, και τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα ισορρόπησαν. (Μπορεί αυτά να τα επαναλαμβάνω λάθος και μπερδεμένα, αλλά σ’ αυτό το σημείο, πέρασε η Άννα από μπροστά μου και διασπάστηκε κάπως η προσοχή μου. Πάντως κατάλαβα ότι η αγελάδα έγινε αμέσως καλά, το μοσχαράκι την πλησίασε πάνω στα τρεμάμενα πόδια του κι άρχισε να βυζαίνει.)
Οι άνθρωποι, είπε ο Κύριος, έκλαιγαν πάλι, αλλά από χαρά. Σαν θαύμα το έβλεπαν. (Οι άνθρωποι είναι παράξενοι. Εκφράζουν και τη λύπη και τη χαρά τους το ίδιο: κλαίνε. Οι σκύλοι δεν είναι τόσο μπερδεμένοι στα συναισθήματά τους.)
Και μετά, ο Κύριος θυμήθηκε και μια άλλη αγελάδα που γνώρισε: «Είδα στα σφαγεία του Ταύρου», είπε, «που σκότωσαν την αγελάδα - με λόγχισμα στον προμήκη μυελό τη σκότωσαν. Το μοσχαράκι της ήταν στο πλευρό της: βλέποντας τη μάνα του να σωριάζεται έπαθε σοκ που εκδηλώθηκε με ακατάσχετη διάρροια.». (Εγώ δεν έχω κάνει μωρά, αλλά ένιωσα ένα πόνο στην κοιλιά καθώς τον άκουγα και σκεφτόμουν το μοσχαράκι.)
Ο Κύριος σκεφτόταν τώρα τα σφαγεία. «Στη Βιλέτ», είπε σε λίγο, «ο δάσκαλός μου είχε ακούσει κάποιον Αμερικάνο να περηφανεύεται για τα σφαγεία του Σικάγου: ‘Εμείς, δεν αφήνουμε να πάει τίποτα χαμένο από τα γουρούνια’, του έλεγε. ‘Εκτός από το κρέας και το λίπος, αξιοποιούμε κι όλα τα υποπροϊόντα. Λόγου χάρη, βουτάμε πρώτα το ζώο σε λιωμένο κερί, και παίρνουμε την τρίχα του, μετά, παίρνουμε τα κόκαλα και τα αλέθουμε, παίρνουμε τα δόντια, τις οπλές, - παίρνουμε τα πάντα. Το μόνο που θα μπορούσε να πάει χαμένο θα ήταν το σκούξιμό τους όταν σφάζονται. Αλλά κι αυτό το ηχογραφούμε και το πουλάμε σε κινηματογραφικές παραγωγές…’, κατέληξε αστειευόμενος ο Αμερικάνος.»
«Τότε ακόμα έτρωγα κρέας» είπε ο Κύριος μετά από μια μικρή σιωπή.
«Η Φιλοζωική Εταιρία», πρόσθεσε σε λίγο, «έφερε στην Ελλάδα τα πιστόλια ευθανασίας - για να μην υποφέρουν τα ζώα στα σφαγεία. Αλλά δεν τα ήθελαν, γιατί έλεγαν πως το πιθανό αιμάτωμα στο κεφάλι μπορεί να χάλαγε το μυαλό – που κι αυτό είναι φαγώσιμο.»
Μετά, μίλησε αρκετή ώρα για τηναπάνθρωπη
συμπεριφορά των ανθρώπων. (Δεν μπορώ να αποφύγω το σχόλιο: έχετε προσέξει ότι δεν λέμε ποτέ απόσκυλη ή απόγατη συμπεριφορά;)
Άκουσα πολλά γι’ αυτή την απάνθρωπη συμπεριφορά:
Στα πτηνοτροφεία των Μεγάρων – που παράγουν το 80% των αυγών της Ελλάδας, έβγαζαν, λέει, τα πουλάκια από την κλωσσομηχανή, έβλεπαν το φύλο τους και αμέσως πετούσαν στη φωτιά τ’ αρσενικά –ήταν άχρηστα– και κρατούσαν τα ωοτόκα θηλυκά. Τ’ αρσενικά τα άλεθαν και τα πρόσθεταν στα φυράματα με τα οποία έτρεφαν τα θηλυκά.
Τα άλλα κοτόπουλα, συμπλήρωσε ο Κύριος, αυτά που είναι για κρέας, έχουν ακόμα χειρότερη μοίρα: απ’ τη στιγμή που θα βγουν από το αυγό θα ζήσουν περίπου 2,5 μήνες σε κλουβιά κατά ντουζίνες, να μην μπορούν να σαλέψουν. Το δάπεδο των κλουβιών είναι από πλέγμα για να πέφτουν οι κουτσουλιές, τις οποίες ανακατεύουν μετά στην τροφή και τους την ξαναδίνουν.
Όταν εκτίσουν την ποινή των 2,5 μηνών, πάνε για σφαγή.
5
Ο Κύριος είδε ότι όλοι εμείς που τον ακούγαμε είχαμε μελαγχολήσει (στην πραγματικότητα, εγώ είχα μελαγχολήσει, οι άνθρωποι, νομίζω, ένιωθαν ντροπή και αμηχανία). Γι’ αυτό, συνέχισε με μια ανάλαφρη ιστορία.
«Μου έφεραν στο ιατρείο μου», είπε «έναν πολύ άρρωστο σκύλο. Τον εξέτασα και ήταν φανερό ότι είχε κάποιον όγκο. Όταν τον άνοιξα, έβγαλα από την κοιλιά του μια βαρύτιμη καρφίτσα. Κάλεσα μέσα την κυρία του, να της τη δώσω. Προς μεγάλη μου έκπληξη, εκείνη αναλύθηκε σε δάκρυα και σχεδόν έχασε τις αισθήσεις της από την ταραχή. Μου εξήγησε μετά ότι είχε υποψιαστεί την υπηρέτριά της για την απώλεια της καρφίτσας, είχε χειροδικήσει και είχε καλέσει την αστυνομία, η οποία και τη συνέλαβε.» (Τον σκύλο, όμως, δεν τον συνέλαβαν μετά, γιατί είχε τιμωρηθεί αρκετά, υποθέτω, με το να κάνει εγχείρηση στα καλά καθούμενα.). […]
Σ.τ.Μ: Στο σημείο αυτό σταματά απότομα το κείμενο, λόγω θανάτου του βιογραφούμενου Θανάση Βέλτσου.