To χαρτάκι της Σίλας

{21 λεπτά}

Η Σί­λα (γνω­στή βι­βλιο­φά­γος) φέρ­νει τώ­ρα στο φως μι­σο­φα­γω­μέ­νο κομ­μά­τι μιας κά­πως πα­ρά­ξε­νης, ημι­τε­λούς βιο­γρα­φί­ας – που εί­χε προ­σπα­θή­σει να εκ­πο­νή­σει κά­ποια πρό­γο­νός της, ονό­μα­τι Φό­ξυ.
Η Παυ­λί­να Πα­μπού­δη με­τα­φρά­ζει το κομ­μά­τι.

To χαρτάκι της Σίλας

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Ίσως εσείς να μην τον ξέ­ρε­τε τον σύ­ντρο­φό μου. Εγώ τον γνω­ρί­ζω κα­λά – του­λά­χι­στον όσο ένα ον μπο­ρεί να γνω­ρί­σει ένα άλ­λο ον. Ζω μα­ζί του από τό­τε που ήμουν νε­ο­γέν­νη­το μέ­χρι τώ­ρα, που έγι­να πια, σε σκυ­λί­σια χρό­νια, αρ­κε­τά με­γα­λύ­τε­ρή του σε ηλι­κία.
Εί­χα ση­κω­θεί ορ­θή για να τον μυ­ρί­σω. Εκεί­νος έσκυ­ψε, μ΄ έπια­σε από τις μα­σχά­λες και μ’ έβγα­λε πά­νω απ’ το σύρ­μα.
Δε γνω­ρι­στή­κα­με εκεί­νη τη στιγ­μή: απλώς, εί­χα­με ανα­γνω­ρι­στεί. Για­τί εί­μα­στε πα­λιές ψυ­χές.
Αυ­τό, για τις ψυ­χές, εί­ναι κά­τι που το ήξε­ρα πριν ακό­μα γεν­νη­θώ. Το ήξε­ρα χω­ρίς να το έχω μά­θει. Όλοι το ήξε­ραν κά­πο­τε, αλ­λά το ξέ­χα­σαν. Εγώ όμως, εγώ που δεν μι­λάω να χά­νο­νται τα λό­για, το έχω συ­γκρα­τή­σει. Το θυ­μά­μαι κα­θα­ρά, ακό­μα και τώ­ρα, που εί­μαι πια σο­φή και βα­ριέ­μαι λί­γο να παί­ζω συ­νέ­χεια με τα αυ­το­νό­η­τα ή να τρέ­χω πί­σω τους. Κι αυ­τό, για τις ψυ­χές, θυ­μά­μαι, ήταν από τα πιο αυ­το­νό­η­τα - ήταν μια πο­λύ απλή, χνου­δά­τη, σφαι­ρι­κή ιδέα: δεν εί­ναι αμέ­τρη­τες οι ψυ­χές, εί­ναι με­τρη­μέ­νες απ’ την αρ­χή του χρό­νου. Οι ίδιες, εκεί­νες οι αρ­χαί­ες ψυ­χές εί­ναι κά­θε φο­ρά. Σε άλ­λες, μι­κρές ή με­γά­λες, θη­τεί­ες. Αλ­λά­ζουν μο­νά­χα σώ­μα­τα, μυ­ρω­διές και φω­νές. Τα φο­ρά­νε κι έρ­χο­νται και ξα­νάρ­χο­νται, για να μυ­ρί­ζουν, να γνω­ρί­ζουν και να προ­σέ­χουν η μια την άλ­λη.
Εκεί­νος, δεν ξέ­ρω τι σώ­μα φο­ρού­σε πριν, σ’ αυ­τό τον κό­σμο, μπο­ρεί να ήταν άλο­γο· εγώ, θυ­μά­μαι αό­ρι­στα, πα­λιό­τε­ρα ήμουν η Δάφ­νη και, ακό­μα πιο πα­λιά, νο­μί­ζω πως ήμουν ο παπ­πούς του. Κα­μιά φο­ρά, όταν εκεί­νος αφαι­ρεί­ται, τον κοι­τά­ζω για μια στιγ­μή με το βλέμ­μα του παπ­πού του× και νιώ­θω πως το αι­σθά­νε­ται.  
Η κυ­ρία αυ­τή που έρ­χε­ται τε­λευ­ταία και κου­βε­ντιά­ζουν, μάλ­λον ήταν γά­τα πριν γί­νει κυ­ρία. Μυ­ρί­ζει ακό­μα γά­τα, αλ­λά τη συ­μπα­θώ.
Κά­θο­μαι δί­πλα του όλο αυ­τό τον και­ρό που της μι­λά για τη ζωή του κι ακούω πο­λύ προ­σε­χτι­κά. Απ’ τη ζωή του έχουν πε­ρά­σει χι­λιά­δες ζώα, χι­λιά­δες κα­τοι­κί­διοι κι αδέ­σπο­τοι άν­θρω­ποι. Δεν κα­τα­λα­βαί­νω πά­ντα τα λό­για του, αλ­λά μ’ αρέ­σει να νιώ­θω τη ζε­στα­σιά και την υγρα­σία στη φω­νή του. Εί­ναι η φω­νή του Κυ­ρί­ου μου.
Ο ίδιος, δε θέ­λει να τον σκέ­φτο­μαι ως Κύ­ριο. Λέ­ει για μέ­να πως εί­μαι σύ­ντρο­φός του, γνω­ρί­ζει πως εί­μα­στε όλοι, ο ένας για τον άλ­λο, ζώα συ­ντρο­φιάς. Ναι, εί­μα­στε.
Αλ­λά εγώ, βα­θιά μέ­σα μου, το θέ­λω και το πι­στεύω πως εκεί­νος εί­ναι ο Κύ­ριός μου. Τον αγα­πώ ολο­κλη­ρω­τι­κά, τον εμπι­στεύ­ο­μαι από­λυ­τα, του εί­μαι αφο­σιω­μέ­νη ψυ­χή τε και σώ­μα­τι.
Τον πα­ρα­κο­λου­θώ και ξέ­ρω σί­γου­ρα πως εί­ναι πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός από τον Κύ­ριο των αν­θρώ­πων όταν χαϊ­δεύ­ει, όταν για­τρεύ­ει, όταν δί­νει τρο­φή. Και, νο­μί­ζω, πιο ευ­σπλα­χνι­κός όταν, κά­πο­τε, με απέ­ρα­ντη θλί­ψη, προ­σφέ­ρει και το δώ­ρο του θα­νά­του.
Τα ανέ­φε­ρα όλα αυ­τά για­τί πρό­κει­ται να σας δι­η­γη­θώ τη ζωή του. Αν δεν το κά­νω εγώ, δεν θα το κά­νει κα­νείς άλ­λος, και θα ’ναι κρί­μα. Θα σας εξη­γή­σω τι εν­νοώ…

Αυ­τή η κυ­ρία, που σας έλε­γα, πρω­το­ήρ­θε στο σπί­τι μας μια μέ­ρα που έκα­νε κρύο αλ­λά εί­χε και ήλιο κι ήταν ωραία. Εγώ εί­χα πά­ει βόλ­τα με την Άν­να στο δα­σά­κι, να τρέ­ξου­με λί­γο, κι όταν γυ­ρί­σα­με τη βρή­κα­με εκεί, να κά­θε­ται μα­ζί του, στο με­γά­λο δω­μά­τιο με τα πολ­λά τζά­μια που βλέ­πουν τον κή­πο και αστρά­φτουν. Ο Κύ­ριός μου μας σύ­στη­σε, κι εκεί­νη έδω­σε πρώ­τα στην Άν­να το χέ­ρι της και με­τά το έδω­σε και σε μέ­να, χαϊ­δεύ­ο­ντάς με πί­σω απ’ τ’ αυ­τιά που μ’ αρέ­σει. Μ’ αρέ­σουν και οι επι­σκέ­ψεις, γι’ αυ­τό, κά­θι­σα κι εγώ μα­ζί τους να τους κά­νω πα­ρέα. Από αυ­τά που συ­ζη­τού­σαν, κα­τά­λα­βα πως προ­σπα­θού­σαν να φτιά­ξουν ένα βι­βλίο. Τα βι­βλία μ’ αρέ­σουν. Όταν ήμουν μι­κρή ήμουν κυ­ριο­λε­κτι­κά βι­βλιο­φά­γος – αν και όλοι έκα­ναν ό,τι μπο­ρού­σαν για να με εμπο­δί­σουν. Τώ­ρα που εί­μαι με­γά­λη και σο­φή και ξέ­ρω πια όλα όσα έχουν μέ­σα τα βι­βλία, μό­νο τα μυ­ρί­ζω και μου αρ­κεί.
Εκεί­νη, την πρώ­τη μέ­ρα, άκου­σα αρ­κε­τά πράγ­μα­τα. Ο Κύ­ριός μου εί­χε αρ­χί­σει να της μι­λά­ει για τον και­ρό που εκεί­νος ήταν κου­τά­βι.
Ακο­λού­θη­σαν κι άλ­λες επι­σκέ­ψεις, συ­νε­χί­ζο­νται ακό­μα. Μου φαί­νε­ται, όμως, ότι δεν παίρ­νουν στα σο­βα­ρά τη δου­λειά τους – ού­τε Εκεί­νος ού­τε εκεί­νη: Τα συ­ζη­τά­νε όλα μπερ­δε­μέ­να, πη­δά­νε συ­νέ­χεια από το ένα θέ­μα στο άλ­λο. Με όλο το σε­βα­σμό, νο­μί­ζω ότι σα­χλα­μα­ρί­ζουν. Πο­λύ αμ­φι­βάλ­λω ότι θα τα κα­τα­φέ­ρουν να φτιά­ξουν βι­βλίο μό­νοι τους – χρειά­ζε­ται να ξέ­ρεις να δου­λεύ­εις σκυ­λί­σια. Και να έχεις σκυ­λί­σιο πεί­σμα. Πρέ­πει, λοι­πόν, εγώ να τους βοη­θή­σω, να βά­λω εγώ σε μια σει­ρά τα πράγ­μα­τα. Θα προ­σπα­θή­σω – κι ας μην πο­λυ­κα­τα­λα­βαί­νω: Μή­πως, όμως και οι άν­θρω­ποι κα­τα­λα­βαί­νουν πο­τέ τε­λεί­ως, τι έχει συμ­βεί και τι συμ­βαί­νει στη ζωή τους;
Θα με­τα­φέ­ρω αυ­τά που άκου­σα, όπως τα άκου­σα. Θα εί­μαι πι­στή. Εξάλ­λου έτσι εί­ναι η φύ­ση μου – εί­μαι πά­ντα πι­στή. (Εν­διά­με­σα θα κά­νω, όμως, και τα δι­κά μου σχό­λια, για να κα­τα­λα­βαί­νε­τε κα­λύ­τε­ρα). Ας ξε­κι­νή­σω, λοι­πόν από την αρ­χή:

1

Άρ­χι­σε να μι­λά­ει για τον παπ­πού του, για το σπί­τι στη Μύ­κο­νο για τους γο­νείς του και τ’ αδέρ­φια του… Η φω­νή του χα­μή­λω­νε, ολο­έ­να χα­μή­λω­νε, για­τί κα­τέ­βαι­νε βα­θιά στο χρό­νο. Εί­χα τσι­τώ­σει τ’ αυ­τιά μου και τον άκου­γα.
Την αγά­πη για τα ζω­ντα­νά, εί­πε, την κλη­ρο­νό­μη­σα από τον παπ­πού μου.
Ήταν για­τρός στη Μύ­κο­νο, για­τρός αν­θρώ­πων. Αλ­λά, κρυ­φά – για­τί δεν το θε­ω­ρού­σαν αξιο­πρε­πές για ένα σο­βα­ρό άν­θρω­πο να χά­νει το χρό­νο του έτσι– γιά­τρευε και κά­ποιο πλη­γω­μέ­νο που­λί, κά­ποιο άρ­ρω­στο γα­τί. Εμέ­να με εμπι­στευό­ταν και με φώ­να­ζε (τεσ­σά­ρων-πέ­ντε χρό­νων ήμουν τό­τε, μι­κρού­λης) να τον βοη­θώ σε μι­κρο­ε­πεμ­βά­σεις. Εκεί­νος με έμα­θε πώς να τ’ αγ­γί­ζω τα ζω­ντα­νά, να τα ηρε­μώ, να τα κα­θη­συ­χά­ζω…

2

Και ο πα­τέ­ρας μου, εί­πε, αγα­πού­σε τα ζω­ντα­νά. Στην κα­το­χή, (εγώ δεν ξέ­ρω τι ήταν η «κα­το­χή», κά­τι μαύ­ρο μου φαί­νε­ται πως πρέ­πει να ’ταν, και να μύ­ρι­ζε φό­βο) ο πα­τέ­ρας με έπαιρ­νε – κι αυ­τός κρυ­φά από τη μά­να – βγαί­να­με νύ­χτα οι δυο μας και για­τρο­πο­ρεύ­α­με όσα άτυ­χα αδέ­σπο­τα υπήρ­χαν ακό­μα στους δρό­μους. Τους δί­να­με και κα­νέ­να κομ­μα­τά­κι ψω­μί, αν εί­χα­με – για­τί τό­τε πέ­θαι­ναν από την πεί­να και οι άν­θρω­ποι. (Τα ζώα υπο­φέ­ρουν πιο πο­λύ όταν εί­ναι «αδέ­σπο­τα», οι άν­θρω­ποι όταν έχουν «αφε­ντι­κά».)
Στο σπί­τι τό­τε εί­χαν τον Ραφ, έναν γα­τού­λη που τον βα­φτί­σα­νε έτσι επει­δή, λέ­ει, στη ΡΑΦ την εγ­γλέ­ζι­κη ελ­πί­ζα­νε για την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Δεν ξέ­ρω τι ακρι­βώς ήταν αυ­τή η ΡΑΦ – η απε­λευ­θέ­ρω­ση ξέ­ρου­με όλοι τι εί­ναι.  
Ο γα­τού­λης αρ­ρώ­στη­σε και δεν μπό­ρε­σαν να τον σώ­σουν. Τώ­ρα, λέ­ει, ξέ­ρει τι εί­χε: λοι­μώ­δη λευ­κο­πε­νία. Δε θε­ρα­πεύ­ε­ται αυ­τή η ασθέ­νεια, αν γνώ­ρι­ζε όμως τό­τε όσα γνω­ρί­ζει σή­με­ρα, θα τον βοη­θού­σε, θα πα­ρα­τει­νό­ταν η ζωή του. Τι κα­λό γα­τί που ήταν, λέ­ει…
Όταν πέ­θα­νε, πή­γε λέ­ει, κρυ­φά και το έθα­ψε κά­τω από τη γα­ζία του κή­που – μια γα­ζία που η ευω­διά της ξε­σή­κω­νε τη γει­το­νιά. Από αυ­τή τη γα­ζία έκο­βε πά­ντα, λέ­ει, μπου­κε­τά­κια, τα έπαιρ­νε μα­ζί του στο σχο­λείο και τα πρό­σφε­ρε στη δα­σκά­λα του, την κυ­ρία Καλ­λιρ­ρόη, μια πο­λύ όμορ­φη κο­πέ­λα, εξα­σφα­λί­ζο­ντας την ευ­μέ­νειά της.

3

Με­τά, ο σύ­ντρο­φός μου με­γά­λω­σε κι έγι­νε φοι­τη­τής της Ια­τρι­κής. Οι και­ροί όμως ήταν, λέ­ει, πο­λύ δύ­σκο­λοι τό­τε. Ο πα­τέ­ρας του, με­τά από μα­κρά και επώ­δυ­νη αρ­ρώ­στια πέ­θα­νε. Τον ακο­λού­θη­σε και η μι­κρή, πε­ντά­μορ­φη αδελ­φή του. Αυ­τή, χτυ­πή­θη­κε, λέ­ει, από την ασθέ­νεια της επο­χής, τη φυ­μα­τί­ω­ση. Τα δυο του αδέλ­φια δεν εί­χαν κα­λά κα­λά απο­στρα­τευ­τεί. Ο σύ­ντρο­φός μου, λοι­πόν, ανα­γκά­στη­κε να πιά­σει δου­λειά. Ήξε­ρε αγ­γλι­κά, κι έτσι τον προ­σέ­λα­βαν στην Ούν­ρα. Η Ούν­ρα δεν ήταν γυ­ναί­κα, ήταν κά­τι ακό­μα πιο πο­λύ­πλο­κο, αλ­λά βοη­θού­σε τον κό­σμο.
Εκεί­νος, τα­ξι­νο­μού­σε το τα­χυ­δρο­μείο και μοί­ρα­ζε τα γράμ­μα­τα στα γρα­φεία, αυ­τή ήταν η δου­λειά του. Εκεί, γνώ­ρι­σε τον Κά­πλαν, έναν κτη­νί­α­τρο – έναν εξαι­ρε­τι­κό άν­θρω­πο. Προ­ση­νής, ευ­γε­νής, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, με ακέ­ραιο χα­ρα­κτή­ρα και έντο­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, πά­ντα άψο­γα ντυ­μέ­νος, ο Κά­πλαν έγι­νε το πρό­τυ­πο του συ­ντρό­φου μου. Και χά­ρη σ’ αυ­τόν, ο σύ­ντρο­φός μου ανα­κά­λυ­ψε την πραγ­μα­τι­κή του κλί­ση και εξα­σφά­λι­σε μια υπο­τρο­φία για να συ­νε­χί­σει τις σπου­δές του στο εξω­τε­ρι­κό.
Στην Ελ­λά­δα, δεν υπήρ­χε τό­τε, λέ­ει, Κτη­νια­τρι­κή Σχο­λή. Για να σπου­δά­σεις, έπρε­πε να πας ή στην Ελ­βε­τία ή στο Βέλ­γιο ή στη Γαλ­λία.  
Τό­τε, λέ­ει, μό­λις εί­χαν αρ­χί­σει, να εφαρ­μό­ζουν την τε­χνη­τή γο­νι­μο­ποί­η­ση στις αγε­λά­δες, με σύ­ριγ­γα σπερ­μα­τέγ­χυ­σης. (Εδώ, ο σύ­ντρο­φός μου άρ­χι­σε πά­λι να μι­λά­ει με πολ­λές δύ­σκο­λες λέ­ξεις… Έχω πα­ρα­τη­ρή­σει ότι οι άν­θρω­ποι χρη­σι­μο­ποιούν δύ­σκο­λες λέ­ξεις για να πε­ρι­γρά­ψουν τα αφύ­σι­κα πράγ­μα­τα, ή τέ­λος πά­ντων, τα δύ­σκο­λα. Αλ­λά δεν πρέ­πει να σχο­λιά­ζω. Πρέ­πει μό­νο να με­τα­φέ­ρω πι­στά αυ­τά που ακούω.)
Εί­χαν φέ­ρει λοι­πόν, λέ­ει, από τον Τα­ΰ­γε­το έξι σπου­δαί­ους ταύ­ρους για να παίρ­νουν το σπέρ­μα τους.
Έπαιρ­ναν τε­ρά­στιες πο­σό­τη­τες σπέρ­μα­τος, λέ­ει, ως εξής: Άπλω­ναν ένα δέρ­μα αγε­λά­δας πά­νω από τον συλ­λέ­κτη, μια υπο­δο­χή με κα­τάλ­λη­λη θερ­μο­κρα­σία, και ο ταύ­ρος ξε­γε­λιό­ταν… (Αυ­τό, δεν νο­μί­ζω ότι θα μπο­ρού­σαν να το πε­τύ­χουν με σκύ­λο. Ού­τε με άν­θρω­πο. Γι’ αυ­τό λέ­νε για κά­ποιον αφε­λή ότι εί­ναι βό­δι…)
Έξι ταύ­ροι, λοι­πόν, μπο­ρού­σαν να κα­λύ­ψουν όλες τις αγε­λά­δες της Ελ­λά­δας! Τις καη­μέ­νες κι αυ­τές…
Τους εί­χαν δώ­σει ονό­μα­τα βου­νών. Ήταν ο ταύ­ρος Τα­ΰ­γε­τος, ο ταύ­ρος Όλυ­μπος, ο ταύ­ρος Πίν­δος, ο ταύ­ρος Παρ­νασ­σός, ο ταύ­ρος Κι­θαι­ρών και ο ταύ­ρος Ψη­λο­ρεί­της. Κά­πο­τε, ο ταύ­ρος Τα­ΰ­γε­τος αρ­ρώ­στη­σε. Ο Κά­πλαν πή­ρε τον σύ­ντρο­φό μου μα­ζί του, στον Βο­τα­νι­κό, όπου βρι­σκό­ταν το άρ­ρω­στο ζώο και τον εντυ­πω­σί­α­σε. Πα­ρό­λο που ο σύ­ντρο­φός μου ήταν φοι­τη­τής ια­τρι­κής, δεν μπό­ρε­σε να μην εκ­πλα­γεί με την άμε­ση διά­γνω­ση και την λε­πτή εγ­χεί­ρη­ση που πα­ρα­κο­λού­θη­σε. Αυ­τός ο κομ­ψός κύ­ριος, λέ­ει, με το κο­στού­μι και το πα­πι­γιόν του, ξαφ­νι­κά με­τα­μορ­φώ­θη­κε, και από σο­βα­ρός γρα­φειο­κρά­της έγι­νε θαυ­μα­τουρ­γός θε­ρα­πευ­τής: ανα­σκου­μπώ­θη­κε, έκα­νε με με­γά­λη επι­δε­ξιό­τη­τα μια εν­δο­ρα­χιαία ένε­ση με ηρε­μι­στι­κό στον ταύ­ρο (τό­τε δεν έκα­ναν ού­τε στους αν­θρώ­πους τέ­τοια ένε­ση), και το ζώο πα­ρέ­λυ­σε από τη μέ­ση και κά­τω, κι έπε­σε. Τό­τε, ο Κά­πλαν του άνοι­ξε το στο­μά­χι, φό­ρε­σε ένα τε­ρά­στιο γά­ντι, έχω­σε όλο του το χέ­ρι μέ­σα, και, εντο­πί­ζο­ντας με ακρί­βεια το ση­μείο, έβγα­λε ένα κου­βά­ρι σύρ­μα, απ’ αυ­τό που δέ­νουν τις μπά­λες του χόρ­του. Ο δύ­στυ­χος ο Τα­ΰ­γε­τος το εί­χε κα­τα­πιεί μα­ζί με την τρο­φή του. Συ­νέ­βαι­νε αρ­κε­τά συ­χνά αυ­τό, λέ­ει…
(Λοι­πόν, πρέ­πει πά­ντα να προ­σέ­χεις, όσο κι αν πει­νάς για­τί, ακό­μα κι αν δεν εί­σαι βό­δι, ακό­μα κι αν εί­σαι σκύ­λος, μπο­ρεί να ξε­γε­λα­στείς και να κα­τα­πιείς διά­φο­ρα επι­κίν­δυ­να πράγ­μα­τα, και να πά­θεις ζη­μιά. Έχω ακού­σει για πολ­λούς δι­κούς μου που χά­θη­καν άδι­κα. Δεν μπο­ρώ να πι­στέ­ψω ότι εί­ναι άν­θρω­ποι αυ­τοί που προ­κα­λούν επί­τη­δες τέ­τοιο φρι­χτό θά­να­το σε κά­ποιον συ­γκά­τοι­κό τους στον πλα­νή­τη – δεν εί­ναι δυ­να­τόν να σκέ­φτε­ται έτσι κά­ποιος που ανή­κει στο εί­δος του συ­ντρό­φου μου. Όχι αυ­τοί θα εί­ναι άλ­λου εί­δους θη­ρία.).
Ο σύ­ντρο­φός μου εί­χε, λέ­ει, την ευ­και­ρία να πά­ρει μια υπο­τρο­φία από τους Αμε­ρι­κά­νους για να συ­νε­χί­σει τις σπου­δές του στην Αγ­γλία (η Αγ­γλία θα πρέ­πει να ’ναι ένας πο­λύ μα­κρι­νός πε­ρί­πα­τος, όλο δέ­ντρα και χορ­τά­ρια - έτσι τη φα­ντά­ζο­μαι) – για να γί­νει στρα­τιω­τι­κός για­τρός. Αλ­λά εί­πα­με: εί­χε ανα­κα­λύ­ψει πια την κλί­ση του – κα­θώς φαί­νε­ται, αγα­πού­σε τα τε­τρά­πο­δα πε­ρισ­σό­τε­ρο από τους στρα­τιώ­τες. (Η εγ­χεί­ρη­ση του Τα­ΰ­γε­του, λέ­ει, εί­χε παί­ξει κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο στην από­φα­σή του να εγκα­τα­λεί­ψει την αν­θρω­πο-ια­τρι­κή).
Έτσι, πή­γε τε­λι­κά στη Γαλ­λία για να σπου­δά­σει κτη­νια­τρι­κή και να ασχο­λη­θεί με τα ζώα. (Δεν έχω κα­τα­λά­βει για­τί οι άν­θρω­ποι – που κι αυ­τοί ζώα εί­ναι– λέ­νε τα ζώα «κτή­νη» και τη λέ­ξη αυ­τή την έχουν και για βρι­σιά. Το ίδιο όμως ισχύ­ει και για τη λέ­ξη «ζώο». Τέ­λος πά­ντων. Εί­πα­με ότι δεν πρέ­πει να σχο­λιά­ζω: αυ­τές εί­ναι πο­λύ πα­ρά­ξε­νες σκέ­ψεις ακό­μα και για τους αν­θρώ­πους, ακό­μα και για μέ­να, πα­ρό­λο που εί­μαι με­γά­λη και σο­φή.)

Ο σύ­ντρο­φός μου, λοι­πόν, πή­ρε υπο­τρο­φία για τη Γαλ­λία. Η Γαλ­λία, φα­ντά­ζο­μαι, θα πρέ­πει να εί­ναι ένας ακό­μα πιο ωραί­ος με­γά­λος πε­ρί­πα­τος. Στην ακρό­α­ση, λέ­ει, εί­χε φο­ρέ­σει το παλ­τό του με­γα­λύ­τε­ρου αδελ­φού του. Δέ­κα τέσ­σε­ρις ήταν οι υπο­ψή­φιοι, ήρ­θε πρώ­τος και γι’ αυ­τό πή­γε στο Πα­ρί­σι, που κι αυ­τό ήταν πρώ­το. Πή­γε σε μια σχο­λή που την έλε­γαν Αλ­φόρ, για να μά­θει να για­τρεύ­ει άλο­γα, σκύ­λους και γά­τες.
Εί­χε κλί­ση στη χει­ρουρ­γι­κή, εί­χε κι ένα κα­λό δά­σκα­λο. Η πρώ­τη του επέμ­βα­ση σε άλο­γο ήταν σ’ ένα κα­θα­ρό­αι­μο για την αφαί­ρε­ση μιας σπα­σμέ­νης βε­λό­νας από εν­δο­μυι­κή ένε­ση.
Το να πλη­σιά­σεις ένα κα­θα­ρό­αι­μο, λέ­ει, εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο και επι­κίν­δυ­νο εγ­χεί­ρη­μα. Τό­τε υπήρ­χε ένα σύ­στη­μα με πέ­δι­λα τα οποία φο­ρού­σαν στα πό­δια του αλό­γου, ένας ιμά­ντας που περ­νού­σε κά­τω από την κοι­λιά του και μια τρο­χα­λία. Τα πέ­δι­λα ήταν συν­δε­δε­μέ­να μ’ ένα κρί­κο. Τρα­βώ­ντας τον ξαφ­νι­κά, μα­ζεύ­ο­νταν και τα τέσ­σε­ρα πό­δια μα­ζί και το άλο­γο έπε­φτε σ’ ένα στρώ­μα άχυ­ρου. Το κα­θα­ρό­αι­μο πα­λεύ­ει με τέ­τοια μα­νία, που μπο­ρεί να σπά­σει κα­νέ­να μη­ριαίο αν δεν έχεις εξα­σφα­λί­σει με ακρί­βεια την πτώ­ση του. Και αν σπά­σει πό­δι, τό­τε θα πρέ­πει να το πυ­ρο­βο­λή­σουν, λέ­ει. Κι εσύ, θα πρέ­πει να αλ­λά­ξεις πε­ριο­χή, αν γί­νεις πρό­ξε­νος τέ­τοιου κα­κού. Τώ­ρα, έχουν βελ­τιω­θεί οι συν­θή­κες, λέ­ει.

4

Και με­τά, εί­πε κι άλ­λα. Θα τα ανα­φέ­ρω ακρι­βώς όπως τα άκου­σα, για­τί τα εί­πε με πολ­λές λέ­ξεις που δεν κα­τα­λα­βαί­νω: Με­τά τον εμ­φύ­λιο, λέ­ει, η Αγρο­τι­κή Τρά­πε­ζα έφε­ρε από την Ολ­λαν­δία αγε­λά­δες έγκυ­ες – κά­τι πε­λώ­ρια ζώα, που ζύ­γι­ζαν σχε­δόν έναν τό­νο – και τις πα­ρα­χω­ρού­σε, υπό μορ­φή δα­νεί­ου, στους αγρό­τες. Αυ­τές οι αγε­λά­δες μπο­ρού­σαν να πα­ρά­γουν 40-50 λί­τρα γά­λα την ημέ­ρα, γι’ αυ­τό ήταν πο­λύ­τι­μες.
Ο σύ­ντρο­φός μου εί­χε επι­στρέ­ψει από τη Γαλ­λία, φέρ­νο­ντας μα­ζί του κι αυ­τός την πρώ­τη του γυ­ναί­κα, έγκυο και γαλ­λί­δα. Τον έκα­ναν αν­θυ­πο­λο­χα­γό στη 15η Με­ραρ­χία, στην Κα­στο­ριά, για να φρο­ντί­ζει τα άλο­γα και τα μου­λά­ρια. Εκεί, γνώ­ρι­σε ένα άλο­γο που δεν εί­χε όνο­μα και συν­δέ­θη­κε πο­λύ μα­ζί του. Το έπαιρ­νε και πή­γαι­ναν βόλ­τες στα λι­βά­δια. Οι κο­πέ­λες θα έβλε­παν τον νε­α­ρό αν­θυ­πο­λο­χα­γό και το ωραίο άλο­γο και θα τους κα­μά­ρω­ναν, φα­ντά­ζο­μαι. Αλ­λά ο σύ­ντρο­φός μου ήταν ήδη πα­ντρε­μέ­νος.
Η δου­λειά του ήταν δύ­σκο­λη. Υπήρ­χαν ελά­χι­στοι κτη­νί­α­τροι και τους εί­χαν, λέ­ει, πε­ρί πολ­λού. Τα άλο­γα πά­θαι­ναν κυ­ρί­ως τε­νο­ντί­τι­δες. Ήταν τό­σο επί­πο­νη η επι­χεί­ρη­ση στα άλο­γα – όχι τό­σο στα μου­λά­ρια – που κά­θε τέ­τοιο πε­ρι­στα­τι­κό ανα­φε­ρό­ταν, επι­σή­μως, στην ημε­ρή­σια δια­τα­γή, ως κα­τά­κλι­ση του αλό­γου υπ’ αριθμ. τά­δε.
Μια μέ­ρα, ο λο­χα­γός του τον έστει­λε στο Άρ­γος Ορε­στι­κό, να εξε­τά­σει μια αγε­λά­δα από αυ­τές τις πε­λώ­ριες. «Μα εγώ δεν ξέ­ρω από αγε­λά­δες», του εί­πε. «Πή­γαι­νε!» τον διέ­τα­ξε ο λο­χα­γός· και μά­λι­στα, του έδω­σε το τζιπ του για να πά­ει γρή­γο­ρα.
Η οι­κο­γέ­νεια που εί­χε την αγε­λά­δα ήταν πάμ­πτω­χη. Αν η αγε­λά­δα –η μό­νη της πε­ριου­σί – χα­νό­ταν, θα ήταν όλοι χα­μέ­νοι. Ο Κύ­ριος πή­γε και τους βρή­κε όλους μα­ζε­μέ­νους γύ­ρω απ’ το ζώο, να κλαί­νε. Η αγε­λά­δα εί­χε πά­θει εκλαμ­ψία – κά­τι που πα­θαί­νουν, λέ­ει, κα­μιά φο­ρά και οι γυ­ναί­κες με­τά τον το­κε­τό. Σή­με­ρα, λέ­ει, αυ­τό θε­ρα­πεύ­ε­ται με απλή χο­ρή­γη­ση ασβε­στί­ου. Τό­τε δεν υπήρ­χαν τα μέ­σα. Η αγε­λά­δα συ­γκλο­νι­ζό­ταν από τι­τα­νι­κούς σπα­σμούς, κλω­τσού­σε το μο­σχα­ρά­κι που μό­λις εί­χε γεν­νή­σει, θα πέ­θαι­νε κι αυ­τό. Οι άν­θρω­ποι έκλαι­γαν – εί­χαν όμως φω­νά­ξει και το χα­σά­πη του χω­ριού, να πε­ρι­μέ­νει. (Οι άν­θρω­ποι εί­ναι πα­ρά­ξε­νοι. Μπο­ρούν να σκέ­φτο­νται δυο αντί­θε­τα πράγ­μα­τα την ίδια στιγ­μή. Οι σκύ­λοι εί­ναι πιο ξε­κά­θα­ροι.)
Ο Κύ­ριος, λέ­ει, δεν ήξε­ρε τι να κά­νει. Έπρε­πε να τη σώ­σει. Στην απελ­πι­σία του, θυ­μή­θη­κε για κά­ποια πα­λιά μέ­θο­δο, των πρα­κτι­κών για­τρών, που εί­χε ακού­σει. «Φέρ­τε μου μια τρό­μπα πο­δη­λά­του!» ζή­τη­σε. Ευ­τυ­χώς, η τρό­μπα βρέ­θη­κε. Εκεί­νος, πή­ρε το μα­στά­ρι της αγε­λά­δας κι άρ­χι­σε να το φου­σκώ­νει. Ο αέ­ρας ερέ­θι­σε τον πα­ρα­θυ­ρε­οει­δή, και τα επί­πε­δα ασβε­στί­ου και φω­σφό­ρου στο αί­μα ισορ­ρό­πη­σαν. (Μπο­ρεί αυ­τά να τα επα­να­λαμ­βά­νω λά­θος και μπερ­δε­μέ­να, αλ­λά σ’ αυ­τό το ση­μείο, πέ­ρα­σε η Άν­να από μπρο­στά μου και δια­σπά­στη­κε κά­πως η προ­σο­χή μου. Πά­ντως κα­τά­λα­βα ότι η αγε­λά­δα έγι­νε αμέ­σως κα­λά, το μο­σχα­ρά­κι την πλη­σί­α­σε πά­νω στα τρε­μά­με­να πό­δια του κι άρ­χι­σε να βυ­ζαί­νει.)
Οι άν­θρω­ποι, εί­πε ο Κύ­ριος, έκλαι­γαν πά­λι, αλ­λά από χα­ρά. Σαν θαύ­μα το έβλε­παν. (Οι άν­θρω­ποι εί­ναι πα­ρά­ξε­νοι. Εκ­φρά­ζουν και τη λύ­πη και τη χα­ρά τους το ίδιο: κλαί­νε. Οι σκύ­λοι δεν εί­ναι τό­σο μπερ­δε­μέ­νοι στα συ­ναι­σθή­μα­τά τους.)    
Και με­τά, ο Κύ­ριος θυ­μή­θη­κε και μια άλ­λη αγε­λά­δα που γνώ­ρι­σε: «Εί­δα στα σφα­γεία του Ταύ­ρου», εί­πε, «που σκό­τω­σαν την αγε­λά­δα - με λόγ­χι­σμα στον προ­μή­κη μυ­ε­λό τη σκό­τω­σαν. Το μο­σχα­ρά­κι της ήταν στο πλευ­ρό της: βλέ­πο­ντας τη μά­να του να σω­ριά­ζε­ται έπα­θε σοκ που εκ­δη­λώ­θη­κε με ακα­τά­σχε­τη διάρ­ροια.». (Εγώ δεν έχω κά­νει μω­ρά, αλ­λά ένιω­σα ένα πό­νο στην κοι­λιά κα­θώς τον άκου­γα και σκε­φτό­μουν το μο­σχα­ρά­κι.)
Ο Κύ­ριος σκε­φτό­ταν τώ­ρα τα σφα­γεία. «Στη Βι­λέτ», εί­πε σε λί­γο, «ο δά­σκα­λός μου εί­χε ακού­σει κά­ποιον Αμε­ρι­κά­νο να πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για τα σφα­γεία του Σι­κά­γου: ‘Εμείς, δεν αφή­νου­με να πά­ει τί­πο­τα χα­μέ­νο από τα γου­ρού­νια’, του έλε­γε. ‘Εκτός από το κρέ­ας και το λί­πος, αξιο­ποιού­με κι όλα τα υπο­προ­ϊ­ό­ντα. Λό­γου χά­ρη, βου­τά­με πρώ­τα το ζώο σε λιω­μέ­νο κε­ρί, και παίρ­νου­με την τρί­χα του, με­τά, παίρ­νου­με τα κό­κα­λα και τα αλέ­θου­με, παίρ­νου­με τα δό­ντια, τις οπλές, - παίρ­νου­με τα πά­ντα. Το μό­νο που θα μπο­ρού­σε να πά­ει χα­μέ­νο θα ήταν το σκού­ξι­μό τους όταν σφά­ζο­νται. Αλ­λά κι αυ­τό το ηχο­γρα­φού­με και το που­λά­με σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές πα­ρα­γω­γές…’, κα­τέ­λη­ξε αστειευό­με­νος ο Αμε­ρι­κά­νος.»
«Τό­τε ακό­μα έτρω­γα κρέ­ας» εί­πε ο Κύ­ριος με­τά από μια μι­κρή σιω­πή.
«Η Φι­λο­ζω­ι­κή Εται­ρία», πρό­σθε­σε σε λί­γο, «έφε­ρε στην Ελ­λά­δα τα πι­στό­λια ευ­θα­να­σί­ας - για να μην υπο­φέ­ρουν τα ζώα στα σφα­γεία. Αλ­λά δεν τα ήθε­λαν, για­τί έλε­γαν πως το πι­θα­νό αι­μά­τω­μα στο κε­φά­λι μπο­ρεί να χά­λα­γε το μυα­λό – που κι αυ­τό εί­ναι φα­γώ­σι­μο.»
Με­τά, μί­λη­σε αρ­κε­τή ώρα για τηναπάν­θρω­πη συ­μπε­ρι­φο­ρά των αν­θρώ­πων. (Δεν μπο­ρώ να απο­φύ­γω το σχό­λιο: έχε­τε προ­σέ­ξει ότι δεν λέ­με πο­τέ από­σκυ­λη ή από­γα­τη συ­μπε­ρι­φο­ρά;)

Άκου­σα πολ­λά γι’ αυ­τή την απάν­θρω­πη συ­μπε­ρι­φο­ρά:
Στα πτη­νο­τρο­φεία των Με­γά­ρων – που πα­ρά­γουν το 80% των αυ­γών της Ελ­λά­δας, έβγα­ζαν, λέ­ει, τα που­λά­κια από την κλωσ­σο­μη­χα­νή, έβλε­παν το φύ­λο τους και αμέ­σως πε­τού­σαν στη φω­τιά τ’ αρ­σε­νι­κά –ήταν άχρη­στα– και κρα­τού­σαν τα ωο­τό­κα θη­λυ­κά. Τ’ αρ­σε­νι­κά τα άλε­θαν και τα πρό­σθε­ταν στα φυ­ρά­μα­τα με τα οποία έτρε­φαν τα θη­λυ­κά.
Τα άλ­λα κο­τό­που­λα, συ­μπλή­ρω­σε ο Κύ­ριος, αυ­τά που εί­ναι για κρέ­ας, έχουν ακό­μα χει­ρό­τε­ρη μοί­ρα: απ’ τη στιγ­μή που θα βγουν από το αυ­γό θα ζή­σουν πε­ρί­που 2,5 μή­νες σε κλου­βιά κα­τά ντου­ζί­νες, να μην μπο­ρούν να σα­λέ­ψουν. Το δά­πε­δο των κλου­βιών εί­ναι από πλέγ­μα για να πέ­φτουν οι κου­τσου­λιές, τις οποί­ες ανα­κα­τεύ­ουν με­τά στην τρο­φή και τους την ξα­να­δί­νουν.
Όταν εκτί­σουν την ποι­νή των 2,5 μη­νών, πά­νε για σφα­γή.

5

Ο Κύ­ριος εί­δε ότι όλοι εμείς που τον ακού­γα­με εί­χα­με με­λαγ­χο­λή­σει (στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εγώ εί­χα με­λαγ­χο­λή­σει, οι άν­θρω­ποι, νο­μί­ζω, ένιω­θαν ντρο­πή και αμη­χα­νία). Γι’ αυ­τό, συ­νέ­χι­σε με μια ανά­λα­φρη ιστο­ρία.
«Μου έφε­ραν στο ια­τρείο μου», εί­πε «έναν πο­λύ άρ­ρω­στο σκύ­λο. Τον εξέ­τα­σα και ήταν φα­νε­ρό ότι εί­χε κά­ποιον όγκο. Όταν τον άνοι­ξα, έβγα­λα από την κοι­λιά του μια βα­ρύ­τι­μη καρ­φί­τσα. Κά­λε­σα μέ­σα την κυ­ρία του, να της τη δώ­σω. Προς με­γά­λη μου έκ­πλη­ξη, εκεί­νη ανα­λύ­θη­κε σε δά­κρυα και σχε­δόν έχα­σε τις αι­σθή­σεις της από την τα­ρα­χή. Μου εξή­γη­σε με­τά ότι εί­χε υπο­ψια­στεί την υπη­ρέ­τριά της για την απώ­λεια της καρ­φί­τσας, εί­χε χει­ρο­δι­κή­σει και εί­χε κα­λέ­σει την αστυ­νο­μία, η οποία και τη συ­νέ­λα­βε.» (Τον σκύ­λο, όμως, δεν τον συ­νέ­λα­βαν με­τά, για­τί εί­χε τι­μω­ρη­θεί αρ­κε­τά, υπο­θέ­τω, με το να κά­νει εγ­χεί­ρη­ση στα κα­λά κα­θού­με­να.). […]

Σ.τ.Μ: Στο σημείο αυτό σταματά απότομα το κείμενο, λόγω θανάτου του βιογραφούμενου Θανάση Βέλτσου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: