Απολογία λύκου

Απολογία λύκου

Βρίσκομαι σήμερα εδώ, σε αυτό το εδώλιο, για να υπερασπιστώ τη μοναξιά και τη θηριώδη ουσία μου. Κατηγορούμαι για έναν φόνο που δεν έχω διαπράξει. Όχι τουλάχιστον όπως η φυλή σας εννοεί τον φόνο. Με κατηγορείτε ότι έφαγα το κορίτσι. Ότι κομμάτιασα την μικρή εισβολέα στο καταφύγιο μου. Σας λέω ότι βρισκόμουν σε κατάσταση αυτοάμυνας. Δεν ήμουν εγώ που παραβίασα το σπίτι της γιαγιάς της, εκείνη ήταν που τρύπωσε στην περιοχή μου, στο σπιτικό μου, απείλησε τα παιδιά μου. Λέτε ότι την αποπλάνησα κι ακόνισα τα δόντια μου πάνω της, μέχρι που τα ρούχα της πνίγηκαν στο αίμα. Σας λέω ότι ήταν όλο προσχεδιασμένο. Ήταν ντυμένη επίτηδες στα κόκκινα για να μπερδέψει τις αρχές. Εκείνη ήρθε ματωμένη, δεν την μάτωσα εγώ. Λέτε επίσης ότι μασκαρεύτηκα σε γιαγιά και το κορίτσι τάχα ξεγελάστηκε. Θα πρέπει να είναι κανείς πολύ ανόητος ή απλά τυφλός για να μπερδέψει τα μεγάλα αυτιά μου με ανθρώπινα, την πυκνή γκρίζα προβιά μου με έναν γκρίζο κότσο, τα τρομερά μου δόντια με τη μασέλα της γιαγιάς στο ποτηράκι. Παρά όσα ισχυρίζεται μια μικρή ονειροπαρμένη, που φαντάζεται ότι μπήκε και ξαναβγήκε ολόκληρη από την κοιλιά μου, έχω να σας δηλώσω τα εξής: Είμαι αθώος και έχω πέσει θύμα πλεκτάνης.
Ισχυρίζεστε ότι ξεγέλασα ένα μικρό κορίτσι και το κατέστρεψα. Θα σας πω το εξής: Εκείνη και όλη της η φυλή έχει ξεγελάσει εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τους προγόνους μου. Από τότε που μας πήραν και μας έβαλαν σε μια κιβωτό τάχα για να μας σώσουν. Από τότε άρχισε η μεγάλη περιπέτεια, η μεγάλη σκλαβιά. Έζησα σε βουνά και σε λόγκους, σε φαράγγια και χιονισμένες κορφές. Αγάπησα τις στέπες κι έγινα ο λύκος της στέπας, κρύφτηκα στη ζούγκλα και τα ’βαλα με τον τίγρη, τον τρομερό Σέρε Χααν για να σώσω εκείνο το γυμνό, το γελοία άτριχο παιδί των ανθρώπων, τον Μόγλη. Οι άνθρωποι με τα βαμμένα πρόσωπα και τα φτερά στο κεφάλι κάψαν τις τρίχες μου για να αποκτήσουν τη σοφία μου, και κρέμασαν το νύχι μου φυλαχτό στο λαιμό για να αντρειώσουν την καρδιά τους. Με πολέμησαν μα με σεβάστηκαν. Χόρεψαν στο πνεύμα μου κι ικέτεψαν για τον οίκτο μου. Τους τελευταίους αιώνες σπίτι μου έκανα το Μαύρο Δάσος. Μου θυμίζει το Μεγάλο Κήπο από όπου με ξεσπίτωσε ο άνθρωπος για να με χώσει σε μία κιβωτό, εκείνη τη νύχτα της μεγάλης νεροποντής. Το Δάσος το φροντίζω. Αν χαθεί αυτό χάνεται κι τελευταία μακρινή ανάμνηση του Κήπου για τους ανθρώπους. Το Δάσος το φυλάω. Είμαι ο φύλακας του Δάσους. Είμαι η μακρινή ανάμνηση, η ξεθωριασμένη σκιά αυτού που κάποτε ήμουν εγώ, ο φύλακας του Κήπου, ο φρουρός του Παραδείσου. Το λιοντάρι μπορεί να είναι ο βασιλιάς του. Εγώ είμαι ο δήμιος των εχθρών. Νομίζετε ότι είμαι κακός; Δεν είμαι μήτε καλός, μήτε κακός. Τα αργόσυρτα βράδια κάτω απ' το ασημένιο φεγγαρόφωτο σέρνεται η μεγάλη φωνή μου, το μακρύ αλύχτισμα της φάρας μου. Είναι ο θρήνος μου που αλυχτάει, ο πόνος μου για τον χαμένο Κήπο. Με ρωτάτε σε ποιον Θεό πιστεύω. Δεν υπάρχει άλλος Θεός για εμάς τους Λύκους από τον Θεό που ζει στα σπλάχνα μας. Ο Θεός αυτός είναι ο Μεγάλος Λύκος. Ο Μεγάλος Λύκος φωλιάζει στην κοιλιά μας. Κάθε μέρα ζητά το μερτικό του. Κρατς κρατς, ξεσκίζει τα σπλάχνα μας με τα νύχια. Ζητάει αίμα για να χορτάσει. Εκείνο το σούρουπο που μπήκε το κόκκινο κορίτσι στα όρια του σπιτιού μου, στα όρια της ζωής μου, ο Μεγάλος Λύκος ζητούσε. Μια εβδομάδα είχε να ταϊστεί. Το κορίτσι το ‘καμα χαλάλι του.
Μπορείτε να με καταδικάσετε αν θέλετε, στηριζόμενοι στους γελοίους ανθρώπινους νόμους σας. Αν χαθώ εγώ, θα χαθεί η τελευταία σύνδεσή σας με τον παντοτινά χαμένο Κήπο, τον προαιώνιο Παράδεισο. Τότε που δεν υπήρχε ακόμα καλό ή κακό, γιατί κανείς άνθρωπος δεν τα είχε εφεύρει. Αν χαθώ εγώ, θα χάσετε τα αυτιά σας, τα δόντια σας, τη μακριά αλυσίδα του αίματος που μας κάνει όλους αδέλφια. Αν χαθώ, θα χαθεί το πλάσμα που στα μάτια του καθρεφτίστηκε το κορίτσι για τελευταία φορά. Το κόκκινο κορίτσι δε θα χαθεί επειδή εγώ το κατασπάραξα. Το κόκκινο κορίτσι θα χαθεί γιατί καθρεφτίστηκε μία φορά μες στα κόκκινα μάτια μου, και τα κόκκινα μάτια μου θα σβηστούν για πάντα. Τα νερά, τα ρυάκια, οι κουκουβάγιες, το Μαύρο Δάσος, ο Κήπος, ο θεός μας –ο Μεγάλος Λύκος– όλα καθρεφτίζονται μες στα μάτια μου που θα χαθούν για πάντα. Η στέπα, τα κόκκινα κορίτσια, τα άτριχα παιδιά, ό,τι κάποτε αντίκρισα για τελευταία φορά, θα σβηστούν για πάντα. Ο Παράδεισός σας θα είναι παντοτινά χαμένος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: