Σχετικά με τον Άδωνη

Με­τα­φρά­ζο­ντας τον Άδω­νη

Ο πα­γκο­σμί­ως ανα­γνω­ρι­σμέ­νος Σύ­ρο-Λι­βα­νέ­ζος ποι­η­τής και δια­νο­ού­με­νος Άδω­νης ζει από το 1986 στο Πα­ρί­σι. Η επι­λο­γή αυ­τή τό­που δια­μο­νής εί­ναι ση­μαί­νου­σα. Ουκ ολί­γοι καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι βρί­σκουν στο Πα­ρί­σι έναν τό­πο προ­ο­ρι­σμού, που αρ­χι­κά απο­τε­λεί στό­χο και με­τά εξε­λίσ­σε­ται σε μια κό­ντρα με­τα­ξύ ταυ­τό­τη­τας και δια­μο­νής, χω­ρίς να κα­τα­στρέ­φει το αρ­χι­κό όρα­μα. Έχο­ντας στο Πα­ρί­σι τη βά­ση του, πράγ­μα­τι ο Άδω­νης τα­ξι­δεύ­ει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Όλα αυ­τά βέ­βαια στο πλαί­σιο μιας πο­λι­τι­στι­κής πο­λι­τι­κής που εφαρ­μό­ζει με επι­τυ­χία η Γαλ­λία.
Έτυ­χε να γνω­ρί­σω τον Άδω­νη στους Δελ­φούς, λί­γο με­τά το γε­γο­νός που κα­θό­ρι­σε τη με­τά­βα­σή του από τη Βη­ρυ­τό στο Πα­ρί­σι: μια βόμ­βα στο δια­μέ­ρι­σμα όπου έμε­ναν με τη γυ­ναί­κα και τα δυο κο­ρι­τσά­κια τους. Η γνω­ρι­μία ξε­κί­νη­σε με μια άρ­νη­ση από με­ριάς μου, όταν μου ζη­τή­θη­κε να με­τα­φρά­σω μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Άδω­νη. Απά­ντη­σα ότι δεν εί­μαι ικα­νή για με­τά­φρα­ση, ότι δεν ξέ­ρω αρα­βι­κά όσο θα ήθε­λα, ότι αυ­τό δεν αναι­ρεί­ται από τα μα­θή­μα­τα αρα­βι­κής που άρ­χι­σα από το 1977, από το πτυ­χίο, το δι­δα­κτο­ρι­κό, την διαρ­κή ενα­σχό­λη­ση.
Όμως η συ­ζή­τη­ση με τον Άδω­νη για τα ποι­ή­μα­τά του κα­τέρ­ρι­ψε τα επι­χει­ρή­μα­τά μου. Η με­τά­φρα­ση της ποί­η­σης εί­ναι ένας λευ­κός τοί­χος. Η σχε­τι­κά μι­κρή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή που ανέ­λα­βα, «Οι ανα­λο­γί­ες και οι αρ­χές», πή­ρε σχε­δόν δυο δε­κα­ε­τί­ες (1986-2003). Ο ποι­η­τής χτί­ζει εύ­κο­λα τον τοί­χο, έλε­γα στον Άδω­νη, για­τί έχει τις πέ­τρες στο στό­μα του. Ο με­τα­φρα­στής πρέ­πει να φτιά­ξει απ’ την αρ­χή πέ­τρες που να μοιά­ζουν με τις πέ­τρες του ποι­η­τή, να τις αλ­φα­διά­σει, να τις ζυ­γί­σει, να τις ται­ριά­ξει, για να μοιά­ζει ο τοί­χος. Ντα­μά­ρι ολό­κλη­ρο, όπως εί­ναι η γλώσ­σα, δεν φτά­νει.
Έκα­να αυ­τή τη δου­λειά κι εί­μαι πε­ρή­φα­νη. Όσο περ­νά­ει ο και­ρός, βλέ­πω πό­σο λί­γο έχει με­τα­φρα­στεί αυ­τό το έρ­γο του Άδω­νη, ενώ τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έρ­γα του έχουν με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες. Ανα­κα­λύ­πτω, όπως το έχω συ­ζη­τή­σει με τον ίδιο και συμ­φω­νεί, ότι τα ποι­ή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής απο­τε­λούν ένα απαύ­γα­σμα της αδω­νι­κής ποι­η­τι­κής. Πρό­κει­ται για ένα έρ­γο που έχει γρα­φεί στη μέ­ση της ποι­η­τι­κής οδοι­πο­ρί­ας του, τη δε­κα­ε­τία του 1970. Δεν υπάρ­χουν πολ­λά συμ­φρα­ζό­με­να. Εί­ναι σχε­δόν αι­νιγ­μα­τι­κό να βρεις την ισορ­ρο­πία του κά­θε στί­χου και να κα­τα­λά­βεις το ποί­η­μα στην ολό­τη­τά του. Τα ποι­ή­μα­τα θυ­μί­ζουν στί­χους προϊ­σλα­μι­κής ποί­η­σης. Απο­τε­λούν αυ­το­τε­λή δρώ­με­να μέ­σα σε δυο ημι­στί­χια. Πρέ­πει να ανα­κα­λύ­ψεις το βά­ρος τους για να μη χα­θείς.
Θα δι­η­γη­θώ ένα πε­ρι­στα­τι­κό. Με­τέ­φρα­ζα πολ­λές φο­ρές τα ποι­ή­μα­τα, δο­κι­μά­ζο­ντας δια­φο­ρε­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες, αλ­λα­γές, συ­ντασ­σό­με­να και ανα­τασ­σό­με­να φαι­νό­με­να συ­μπό­ρευ­σης λέ­ξε­ων, πριν κα­τα­λή­ξω κά­που. Για ένα ποί­η­μα της συλ­λο­γής, πα­ρό­λο που η με­τά­φρα­ση ήταν κα­τά λέ­ξη, προ­έ­κυ­ψαν δύο κεί­με­να, δύο δια­φο­ρε­τι­κά ποι­ή­μα­τα, και ήταν αδύ­να­τον να δια­λέ­ξω. Ζή­τη­σα από τον Άδω­νη να μου επι­τρέ­ψει να βά­λω δί­πλα στο μο­να­δι­κό αρα­βι­κό τις δυο δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­φρά­σεις. Συ­ζη­τώ­ντας μα­ζί του αρ­γό­τε­ρα, απο­κά­λυ­ψε ότι στο συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα εί­χε βά­λει τον αριθ­μό 2 στον τί­τλο, για­τί υπήρ­χε και ένα δεύ­τε­ρο ποί­η­μα στο μυα­λό του. Οι πέ­τρες από τον δι­πλό τοί­χο του ποι­ή­μα­τος φά­νη­καν στον τοί­χο της με­τά­φρα­σης.

Με­τα­φρα­στές του Άδω­νη στα ελ­λη­νι­κά

Aν εξαι­ρέ­σου­με δη­μο­σιεύ­σεις σε πε­ριο­δι­κά, όπως οι δι­κές μου στη Νέα Εστία, ο Μάρ­κελ­λος Πι­ράρ με­τέ­φρα­σε πρώ­τος βι­βλίο, τη συλ­λο­γή Άσμα­τα του Μι­χιάρ του Δα­μα­σκη­νού (Άγρα 1996). Ακο­λού­θη­σε ο Δη­μή­τρης Άνα­λις, με το ίδιο κεί­με­νο με δύο δια­φο­ρε­τι­κούς τί­τλους σε δια­φο­ρε­τι­κούς εκ­δο­τι­κούς οί­κους: Χρό­νος, τό­ποι, δο­ξα­στι­κά (Ίν­δι­κτος, 1998) και Χρο­νι­κό των κλα­διών (εκδ. Λι­βά­νη, 2006). Υπάρ­χουν γε­νι­κό­τε­ρα διά­φο­ρες πα­ραλ­λα­γές ή «δια­σκευ­ές» τί­τλων του Άδω­νη, όπως δια­πί­στω­σα ετοι­μά­ζο­ντας ερ­γο­γρα­φία του το 2003.
Στο Χρο­νι­κό των κλα­διών κλα­δί και ρί­ζα συ­μπί­πτουν, αλ­λά και αναι­ρού­νται. Ξε­κι­νώ­ντας από τον σε­βα­σμό και τη με­τα­φο­ρά των πα­ρα­δό­σε­ων από προ­γό­νους σε απο­γό­νους, το ιδε­ο­λο­γι­κό πο­λι­τι­στι­κό ρεύ­μα του «άνταμπ» (που μπο­ρεί να φα­ντα­στεί κά­ποιος ως ανα­γραμ­μα­τι­σμό της λέ­ξης παι­δεία ή αντι­στρό­φως) γί­νε­ται στη συ­νέ­χεια η ανα­ζή­τη­ση της αλή­θειας μέ­σω της ωραιό­τη­τας, δη­λα­δή, το παν μέ­τρον άν­θρω­πος ή λο­γο­τε­χνία και εξευ­γε­νι­σμέ­νη γνώ­ση. Η πο­λυ­ση­μία των στί­χων του Άδω­νη ανα­δει­κνύ­ει τη σχέ­ση πα­ρά­δο­σης (το χρο­νι­κό) και νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας (κλα­δί και ρί­ζα) στον αρα­βι­κό πο­λι­τι­στι­κό ορί­ζο­ντα.
Προς τι­μήν της ανα­γό­ρευ­σης του Άρα­βα ποι­η­τή ως επί­τι­μου δι­δά­κτο­ρα στο ΕΚ­ΠΑ, ανα­τυ­πώ­θη­κε η με­τά­φρα­σή μου της συλ­λο­γής Οι ανα­λο­γί­ες και οι αρ­χές (Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα 2019), που αρ­χι­κά εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το 2003, έχο­ντας με­τα­ξύ άλ­λων με­σο­λα­βή­σει η έκ­δο­ση ποι­η­μά­των του σε με­τα­φρά­σεις της Αγ­γε­λι­κής Σι­γού­ρου υπό τον τί­τλο Ένας τά­φος για τη Νέα Υόρ­κη (εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2017) από έρ­γο του πο­λύ πριν την τρο­μο­κρα­τι­κή ενέρ­γεια το 2001.

Άδω­νης και πε­ριο­δι­κά

Πρω­τό­το­κος γιος ενός γε­ωρ­γού, ο Άδω­νης έκα­νε ση­μα­ντι­κές σπου­δές και έχο­ντας αρ­χί­σει να δι­δά­σκει στο πα­νε­πι­στή­μιο εκ­πό­νη­σε δι­δα­κτο­ρι­κό σε ένα από τα κα­λύ­τε­ρα ιδρύ­μα­τα του Λι­βά­νου, το Πα­νε­πι­στή­μιο του Αγί­ου Ιω­σήφ. Ει­δι­κά όμως χρειά­ζε­ται να το­νι­στεί η συμ­βο­λή του στον ποι­η­τι­κό και πο­λι­τι­στι­κό χώ­ρο μέ­σω πε­ριο­δι­κών που άνοι­ξαν νέ­ους δρό­μους.
Το πρώ­το και γι’ αυ­τό ιδιαι­τέ­ρως ση­μα­ντι­κό ήταν το πε­ριο­δι­κό «Majallat Shiʿr» (Πε­ριο­δι­κό Ποί­η­ση), που ξε­κί­νη­σε το 1957 από τον φί­λο του Γιού­σεφ αλ-Χαλ και συ­νε­χί­στη­κε, από το 1962, με συ­νεκ­δό­τη και συ­νι­διο­κτή­τη τον Άδω­νη. Το πε­ριο­δι­κό δί­νει βή­μα στον ελεύ­θε­ρο στί­χο, αν και για τον Άδω­νη ο στί­χος δεν εί­ναι εντε­λώς «ελεύ­θε­ρος». Η ποί­η­ση έχει κρυ­φούς κα­νό­νες και δια­φέ­ρει από το πε­ζό, όπως φαί­νε­ται στη μα­κρά αρα­βι­κή ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Υπάρ­χει μια μου­σι­κό­τη­τα, έχει το­νί­σει σε συ­ζη­τή­σεις μας. Στο πε­ριο­δι­κό ωστό­σο προ­σφέ­ρει βή­μα σε δη­μιουρ­γούς όπως ο επτά χρό­νια νε­ό­τε­ρος Ούν­σι Ελ-Χαζ, για τον οποίο έχει πει ότι εί­ναι «ο πιο κα­θα­ρός από όλους μας», κα­θώς δεν δι­στά­ζει να συν­δέ­σει πιο έντο­να τη σύγ­χρο­νη αρα­βι­κή ποί­η­ση με το πε­ζό. Το πε­ριο­δι­κό γί­νε­ται πλατ­φόρ­μα γνω­ρι­μί­ας με τον σου­ρε­α­λι­σμό για τον αρα­βι­κό κό­σμο. Ο υπερ­ρε­α­λι­σμός εί­ναι μια μυ­στι­κι­στι­κή και φαι­νο­με­νο­λο­γι­κή δί­ο­δος για τον Άδω­νη, που θα γρά­ψει αρ­γό­τε­ρα, το 1992, ένα έρ­γο με τί­τλο «Σου­φι­σμός και υπερ­ρε­α­λι­σμός». «Η αει­κι­νη­σία του στα­θε­ρού» εί­ναι άλ­λω­στε τί­τλος άλ­λου έρ­γου του Άδω­νη στη διαρ­κή ανα­ζή­τη­ση της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας.
Το 1968 θα κυ­κλο­φο­ρή­σει το πε­ριο­δι­κό Mawaqif (Στά­σεις), που συν­δέ­ει την ανα­νέ­ω­ση της ποί­η­σης με την ανα­γέν­νη­ση του αρα­βι­κού κό­σμου. Ο τί­τλος πα­ρα­πέ­μπει στο ‘κε­νό μνη­μεί­ο’ του αρα­βι­κού πο­λι­τι­σμού. Ακού­γο­ντας Μα­ουά­κιφ στην αρα­βι­κή λό­για γλώσ­σα, στον νου έρ­χο­νται ο σου­φι­σμός και τα στά­δια της μύ­η­σης/τε­λειο­ποί­η­σης του μύ­στη. Η ιδέα της τε­λεί­ω­σης/ανά­βα­σης εί­ναι πο­λύ γνω­στή στον ση­μι­τι­κό (σκά­λα του Ια­κώβ) και χρι­στια­νι­κό κό­σμο, κυ­ρί­ως από την Κλί­μα­κα του Ιω­άν­νη Σι­να­ΐ­τη, που γρά­φτη­κε τον 6ο αιώ­να στα ελ­λη­νι­κά και έγι­νε πο­λύ σύ­ντο­μα ένα από τα κυ­ριό­τε­ρα αρα­βι­κά χρι­στια­νι­κά ανα­γνώ­σμα­τα του Με­σαί­ω­να, ενώ κλί­μα­κα επί­σης εμπε­ριέ­χε­ται στην πα­ρα­δο­σια­κή βιο­γρα­φία του Μω­ά­μεθ (mi’raj, Scala Maometti). Ως τί­τλος υπάρ­χει και το Κι­τάμπ αλ-μα­ουά­κιφ (Το βι­βλίο των στά­σε­ων) γνω­στό ως μύ­η­ση του Νι­φά­ρι, ποι­η­τή του 10ου αιώ­να, τί­τλος που εμ­φα­νί­ζε­ται και σε έρ­γα άλ­λων μου­σουλ­μά­νων λο­γί­ων. Ο Άδω­νης δί­νει τον τί­τλο Μα­ουά­κιφ σε πε­ριο­δι­κό αρα­βι­κής πρω­το­πο­ρί­ας, ενώ αρ­γό­τε­ρα, το 2017, με­τα­φρά­ζει το έρ­γο του Νι­φά­ρι και με τρό­πο που σκαν­δα­λί­ζει χρη­σι­μο­ποιεί τη λέ­ξη Αλ-κι­τάμπ (Το Βι­βλίο), με ανα­φο­ρά συ­νή­θως στο Κο­ρά­νι, για τί­τλο σε δι­κό του έρ­γο. Το πε­ριο­δι­κό δεν άντε­ξε τις αλ­λε­πάλ­λη­λες λο­γο­κρι­σί­ες και στα­μά­τη­σε να εκ­δί­δε­ται το 1994, όταν πια ο Άδω­νης εί­χε εγκα­τα­στα­θεί στο Πα­ρί­σι.
Al-Akhar (Το άλ­λο) ονο­μά­ζε­ται το τρί­το πε­ριο­δι­κό, με το οποίο ο Άδω­νης δί­νει βή­μα στην αρα­βι­κή πρω­το­πο­ρία και στις με­τα­φρά­σεις σύγ­χρο­νης πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας. Η προ­σπά­θεια άντε­ξε μό­λις τρία χρό­νια, από το 2011 ως το 2013, με κέ­ντρο τη Βη­ρυ­τό. Τα πε­ριο­δι­κά αυ­τά έγι­ναν η πλατ­φόρ­μα για με­τα­φρά­σεις στα αρα­βι­κά, από τον ίδιο ή άλ­λους, Γάλ­λων και γαλ­λό­φω­νων ποι­η­τών όπως οι Saint-John Perse, Yves Bonnefoy, René Char, Paul Claudel, Jules Supervielle, Jacques Prévert, Pierre Jean Jouve και Henri Michaux, ενώ επί­σης φρο­ντί­ζει να με­τα­φρα­στούν ποι­η­τές από τα αγ­γλι­κά και τα ισπα­νι­κά, όπως οι Ezra Pound, T.S. Eliot, W.B. Yeats, e.e. cummings, Federico García Lorca, Octavio Paz και Juan Ramόn Jimenez.

Για την ποί­η­ση και το έρ­γο του

Η συλ­λο­γή του Άδω­νη με τον τί­τλο Πρώ­τα ποι­ή­μα­τα κυ­κλο­φο­ρεί το 1957 και ακο­λου­θεί έναν χρό­νο αρ­γό­τε­ρα η συλ­λο­γή Φύλ­λα στον άνε­μο. Το πρώ­το σπου­δαίο βι­βλίο του εί­ναι τα Άσμα­τα του Μι­χιάρ του Δα­μα­σκη­νού, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1961. Ο τί­τλος πα­ρα­πέ­μπει στην πρω­τεύ­ου­σα της Συ­ρί­ας Δα­μα­σκό, κέ­ντρο ενός αρ­χέ­γο­νου πο­λι­τι­σμού που ενώ­νει Ασία και Ιω­νία, ενώ ο Μι­χιάρ ανα­κα­λεί Πέρ­ση Ζω­ρο­ά­στρη δη­μιουρ­γό του 11ου αιώ­να, που με­τα­στρέ­φε­ται στο σι­ι­τι­κό Ισλάμ και θε­ω­ρεί­ται επα­να­στά­της ποι­η­τής. Έχο­ντας φυ­λα­κι­στεί και εξο­ρι­στεί στη γε­νέ­τει­ρά του Συ­ρία, ο Άδω­νης ολο­κλη­ρώ­νει τη συλ­λο­γή αυ­τή στο πρώ­το ση­μα­ντι­κό τα­ξί­δι του στο Πα­ρί­σι.

Ο Μιχιάρ αντιστοιχεί σε ένα κενό που αυτοπροσδιορίζεται:

Γεννιούνται τα μάτια του
Κυκλοτερές ειν’ το τρελό λιθάρι
που αναζητά τον Σίσυφο
γεννιούνται τα μάτια του
γεννιούνται τα μάτια του
μέσα στα μάτια που έχουν σβήσει που έχουν χαθεί
που αναζητούν την Αριάδνη
γεννιούνται τα μάτια του
μέσα σε ταξίδι που κυλά ως αιμόρροια
από το λείψανο του Χώρου,
μέσα σ’ έναν κόσμο φέροντα το πρόσωπο του θανάτου
χωρίς γλώσσα η μη-φωνή τον διασχίζει
γεννιούνται τα μάτια του.

Δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, αρ­χές του 1970, με­τά από ένα τα­ξί­δι στη Νέα Υόρ­κη, ο Άδω­νης γρά­φει ένα εμ­βλη­μα­τι­κό ποί­η­μα με τί­τλο «Τά­φος για τη Νέα Υόρ­κη». Εί­ναι γνω­στό ότι μια επί­σκε­ψη στην Αμε­ρι­κή του Sayyid Qutb (1906-1966), επι­δρα­στι­κής φι­γού­ρας των Αδελ­φών Μου­σουλ­μά­νων, τρο­φο­δό­τη­σε την αντί­δρα­ση στην αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία ως συ­ναι­σθη­μα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά άδειας λό­γω ατο­μι­σμού, με απο­τέ­λε­σμα να δια­κι­νεί­ται η ιδέα ότι το «τζι­χάντ», ο ιε­ρός πό­λε­μος, συ­νι­στά τρό­πο ζω­ής των Μου­σουλ­μά­νων προ­στα­τεύ­ο­ντας τους αν­θρώ­πους από μια τέ­τοια εξέ­λι­ξη. Εντυ­πω­σια­σμέ­νος από την αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία και την εξέ­λι­ξη του κό­σμου, σχε­δόν τρο­μαγ­μέ­νος ή επα­να­στα­τη­μέ­νος, ο Άδω­νης προ­φη­τι­κά βλέ­πει το άγαλ­μα της Ελευ­θε­ρί­ας από έμ­βλη­μα να γί­νε­ται τρό­μος στο μα­κρο­σκε­λές έπος της κα­τα­στρο­φής του αν­θρώ­που που γρά­φει. Πέ­ρα από τα πο­λι­τι­στι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, φυ­σι­κά δεν υπάρ­χει ανα­φο­ρά στον Κου­τμπ, που θε­ω­ρεί το Ισλάμ ως τη μο­να­δι­κή λύ­ση, ενώ αντί­θε­τα ο Άδω­νης θε­ω­ρεί ότι οι αξί­ες της Ανα­το­λής ως λί­κνο πο­λι­τι­σμού θα εί­ναι ρυθ­μι­στι­κές της ανα­βί­ω­σής του.
Στο τέ­λος αυ­τής της δε­κα­ε­τί­ας θα γρα­φεί μια μι­κρή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τί­τλο Οι ανα­λο­γί­ες και οι αρ­χές (Al-Μου­τα­μπα­κάτ ουα­’λ-αουάιλ). Κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νε­ται αρ­γό­τε­ρα, η συλ­λο­γή κα­τά κά­ποιον τρό­πο χά­νε­ται μέ­σα στο έρ­γο του Άδω­νη και με­τα­φρά­ζε­ται πο­λύ λί­γο. Ωστό­σο, όταν ο Άδω­νης απαγ­γέλ­λει ποι­ή­μα­τα, με τον δι­κό του μο­να­δι­κό τρό­πο, πολ­λές φο­ρές επι­λέ­γει να απαγ­γεί­λει το ποί­η­μα που κλεί­νει τη συλ­λο­γή αυ­τή με τί­τλο «Η αρ­χή του λό­γου». Εί­ναι ένα ποί­η­μα που τον εκ­φρά­ζει ιδιαί­τε­ρα, έχει πει. Πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα του πρώ­του τμή­μα­τος της συλ­λο­γής, με τί­τλο «Οι ανα­λο­γί­ες», ανα­φέ­ρο­νται σε με­γά­λους ποι­η­τές και προ­σω­πι­κό­τη­τες της Ανα­το­λής και της Δύ­σης. Το δεύ­τε­ρο τμή­μα της συλ­λο­γής ονο­μά­ζε­ται «Οι αρ­χές» και όλα τα ποι­ή­μα­τα φέ­ρουν ως πρώ­το μέ­ρος του τί­τλου τους τη λέ­ξη «η αρ­χή». Οι αρ­χές ακο­λου­θούν τις ανα­λο­γί­ες με το πα­ρελ­θόν, που μας έφε­ρε έως εδώ και το έχου­με ξε­πε­ρά­σει για να εναρ­μο­νι­στού­με με το δι­κό μας ελεύ­θε­ρο και κε­νό βή­μα προς το αύ­ριο. Η τε­λευ­ταία στρο­φή της συλ­λο­γής εί­ναι η εξής: «Ω παι­δί που ήμουν κά­πο­τε, βγες μπρο­στά / Τι εί­ναι αυ­τό που μας ενώ­νει, τώ­ρα, και τι θα λέ­με;»
Πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή που μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί η ποι­η­τι­κή του Άδω­νη. Ταυ­τό­χρο­να απο­τε­λεί έκ­κλη­ση για ελευ­θε­ρία σε κά­θε πτυ­χή της κοι­νω­νί­ας. Το σύ­νο­λο του ποι­η­τι­κού και δο­κι­μια­κού έρ­γου του πρε­σβεύ­ει ότι η ιστο­ρία του ση­με­ρι­νού ισλα­μι­κού και πα­γκό­σμιου σκο­τα­δι­σμού απο­τε­λεί απόρ­ροια και συ­νέ­χεια της ιστο­ρί­ας από την εμ­φά­νι­ση του Ισλάμ έως σή­με­ρα. Πρέ­πει οι «ανα­λο­γί­ες» να στα­μα­τή­σουν για να υπάρ­ξει μια και­νού­ρια αρ­χή με βά­ση όχι την «ανε­κτι­κό­τη­τα», αλ­λά την ισό­τη­τα, δη­λα­δή την ελευ­θε­ρία. Πρό­κει­ται για μία στα­θε­ρά της ανα­νέ­ω­σης σε σχέ­ση με τον αρα­βι­κό πο­λι­τι­σμό, που έχει ανα­πτύ­ξει και στην τρί­το­μη δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βή στη φι­λο­σο­φία, με τί­τλο «Το στα­θε­ρό και το αει­κί­νη­το», που άρ­χι­σε να δη­μο­σιεύ­ε­ται το 1973.
Πέ­ρα από το ποι­η­τι­κό έρ­γο του, ο Άδω­νης έχει γρά­ψει πολ­λά δο­κί­μια που ανα­φέ­ρο­νται στη φι­λο­σο­φία, τη λο­γο­τε­χνία και τον πο­λι­τι­σμό, ενώ έχει πα­ρου­σιά­σει και σχο­λιά­σει την αρα­βι­κή λο­γο­τε­χνία και σκέ­ψη. Η Ει­σα­γω­γή στην αρα­βι­κή ποι­η­τι­κή (Introduction à la poétique arabe) συ­γκε­ντρώ­νει το 1985 σε γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση τέσ­σε­ρις δια­λέ­ξεις που εί­χε κλη­θεί να δώ­σει στο Collège de France. Κά­ποιες εν­δια­φέ­ρου­σες απο­κλί­σεις με­τα­ξύ αρα­βι­κού κει­μέ­νου και γαλ­λι­κής με­τά­φρα­σης ανα­δει­κνύ­ουν δια­φο­ρές στο­χεύ­σε­ων ανα­λό­γως της γλωσ­σι­κής και πο­λι­τι­σμι­κής κοι­νό­τη­τας στην οποία απευ­θύ­νε­ται ο ομι­λη­τής.
Ας προ­στε­θεί ότι η καλ­λι­γρα­φία, η απαγ­γε­λία και ο κι­νη­μα­το­γρά­φος απο­τε­λούν τέ­χνες που έχουν επί­σης απα­σχο­λή­σει τον Άδω­νη, γε­γο­νός που ανα­δεί­χθη­κε σε τι­μη­τι­κό τό­μο με μαρ­τυ­ρί­ες, στον οποίο συμ­με­τεί­χα από ελ­λη­νι­κής πλευ­ράς, και με­γά­λη έκ­θε­ση για το έρ­γο του το έτος 2000, το οποίο εμ­βλη­μα­τι­κά αφιέ­ρω­σε στον Άδω­νη το Ιν­στι­τού­το του Αρα­βι­κού Κό­σμου.

Λο­γο­κρι­σία και δη­μο­σιό­τη­τα

Από τη φυ­λα­κή στη Συ­ρία, όπου βρέ­θη­κε στα νιά­τα του, σώ­θη­κε όταν η γυ­ναί­κα του ανα­κά­λυ­ψε πως η οι­κο­γέ­νειά του εί­χε λι­βα­νι­κή κα­τα­γω­γή και έτσι μπό­ρε­σε να δια­φύ­γει στον Λί­βα­νο. Η φυ­λα­κή τού χά­ρι­σε δύο πα­τρί­δες. Η βόμ­βα στο σπί­τι τους στη Βη­ρυ­τό τού χά­ρι­σε μια τρί­τη πα­τρί­δα, τη Γαλ­λία. Τον έχουν κα­τη­γο­ρή­σει για την πρω­το­πο­ρία της γρα­φής του. Τον έχουν κα­τη­γο­ρή­σει ότι πή­ρε την αρα­βι­κή ποί­η­ση από τις αυ­λές των σπι­τιών και την έβα­λε στα σα­λό­νια. Το 1995 εκ­διώ­χθη­κε από την Ένω­ση Αρά­βων Συγ­γρα­φέ­ων, γε­γο­νός που προ­κά­λε­σε την πα­ραί­τη­ση δύο άλ­λων σπου­δαί­ων συγ­γρα­φέ­ων συ­ρια­κής κα­τα­γω­γής, του θε­α­τρι­κού συγ­γρα­φέα Saadallah Wannous και του πε­ζο­γρά­φου Hanna Mina. Τέ­θη­κε θέ­μα να εκ­δο­θεί εις βά­ρος του φά­τουα όταν κα­τα­δι­κά­στη­κε από φα­να­τι­κούς κύ­κλους του Ισλάμ. Το 2013 έγι­νε κί­νη­ση για να κά­ψουν έρ­γα του. Ίσως τον έχει σώ­σει το γε­γο­νός ότι δεν εί­ναι πά­ντα εύ­κο­λο να κα­τα­νο­ή­σει κα­νείς τους στί­χους του, ενώ η γεν­ναιό­τη­τα και η πα­ρου­σία του ως «αρα­βι­κής φω­νής» πα­γκο­σμί­ως τον κά­νουν απο­δε­κτό.
Θα ήταν εξα­ντλη­τι­κή μια πλή­ρης απα­ρίθ­μη­ση δια­κρί­σε­ων του, που πε­ρι­λαμ­βά­νουν το βρα­βείο Max Jacob το 2009, το βρα­βείο Goethe το 2011, το βρα­βείο Prince Pierre de Monaco το 2016 και πολ­λά άλ­λα. Ένας τα­ξι­διώ­της διαρ­κώς, η ποί­η­ση και τα δο­κί­μιά του έχουν με­τα­φρα­στεί σε πά­ρα πολ­λές γλώσ­σες, ενώ συ­νε­χώς αυ­ξά­νο­νται οι με­λέ­τες για το έρ­γο του. Της ανα­γό­ρευ­σής του σε επί­τι­μο δι­δά­κτο­ρα του Εθνι­κού και Κα­πο­δι­στρια­κού Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών προη­γή­θη­καν αντί­στοι­χες δια­κρί­σεις από πα­νε­πι­στή­μια στη Γαλ­λία, την Ελ­βε­τία και τις ΗΠΑ.
Ήδη από τα πρώ­τα κεί­με­νά του σκια­γρα­φεί­ται, όπως ση­μειώ­νει ο Alain Bosquet (Adonis, l'ardente interrogation), «η βα­θιά – ή δι­φο­ρού­με­νη – ταυ­τό­τη­τα του Άδω­νη»: «Αντί να κρα­τή­σει το αρα­βι­κό του όνο­μα, δια­λέ­γει ένα άλ­λο, που ακού­γε­ται ελ­λη­νι­κό. Εξ αρ­χής λοι­πόν ο Άδω­νης ανή­κει στη Με­σό­γειο».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: