Δεν είναι πάντα εύκολο για την ντοστογιεφσκική διαπίστωση –αρθρωμένη από τον «ηλίθιο» Μίσκιν–, ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο, να βρει χώρο για να ξεδιπλώσει την αλήθεια της. Να πέσει σαν φρεσκοπλυμένο τραπεζομάντιλο πάνω σ’ ένα τραπέζι που βρίσκεται σε μια μικρή αυλή στην εξοχή, εκεί όπου ακούγονται μόνο τζιτζίκια, θροΐσματα και δάφνινα γέλια.
Τον τελευταίο χρόνο, σπάζοντας μια παράδοση… κεφαλαλγίας που συνόδευε την ανάγνωσή μου σε μέσα μαζικής μεταφοράς, διαβάζω πολλά βιβλία εν κινήσει, κυρίως καθισμένη σε κάποιο κάθισμα λεωφορείου. Μαζί με τις σελίδες και τις λέξεις, περνούν από μπροστά μου και πλαγίως οι δρόμοι της Αθήνας, οι άνθρωποί της, οι εποχές της, οι απεργίες κι οι αργίες της, οι αστάθειες κι οι ευκρασίες των εικόνων της. Σ’ αυτή την αναμέτρηση, η ομορφιά ενός κειμένου αποκτά σχεδόν μυθικές διαστάσεις, αφού όταν υφίσταται, μοιάζει να βγαίνει από το χαρτί και να «χτυπά» πάνω στην πόλη σε μια σύγκρουση που ελευθερώνει κβάντα φωτός.
Στις αρχές του 2017, κυκλοφόρησε σε μετάφραση της Αγγελικής Σιγούρου από τα αραβικά η συλλογή ποιημάτων του Άδωνη υπό τον τίτλο Ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη (Εκδόσεις Πατάκης 2017), η οποία περιέχει επιλεγμένα ποιήματα από δώδεκα ποιητικές συλλογές του ποιητή. Στο παρόν κείμενο, θα γίνει αναφορά μόνο σε μία εξ αυτών, στους Ενικούς, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977 ως Ενικός σε μορφή πληθυντικού
και το 1996 επανακυκλοφόρησε με τον τωρινό της τίτλο. Η Σιγούρου αποδίδει στα ελληνικά το εκτενέστατο –σαράντα σελίδες– ποίημα Σώμα από τη συγκεκριμένη συλλογή.
Σκέφτομαι πώς είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς με όρους αυστηρά φιλολογικούς για ένα ποίημα τέτοιας ομορφιάς, εφευρετικότητας (διαρθρωτικά και νοηματικά) και φιλοσοφημένης σκέψης∙ δεν είμαι φιλόλογος για να αυτοπεριοριστώ από την ιδιότητά μου και ως εκ τούτου μπορώ να παρασυρθώ συνειδητά σε έναν πιο ελεύθερο σχολιασμό. Διαβάζοντας, λοιπόν, ξανά και ξανά αυτές τις σαράντα σελίδες, αποφάσισα να γράψω σε μια λευκή κόλλα όλες τις προτάσεις ή φράσεις που έχω υπογραμμίσει (γιατί τις ξεχώρισα). Να είστε σίγουροι πως είναι τόσο πολλές που βαρέθηκα να τις γράψω όλες. Ωστόσο, χαζεύοντας όσες αντέγραψα συνειδητοποίησα πόσο αυτάρκεις είναι. Η αυτάρκειά τους εκφράζεται τόσο αποφθεγματικά καθιστώντας τες ξεκάθαρα γλωσσικά συμβάντα (π.χ. το σώμα και όχι η αγάπη είναι το δέρμα του χρόνου και της γης οι πόροι, τολμάμε ν’ αρνηθούμε για να γράψουμε μια άλλη ιστορία, ό,τι χτίζω με γκρεμίζει, η άρνηση είναι ένα επίρρημα και το επίρρημα είναι ένα κατηγόρημα, η αγάπη είναι επίσης ν’ αμφιβάλλεις για την αγάπη, η βεβαιότητα είναι η παγίδα των συνειδήσεων) όσο και μορφολογικά από την άποψη της ποιητικής τους επάρκειας (ο θάνατος ντύνεται βιολέτα, σμίγουμε το ψωμί με την πληγή για να κρατήσουμε τη γη κάτω απ’ τα λόγια μας, τα πράγματα δεν έχουν ονόματα/έχουν μηρούς σαν τα ελάφια/πρόσωπα σαν τους εραστές, το νερό είναι στενό για τη δίψα μου).
Η ποιητική επάρκεια προφανώς και δεν εξαντλείται στον συνδυασμό αταίριαστων –τουλάχιστον φαινομενικά– λέξεων, στη δημιουργία υπερβατικών εικόνων και στη συναισθηματική ανακίνηση. Αυτά τα στοιχεία είναι εφικτό να συνθέσουν το ποιητικό κάδρο, αλλά δεν εγγυώνται επ’ ουδενί την πλήρωση του ποιητικού πίνακα. Ο Άδωνις στο Σώμα προχωρά πέρα από τον διάκοσμο. Βιώνει, κατ’ αρχάς, τον έρωτα∙ δοξαστικά, απτά, μοναδικά, διερωτώμενος (Είναι άραγε το ζευγάρωμα μια στιγμή ενικού ή μια στιγμή πληθυντικού;), από τη μεριά που συνορεύει τόσο με τον θάνατο (μέσα σου σμίγω την επιθυμία με τη γεύση του χώματος/και τη χαρά με τη γεύση του θανάτου) όσο και με την κατάργησή του. Απλώσου πάνω μου και φυτέψου, προτρέπει την αγαπημένη. Εισάγει την εξίσωση Συναντιόμαστε = Χωρίζουμε, αλλά και την ακόλουθη: Σβήνουμε τα πρόσωπά μας = Ανακαλύπτουμε τα πρόσωπά μας. Σε καταβροχθίζω ως το τελευταίο κύτταρο και δεν χορταίνω, παραδέχεται παρακάτω. Ο έρωτας δεν είναι μόνο η εκτόνωση του σώματος που παρακινεί η επιθυμία, είναι ταυτόχρονα η γνωριμία του ερωτευμένου με αυτό και η αποδοχή του∙ η αποδοχή της χοϊκής του φύσης και μοίρας. Ενώ μιλάει για τον έρωτα, συμπεραίνει για την αγάπη και αποκαλύπτει, ηθελημένα ή άθελά του, έναν εκ των συνδετικών τους κρίκων όταν φαντάζεται ένα καναρίνι να πνίγεται από το χέρι που το φρόντισε και λέει/Έτσι αγάπησα.
Βιώνει, εν συνεχεία, τον θάνατο∙ λυτρωτικά, διαπεραστικά, αποκαλυπτικά. Επινοούμε έναν θάνατο που τη ζωή επιμηκύνει, λέει ενώ απευθύνει έως και χαιρετισμό: Χαίρε στην αποσύνθεση οικεία σαν τον αέρα/ Εδραιωμένη σαν την αρχή των πάντων. Ψάχνει το πουλί που πετάει με φτερά από λάσπη και την κατσαρίδα που μετενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός αγγέλου, όπως έψαχνε στον έρωτα τη γυναίκα, τον άντρα, τη γυναίκα εντός του άντρα και τον άντρα εντός της γυναίκας. Γιατί τι άλλο είναι ο έρωτας και ο θάνατος (τόσο μεταξύ τους όσο και ο καθένας χωριστά) πέρα από ένα παιχνίδι με αντώνυμα και συνώνυμα; Χρειάζεται να γίνει αντιληπτό –βοηθά σ’ αυτό κι ο τίτλος– ότι στο ποίημα είναι το σώμα που κυριαρχεί, ακόμη κι όταν έχει ηττηθεί (ή, μάλλον, ακόμη κι όταν συνειδητοποιήσει ότι η ήττα είναι η μόνη βεβαιότητα που θα αντιμετωπίσει στη ζωή). Από το σώμα φαίνεται να ξεκινά και στο σώμα φαίνεται, επίσης, να καταλήγει η ιστορία κι η εξιστόρηση της ανθρώπινης υπόστασης τόσο εν τη παρουσία όσο και εν τη απουσία της.
Η ομορφιά του Σώματος του Άδωνη είναι ακριβώς αυτή η υλική πνευματικότητα που φέρει κάθε λέξη χωριστά και όλες μαζί. Αυτή φυλάσσει την ωραιότητα και, κρατώντας τη, προχωρά παρακάτω. Προχωρά μέχρι την απορία κι από εκεί, έχοντας χάσει τη βολή της, συναντά τη φιλοσοφία κι είναι τότε που η ποίηση αποκτά τέτοια δύναμη που αντέχει μέχρι και να συγκρουστεί με μια πόλη, κάποια καθημερινή, από ένα κάθισμα λεωφορείου.