Αργά ένα απόγευμα, περνώντας από στενό δρόμο, έκλεψα ένα πεπόνι. Ο άνθρωπος των φρούτων που κρυβόταν από πίσω τους, με άρπαξε από το χέρι και είπε: «Σενιορίτα, μια τέτοια ευκαιρία περιμένω σαράντα χρόνια. Σαράντα χρόνια κρύβομαι πίσω από τα πορτοκάλια ελπίζοντας πως κάποιος θα κλέψει ένα φρούτο. Θα σας πω γιατί. Πρέπει να μιλήσω, πρέπει να πω την ιστορία μου. Αν δεν με ακούσετε, θα σας παραδώσω στην αστυνομία.»
«Θα ακούσω», είπα. Χωρίς να με αφήσει, με έβαλε στο μαγαζί, ανάμεσα σε φρούτα και λαχανικά. Κλείσαμε την πόρτα της εισόδου και προχωρήσαμε προς ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι όπου βρισκόταν μια ακίνητη και μάλλον νεκρή γυναίκα. Μου φάνηκε πως ήταν εκεί πολύ καιρό, καθώς αγριόχορτα κάλυπταν το κρεβάτι.
«Την ποτίζω κάθε μέρα», είπε ο άνθρωπος των φρούτων συλλογισμένος. «Σαράντα χρόνια δεν έχω καταλάβει αν είναι νεκρή ή όχι. Ποτέ δεν έχει κινηθεί, δεν έχει μιλήσει, δεν έχει φάει όλο αυτό το διάστημα. Αλλά το περίεργο είναι ότι παραμένει ζεστή. Αν δεν με πιστεύετε, κοιτάξτε.»
Σήκωσε μια άκρη του σκεπάσματος, που άφησε να δω πολλά αβγά και λίγα πουλάκια που είχαν μόλις εκκολαφθεί.
«Όπως βλέπετε», είπε, «τα επωάζω εδώ. Επίσης πουλώ φρέσκα αβγά.»
Καθίσαμε από τη μία πλευρά του κρεβατιού και ο άνθρωπος των φρούτων άρχισε να λέει την ιστορία του.
«Πιστέψτε με. Την αγαπώ τόσο πολύ! Πάντοτε την αγαπούσα! Ήταν τόσο γλυκιά! Είχε μικρά ευκίνητα λευκά πόδια. Θέλετε να τα δείτε;»
«Όχι», απάντησα.
«Τελικά», συνέχισε, μετά από βαθύ αναστεναγμό, «ήταν τόσο όμορφη! Τα μαλλιά μου ήταν ξανθά, τα δικά της υπέροχα μαύρα! Τώρα και οι δυο μας έχουμε λευκά μαλλιά. Ο πατέρας της ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Είχε μια έπαυλη στην εξοχή. Ήταν συλλέκτης. Συγκέντρωνε παϊδάκια αρνιών. Έτσι γνωριστήκαμε. Έχω μια δεξιότητα να στεγνώνω το κρέας με μια ματιά. Ο κ. Σπρωχνοπόδης (έτσι λεγόταν) είχε ακούσει για εμένα. Με κάλεσε σπίτι να αποξηράνω τα παϊδάκια για να μη σαπίσουν. Η Αγνή ήταν η κόρη του. Αγαπηθήκαμε από την πρώτη στιγμή. Φύγαμε με μια βάρκα στον Σηκουάνα. Έκανα κουπί. Η Αγνή μου είπε: “Σε αγαπώ τόσο πολύ που ζω μόνο για εσένα.” Της απάντησα με τα ίδια λόγια. Πιστεύω πως είναι η αγάπη μου που την κρατά ζεστή. Ίσως είναι νεκρή, αλλά η ζεστασιά παραμένει.»
Μετά από παύση, με αφηρημένο βλέμμα συνέχισε: «Του χρόνου θα καλλιεργήσω ντομάτες. Δεν θα ξαφνιαστώ αν αναπτυχθούν καλά εδώ … Βράδιασε και δεν ήξερα πού θα περνούσαμε τη νύχτα του γάμου μας. Η Αγνή ήταν πολύ ωχρή από την κούραση. Τελικά, έχοντας μόλις απομακρυνθεί από το Παρίσι, είδα ένα πανδοχείο που έβλεπε στον ποταμό. Έριξα άγκυρα και περπατήσαμε προς μια σκοτεινή και απειλητική ταράτσα. Δύο λύκοι και μια αλεπού ήταν εκεί και άρχισαν να μας περιτριγυρίζουν. Δεν υπήρχε κανείς άλλος … Χτύπησα και ξαναχτύπησα την πόρτα, από την άλλη πλευρά της οποίας επικρατούσε τρομερή σιωπή. “Η Αγνή είναι κουρασμένη! Η Αγνή είναι πολύ κουρασμένη!” φώναξα με όση δύναμη είχα. Τελικά, το κεφάλι μιας γριάς φάνηκε στο παράθυρο και είπε: “Δεν ξέρω τίποτε. Ιδιοκτήτης εδώ είναι η αλεπού. Αφήστε με να κοιμηθώ. Με ενοχλείτε.” Η Αγνή άρχισε να κλαίει. Δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να απευθυνθούμε στην αλεπού. “Έχετε κρεβάτια;” ρώτησα αρκετές φορές. Κανείς δεν αποκρίθηκε: δεν ήξερε να μιλά. Και πάλι το κεφάλι, αρχαιότερο από πριν, που όμως τώρα αργά κατέβηκε από το παράθυρο κρεμασμένο από μικρό κορδόνι. “Απευθυνθείτε στους λύκους. Δεν είμαι ιδιοκτήτης. Αφήστε με να κοιμηθώ! Παρακαλώ!” Κατάλαβα πως ήταν παλαβό αυτό το κεφάλι και δεν είχα κουράγιο να συνεχίσω. Η Αγνή δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Περπάτησα δυο τρεις φορές γύρω από το σπίτι και τελικά μπόρεσα να ανοίξω ένα παράθυρο, από όπου μπήκαμε. Έπειτα βρεθήκαμε σε μια κουζίνα ψηλοτάβανη. Πάνω στον μεγάλο φούρνο που ζέσταινε η φωτιά μαγειρεύονταν λαχανικά που αναπηδούσαν στο βραστό νερό, γεγονός που πολύ μας διασκέδασε. Φάγαμε καλά και μετά ξαπλώσαμε στο πάτωμα. Είχα την Αγνή στην αγκαλιά μου. Δεν κοιμηθήκαμε. Εκείνη η τρομερή κουζίνα είχε κάθε είδους πράγματα. Πολλά ποντίκια είχαν βγάλει τα κεφάλια τους από τις τρύπες και τραγουδούσαν στριγκλίζοντας με δυσάρεστες μικρές φωνές. Άθλιες μυρουδιές, που η έντασή τους άλλαζε, και ρεύματα αέρα. Πιστεύω ότι τα ρεύματα αυτά αποτελείωσαν τη φτωχή μου Αγνή. Δεν συνήλθε ποτέ. Από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά μιλούσε λιγότερο …»
Και ο άνθρωπος των φρούτων είχε τόσο τυφλωθεί από τα δάκρυα που μπόρεσα να το σκάσω με το πεπόνι μου.