Το έργο Αντόνιο ή Το μήνυμα της Λούλας Αναγνωστάκη[1] θα αποτελέσει το αντικείμενο του παρόντος κειμένου[2] υπό την οπτική της Σημαντικής των Πιθανών Κόσμων.
Το έργο ανεβαίνει εν μέσω δικτατορίας στην Ελλάδα, το 1972, στο Θέατρο Τέχνης. Έργο που η Βίκυ Μαντέλη έχει χαρακτηρίσει δικαιολογημένα «αινιγματικό», συμπληρώνοντας ότι μόνο «μέσα από ρωγμές» ο θεατής αναγνωρίζει «κάποια κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα».[3]
Στην αναλυτικότερη και πλέον έγκυρη μέχρι στιγμής ανάλυση που κάνει ο Φίλιππος Χάγερ[4] για το έργο, με βασικά εργαλεία του την κοινωνιολογική θεωρία του Πιερ Μπουρντιέ, δικαιολογημένα εντοπίζει τις δυαδικές σχέσεις που διέπουν τη δομή του. Από την άλλη, παρουσιάζοντας την υποδοχή του έργου από την κριτική της εποχής, διαπιστώνει ότι οι κρίσεις που κυριαρχούν αναφέρουν την απουσία αιτιότητας, την απουσία λογικής διαδοχής των γεγονότων, την απουσία ολοκληρωμένης διαγραφής των χαρακτήρων, την απουσία δράσης και, τέλος, την απουσία ξεκάθαρου μηνύματος.[5]
Ο μελετητής καταλήγει στη διαπίστωση ότι η ως επί το πλείστον αρνητική ή αμήχανη κριτική οφείλεται στο γεγονός ότι η Αναγνωστάκη διαρρηγνύει τους παραδοσιακούς δραματικούς κανόνες, ενώ το αναμενόμενο κοινωνικο-πολιτικό μήνυμα του έργου δεν αποκρυπτογραφείται από εκείνους που αρνούνται να προχωρήσουν πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων.[6] Στην πραγματικότητα, ο Χάγερ διαπιστώνει εδώ ότι το έργο δεν λειτουργεί σύμφωνα με τη
θεωρία της αντανάκλασης, τη μόνη οικεία αν όχι και τη μόνη έγκυρη για την κριτική της εποχής, και στην οποία αντιπαρατίθεται η Σημαντική των Πιθανών Κόσμων. Η Αναγνωστάκη, δηλαδή, δημιουργεί έναν ανοίκειο πιθανό κόσμο, όπου όλα κάτι θυμίζουν αλλά δεν είναι επακριβώς αναγνωρίσιμα, θέτοντας έτσι σε διερώτηση τον βαθμό προσβασιμότητας μεταξύ υπαρκτού και μυθοπλαστικού κόσμου. Ας διευκρινιστεί εδώ ότι ως προσβασιμότητα ορίζεται η σχέση Σ μεταξύ δύο κόσμων Κo και Κδ (όπου Κο = ο πραγματικός κόσμος των θεατών και Κδ = ο κόσμος του δράματος), στο πλαίσιο της οποίας ο ένας Κόσμος μπορεί να γεννηθεί από τον άλλον, με αποτέλεσμα να διαθέτουν σημαντικό αριθμό κοινών χαρακτηριστικών. Έτσι, στη σχέση Κo Σ Κδ δηλώνεται ότι ο Κόσμος του Δράματος έχει προσβασιμότητα στον Κόσμο της Πραγματικότητας,[7] σχέση που ελαχιστοποιείται σε έργα, για παράδειγμα, του Θεάτρου του Παραλόγου.
Όπως προανέφερα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανάλυση του Χάγερ έχει ο εντοπισμός των ποικίλων δυαδικών σχέσεων που διέπουν τον κόσμο του δράματος, αρχής γενομένης από το πρόσωπο του τίτλου, τον «Αντόνιο», ο οποίος αποκαλύπτεται διπλός: ο ένας σκηνικά παρών ενώ ο άλλος απών, ο ένας σχεδόν αυτιστικός ενώ ο άλλος ηγέτης ενός ανατρεπτικού κινήματος. Ή, μάλλον έτσι, αφού οι προτασιακές καταθέσεις των δραματικών προσώπων ουδέποτε επαληθεύονται. Η μόνη αλήθεια, πάντως, είναι ότι αν ο σκηνικός «Αντόνιο» είναι η προσωποποίηση της αδράνειας, ο άλλος «Αντόνιο» κινείται υπερδραστήρια σε έναν άλλον, παράλληλο με τον σκηνικό, πιθανό κόσμο. Η Αναγνωστάκη εδώ θέτει εμμέσως πλην σαφώς ένα καίριο ζήτημα της Θεωρίας των Πιθανών Κόσμων, αυτό που αφορά στον προσδιορισμό της ταυτότητας του δραματικού προσώπου σε σχέση με το όνομά του ως αυστηρού ενδείκτη (rigid designator),[8] ζήτημα που έχει αναλύσει εκτενώς ο Saul Kripke.[9]
Η συγγραφέας, ενώ φέρνει επί σκηνής ένα πρόσωπο (και μάλιστα του τίτλου) με το όνομα «Αντόνιο», το οποίο προικίζει με συγκεκριμένες ιδιότητες, δηλώνει ταυτόχρονα ότι σε έναν μη ορατό σκηνικά κόσμο, σε ένα παράλληλο προς αυτόν σύμπαν, λειτουργεί ο «Αντόνιο» με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Με την ίδια λογική, το ουδέποτε κατονομαζόμενο ως σκηνικός χώρος Λονδίνο λειτουργεί ως τόπος ο οποίος διαθέτει τα χαρακτηριστικά της Αθήνας σε έναν άλλον κόσμο. Διότι για το πραγματικό Λονδίνο της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής, η πολιτικοκοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα τοποθετούσε αυτόματα την ελληνική πρωτεύουσα σε ένα παράλληλο και πλήρως ανοίκειο σύμπαν, όπου όλοι οι νόμοι της λογικής είχαν παραβιαστεί από το στρατιωτικό καθεστώς, καθεστώς αδιανόητο για τις δυτικές χώρες.
Αυτή η σύγχυση πόλεων γίνεται αισθητή και με την είσοδο των δύο ομάδων πολιτικών εισβολέων με αόριστο κίνητρο την αναζήτηση του «μηνύματος» του «Αντόνιο» στο σπίτι της «Αλίκης», οι οποίοι, όπως παρατηρεί η Μαντέλη, είναι αριθμητικά ισάριθμοι αλλά διαχωρίζονται οι μεν ως εδραιωτές του καθεστώτος και οι δε ως ανατροπείς του.[10] Το Λονδίνο μοιάζει έτσι να τοποθετείται σε ένα εναλλακτικό σύμπαν εντός του οποίου είναι αυτό που λειτουργεί ως Αθήνα υπό δικτατορικό καθεστώς.
Εξάλλου, στη συγκριτική μεταξύ του δραματικού κόσμου και του πραγματικού κόσμου κοινωνιολογική ανάλυση του Χάγερ, αποδεικνύεται ότι όλες οι παραδεκτές κοινωνικές μορφές λειτουργούν κατά τρόπο διαστρεβλωμένο στον δραματικό κόσμο του Αντόνιο: η οικογένεια, κυτταρική μορφή και στήριγμα της κοινωνίας, με μέλη της που συνδέονται με βιολογικούς δεσμούς, εδώ ανατρέπεται, αφού όλοι οι συγκατοικούντες είναι ξένοι μεταξύ τους. Η οικογένεια, ως μονάδα προορισμένη για κοινωνική και βιολογική αναπαραγωγή, ανατρέπεται εδώ, αφού όλα τα σκηνικά πρόσωπα επιδεικνύουν βιολογική, κοινωνική και συναισθηματική στειρότητα. Η οικογένεια, ως εκπροσωπούσα το ιδιωτικό που προστατεύεται από το κράτος από έξωθεν κινδύνους, παραβιάζεται εδώ από τη βίαιη είσοδο και κατάλυση του ασύλου της από τους εκπροσώπους του κράτους. Τέλος, η παραδοσιακή ανδροκρατική δομή έχει επίσης καταλυθεί, αφού στον δραματικό κόσμο μόνον οι γυναίκες δρουν και αποφασίζουν.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία προσομοιάζουν σε έναν κόσμο που διέπεται από την ανομία (με την ντυρκεϊμική έννοια). Έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι ο πραγματικός αλλά, τελικά, είναι ένα αντεστραμμένο είδωλό του που αντανακλάται σε
ένα παράλληλο σύμπαν. Ένα σύμπαν όπου ακόμη και ο μαχητής «Αντόνιο» ενός πραγματικού κόσμου, στον σκηνικό εναλλακτικό χώρο έχει μετατραπεί σε άβουλο πλάσμα.
Τελικά, αν υπάρχει ένα ιδεολογικό μήνυμα που στέλνει με το έργο της εκείνη τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή η Λούλα Αναγνωστάκη στους συμπατριώτες της και σε όλο τον κόσμο, είναι μια κραυγή απόγνωσης για τη συνεχιζόμενη απραξία απέναντι στην ανατροπή κάθε παραδεδεγμένης αξίας στην Ελλάδα. Η χώρα της είχε περάσει στη σφαίρα ενός Πιθανού Κόσμου που κινείτο παράλληλα αν όχι στο περιθώριο του πολιτισμένου κόσμου. Ό,τι ίσχυε στον τελευταίο, υλοποιείτο κατά αντίστροφη φορά στον Πιθανό Κόσμο «Ελλάδα».
Αν κάποιο στοιχείο αποτελεί καθοριστικό δείκτη της συνύπαρξης των δύο αυτών ίδιων αλλά αντιθετικών παράλληλων κόσμων, είναι οι προτασιακές καταστάσεις που περιγράφονται από έναν από τους οκτώ Νέους που εισβάλλουν ως φίλοι του Αντόνιο (ποιου, όμως, από τους δύο;) στο σπίτι:
ΑΓΟΡΙ Β. (πάει στο παράθυρο, κοιτάζει έξω – αργά) Έχεις δίκιο – όλα χάθηκαν. Η ομίχλη έπεσε στην πόλη – τα κίτρινα φανάρια τη φωτίζουν πένθιμα. Στις γωνιές του δρόμου άνθρωποι με στολή παραφυλάνε. Γέμισαν τα πάρκα από σκοτωμένα παιδιά και τις λεωφόρους τις σκέπασαν ερείπια. Στα πεζοδρόμια το πλήθος στριμώχνεται τρέμοντας από κρύο και φόβο. Σακάτεψαν τους άντρες και τις γυναίκες. Δεν περπατούν πια, σέρνονται. (παύση – ξαφνικά γελά σαρκαστικά και απομακρύνεται) Δεν είναι αλήθεια. Τίποτα δεν είναι αλήθεια. Το ξέρετε, δεν το ξέρετε; Τα φώτα των αυτοκινήτων σκίζουν θριαμβευτικά την ομίχλη. Τα πάρκα είναι γεμάτα καλοθρεμένα παιδιά. Στις λεωφόρους το πλήθος συνωστίζεται χαρούμενο, τρώνε γλυκά, ακούνε τους αγαπημένους τους δίσκους από τα μεγάφωνα.[11]
Δύο κόσμοι εξίσου πειστικά πραγματικοί, ορατοί έξω από το ίδιο παράθυρο ταυτόχρονα, αλλά σε σύγκρουση μεταξύ τους ως προς αυτά που λαμβάνουν χώρα. Δύο παράλληλοι κόσμοι, εξίσου πιθανοί.[12]
Ταυτόχρονα, ο «Αντόνιο» είναι παρών και στους δύο αυτούς εναλλακτικούς κόσμους.