Απάνθισμα από ανέκδοτο, ημιτελές • ΛΕΞΙΚΟ •

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ «ΧΑΡΤΗ»: Τα λήμματα αυτά γράφτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 70. Να θυμηθούμε ότι (εξίσου ημιτελή) προσωπικά λεξικά είχαν επιχειρήσει να συνθέσουν τόσο ο Καβάφης όσο και ο Εμπειρίκος. Βέβαια, τα δικά τους είχαν περισσότερο εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, όπως το πρόσφατο Λεξικό αναμνήσεων του Γιώργου Χουλιάρα (το οποίο περιλαμβάνει και το λήμμα «συνουζία», που αναφέρεται στον Ν.Θ.).

Απάνθισμα από ανέκδοτο, ημιτελές  • ΛΕΞΙΚΟ •

Μερικές φορές οι λέξεις αλλάζουν όπως ο καιρός. Η θερμοκρασία και η διαύγεια της  σημασίας τους κυμαίνονται μαζί με τον αέρα του συνειρμού. Πότε πότε αποπνέουν άρωμα, δροσιά, χρώματα, φως… Μέσα, στον χρόνο της ομιλίας και της γραφής, οι έννοιες μεταβάλλονται όπως τα σύννεφα, η βλάστηση, τα φωτεινά σχήματα του ήλιου, οι λεκέδες των σκιών. Κάποτε, ψάχνοντας για το παράδοξο νόημα που μπορεί να κρύβουν, εκτροχιάζεσαι μαζί τους, έξω από την τάξη του ειρμού, διαταράσσοντας την ερμηνεία των λεξικών. Αρκεί μονάχα η ταυτόχρονη σηματοδότηση από το συναίσθημα και τη φαντασία. Μια παρόρμηση που εκδηλώνεται σαν παιχνίδι της μέθης. Τότε οι λέξεις αναδύονται απ’ το λεξικό υπέδαφος σαν αυτόματες εικόνες και παίρνουν καινούργιες διαστάσεις, ανάλογα με την αίσθηση που σου προκαλούν. Καθώς υπερβαίνεις την κυριολεξία και τα στερεότυπα της ετοιμολογίας, μέσα απ’ τις μεταμορφώσεις και τις αντανακλάσεις μιας μόνο λέξης, βρίσκεσαι ξαφνικά σ’ ένα απρόοπτο γλωσσικό τοπίο. Π.χ.:

Ανθίσταμαι: ρ. στέκομαι ανάμεσα σε άνθη, βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, διανύω την άνοιξη της ζωής μου.
Ζηλοτυπία, (η): ουσ. Η μετά ζήλου εκτύπωση, η λατρεία περί τα τυπογραφικά.
Δολάριο, (το): υποκοριστικό της λέξης δόλος.

Έτσι, σ’ αυτή την περιοχή που σου έχει αποκαλύψει ο παράδοξος συνειρμός, μπορεί να δεις πεντακάθαρα κάποιο πρόσωπο από τα μακρινά χρόνια των σελίδων σου να στέκεται αγέραστο μέσα στην ανθισμένη φύση των χρημάτων. Η εκτροχιασμένη σου λέξη συγκροτεί από μόνη της μια καινούργια εποχή. Μια παράξενη άνοιξη που διαρκεί με τον χρόνο της ηλικίας σου.

Κάπου τριγύρω, απόρρητοι δολοπλόκοι, παραλλαγμένοι ανάμεσα στη βλάστηση των λέξεων, μετρούν τα δολάρια της πλοκής από κάποια λησμονημένη αφήγηση μυστηρίου, με σκοπό να διαφύγουν μέσα στη δική σου συνέχεια, ενώ παράλληλα το λαμπρό φάντασμα του εφευρέτη της τυπογραφίας περιφέρεται με συγκίνηση ερωτική στο τοπίο και θυμάται τις πρώτες του εκτυπώσεις, καθώς ξαναβλέπει τα φωτεινά γράμματα του ήλιου με το μελάνι των σκιών.

Απάνθισμα από ανέκδοτο, ημιτελές  • ΛΕΞΙΚΟ •

Αβίωτος = αυτός που δεν έζησε ποτέ.
Αγαθοεργία = εργασία για την απόκτηση αγαθών.
Αγγελία = σύναξη, ευφροσύνη των αγγέλων.
Αγγλικανός = ο έχων την ικανότητα να είναι Άγγλος, ο ικανός Άγγλος.
Αγέλαστος 
= ο αστός της αγέλης, αγελαίος αστός.
Αγνοώ = παραμένω αγνός.
Αγορεύω = περιπλανιέμαι στην αγορά.
Αγροικία = σπίτι αγροίκων.
Άγχομαι = οδηγούμαι στην αγχόνη.
Αδέξιος = αυτός που δεν ανήκει στη δεξιά παράταξη, 2 ο μονόχειρ που του λείπει το δεξί χέρι.
Αιμομιξία = διερεύνηση ομάδων αίματος, 2 λανθασμένη μετάγγιση.
Άκμων = αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ακμή.
Ακριτοέπεια = αφήγηση σχετικά με ηρωικά κατορθώματα των ακριτών.
Ακρόαση = μαρτύριο της ερήμου, κατά τη διάρκεια του οποίου έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται κοντά σε μια όαση που διαρκώς απομακρύνεται.
Ακροβασία = ακραία ερωτική πράξη.
Αληθής = ο εκτός λήθης, ο αιωνίως υπάρχων.
Αλλόφρων = αυτός που ζει με τη φρόνηση των άλλων.
Αμελής = ο άμουσος, 2 ο ακρωτηριασμένος.
Αμνηστεύω = απαλλάσσω μνηστευμένους από τον δεσμό τους.
Αμοιβαίος = ο επ’ αμοιβή (φράση: «Αμοιβαίος έρωτας»).
Αμφίβιος = αυτός που κάνει διπλή ζωή.
Ανάθεμα = επαναφορά θέματος για συζήτηση.
Ανάρμοστος = ο χωρίς αρμούς, ξεχαρβαλωμένος.
Αναρχία = πλήρης απουσία των αρχών.
Ανατριχιάζω = επανακτώ την τριχοφυΐα μου.
Ανδρείος = ο κάτοικος της Άνδρου.
Άνεργος = αυτός που δεν αφήνει έργο πίσω του.
Ανθίσταμαι = στέκομαι ανάμεσα σε άνθη, βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, είμαι στην άνοιξη της ζωής μου.
Ανίατος = ο πλήρης ανίας.
Αντικείμενο = καθετί που αντίκειται στον γραπτό λόγο.
Αντιμόνιο = παρασκεύασμα εναντίον της μοναξιάς.
Αξιολογία = επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των λογίων, σύμφωνα με την αξία τους.
Αοριστολογία = ομιλία σε χρόνο αόριστο.
Απαγχονίζω = ελευθερώνω κάποιον από το άγχος.
Απαισιόδοξος = αυτός που επιζητεί δόξα με απαίσιους τρόπους.
Απαρέγκλιτος = ο μη χρησιμοποιών εγκλίσεις στην ομιλία και στη γραφή του, άτομο περιορισμένου λεξιλογίου.
Απεργάζομαι = προετοιμάζω απεργιακό αγώνα, 2 εργάζομαι κατά τη διάρκεια απεργίας.
Απευθύνομαι = απεκδύομαι κάθε ευθύνης.
Απόγνωση = παντελής έλλειψη γνώσεων.
Απογοήτευση = βαθμιαία απώλεια της σαγηνευτικής ικανότητας.
Απόκληρος = ο αποσχηματισθείς κληρικός, 2 ο μη ευνοηθείς σε κλήρωση.
Αποπλάνηση = αποπροσανατολισμός περιπλανώμενου ατόμου, 2 άρση αυταπάτης, 3 τέλεια λείανση επιφάνειας, ιδίως ξύλου.
Απόστρατος = ο παρεκκλίνων από τον δρόμο του, 2 ως ουσιαστικό υπόλειμμα καταρρακωθέντος στρατού.
Αποτρόπαιος = αυτός που αποποιείται, που αρνείται τα τρόπαια.
Απουσία = έλλειψη ουσίας.
Αποφασίζω = ξεκαθαρίζω τη θέση μου έναντι του φασισμού.
Αποχωρώ = εγκαταλείπω τη χώρα μου.
Αργόμισθος = ο αμειβόμενος τις αργίες.
Αργοσαλεύω = τρελαίνομαι βαθμηδόν.
Αριστερίζω = φιλονικώ αριστοτεχνικά.
Αριστερόστροφος = ο κλίνων προς τις ιδέες της Αριστεράς.
Αρπάζω = πορίζομαι τα προς το ζην, παίζοντας άρπα.
Αστείζομαι = ζω αστική ζωή.
Αστόχαστος = ο εκτός στόχου.
Ασυλλόγιστος = αυτός που αποστρέφεται τη συλλογική εργασία, ο εκτός συλλόγου.
Αταλάντευτος = ο χωρίς ταλέντο.
Ατσαλοσύνη = χαλύβδινη θέληση, ακαταπόνητη ψυχική δύναμη.
Αυθαίρετος = ο αυτοεκλεγείς.
Αυτοπαθής = ο έχων πάθος με τον εαυτό του.
Αυτόχρημα = η κρυφή αποταμίευση, το κομπόδεμα.
Αφοδεύω = βγαίνω από τον δρόμο μου, ξεστρατίζω.

[ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ  Νάσου Θεοφίλου  ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: