Ο Αργύρης Εφταλιώτης (συγγραφικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στον Μόλυβο της Λέσβου στα 1849 και πέθανε στα 1923 στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό –στο Λονδίνο κυρίως– ασχολούμενος με εμπορικές επιχειρήσεις. Αλλά παράλληλα δόθηκε και στη λογοτεχνία. Φίλος στενός με τον Αλέξανδρο Πάλλη, πίστεψε, όπως κι εκείνος, με φανατισμό τις θέσεις του Ψυχάρη τις σχετικές με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.
Καθώς έζησε σε χρόνια όπου το ελληνικό κράτος αναζητούσε τρόπους να εδραιώσει τη θέση του, άρα και να αποκτήσει ένα ξεκάθαρο εθνικό αποτύπωμα, θέλησε να χρησιμοποιήσει τη λογοτεχνία ως κεντρικό όχημα μιας τέτοιας πορείας.
Ο Εφταλιώτης θεωρούσε πως το έργο τέχνης πρέπει να γράφεται στη γλώσσα με την οποία συνεννοείται ο απλός άνθρωπος γιατί έτσι αποκτά καλλιτεχνική οντότητα και αξία.
Σαφέστατα υπήρξε ένας από εκείνους που διαμόρφωσαν την γλώσσα όσων θα έγραφαν μετά από αυτόν – η δύναμη των περιγραφών του συχνά καθηλώνει. Αλλά όπως κάθε ακραία θέση, έτσι και ο φανατισμός του Εφταλιώτη στην ταύτιση ποιοτικού έργου με εθνικό αποτύπωμα (με προεξέχουσα την γλωσσική οντότητα) μπορεί να βοήθησε τα γραπτά του να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό του ηθογραφήματος, αλλά παράλληλα τους στέρησε και τη δυνατότητα να μπορούν να συνομιλούν με έναν σύγχρονο, μα και σαφώς εκλεπτυσμένο, αναγνώστη – κάτι που σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει με τα κείμενα του Ροΐδη, για παράδειγμα, ή του Παπαδιαμάντη.
Αξίζει, πιστεύω, να ανατρέξουμε στη θέση που κράτησε ο Παλαμάς , φίλος και συνοδοιπόρος του Εφταλιώτη, απέναντι στις απόψεις αυτές: «Η δημιουργική φαντασία του γνήσιου καλλιτέχνη επηρεάζεται από πλήθος παραγόντων και η εθνική σημασία και ωφέλεια ενός έργου δεν εξαντλείται στην έμπνευση αποκλειστικά από εθνικές πηγές», σημείωνε ο ποιητής σε άρθρο του το 1899.
Και θεωρώ πως η θέση του Παλαμά ίσως επανέρχεται στην επικαιρότητα, καθώς στις μέρες μας –που για μερικούς πλανάται κίνδυνος πάνω από την εθνική μας ύπαρξη– βλέπουμε μια επανάκαμψη συγγραφικών εμπνεύσεων με έργα όπου ο εθνικός μύθος γίνεται βάση στήριξης και λόγος ύπαρξης .
Και από αυτή τη σκοπιά αξίζει κανείς να διατρέξει τα λογοτεχνικά κείμενα των συγγραφέων εκείνων –ένας από αυτούς και ο Εφταλιώτης– που σε μια άλλη ιστορική περίοδο, ζήτησαν να εδραιώσουν κάτι παρόμοιο με αυτό που και σύγχρονοι Έλληνες λογοτέχνες επιχειρούν. Να διατρέξει πρώτα και στη συνέχεια να καταλήξει στα όποια συμπεράσματα νομίζει πως θα πρέπει, ίσως, να κρατηθούν.
Το κείμενο που επιλέχτηκε, είναι απόσπασμα από το έργο Φυλλάδες του Γεροδήμου, πρώτη έκδοση Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1897.
Θέλω να σημειώσω πως το έργο γράφτηκε για να απευθυνθεί κυρίως σε παιδιά και να που ακόμα μια προτροπή προβληματισμού (διαφορετικής, όμως, κατεύθυνσης αυτή τη φορά) μας έρχεται από τα τέλη του 19ου αιώνα και έχει να κάνει με το πως θεωρούσε τότε, ο αληθινός συγγραφέας ότι πρέπει να γράφει όταν θα διαβαστεί από ανήλικο κοινό – χωρίς γλωσσικές περικοπές και δίχως δήθεν παιδαγωγικούς περιορισμούς.
Συγγραφείς που κάποτε διέσχισαν τον Χάρτη της ελληνικής λογοτεχνίας: Αργύρης Εφταλιώτης
σχόλια & επιλογή κειμένων του Μάνου Κοντολέων
Πρέπει να ‘μεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ' εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό ήταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλόγες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών.
Αργύρης Εφταλιώτης: ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΝΟ
— Να σας τα πω λοιπόν, παιδιά μου, μια και καλή (άρχισε ο γέρος)· στον τόπο μου οι δικοί μας σηκώθηκαν και δε σηκώθηκαν. Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές ήταν που μας αφάνησαν τότες.
Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κι η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας ήταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθεί η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν. Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κι έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέτα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέτες εκείνες, το ξέρω. Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα.
Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Ήτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τα ‘ξεραν. Κι έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα. Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίει το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! «Βύζαξέ το», της φωνάζω. Του κάκου, δε σώπαινε το μωρό! «Φράξε το στόμα του, σφίξ' το στην αγκαλιά σου, για τ’ όνομα του Θεού και χαθήκαμε!» Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε.
«Άι, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάει, ή όλοι μας. Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλήγορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δεις εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κι έρχουνται, να τους!»
Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό! Τι έκαμα τότες, δεν ξέρω· πρέπει να ‘πεσα κάτω ξερός· Πρέπει να ‘μεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ' εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό ήταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλόγες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών.
Κάθισα να συλλογιστώ αν ήταν αλήθεια, αν ονειρευούμουν, αν είμουν τρελός. Φώναζα τη Χριστίνα, την ξαναφώναζα. Του κάκου, ήταν αλήθεια! Γκρεμίστηκε η Χριστίνα με το μωρό. Να ‘τος ο γκρεμνός! Να το τό βάραθρο! Τι να κάμω τώρα! Ίσως ζει η Χριστίνα, ίσως δεν έπαθε τίποτις, ίσως λογοθύμησε· ας κάμω πως κατεβαίνω, να δω, να την εύρω, να ζήσω ή να πεθάνω μαζί της.
Και κει που έκαμνα να κατέβω, — μπαμ! και σφυρίζει ένα βόλι στ' αυτί μου. Αυτό το βόλι μ' έκαμε έξω φρενώ· γένηκα στ' αλήθεια τρελός. Είχα μαζί μου μια πιστόλα κι ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πιστόλα με χίλιες κατάρες και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε.
Ωστόσο οι τουφεκιές πρέπει να ‘φεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κουβέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω. Σκάλωσα λοιπό σε μιαν αχλαδιά, και κρύφτηκα. Πώς να φύγω μονάχος μου, χωρίς τη Χριστίνα! Πρέπει να τη βρω, έλεγα, και θα τη βρω. Κάπου θα κοίτεται λιγοθυμημένη. Μια να γλυκοφέξει, και θα τη βρω.
Τρομερή κι ατέλειωτη νύχτα! Κάθουμουν ανάμεσα στ' αχλαδόκλαδα, και τους έβλεπα και περνούσαν: δυο δυο και τρεις τρεις, πότε Τούρκοι, πότε δικοί μας. Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως ήμουνα. Δεν το πίστευα πως ήμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις.
Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα. Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θα ‘πεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ' έν' αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματωμένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκοτεινή. Δεν το πίστευα πως είταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της. Α δεν ήταν από τα ρούχα της, α δεν ήταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος ήταν — η γυναικούλα μου!
Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τόνε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα. Και σαν τα θαψα τ’ακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετράδια, και κατρακύλισα απάνω απάνω κι ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ' ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμμένα μάτια μου κι έφυγα κατά τα βουνά. Παρακαλούσα ν' ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά και να γλυτώσω.
Εδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρυα. Δεν μπόρεσε να πάει εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν' ακούμε. Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου… Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης ήτανε τέτοιος ήρωας… Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κι έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του…Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία και θα τα δης. Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γέρο Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκκαλα της γυναίκας και του παιδιού του, και τα βαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρει κανένανε.